3 Απριλίου 2016

Κερίτης το χρονικό της εκτέλεσης της 1ης Αυγούστου 1941.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης, η περιοχή  Αλικιανού έγινε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων,
καθώς άντρες και γυναίκες από την ευρύτερη περιοχή - ηλικιωμένοι και παιδιά κυρίως, που δεν είχαν επιστρατευτεί στον ελληνοϊταλικό πόλεμο - έτρεξαν να υπερασπίσουν τη γη τους ενάντια στους πάνοπλους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Για την αντίσταση των αμάχων οι κατακτητές  πήραν σκληρή εκδίκηση. Στις 2 Ιουνίου 1941, συνέλαβαν, με αιφνιδιαστικό μπλόκο, 60 Αλικιανιώτες, κατά το πλείστον ηλικιωμένους και εφήβους, και τους εκτέλεσαν  στον περίβολο της εκκλησίας του Τιμίου Σταυρού.
Την 1η Αυγούστου 1941, αφού προϊγουμένος είχαν καλέσει  τον κόσμο - που είχε, μετά την πρώτη εκτέλεση, καταφύγει στα ορεινά  - να επιστρέψει στα σπίτια του, έκαμαν μπλόκο και συνέλαβαν 118 πατριώτες από τ’ Αλικιανού και τα γύρω χωριά, τα Νέα Ρούματα, το Ορθούνι, τις Καρές, τον Πρασέ, το Φουρνέ, το Σκινέ και το Βατόλακκο, κι αφού πρώτα τους έβαλαν ν’ ανοίξουν τους λάκκους των, τους πέρασαν από έκτακτο στρατοδικείο με την ηλίθια κατηγορία της αντίστασης κατά τη γερμανική εισβολή στο νησί. Σε αυτήν την παρωδία σκηνοθετημένης δίκης, υποχρεώνονταν να υπογράψουν ένα σημείωμα στα γερμανικά, πολλοί αρνήθηκαν και μετά εκτελέστηκαν χωρίς έλεος κοντά στη γέφυρα του ποταμού Κερίτη. Τον ίδιο χρόνο, έκαψαν το χωριό Σκηνέ ως αντίποινα για την αντίσταση των κατοίκων. Τα παιδιά της περιοχής που μεγάλωσαν στην Κατοχή και στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο ήταν στην πλειοψηφία τους ορφανά.
Απέναντι από τη γέφυρα δίπλα από τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στα Χανιά υπάρχει μνημείο για να θυμίζει τις γερμανικές θηριωδίες στο όνομα της άριας φυλής και της εκδικητικότητας που έδειξαν επειδή η Κρήτη αντιστάθηκε τότε λυσσαλέα
Η εκτελέσεις στην Γέφυρα Κερίτη.
Την 1η Αυγούστου του 1941 αρχίζουν να κυκλώνουν από τη βαθιά αυγή τα χωριά της κοιλάδας του Κερίτη και προτού ανατείλει ο ήλιος, ήταν όλα ζωσμένα από Γερμανούς. Με τις φωτοβολίδες δίδουν το σύνθημα και αρχίζει το σφίξιμο του κλοιού. Προχωρούσαν στις γειτονιές και χτυπούσαν τα σπίτια και σπούσαν τις πόρτες. Κάποιοι άνδρες προσπαθούν να φύγουν για να κρυφτούν. Τους πυροβολούσαν και τους σκότωναν αμέσως. Τους συγκέντρωναν όλους στην πλατεία κάθε χωριού και από εκεί τους έβαζαν στα αυτοκίνητα και τους κουβαλούσαν στον Αλικιανό, στο λιόφυτο του Ησυχάκη εκεί ακριβώς που είναι το Γυμνάσιο. Αφού συγκέντρωσαν όλους όσους μπόρεσαν να πιάσουν, άρχισαν την επιλογή. Στελιώνουν ένα τραπέζι κάτω από μια ελιά και γύρω του κάθισαν τέσσερις αξιωματικοί. Φώναζαν, με τους διερμηνείς, ένα – ένα να πλησιάσει. Το λιόφυτο ήταν περικυκλωμένο με εκατοντάδες στρατιώτες που φρουρούσαν την περιοχή.
Κατά μήκος του μονοπατιού που οδηγούσε προς τη γέφυρα ήταν τοποθετημένος κάθε 4 μέτρα και ένας φρουρός μέχρι τη γέφυρα. Στον Κερίτη, λίγα μέτρα πιο πάνω από τη γέφυρα, 60 ή 70 μέτρα, είχαν κάνει κλοιό με εκατοντάδες άλλους στρατιώτες με τα πολυβόλα στα χέρια. Κάποιοι Ρωμιοί επιταγμένοι, περίμεναν εκεί δίπλα στους πλατάνους και τους είχαν βάλει και άνοιξαν τρεις λάκκους 8 μέτρα μάκρος, δύο μέτρα πλάτος και ένα μέτρο βάθος. Στο λιόφυτο η διαδικασία ξεκίνησε. Το μακάβριο έργο τους πήρε μπροστά. Οι διερμηνείς φώναζαν ένα – ένα να έλθει και να σταθεί μπροστά στους Γερμανούς αξιωματικούς. Η συνηθισμένη ερώτηση ήταν: «Γιατί πολέμησες τους Γερμανούς;». Οι απαντήσεις ήταν πολλές και διάφορες, λέει ο Μανώλης Κατσούλης, που ήταν παρών εκεί. Ξεχωρίζουν την πρώτη ομάδα που ήταν 8 άτομα. Τους τοποθετούν σε μια ελιά και τους άφησαν λίγη ώρα να περιμένουν. Κάποια στιγμή ο Γερμανός αξιωματικός δίδει το σύνθημα. Αμέσως οι 8 κυκλώνονται από μια 10αριά στρατιώτες και τους οδηγούν στο μονοπάτι κατευθείαν για τον Κερίτη. Στο λιόφυτο η διαδικασία προχωρούσε και ετοιμάζανε την επόμενη ομάδα. Στη μια ελιά βάζανε εκείνους που κρίνανε ενόχους, αυτούς δηλαδή που κρίνανε ότι τους πολέμησαν και στην άλλη ελιά εκείνους που κρίνανε αθώους. Έτσι προχωρούσε η διαδικασία. Κάθε ομάδα που ετοίμαζαν την προωθούσαν στον Κερίτη κυκλωμένη από μια 10αριά στρατιώτες. Κάθε ομάδα ξεκινούσε μετά από τις χαριστικές βολές της προηγούμενης ομάδας. Ξεκινάει τούτη η ομάδα από 7 άτομα που κυκλώνονται και αυτοί, το ίδιο, όπως και οι προηγούμενες από μια 10αριά στρατιώτες και την οδηγούν για τον Κερίτη. Στη συνέχεια, αφού τους χάσαμε από τα μάτια μας (λέει ο Μανώλης Κατσούλης) περιμέναμε να ακούσουμε τους πυροβολισμούς. Όμως, κάποια στιγμή, ακούμε να δονίζει την ατμόσφαιρα το τραγούδι: «Τον αντρειωμένο μην τον κλαις…». Τη στιγμή αυτή η καρδιά μας έκανε κουλουμούντρια, χτυπούσε τόσο δυνατά που θαρρούσες πως θα σπάσουν τα στήθια μας. Ήταν συγκλονιστικές στιγμές. Θαρρούσαμε πως θα πετάξουμε, πως δεν πατούσαμε πάνω στη γη. Τα πολυβόλα γύρω μας είχαν στόχο τα κορμιά μας. Αυτό προσγείωνε το νου μας.
Οι Γερμανοί αξιωματικοί εκτινάχθηκαν από τις θέσεις τους και όρθιοι άκουγαν με μεγάλη ταραχή τους δωρικούς τόνους του τραγουδιού και τα πρόσωπά τους ήταν κίτρινα σαν τα λιακόνια. Ένας αξιωματικός τρέχει προς το μονοπάτι και κατευθύνεται προς τον Κερίτη. Τα πολυβόλα που άρχισαν τη στιγμή αυτή, κόβουν τον ήχο του τραγουδιού και στη συνέχεια μια νεκρική σιγή, που διακόπτεται με τους μεμονωμένους πυροβολισμούς που είναι οι χαριστικές βολές. Όσοι από τους σωσμένους είμαστε στην ελιά, λέει ο Κατσούλης, συζητούσαμε για το Δημήτρη, τον Μανώλη, το Γιάννη και τους άλλους που είχαν φύγει στην τελευταία ομάδα για τον Κερίτη. Και τώρα να, έτοιμη και η άλλη ομάδα. Καθυστερούν λίγο, ασφαλώς περιμένουν τον αξιωματικό που έτρεξε για τον Κερίτη να επιστρέψει. Μόλις φθάνει, με μια κίνηση του χεριού του δίνει το σύνθημα και αμέσως η ομάδα, 10 τούτη τη φορά, ξεκινά για τον Κερίτη. Κάποιοι, δίπλα μας, λένε: «Άκου! Άκου! Τα πολυβόλα θερίζουν… Πάνε κι αυτοί…», λένε κάποιοι από τους εγκλωβισμένους στο λιόφυτο. «Να ετοιμαστούμε κι εμείς», λένε κάποιοι άλλοι. Τη στιγμή εκείνη τα πολυβόλα σταμάτησαν και μια βουβή σιωπή επικρατεί στους Γερμανούς.[…] Έτοιμη και η επόμενη αποστολή, με 7 ή 8 άτομα, ξεκινάει μετά από το σύνθημα, για τον Κερίτη. Τα πολυβόλα πάλι και οι χαριστικές βολές επίσης. Στη συνέχεια μια βαθιά σιωπή απλώνεται στον ορίζοντα. Ο παπά – Κουκουράκης τους έφερε μεγάλη ταραχή. […] …Με όρθιο το κορμί ο παπάς, ολόρθο και με βλέμμα που αγκάλιαζε, θαρρούσες την απεραντοσύνη του κόσμου, κάνει μερικά μεγάλα βήματα και πηγαίνει και σταματά μπροστά από την ομάδα των αξιωματικών. Δεν περίμενε, ο σεβάσμιος γέροντας, να τον φωνάξουν αλλά προχώρησε με δική του πρωτοβουλία. Τον συγκλόνισε το ανθρωποσφαγείο που είχαν ξεκινήσει αυτά τα κτηνώδη ανθρωπόμορφα τέρατα. Με τεντωμένο το χέρι προς το πρόσωπο του επικεφαλής των αξιωματικών τους λέει: «Ναι μωρέ, θα πρέπει να ξέρετε πως πολέμησα και σκότωσα και αν μπορέσω θα σκοτώσω κι άλλους για την πατρίδα μου. Ποιοί είστε ‘σεις μωρέ; Τι ζητάτε στον τόπο μας και σκοτώνετε, σκύλοι, τους ανθρώπους μας; Βάρβαροι, εγκληματίες, κτήνη. Τον πόλεμο θα τον χάσετε, δεν πρόκειται να κερδίσετε με αυτή την απάνθρωπη και βάρβαρη συμπεριφορά σας. Είστε από τώρα χαμένοι και καταδικασμένοι, από το σύνολο της ανθρωπότητας, κτήνη». Την αριστερή χέρα είχε πάνω στο στήθος του και με την δεξιά σημάδευε τα πρόσωπα των αξιωματικών και ξανάλεγε: «Βαράτε μωρέ, πάρετε το κορμί μου με τα σύνεργά σας, μα δεν μπορείτε τίποτα άλλο να μου κάνετε, ανθρωπόμορφα τέρατα». Ο παπά – Κουκουράκης ολόρθος και με υψωμένα χέρια στον ουρανό, θαρρείς και ήτανε τεράστιο άγαλμα και διακήρυττε τον λόγο της ανθρώπινης μεγαλοσύνης. Θαρρούσες εδώ πως ο Μελχισεδέκ αναστήθηκε μπροστά μας. Ο επικεφαλής αξιωματικός τεντώνει όρθιο το κορμί του και μια μεγάλη ταραχή διακρίθηκε να είναι ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Σηκώνει το πόδι του και το χτυπά με δύναμη στη γη. Τεντώνει το χέρι του και δίνει το σύνθημα. Μια δεκαριά στρατιώτες ορμούν πάνω στον γέροντα παπά και με μια δυνατή σπρωξιά τον σκορπούν στο έδαφος. Με τις ξιφολόγχες, του λογχίζανε το κορμί και του ξεσκίζανε τα ράσα. Μετά τον αρπάζουν από τα πόδια και ξεκινούν να τον τραβούν, με το κεφάλι να βολοσέρνεται στο έδαφος πάνω στις πέτρες και στον πάσπαλο, όπως προχωρούσαν, τρέχοντας στο μονοπάτι για τη γέφυρα. Η σκόνη που έβγαινε σχημάτιζε νέφος και τη βλέπαμε σε όλο το μήκος του μονοπατιού μέχρι τη γέφυρα. Στη συνέχεια ακούγονται τα πυροβόλα. Ακούσαμε και τη χαριστική βολή, που δε θα χρειαζόταν, γιατί ο παπά – Κουκουράκης μετά από τόσους λογχισμούς και χτύπους, η ψυχή του θα είχε φύγει στον ουρανό... Ξεχωρίζουν την άλλη ομάδα και την προωθούν. Και την άλλη! Και την άλλη! Η διαδικασία κράτησε μέχρι που άρχισε να πλησιάζει το βράδυ. Για να μην βραδιαστούν άρχισαν να συντομεύουν τις κινήσεις τους[…]. Δίδουν το σύνθημα στο Νικόλαο Φιωλάκη να πλησιάσει. Ο Νικόλαος Φιωλάκης ήταν τραυματίας με κομμένο το ένα πόδι. Στο κομμένο πόδι είχε ξύλινο στήριγμα και περπατούσε με μεγάλη δυσκολία και κόπο. Στην κύκλωση του χωριού του συνελήφθη κι εκείνος με πολλούς άλλους, στον Κουφό Κυδωνίας και στη συνέχεια τον μεταφέρανε στον Αλικιανό. Ο επικεφαλής αξιωματικός δίδει το σύνθημα στον Φιωλάκη να πλησιάσει. Ο διερμηνέας του εξηγεί και του λέει: «Έλα πιο κοντά». Ο Φιωλάκης έκανε 2 – 3 βήματα και μετά σταματά. Το ξύλινο στήριγμα που είχε στο πόδι του δημιούργησε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία τη στιγμή εκείνη και δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο και ο διερμηνέας το εξηγεί στους αξιωματικούς. Ο Φιωλάκης, σαν ατρόμητος άνθρωπος που ήταν, ζητάει να του δοθεί ο λόγος γιατί κάτι θέλει να πει. Δεν του δίνουν το λόγο, αλλά, αντίθετα, ένας Γερμανός αξιωματικός σηκώνεται όρθιος και σε έντονο ύφος χτυπά δυνατά το πόδι του στο έδαφος και του λέει: «Κομ, κομ» με πολύ άγριο ύφος. Σε επιτακτικό τόνο συνέχισε και του έλεγε με σπαστά ελληνικά: «Εδώ, εδώ». Ο Φιωλάκης σε ατάραχο ύφος, στέκει όρθιο το κορμί του και μετά σκύβει και πιάνει το ξύλινο πόδι του, το ξεστελιώνει και το εκσφενδονίζει με όση δύναμη είχε στον Γερμανό αξιωματικό. Και με δυνατή φωνή του λέει: «Κάτσε κάτω, κτήνος. Είμαι Έλληνας αξιωματικός και δεν σου επιτρέπω τέτοια συμπεριφορά». Και συνεχίζει: «Όπως βλέπεις δεν μπορούσα να σας πολεμήσω, αλλά να είστε βέβαιοι ότι εάν μπορούσα θα σας πολεμούσα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, κτήνη. Κτήνη. Υπερασπίζομαι την πατρίδα μου, την τιμή και την αξιοπρέπειά μου. Επιστρέφω στο πρόσωπό σου, το υβριστικό σου ύφος, κτήνος».
Δεν πρόλαβε να εκφραστεί περισσότερο και μια ομάδα Γερμανοί στρατιώτες ορμούν απάνω του και του δίδουν μια δυνατή σπρωξιά. Ο Φιωλάκης που είχε ελάχιστη σωματική αντοχή σκόρπισε κάτω στο έδαφος. Αμέσως τον αρπάζουν, από τον πόδα, τον ένα πόδα, ο άλλος πόδας ήταν κατάρριζα κομμένος και τον τραβούσαν στο μονοπάτι τρέχοντας προς τη γέφυρα. Νέφος από σκόνη σηκωνόταν στο βολόσερμά του στο μονοπάτι μέχρι να τον φτάσουν στη γέφυρα. Προτού να τον πετάξουν στον λάκκο, λέει ο Νικόλαος Καψωμένος που ήταν αγγαρεμένος εκεί: «Τοποθετούν το σώμα σε μια κουτσούρα ενός πλατάνου που ήταν εκεί δίπλα μας και του κόβουν τον λαιμό. Στη συνέχεια πετούν το κεφάλι στο λάκκο και το πυροβολούσαν. Πετούν και το αποκεφαλισμένο σώμα στο λάκκο και του ρίχνουν ριπές με τα πολυβόλα. Στο άψυχο σώμα… Και λέει, ακόμη, ο Νικόλαος Καψωμένος: «Μετά την εκτέλεση της κάθε ομάδας, μας στέλνανε γρήγορα να φέρνουμε πλατανόφουντες, γιατί ήταν αφόρητη η ζέστη και οι μύγες πάνω στα πτώματα μαζεύονταν κατά νέφη και κάθε τσιμπηματιά ήταν σα μια βελονιά. Με τις φούντες σκεπάζαμε κάθε ομάδα σκοτωμένων που πέφτανε στους λάκκους μέχρι να γεμίσει ο λάκκος και να τον σκεπάσουμε στη συνέχεια με λίγο χώμα»…Ο Μανώλης Κατσούλης που έζησε τα γεγονότα εκείνης της ημέρας και κατάφερε να διαφυλάξει στη μνήμη του τα τραγικά, εκείνα, περιστατικά, προτού φύγει απ’ τη ζωή και να τα περιγράψει σε πρόσωπα που τα κατέγραψαν και τα διέσωσαν· στη συνέχεια, για να φωτίζουν τις όποιες σελίδες της ιστορίας και να παρουσιάζουν, επίσης, τις εκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συμβάλει στην καταγραφή και διατύπωση της πραγματικής αλήθειας. Με τα ντοκουμέντα και τις μαρτυρίες τους, ο Μανώλης Κατσούλης και ο Νικόλαος Καψωμένος, προσφέρουν υλικό και ανοίγουν καινούριες σελίδες στην ιστορία και ρίχνουν φως στην πραγματική αλήθεια. Αν δεν είχαμε τις μαρτυρίες του Κατσούλη, πώς θα ξέραμε ότι οι μελλοθάνατοι, πηγαίνοντας για εκτέλεση, τραγουδούσαν τον «Αντρειωμένο…» και αν ο Νικόλαος Καψωμένος δεν μας περιέγραφε για τον αποκεφαλισμό και το πέταγμα της κεφαλής του Φιωλάκη στο λάκκο και τον πυροβολισμό της, στη συνέχεια, όπως και για το ακέφαλο σώμα που το πέταξαν κι αυτό, πώς θα ξέραμε για την έκταση της βαρβαρότητας των κατακτητών…
Παραθέτω ακόμη μερικά πράγματα που τα μάθαμε από το Στέλιο Σφυριδάκη, που σαν παιδί τότε και από παιδική περιέργεια, επισκέφθηκε, την επόμενη μέρα, τον τόπο της εκτέλεσης. Μας λέει: «Την επόμενη μέρα της εκτέλεσης, πολλές γυναίκες μαζεύονταν εκεί και ψάχνανε για κάτι από τους ανθρώπους τους. Ψάχνανε γύρω στους λάκκους και στα γύρω χωράφια ακόμη για κάποιο αντικείμενο από τους δικούς τους. Κάποιες όταν βρίσκανε κάτι κλαίγανε και χτυπιότανε με γοερές κραυγές. Κάποιες άλλες που δεν έβρισκαν τίποτε, διατηρούσαν ελπίδες πως μπορεί να τους πήρανε μαζί τους και ίσως να ζουν. Έτσι πίστευαν. Σκοτάδι και άγνοια σκέπαζε τα γεγονότα».
Και μας λέει ακόμη ο Στέλιος Σφυριδάκης: «Το χώμα, στην επιφάνεια των λάκκων φούσκωνε και ξεφούσκωνε και σχημάτιζε, όταν φούσκωνε, μεγάλες χαραμάδες σαν μικρά αυλάκια. Εμείς φοβόμαστε να πλησιάσουμε, γιατί λέγαμε πως θα βουλιάξουμε μέσα. Έτσι λέγαμε. Πετούσαμε πέτρες και βλέπαμε να ξετρυπώνουν ποντίκια, κολισαύρες και άλλα μικροζώα από μέσα. Τις επόμενες μέρες κάποιοι φρόντισαν και έριξαν λίγο περισσότερο χώμα πάνω στους λάκκους». Έτσι έμειναν τα πράγματα μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί το 1945. Μετά που έγινε η εκταφή βρέθηκαν στους λάκκους 108 κεφάλια. Την ημέρα όμως της εκτέλεσης, κατά τις ώρες της σύλληψης, κάποιοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν, τους εκτέλεσαν επί τόπου. Αυτοί είναι άλλα 10 άτομα. Γι’ αυτό και καταγράφονται 118 άτομα σ’ αυτή την εκτέλεση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπασμάτων από:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως