Ο Νέος Ερωτόκριτος Διονυσίου Φωτεινού
(έμμετρη διασκευή Φαναριώτικης μετρικής,)
(έμμετρη διασκευή Φαναριώτικης μετρικής,)
Το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του Διονυσίου Φωτεινού είναι ο «Νέος Ερωτόκριτος». «Εν καιρώ της αργίας του» έκαμε μία παράφραση του «Ερωτόκριτου», του γνωστού κρητικού έργου του Βιτσέντζου Κορνάρου, που ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στη Ρουμανία.
Πρόκειται για μία έμμετρη
διασκευή[xxxv] σε καθαρεύουσα φαναριώτικη γλώσσα.[xxxvi] «Η εργασία αυτή»,
σημειώνει ο Κ. Θ. Δημαράς, «εκφράζει πολύ καθαρά και τον αδιάκοπο σύνδεσμο του
Κορνάρου με τον νέο ελληνισμό και, αφετέρου, το νεοκλασικιστικό πνεύμα, που
πρυτανεύει τότε στα γράμματά μας».[xxxvii] Το έργο εκδόθηκε στη Βιέννη το 1818
σε δύο τόμους[xxxviii] και με ωραιότατες λιθογραφίες.[xxxix] Ενδεικτικό της
αλλοτινής δημοτικότητας της διασκευής αυτής είναι ότι γνώρισε τουλάχιστον
τέσσερεις
επανεκδόσεις: μία στην Κωνσταντινούπολη (1845), δύο στη Σμύρνη (1864 και 1879), και οπωσδήποτε μία «λαϊκή» στην Αθήνα (το αντίτυπο του Γ. Π. Σαββίδη χωρίς χρονολογία). Ο ίδιος ο Φωτεινός στον πρόλογο του έργου εξηγεί στους φιλογενείς αναγνώστες το εγχείρημά του: «Η παρούσα εποποιία με το να ευρίσκετο εις φράσιν παλαιάν της Γραικικής Κρητικής διαλέκτου, με ιδιωτισμούς πολλά αηδείς και λέξεις βαρβαρικάς σχεδόν δυσνοήτους, έκρινα εύλογον να παραφράσω ταύτην εν καιρώ της αργίας μου προς περιδιάβασίν μου, κατά την νυν καθομιλουμένην ανθηράν και γλυκυτάτην φράσιν των του ημετέρου γένους πεπαιδευμένων Γραικών. Προς περισσοτέραν χάριν δε του συγγράμματος και περιδιάβασιν τερπνοτέραν των αναγινωσκόντων δεν εφύλαξα το αυτό είδος των στίχων απ’ αρχής μέχρι τέλους, ως έθος της εποποιίας, αλλά παραβλέψας τούτο, τη παρακινήσει των εν Βουκουρεστίω της Βλαχίας ελλογίμων και ευγενών φίλων μου, έκαμα ποικίλον το σύγγραμμα, συνθέσας αυτό από
διάφορα μέτρα προς τέρψιν των αναγινωσκόντων˙ εφύλαξα μεν το νόημα της του παλαιού Ερωτοκρίτου μυθιστορίας, επηύξησα δε και παρέκτεινα τούτο επί μάλλον και μάλλον με διάφορα έντονα και ανθηρά στιχουργήματα και με τραγώδια κατά τα διάφορα συμβεβηκότα των περιστάσεων».[xl] Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι η παρεμβολή διαφόρων αποσπασμάτων από δημοφιλή έργα της εποχής, όπως το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» του Ρήγα Βελεστινλή, το «Έρωτος αποτελέσματα» που αποδίδεται στον Αθαν. Ψαλλίδα, τα «Διάφορα ηθικά και αστεία στιχουργήματα» του Ζήση Δαούτη κ.ά. Το έργο εξάλλου διανθίζεται και με ποικίλα στιχάκια, που κυκλοφορούσαν ανώνυμα και είχαν μεγάλη διάδοση στο αστικό περιβάλλον από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τις παραδουνάβιες επαρχίες. Αυτά τα παρέμβλητα στιχουργήματα φέρουν την ένδειξη «ξένον» και, όπως υπογραμμίζει η Άντεια Φραντζή, «ολοκληρώνουν την ένταξη στο φαναριώτικο κλίμα της μεταγραφής του Φωτεινού, καθώς προσθέτουν στη συνολική γλωσσική και στιχουργική ταυτότητα της μεταγραφής αυτήν του νέου πολιτισμικού κλίματος».[xli] «Ελαφρά τραγουδάκια σαλονιού» τα ονομάζει ο Mario Vitti και παρατηρεί: είναι φανερό πως τέτοια στιχάκια, «που ο Δ. Φωτεινός παραθέτει, μεταφρασμένα ίσως από τα ιταλικά, στον “Νέο Ερωτόκριτο”, απηχούν έναν πολιτισμένο τρόπο ερωτοτροπίας στα πλούσια σαλόνια μιας κοινωνίας που διασκεδάζει διακριτικά, κρατώντας μακριά τις βαριές ευθύνες που οι άντρες αντιμετώπιζαν σε άλλους, πλέον κατάλληλους χώρους».[xlii]Ο «Νέος Ερωτόκριτος» είχε μεγάλη απήχηση στη Ρουμανία, μεταφράστηκε εμμέτρως από τον μαθητή του Φωτεινού Anton Pann[xliii] και κυκλοφόρησε «μεταξύ της αστικής τάξεως», αλλά και σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Από τον «Ερωτόκριτο» του Φωτεινού εμπνεύσθηκαν Ρουμάνοι ποιητές, ενώ και σύγχρονοι Ρουμάνοι ακαδημαϊκοί επαινούν το έργο –σε αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες φιλολόγους που κατακρίνουν σφοδρά τον Φωτεινό γι’ αυτή την μεταγραφή.Ο κριτικός Στυλιανός Αλεξίου χαρακτηρίζει την μετάφραση του Φωτεινού «ανοσιούργημα».[xliv] Ο Άλκης Αγγέλου παρατηρεί: «Από την πλευρά του δικαιολογημένα˙ όχι όμως και από ιστορική πλευρά. Υπήρχε ένα κοινό που όχι μόνο την αποδέχτηκε […], αλλά και ενδεχομένως την είχε προκαλέσει».[xlv] Ο ίδιος ο Φωτεινός, όπως είδαμε, λέει ότι προέβη στην διασκευή «τη παρακινήσει ελλογίμων φίλων του».Ο Mario Vitti, αναφερόμενος στον «Νέο Ερωτόκριτο», αλλά και γενικότερα στην ποίηση της εποχής, κάνει λόγο για «αδράνεια του ποιητικού αισθητηρίου», χαρακτηρίζει ωστόσο «καλοπροαίρετη» την ενέργεια του Διονυσίου Φωτεινού να παραφράσει τον «Ερωτόκριτο», με σκοπό να τον καταστήσει προσιτό στο «γένος» των «πεπαιδευμένων Γραικών».[xlvi] Δεν λείπουν παρ’ όλα αυτά από την ελληνική φιλολογική κριτική και θετικότερες κρίσεις για τον «αβασανίστως χλευαζόμενο»[xlvii] «Νέο Ερωτόκριτο», όπως αυτή του Μιχαήλ Περάνθη, που χαρακτηρίζει «ανθηρή» την παράφραση του Φωτεινού και θεωρεί μεγαλεπήβολο το όλο εγχείρημά του.[xlviii] Παρομοίως και ο Μίλτος Πεχλιβάνος, διαπιστώνοντας τη φαναριώτικη προσοχή προς τη λογοτεχνία της Κρήτης, ξεχωρίζει ως «ωριμότερο δείγμα το δίτομο μεταγλωτισμένο “Νέο Ερωτόκριτο” (1818) του Διονυσίου Φωτεινού».[xlix]
Βιβλιογραφία
[xxxv] Ο «Νέος Ερωτόκριτος», σύμφωνα με τον
Σαββίδη, αποτελεί «ένα από τα πλουσιότερα δειγματολόγια Φαναριώτικης μετρικής,
που μας έχουν σωθεί σε προεπαναστατικό έντυπο» (Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά
περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 418).
[xxxvi] Αποσπάσματα του «Νέου
Ερωτόκριτου» ανθολογούνται στο Λ. Ι. Βρανούσης (επιμ.), Οι Πρόδρομοι, Βασική
Βιβλιοθήκη αρ. 11, 1955, σ. 60-64. Μικρό δείγμα της στιχουργικής εργασίας του
Διονυσίου Φωτεινού δημοσιεύεται και στο Διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα του
Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού
[xxxvii] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 232.
[xxxviii] Η Άντεια Φραντζή
συγκαταλέγει τον «Νέο Ερωτόκριτο» μεταξύ των εκδόσεων «που θεωρούνται ως τα
πρώτα δείγματα νεοελληνικού πεζού λόγου (πρωτότυπα και μεταφράσεις)» (Άντεια
Φραντζή (επιμ.), Μισμαγιά. Ανθολόγιο φαναριωτικής ποίησης κατά την έκδοση Ζήση
Δαούτη (1818), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» [σειρά Η Ελληνική Ποίηση I], Αθήνα
1993, σ. 27).
[xxxix] Βλ. Παράρτημα, εικ. 8. Η
νεοκλασική εικονογράφηση του «Νέου Ερωτόκριτου» έγινε από τους Λεοπόλδο Λειπ
και Τ. Μανδά, και, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα από τον Θεόφιλο ως
πρότυπο για τις ερωτοκρίτειες ζωγραφιές του (βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά
περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 419, σημ. 2)!
[xl] Διονύσιος Φωτεινός, Νέος
Ερωτόκριτος, ό.π., σ. γ΄-δ΄ και Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 122. Από
δραματολογική άποψη ο Βάλτερ Πούχνερ διαπιστώνει πως οι γλωσσικοί προσανατολισμοί
της εποχής αυτής έχουν ως συνέπεια να «εγκαταλείπεται η εγχώρια παράδοση της
κλασικίζουσας δραματουργίας, που είναι το Κρητικό θέατρο». Δεν είναι τυχαία η
έκδοση της παράφρασης του Φωτεινού, ούτε το γεγονός ότι την ίδια περίπου εποχή
ο Κοραής αποκαλεί τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου «εξάμβλωμα» (Βάλτερ Πούχνερ,
Ανθολογία Νεοελληνικής Δραματουργίας, τ. Β΄ Από την Επανάσταση του 1821 ώς τη
Μικρασιατική Καταστροφή, βιβλίο I, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
2006, σ. 102).
[xli] Άντεια Φραντζή, Μισμαγιά, ό.π.,
σ. 31.
[xlii] Mario Vitti, Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003, σ. 152-155.
[xliii] Η μετάφραση του Anton Pann
εκδόθηκε το 1837 στο Sibiu της Τρανσυλβανίας (Elena Lazǎr, «Οι μεταφράσεις
έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας στη ρουμανική γλώσσα», στην ιστοσελίδα του
Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας:
[xliv] Βιτσέντζος Κορνάρος,
Ερωτόκριτος, Κριτική έκδοση, εισαγωγή, σημειώσεις, γλωσσάριο Στυλιανός Αλεξίου,
Ερμής [Φιλολογική Βιβλιοθήκη 3], Αθήνα 1980, σ. ρβ΄. Συστηματική σύγκριση του
«Νέου Ερωτόκριτου» του Φωτεινού με τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου δεν έχει γίνει
ακόμη. Επ’ αυτού ο Γ. Π. Σαββίδης υπογραμμίζει: «[…] κάθε σύγκριση ανάμεσα στον
Ερωτόκριτο και στον Νέο Ερωτόκριτο είναι ακόμη προδικασμένη σε βάρος του
δεύτερου, άρα μάταιη. Ιδίως δε στο γλωσσικό επίπεδο, όπου κατά κανόνα
διεξάγεται με τον πιο πρόχειρο και ανιστόρητο τρόπο» (Γ. Π. Σαββίδης,
«Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου”», ό.π., σ. 419, σημ. 4)!
[xlv] Άλκης Αγγέλου, Των Φώτων Β΄.
Όψεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα
1999, σ. 224. Ο Αγγέλου συμπεραίνει πως υπήρχε ένα φαναριώτικο κοινό, που ενώ
αποδέχτηκε το αριστούργημα του Κορνάρου, μετά από κάποιο σχετικά μεγάλο
διάστημα, «δεν μπορούσε να το απολαύσει παρά με την γλωσσική επένδυση με την
οποία απολάμβανε κατά κανόνα τα λογοτεχνικά δημιουργήματα της εποχής του»
(ό.π., σ. 224-225).
[xlvi] Mario Vitti, Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ό.π., σ. 152-153.
[xlvii] Γ. Π. Σαββίδης, «Παλαιό Κρασί
σε νέα Μπουκάλια, I. Λανθάνουσα φαναριώτικη διασκευή της Θυσίας του Αβραάμ»,
περ. Μαντατοφόρος 32 (Δεκ. 1990), σ. 68-69.
[xlviii] Μιχαήλ Περάνθης, Ιστορία της
νεοελληνικής λογοτεχνίας και ζωής, ό.π., σ. 307. Δεν είναι τυχαίος ο
χαρακτηρισμός του Περάνθη, που βέβαια παραπέμπει στην «ανθηράν και γλυκυτάτην
φράσιν των του ημετέρου γένους πεπαιδευμένων Γραικών» από τον πρόλογο του
Φωτεινού στον «Νέο Ερωτόκριτο».
[xlix] Μίλτος Πεχλιβάνος, «Λογοτεχνία
1770-1821. Ανάμεσα στην ωφέλεια και την τέρψη», Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
1770-2000, τ. Β΄ Η οθωμανική κυριαρχία, 1770-1821. Διαφωτισμός – Ιστορία της
Παιδείας – Θεσμοί και Δίκαιο, Τα Νέα – Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003, σ. 185.
Διονύσιος Φωτεινός
εκ Παλαιών Πατρών
(Λόγιος και μουσικός του 18ου αιώνος)
Ανακοίνωση του Παναγιώτη Αντ.
Ανδριόπουλου στο Αχαϊκό Πνευματικό Συμπόσιο που πραγματοποίησε η Εταιρεία
Πελοποννησιακών Σπουδών το 2006 στο Αίγιο.Ο εκ Παλαιών Πατρών Φαναριώτης
λόγιος, ιστοριογράφος, ποιητής και μουσικός Διονύσιος Φωτεινός έδρασε στη
Ρουμανία στις αρχές του 19ου αιώνος.Για την πατρινή καταγωγή του μας πληροφορεί
ο ίδιος ο Φωτεινός, όταν στον πρόλογο του έργου του «Νέος Ερωτόκριτος»
υπογράφει ως «ελάχιστος ομογενής Διονύσιος Φωτεινός, ο εκ Παλαιών Πατρών της εν
Πελοποννήσω Αχαΐας».[i] Με ανάλογο τρόπο, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης
της καταγωγής του, ο Φωτεινός υπογράφει και διάφορα μουσικά του χειρόγραφα:
«Παρ’ εμού Διονυσίου Βατάχου του εκ Παλαιών Πατρών της εν Πελοποννήσω Αχαΐας» [ii]
και σε άλλο μουσικό του χειρόγραφο: «Τόδε υπάρχει σύνθεμα εμού Διονυσίου εκ των
Πατρών της πόλεως, του Πελοποννησίου».[iii]
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΦΩΤΕΙΝΟΥ
Γεννήθηκε στην Πάτρα, λοιπόν, το έτος
1777. Πρόκειται για χρονολογία στην οποία καταλήγουν νεώτερες έρευνες, καθώς
παλαιότερα είχε υιοθετηθεί από Ρουμάνους, [iv] αλλά και Έλληνες ιστορικούς,
όπως ο Νίκος Σβορώνος,[v] το έτος 1769 ως χρονολογία γέννησης του Φωτεινού. Την
νέα χρονολογία[vi] δέχονται ανεπιφύλακτα οι Δημαράς, [vii] Βρανούσης,[viii]
Οικονομίδης [ix] και Σαββίδης. [x] Σίγουρη είναι η ημερομηνία και χρονολογία
θανάτου του Φωτεινού: 10 Οκτωβρίου του 1821, ημέρα Δευτέρα, στο Βουκουρέστι,
πάνω στην ακμή της ηλικίας του, 44 ετών.
Βιβλιογραφία
[iv] Το 1769 ως έτος γέννησης του
Διονυσίου Φωτεινού είχε υποστηρίξει αρχικά ο Ρουμάνος καθηγητής Victor
Papacostea («Vietile Sultanilor, scriere inedita a lui Dionisie Fotino», περ.
Revista Istorica Româna, τ. IV, τχ. 1-4, ανάτυπο, Βουκουρέστι 1935, σ. 11) με
βάση την (εσφαλμένη, όπως ο ίδιος απέδειξε αργότερα) πληροφορία του ανιψιού του
Διονυσίου, Ηλία Φωτεινού, ότι ο θείος του είχε πεθάνει το 1821 σε ηλικία 52
ετών (Ηλίας Φωτεινός, «Σημειωματάριον της εμής καταγωγής,/και σταδίου της
ζωής,/ προς γνώσιν των μετά χρόνων/ ημετέρων απογόνων» στο Victor Papacostea«Ilie Fotino, contribuciuni biografice, precizari asupra operei istorice», περ. Revista
Istorica Româna, τ. IX (1939), ανάτυπο, Βουκουρέστι 1940, σ. 28-34). Βλ. επίσης Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π., σ. 84-85.
[v] Ν. Γ. Σβορώνος, «Διονύσιος
Φωτεινός», περ. Ελληνικά, τ. 10, τχ. Α΄, Αθήνα 1938, σ. 137. Ο Σβορώνος
στηρίζεται, όπως και ο Papacostea, στην πληροφορία του Ηλία Φωτεινού.
[vi] Την παλαιότερη χρονολόγηση
(1769) κλόνισε μια μεταγενέστερη ανακάλυψη το υ Papacostea: σύμφωνα με
ιδιόχειρη σημείωση του Διονυσίου Φωτεινού στο «Δοξαστικάριον Νέον», το 1809,
έτος έκδοσης του εν λόγω μουσικού έργου του, ήταν 32 ετών, επομένως γεννήθηκε
το 1777 (Victor Papacostea, «Date noua», ό.π., σ. 316).
[vii] Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ώς την εποχή μας, Γνώση, Αθήνα
92000, σ. 232.
[viii] Λ. Ι. Βρανούσης, «Βηλαρικά
σημειώματα: Α΄ Το στιχούργημα “Κατά γυναικών”», περ. Ο Ερανιστής, τ. Β΄ (1964),
τχ. 8, σ. 27, σημ. 2.
[ix] Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ό.π.,
σ. 85.
[x] Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά
περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου” Διονυσίου Φωτεινού του εκ Παλαιών Πατρών»,
Τόμος Τιμητικός Κ. Ν. Τριανταφύλλου, τ. Α΄, Πάτραι 1990, σ. 417 και σημ. 1.
ΠΗΓΗ
Νέος
Ερωτόκριτος
1.
Πάντοτε μικράν αιτίαν
δίδ’ ο Έρως κατ’ αρχάς,
με
καιρόν πλην προχωρώντας κατακαίει τας ψυχάς.
2.
Των χαρίτων σου το
πλήθος όταν είδον παρευθύς,
εις
το άκρον κατετρώθην κ’ έμεινα πολυπαθής.
Νέος
Ερωτόκριτος, Α΄, α΄. 1818. Λ.Ι. Βρανούσης (επιμ.), Οι πρόδρομοι. Βασική
Βιβλιοθήκη, 11. Εκδοτ. οίκος Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, 1955. 62.
ΠΗΓΗ
Βιτσέντζου Κορνάρου Ερωτόκριτος
(Έμμετρη μυθιστορία)
Το σημαντικότερο γλωσσικό και λογοτεχνικό δημιούργημα της Κρητικής λογοτεχνίας είναι το μεγάλο επικολυρικό ποίημα Ερωτόκριτος. Αποτελείται από 10052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, χωρίζεται σε πέντε μέρη και χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα. Σε αυτό το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα ο Κορνάρος διηγείται την ερωτική ιστορία των δύο βασικών ηρώων του έργου: του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, η εποχή όμως που περιγράφει αποτυπώνει καλύτερα το ιπποτικό πνεύμα της Δύσης. ...Το λογοτεχνικό πρότυπο του Ερωτόκριτου αποτέλεσε το πεζό γαλλικό μυθιστόρημα του 15ου αιώνα Paris et Vienne του Pierre de la Cypede, όπως διαπίστωσε το 1935 ο Ρουμάνος μελετητής N. Cartojan. (Βέβαια την ίδια διαπίστωση είχε κάνει και ο Ηπειρώτης λόγιος Χριστόφορος Φιλητάς). Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από μια πεζή ιταλική διασκευή του, η οποία είχε τυπωθεί 33 τουλάχιστον φορές ανάμεσα στα έτη 1482 – 1655, κυρίως στη Βενετία. Ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε δουλικά το λογοτεχνικό του πρότυπο, αλλά έκανε μια δημιουργική διασκευή, με περισσότερες αρετές σε σχέση με το γαλλικό έργο και τις άλλες διασκευές του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στυλιανός Αλεξίου (στις σελίδες ξη'-ξθ' της κριτικής έκδοσης του Ερωτόκριτου): «Ο Κορνάρος με αλάθητη κρίση οργάνωσε σε νέες βάσεις τη χαώδη οικονομία του ξένου έργου, απέφυγε τις επαναλήψεις (το δεύτερο κονταροχτύπημα, τη δεύτερη επίσκεψη του Βουργουνδού, τα αλλεπάλληλα όνειρα), την άσκοπη φυγή και επιστροφή της Vienne, την περιπετειώδη μεταφορά της δράσης στην Ανατολή, τη σταυροφορία, το αντιαισθητικό εύρημα του βρώμικου κοτόπουλου (που κι αυτό επαναλαμβάνεται) και τόσα άλλα. Επίσης περιόρισε τον αριθμό των προσώπων και το ρόλο του φίλου του ήρωα, και παρέλειψε την απλοϊκή κατάληξη, όπου πεθαίνουν όλοι οι γεροντότεροι για να τακτοποιηθούν οι πρωταγωνιστές. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από πολλές απόψεις το «πρότυπο» ήταν για τον Κορνάρο «παράδειγμα προς αποφυγή». Με τον Ερωτόκριτο περνούμε από τη μεσαιωνική παράταξη και συσσώρευση της ύλης, στην αναγεννησιακή οργάνωση και σύνθεση.» Η τελειότητα του στίχου, ο γλωσσικός πλούτος του έργου, η διαύγεια στην έκφραση και η πλαστικότητα του κειμένου είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Επίσης η αρτιότητα στη δομή και η αρχιτεκτονική του ενότητα, οι ψυχολογημένοι χαρακτήρες των ηρώων του, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ερωτόκριτος τοποθετείται στην κορυφή της ποιητικής παραγωγής της κρητικής λογοτεχνίας. Για τις παραπάνω αρετές του το έργο αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί (λυράρηδες και βιολάτορες της Κρήτης) ήξεραν απέξω - από προφορική παράδοση - μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις. Η επιγραμματικότητα πολλών διστίχων του συντέλεσε στο να καθιερωθούν στη συλλογική μνήμη ως λαϊκές παροιμίες.
Επίσης οι πολλές εκδόσεις του έργου, οι διασκευές και οι μεταφράσεις του σε ξένες γλώσσες (ρουμάνικα, τούρκικα, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά) αποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη της δημοτικότητας του έργου. Σημαντική υπήρξε η επίδραση του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη. Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αιώνα το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξ αιτίας της ιδιωματικής γλώσσας. Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Από τις πιο επιτυχημένες θεατρικές αποδόσεις του θεωρείται αυτή του 1977, από το Αμφι - Θέατρο του Σ. Ευαγγελάτου.Χειρόγραφα και κάποιες εκδόσεις του έργου.Το κείμενο του Ερωτόκριτου περιέχεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το οποίο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. (British Museum, Harleian Collection, αριθμ. 5644). Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στην Κεφαλλονιά το 1710 και αγοράστηκε το 1725 από τον λόρδο Eduard Harley στην Κέρκυρα. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στο βενετικό τυπογραφείο του Αντωνίου Βόρτολι. Το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο της έκδοσης εκείνης βρίσκεται σήμερα στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη Αθηνών. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις του έργου από το ίδιο ή άλλα βενετικά τυπογραφεία.
Νεώτερες Εκδόσεις
Βιντσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος.
Έκδοσις κριτική γενομένη επί τη βάσει των πρώτων πηγών μετ’ εισαγωγής,
σημειώσεων και
γλωσσαρίου υπό Στεφάνου Ξανθουδίδου, η επισυνάπτονται πραγματεία
του καθηγητού της Γλωσσολογίας Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι περί της γλώσσης και
γραμματικής του Ερωτόκριτου και οκτώ φωτοτυπικοί πίνακες εκ του χειρογράφου. Εκ
του τυπογραφείου Στυλ. Μ. Αλεξίου, εν Ηρακλείω Κρήτης, 1915 (και φωτοανατύπωση,
Εκδόσεις «Δωρικός», Αθήναι, 1973).
Βιντσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος.
Εισαγωγή Γιώργου Σεφέρη. Εκδόσεις Γαλαξία, Αθήναι, 1962.
Βιντσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος.
Κριτική Έκδοση. Εισαγωγή, Σημειώσεις, Γλωσσάριο Στυλιανού Αλεξίου. [Εκδόσεις]
Ερμής, Αθήνα, 1980 [Φιλολογική Βιβλιοθήκη].
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως