Το νησί δεν έμελλε να
ηρεμήσει από τα δεινοπαθήματα του 1570, όπου η Επανάσταση του Καντανολέοντος είχε
την ατυχή εξέλιξη, μετά το δόλιο τέχνασμα του Φραγκίσκου Μολίνου (πατέρα της
Σοφίας, ερωτευμένης με τον Πέτρο, το γιο του Καντανολέοντος), να παντρευτούν τα
παιδιά τους. Για να καταλήξει, ως γνωστό, η γαμήλια γιορτή σε σφαγή.
Επιπροσθέτως η επιδημία πανώλης (1590 – 1596), σεισμοί και η επιδρομή των
Τούρκων, ερήμωσαν το νησί και παρέτειναν την κακοδαιμονία των κατοίκων
Η ενετική διοίκηση δε
βελτιώθηκε και οι Φραγκάρχοντες εξακολουθούσαν να πιέζουν με σκληρότητα και
απανθρωπιά τους χωρικούς. Το 1602 συστάθηκε «εν Καινουρίω και Πυργιωτίσση»
ληστανταρτικό κέντρο, το οποίο εξοντώθηκε από τους Ενετούς με πολλές δυσκολίες,
σφαγές και απαγχονισμούς. Το 1608 οι Σφακιανοί – που σχεδόν ποτέ δεν
υποτάχθηκαν στους Ενετούς – επαναστάτησαν, με αποτέλεσμα την αναγκαστική
συνθηκολόγηση των Ενετών με τους στρατηγούς της Δημοκρατίας.
Τα Σφακιά από τους
βυζαντινούς χρόνους ήταν τιμάριο της οικογένειας των Σκορδύλων, καθώς το
μεγαλύτερο μέρος της οικογένειας κατοικούσε εκεί. Αργότερα η μεγάλη αυτή
οικογένεια μετονομάστηκε σε Πάτερους, γι’ αυτό και όλοι οι Σφακιανοί
επονομαζόντουσαν από τους περιοίκους Πάτεροι, ομοίως και οι Λακκιώτες
επονομαζόντουσαν Μουσούροι.
ΠΟΘΟΣ Η ΚΡΗΤΗ
Μετά την επανάσταση του 1365
οι Σφακιανοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία των Ενετών, οι οποίοι
εγκαθιδρύθηκαν στη χώρα των Σφακίων μέσω της ανέγερσης του φρουρίου του
Φραγκοκάστελλου. Στα μέσα του ΙΖ΄ αιώνα, οι Ενετοί ήταν φιλικώς διακείμενοι
προς τους Σφακιανούς, πολλοί των οποίων υπηρετούσαν στο στρατό των πρώτων και
ήταν πρόθυμοι να συμμαχήσουν σε ενδεχόμενη επίθεση των Τούρκων.
Από πολλά χρόνια οι Τούρκοι
εποφθαλμιούσαν την Κρήτη και πολλές φορές τα τούρκικα στρατεύματα αποβιβάστηκαν
στο νησί προκαλώντας μεγάλες καταστροφές. Πριν λίγο μόλις καιρό ο τουρκικός
στόλος κατέπλευσε στη Σούδα όπου αποβιβάστηκε πολυάριθμος στρατός, ο οποίος
λεηλάτησε και πυρπόλησε τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Η Κύπρος είχε ήδη υποταχθεί
και μόνο η Κρήτη υπολειπόταν για να υποταχθεί το Βυζαντινό Κράτος στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι Βενετοί ωστόσο οργάνωσαν στρατό για την προστασία
της νήσου, ανατείχισαν το Χάνδακα, οχύρωσαν τη Σούδα, τη Γραμβούσα, τη
Σπινολόγγα και διένειμαν όπλα στους Κρητικούς που θεωρούσαν άξιους της
εμπιστοσύνης τους. Είναι άγνωστο, βέβαια, ποιοι ήταν οι Κρητικοί που θα
μπορούσαν να εμπιστευτούν, καθώς μετά την επανάσταση του Καντανολέοντος,
υποπτευόντουσαν ότι οι Κρητικοί προτιμούσαν τον τουρκικό ζυγό από την ενετική
τυραννία. Σε προηγούμενες επαναστάσεις, είχαν αποδώσει σε διάφορους αρχηγούς –
μεταξύ των οποίων και στο Λέοντα Καλλέργη – την πρόθεση παράδοσης της Κρήτης
στους Τούρκους, αλλά αυτό μάλλον έγινε για πολιτικές σκοπιμότητες, προκειμένου
να χάσουν οι Κρητικοί την εμπιστοσύνη τους στους αρχηγούς τους. Στο τέλος
κατηγόρησαν τους Κρητικούς, ότι δήθεν οι ίδιοι προσκάλεσαν στη Σούδα τους
Τούρκους για να καταλάβουν το νησί. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των Ενετών,
η ιστορία αποδεικνύει ότι οι Κρητικοί πολέμησαν με πάθος και αυτοθυσία κατά των
Τούρκων.
Ωστόσο υπήρξαν και
περιπτώσεις όπου από τη μεγάλη αγανάκτηση ακόμη και ο Μέγας Δούκας Νοταράς, αναφώνησε:
«Καλύτερα να δούμε την Κρήτη με φακιόλι τούρκικο, παρά να εξακολουθήσει η
φραγκική δουλεία». Σε σύγκριση μεταξύ ενετικού και τουρκικού ζυγού, οφείλουμε
να ομολογήσουμε, ότι οι Ενετοί τουλάχιστον δεν κατεδίωξαν τους ορθοδόξους από
μισαλλοδοξία, ούτε εμπόδισαν τη σύσταση σχολείων, εκτός αυτών, μετά την άλωση
της Κωνσταντινούπολης, και μόνο το όνομα των απίστων ενέπνεε μια ακατανίκητη
φρίκη στους Έλληνες ορθοδόξους. Εξάλλου, η Τουρκία από καιρό εποφθαλμιούσε την
Κρήτη, οπότε όταν θα θεωρούσε κατάλληλη την ευκαιρία, δε θα ζητούσε τη
συγκατάθεση των Κρητικών, όπως δε ζήτησε και τη συγκατάθεση των Κυπρίων και των
Ευβοέων. Ωστόσο, μπορεί να υπολόγιζαν ότι εξ αιτίας του μίσους που έτρεφαν
έναντι των Ενετών, οι Κρητικοί θα τους υποδεχόντουσαν ευμενώς.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το 1644οι γαλέρες της
«Μελίτης» (παλαιότερη ονομασία της Μάλτας), συνέλαβαν ένα πλοίο, το οποίο ο
Σουλτάνος Ιμπραήμ έστελνε στη Μέκκα μετά πολλών δώρων. Το νέο αυτό εξόργισε το
Σουλτάνο καθώς στο πλοίο επέβαινε μια Σουλτάνα με το γιο της, τον οποίο είχε
αποκτήσει από τον Ιμπραήμ. Η Σουλτάνα απεβίωσε από θλίψη και ο γιος της έγινε
μοναχός σε Μονή των Δομινικανών. Ο Σουλτάνος αρχικά σκέφτηκε να στείλει στόλο
εναντίον της Μελίτης, αλλά ο Βεζίρης εκμεταλλευόμενος την οργή του Σουλτάνου,
τον έπεισε να κατακτήσει την πλούσια Κρήτη, παρά έναν «άγονο βράχο». Ο Βεζίρης
διαβεβαίωσε ψευδώς τους Ενετούς ότι η εκστρατεία ετοιμαζόταν έναντι της
Μελίτης. Η ενετική κυβέρνηση μην πιστεύοντας τις διαβεβαιώσεις του Βεζίρη,
όπλισε 23 γαλέρες στην Κρήτη και συνάθροισε στρατεύματα στα παράλια φρούρια.
Επίσημο κήρυγμα του πολέμου δημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1645, όπου ανήγγειλε ότι
ο τουρκικός στρατός θα επιτιθόταν στη Μελίτη. Ο στόλος αυτός αποτελούνταν από
348 γαλέρες και πολυάριθμα μεταγωγικά πλοία, στα οποία επέβαινε 50.000 στρατός.
Εξήλθε από τον Ελλήσποντο υπό τη στολαρχία του Γιουσούφ Πασά, στον οποίο ο
Σουλτάνος σε ένδειξη εξαιρετικής εύνοιας, είχε δώσει τη θυγατέρα του σε γάμο.
Όταν ο Βεζίρης έκρινε ότι ο
στόλος είχε φτάσει στην Κρήτη συνέλαβε και φυλάκισε το Βάιλον της Ενετίας. Στις
24 Ιουνίου στρατός αποτελούμενος από 50.000 άνδρες αποβιβάστηκε στην Κίσσαμο
Χανίων. Αφού λεηλάτησε χωριά, αποβιβάστηκε εκ νέου στον όρμο του Κολυμπαρίου
και κατευθύνθηκε από στεριάς προς τα Χανιά όπου και κατασκήνωσε στο χωριό Γαλατά.
Η πρώτη επίθεση ξεκίνησε. Ο φρούραρχος Θοδώρου - Βλάσιος Ιουλιάνης, βλέποντας
ότι ήταν αδύνατο να αντισταθεί αποσύρθηκε στο πιο οχυρωμένο τμήμα του φρουρίου,
το οποίο και ανατίναξε, σκοτώνοντας μαζί και τους επιτιθέμενους Τούρκους.
Ακολούθησε έφοδος στις 27 Ιουλίου, όπου οι Τούρκοι κατεδάφισαν μέρος του
τείχους του Αγίου Δημητρίου, όρμησαν στην πόλη όπου ακολούθησαν σφαγές και
έφτασαν μέχρι το ναό του Αγίου Φραγκίσκου. Εκεί, όμως, τους αναχαίτισε ένας
Έλληνας – απλός τεχνίτης – ο οποίος φόνευσε τον ηγέτη της εφόδου. Δείλιασαν οι
Οθωμανοί, αναθάρρησαν οι χριστιανοί, τους καταδίωξαν και πολλούς κατέσφαξαν,
μέχρι που οι Οθωμανοί οπισθοδρόμησαν πίσω απ’ τα τείχη. Οι μάχες συνεχίστηκαν.
Ο στόλαρχος Αντώνιος Καπέλος, μην μπορώντας να ανταπεξέλθει έναντι των ασυγκρίτως
υπερτερούντων εχθρών, έμεινε άπραγος στον κόλπο της Σούδας. Ακολούθησε μια
έφοδος στις 6 Αυγούστου και η τελευταία στις 17 Αυγούστου, όπου επί 7 ώρες
μάχονταν λυσσωδώς επί των τειχών των γενναίων Ελλήνων. Η τελευταία αυτή έφοδος
εξάντλησε τους Έλληνες και ανάγκασε τον Κορνάρο να συνθηκολογήσει. Η πολιτεία
καταλήφθηκε και οι Οθωμανοί έδωσαν το στίγμα της βαρβαρότητας τους. Οι ναοί
μετατράπηκαν σε τζαμιά, εικόνες και λείψανα ρίχτηκαν στη θάλασσα, οι κάτοικοι
κακοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως, γυναίκες στάλθηκαν σε χαρέμια στην
Κωνσταντινούπολη, μεταξύ των οποίων και η μητέρα του Πατελάρου.
Το μήνυμα της απόβασης των
Τούρκων στην Κρήτη, τάραξε τη Βενετία. Η Σύγκλητος πρότεινε να παραδοθεί το
νησί στους Τούρκους, ωστόσο επικράτησε το ενετικό φιλότιμο. Εισφορές και
στρατολογίες όπλισαν τα υπάρχοντα πλοία, προστέθηκαν και 20 επικουρικές
γαλέρες, σταλμένες από ευρωπαϊκές δυνάμεις, των οποίων ζήτησε τη συνδρομή η
Σύγκλητος.
Ο Καπέλος αποσύρθηκε στη
Σητεία, ενώ οι Τούρκοι πολιορκούσαν στενά το φρούριο της Σούδας. Τα χωριά του
Ρεθύμνου αιχμαλωτίζονται και καταστρέφονται. Τον Οκτώβριο του 1646 αρχίζει η
πολιορκία του Ρεθύμνου. Επιστολή γραμμένη στα ελληνικά, ρίχτηκε από το τουρκικό
στρατόπεδο, δεμένη σε βέλος και η οποία καλούσε τους Ρεθεμνιώτες να παραδοθούν.
Συμβούλευε δε τους ντόπιους να καταθέσουν τα όπλα, λέγοντάς τους, ότι
ερχόντουσαν με σκοπό την απελευθέρωσή τους από τους Ενετούς.
Η πανώλη αποδεκάτιζε τους
πολιορκημένους Ρεθεμνιώτες. Στις 10 Οκτωβρίου οι Τούρκοι όρμησαν στην πόλη του
Ρεθύμνου. Ακολούθησε σφαγή και αιχμαλωσία. Τότε αιχμαλωτίστηκαν και οι κόρες
του Παπά Βορρά. Οι κάτοικοι περίτρομοι έφευγαν προς το φρούριο της Φορτέτζας,
μεταφέροντας μαζί τους αρρώστους και τραυματίες, ενώ ο Ανδρέας Κορνάρος έπεσε
ηρωικότατα χτυπημένος στην καρδιά.
Η Φορτέτζα άντεξε τον
αδιάλειπτο βομβαρδισμό των Τούρκων μέχρι τις 3 Νοεμβρίου. Στο διάστημα αυτό
πολλοί απεβίωσαν από την πανώλη και τα πτώματά τους ριχνόντουσαν κάτω από τα
τείχη. Μετά από συμβουλή του Λατίνου επισκόπου, ο διοικητής παρέδωσε το φρούριο
δια συνθήκης. Οι περισσότεροι κάτοικοι μετανάστευσαν στο Μεγάλο Κάστρο δια
ξηράς και θαλάσσης, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους παρά τις προτροπές του Πασά.
Η άλωση των Χανίων τους είχε διδάξει την αξία των τούρκικων υποσχέσεων.
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ
ΧΑΝΔΑΚΑ
Μετά την άλωση του Ρεθύμνου,
οι Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς το Χάνδακα, αιχμαλωτίζοντας και φονεύοντας. Οι
κάτοικοι έφευγαν έντρομοι, εγκαταλείποντας τα χωριά τους. Αιχμάλωτοι στάλθηκαν
στα φρούρια των Χανίων και του Ρεθύμνου και πωλήθηκαν σε διάφορα μέρη της Ανατολής.
Στις αρχές Δεκεμβρίου έφτασαν στο χωριό του Καμαριώτη, όπου λεηλάτησαν και
αιχμαλώτισαν πολλούς εκ των κατοίκων. Όμως τους επιτέθηκε ο στρατός του Χάνδακα
και τους ανάγκασε να επανέλθουν στο Μυλοπόταμο.
Ο Βέλγος Γιλδάσης, αρχηγός
του πεζικού των Ενετών και των Κρητικών μαχητών, επιτέθηκε με επιτυχία στους
Οθωμανούς που είχαν στρατοπεδεύσει στο Μυλοπόταμο. Μετά από πολλές συμπλοκές
συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους τους οποίους μετέφερε στο Χάνδακα και τους έριξε
στα κάτεργα. Ο λαός του Χάνδακα υποδέχτηκε το Γιλδάση με ζητωκραυγές και
επευφημίες, ρίχνοντας στους πολεμιστές του ζαχαρωτά και άνθη από τα παράθυρα. Η
δημοτικότητα του Γιλδάση προκάλεσε το φθόνο του αρχηγού του ιππικού Ντελ Αμάρα.
Στη συνέχεια ακολούθησε η
κατάληψη της Ιεράπετρας από τους Τούρκους και η πολιορκία της Σητείας, το
φρούριο της οποίας άντεξε στις επιθέσεις τους. Ενώ οι Τούρκοι καταλάμβαναν την
ύπαιθρο, οι άρχοντες Ενετοί μοίραζαν τρόφιμα και σκεύη στους κατοίκους του
Χάνδακα, πολλοί από τους οποίους βασανίστηκαν από τους Τούρκους. Ομάδες
χωρικών, αν και άοπλοι, συλλάμβαναν Τούρκους κατά τη διάρκεια της νύχτας και
τους μετέφεραν δέσμιους στο Χάνδακα. Ο ηγούμενος Αγκαράθου Αθανάσιος
Χριστόφορος, σχημάτισε σώμα από χωρικούς, το οποίο μαχόταν εναντίον των
Τούρκων. Προκαλούσε δε τέτοια πλήγματα στα τουρκικά στρατεύματα, ώστε μετά από
μια συμπλοκή ανέγερε μπροστά από το Χάνδακα μια αψίδα από κεφάλια των
σφαγιασμένων Οθωμανών. Μάλιστα από την αψίδα αυτή διήλθε ο στρατάρχης Δούλφης
και οι άρχοντες, οι οποίοι χαιρετούσαν το γενναίο καλόγερο.
Η πολιορκία της πρωτεύουσας
ξεκίνησε την 1η Μαΐου του 1648.΄Ολη η Κρήτη είχε καταληφθεί εκτός από κάποια
ορεινά μέρη. Μετά την άλωση του Ρεθύμνου ο ενετικός στόλος δεν πέτυχε κάποιο
κατόρθωμα άξιο λόγου. Μετά το διορισμό του στολάρχου Γριμάνη, το ενετικό ναυτικό
ανέκτησε την παλιά του δύναμη και επικράτησε στη θαλάσσια περιοχή.
Επανειλημμένως ο Γριμάνης συνέτριψε τον αριθμητικώς υπέρτερο τούρκικο στόλο.
Ωστόσο, όμως, ο Γριμάνης περιπολώντας το Αιγαίο φορολογούσε και λεηλατούσε τις
Κυκλάδες, καταπίεζε τους κατοίκους, απογύμνωνε τους ναούς και πρόσβαλε την τιμή
των γυναικών. Στη συνέχεια ακολουθούσαν οι Τούρκοι, οι οποίοι επέβαλαν νέους
φόρους και προκαλούσαν νέες καταστροφές. Την άνοιξη του 1648 μια φοβερή
τρικυμία βύθισε μεγάλο μέρος του κρατερού στόλου του Γριμάνη, μαζί με τη
ναυαρχίδα στην οποία βρισκόταν ο ναύαρχος. Οι Ενετοί ακόμη και μετά τη συμφορά
αυτή, συνέχισαν να επικρατούν στη θαλάσσια περιοχή υπό το νέο στόλαρχο
Λουδοβίκο Μοτσενίγο.
Οι τούρκοι αντιλήφθησαν ότι η
εκπόρθηση του Χάνδακα δεν ήταν εύκολο εγχείρημα και άρχισαν μεθοδευμένα να
οργανώνουν την πολιορκία του απόρθητου Κάστρου. Στα πλαίσια αυτά χρησιμοποίησαν
αιχμαλώτους από τον αγροτικό πληθυσμό της νήσου. Πολλοί Κρητικοί χωρικοί
εξαναγκάστηκαν να μεταφέρουν τα πυροβόλα του τούρκικου στρατού από το Ρέθυμνο
και τα Χανιά στο Κάστρο, μέσω δύσβατων οδών, δερνόμενοι και βασανιζόμενοι τόσο
σκληρά, ώστε πολλοί πέθαναν καθ’ οδό. Ο Τούρκος στρατάρχης είχε συγκεντρώσει
γύρω από την πόλη 30.000 στρατό. Κατασκεύασε δε στα περίγυρα του Χάνδακα
οχυρώματα και άρχισε τις επιθέσεις. Όταν το πυροβολικό του άνοιγε ρήγματα στα
οχυρώματα της πόλης, διέτασσε εφόδους, αλλά οι πολιορκούμενοι, όχι μόνο
αντέκρουαν τις εφόδους, αλλά με αντεπιθέσεις κατεδίωκαν τους Τούρκους μέχρι τις
σκηνές τους. Όλοι οι πολίτες προσέτρεχαν στα τείχη κατά τις εφόδους και ακόμα
και οι γυναίκες βοηθούσαν στην έμφραξη των ρηγμάτων και πετροβολούσαν τους
αναρριχώμενους στα τείχη Τούρκους. Πολλές γυναίκες σκοτώθηκαν εκείνες τις
φοβερές μέρες καθώς οι βόμβες από τα πυροβόλα έπεφταν σαν βροχή μέσα στην πόλη
και οι Τούρκοι επιχειρούσαν εφόδους, πολλές φορές την ημέρα, μην αφήνοντας ούτε
στιγμή τους
πολιορκούμενους να αναπαυθούν. Σε μια τέτοια έφοδο, την οποία
διηύθυνε αυτοπροσώπως ο Καπετάν Πασάς, οι Τούρκοι αναρριχήθηκαν σε τρία
διαφορετικά μέρη των τειχών και ανήρτησαν την τουρκική σημαία. Ο κίνδυνος ήταν
μεγάλος. Η έκρηξη βαρελιών πυρίτιδας έσπειρε τη σύγχυση μεταξύ των αμυνομένων.
Ο Μοροζίνης με μεγάλη ανδρεία έσωσε την κατάσταση. Όλοι οι πολίτες έσπευσαν να
βοηθήσουν το στράτευμα, ακόμη και γυναίκες και μετά από πολλές ώρες οι
πολιορκούμενοι κατακρήμνισαν τους Τούρκους από τα τείχη.
Ο Καπετάν Πασάς σ’ αυτές τις
μάχες έχασε γύρω στους 20.000 άνδρες και αναγκάστηκε να σταματήσει την
πολιορκία. Έχτισε φρούριο στη θέση Μαραθίτη, το οποίο ονομάστηκε νέος Χάνδακας
και στο οποίο αποσύρθηκε περιμένοντας επικουρικές δυνάμεις.
Ο Μοροζίνης εκμεταλλευόμενος
την ευκαιρία αυτή επιδιόρθωσε τα τείχη και τα οχυρώματα του Χάνδακα και
μετάβηκε διά θαλάσσης στη Σούδα, όπου έλυσε την πολιορκία. Ταυτόχρονα στάλθηκαν
στη Σητεία ο Βάρβαρος και ο Βαδουέρης επικεφαλής στρατού, ενώθηκαν με τον
εγχώριο στρατό, του οποίου ηγούνταν ο Κορνίλιος, ο Ρώσος, ο Λεύκαρος και άλλοι,
και επιτέθηκαν κατά των Τούρκων στην Ιεράπετρα και τη Σητεία, δυστυχώς, όμως,
ανεπιτυχώς.
Ταυτόχρονα ο αρχοντορωμαίος
Ματθαίος Καλλέργης μαζί με τους Έλληνες οπλαρχηγούς Μαχαιριώτη, Πασκή και
άλλους Κρητικούς μαχητές, στρατοπέδευσαν στον Αποκορώνα. Από εκεί ο Καλλέργης
μετέβη στα Σφακιά και έπεισε τους Σφακιανούς να κατέλθουν στον Αρμυρό για να
πολεμήσουν κατά των Τούρκων. Οι Σφακιανοί ανταποκρίθηκαν και κυρίευσαν το
φρούριο του Αρμυρού. Μετά όμως από μερικές ημέρες κατέφθασαν από τα Χανιά και
το Ρέθυμνο πολυάριθμοι Τούρκοι, οι οποίοι χτύπησαν τους Σφακιανούς και τους
καταδίωξαν μέχρι τα χωριά τους, όπου διέπραξαν πολλές ωμότητες και ατιμώσεις. Ο
Καλλέργης μετά από την καταστροφή αυτή εγκατέλειψε τους Σφακιανούς και επανήλθε
στο Χάνδακα.
Ενώ εξακολουθούσε να μαίνεται
ο πόλεμος στο Χάνδακα, οι Ενετοί πετύχαιναν μεγάλες νίκες στις αναμετρήσεις
τους στη θάλασσα. Το 1651 ο Μοτσενίγος καταναυμάχησε τον τούρκικο στόλο στην
Πάρο και κατέβαλε πολλά εχθρικά πλοία. Παρά τις καταστροφές αυτές ο τουρκικός
στόλος κατάφερε να μεταφέρει βοηθητικές δυνάμεις στα Χανιά. Μόλις ανέλαβε την
αρχιστρατηγία ο διάδοχος του Μοτσενίγου Λεονάρδος Φώσκολος, οι υπηρετούντες
Αλβανοί στη φρουρά του Χάνδακα έκαναν ανταρσία και απειλούσαν παράδοση στους
Τούρκους, εάν δεν γινόταν αύξηση της μισθοδοσίας τους. Η ανταρσία
αντιμετωπίστηκε αμέσως και οι αρχηγοί της απαγχονίστηκαν. Παρόμοιες ανταρσίες
σύμβαιναν και στα τουρκικά στρατεύματα.
Υπό την αρχηγία του Φώσκολου
κατελήφθησαν νησιά που βρίσκονταν υπό την κατοχή των Τούρκων. Κατά την απόβαση
στην Κω σκοτώθηκε ο Ματθαίος Καλλέργης. Τον Ιούλιο του 1657 ο Λάζαρος
Μοτσενίγος επιχείρησε να εισπλεύσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, αλλά σε μια
ναυμαχία πυρπολήθηκε η ναυαρχίδα του, όπου σκοτώθηκε και ο ίδιος.
Το δυστύχημα αυτό ανέκοψε τις
θαλάσσιες προόδους των Ενετών, οι δε Τούρκοι, όχι μόνο ανέκτησαν τα μέρη που
είχαν χάσει στο Αιγαίο, αλλά και αποβίβασαν μεγάλες επικουρίες στο νησί.
Η προώθηση του Μεχμέτ
Κυπριλή, ως άνδρα ικανότατου και δραστήριου, στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζίρη,
έδωσε νέα ώθηση στις πολεμικές δραστηριότητες των τούρκων. Ένα από τα πρώτα
έργα του νέου Βεζίρη ήταν και η θανάτωση του στρατάρχη στην Κρήτη Χουσεΐν Πασά.
Η φρουρά του Χάνδακα παρόλα
αυτά, άντεχε με τη βοήθεια που λάμβανε από τη Βενετία και τη συνδρομή των
ντόπιων.
Εκείνη την εποχή είχε
καταφύγει στο Χάνδακα ο έκπτωτος οικουμενικός πατριάρχης Ιωαννίνων, τον οποίον
οι Ενετοί καλοδέχτηκαν με μεγάλες τιμές, προκειμένου να κολακεύσουν τους
Έλληνες.
Στα τεχνικά έργα της άμυνας,
εργάστηκαν και διακρίθηκαν πολλοί Έλληνες, όπως ο πυροτέχνης Μαρούδιος και στο
νοσοκομείο Έλληνες χειρουργοί και ιατροί θεράπευαν τους τραυματίες και τους
ασθενείς. Ακόμη και από τα νησιά στρατολογούνταν πολλοί Έλληνες οπλίτες και
τεχνίτες.
Κατά το 1660, η Γαλλία
έστειλε 4.000 άνδρες για επικουρία των Ενετών. Οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν στη
Σούδα, εξήλθαν στον Αποκορώνα και κυρίευσαν το εκεί φρούριο. Μεταφέρθηκαν στην
πεδιάδα της Κυδωνίας, οχυρώθηκαν στα Τσιγκαλαριά και επιχείρησαν να κυριεύσουν
τα Χανιά. Ενθαρρυμένοι οι χωρικοί – οι οποίοι έφεραν βαριά τον τουρκικό ζυγό –
κατέβησαν από τα χωριά και βοηθούσαν τους Γάλλους και τους Ενετούς πολεμώντας
κατά των Τούρκων και καταστρέφοντας τούρκικους πύργους.
Μετά από πολλές αιματηρές
συγκρούσεις από 25 Αυγούστου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου, οι Γάλλοι και ο Μοροζίνης,
εγκατέλειψαν τις επιχειρήσεις τους. Άφησαν δε τους χωρικούς στην εκδίκηση των
Τούρκων και αναχώρησαν από την περιοχή. Οι Τούρκοι επανήλθαν στον Αποκορώνα
συνέλαβαν δε και έκαψαν ζωντανούς εκατοντάδες χωρικούς.
Ούτε στο Χάνδακα οι Γάλλοι
είχαν καλύτερη πορεία. Σε μια έξοδο κατέλαβαν το εχθρικό στρατόπεδο και
παραδόθηκαν στη λαφυραγωγία, οι Τούρκοι όμως επέστρεψαν και τους έτρεψαν σε
άτακτο φυγή. Αργότερα οι Γάλλοι προσβλήθηκαν από πανώλη και οι Ενετοί φρόντισαν
να απαλλαγούν από τους συμμάχους αυτούς.
Το 1664 ο νέος Βεζίρης Αχμέτ
Κυπριλής, πρότεινε στους Ενετούς να μοιράσουν το νησί, αφήνοντας στους Ενετούς
το ανατολικό μέρος, αλλά οι Ενετοί δε δέχτηκαν.
Μετά τους Γάλλους, ο δούκας
της Σαβοΐας έστειλε δύο επικουρικά συντάγματα υπό το μαρκήσιο Δε Βίλλα. Το
στράτευμα αυτό ενώθηκε με άλλες δυνάμεις και το Μάρτιο του 1666 επιχείρησε την
ανάκτηση των Χανίων, αλλά και αυτή η προσπάθεια απέτυχε, με αποτέλεσμα μεγάλες
φθορές στα επικουρικά στρατεύματα, οπότε ο μαρκήσιος Δε Βίλλα αναγκάστηκε να
μεταβεί στο Χάνδακα.
Ο Βεζίρης βλέποντας τη
μακροχρόνια παράταση της πολιορκίας αποφάσισε να μεταβεί αυτοπροσώπως στο
Χάνδακα και να αναλάβει τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων. Στις 3
Νοεμβρίου του 1666 αποβιβάστηκε στο νησί με νέα στρατεύματα συνοδευμένος από το
διερμηνέα Παναγιώτη Νικούση.
Ο Κυπριλής από την πείρα του
κατάλαβε ότι η πολιορκία θα παρατεινόταν για πολλά χρόνια ακόμα, γι’ αυτό
πρότεινε στο Φραγκίσκο Μοροζίνη, το 1667, να συνθηκολογήσουν, αλλά αυτή τη φορά
οι παραχωρήσεις τους περιοριζόντουσαν μόνο στην πόλη του Χάνδακα. Οι Ενετοί δεν
αποδέχτηκαν ούτε αυτήν την πρόταση και η πολιορκία εξακολούθησε με νέα
σφοδρότητα.
Με συνεχείς επικουρίες ο
στρατός των Τούρκων ανήλθε στους 70.000 άνδρες, ενώ η φρουρά του Χάνδακα
αριθμούσε μόλις 9.000. Για το λόγο αυτό ο Μοροζίνης αναγκάστηκε να αποσπάσει
2.000 άνδρες από τα πληρώματα του στόλου, για να ενισχύσει τους πολιορκημένους
και να ανακουφίσει τη φρουρά. Ο τοπικός πληθυσμός της νήσου όσο έβλεπαν τον
κίνδυνο να αυξάνεται τόσο θερμότερα βοηθούσε το ενετικό στράτευμα. Μεταξύ των
τότε Κρητικών μαχητών φημίζονταν οι τρεις Σφακιανοί αξιωματικοί Ζύμπης, Κάλαμος
και Βάρσαμος. Αλλά ο περιφημότερος από όλους τους Έλληνες μαχητές ήταν ο
Σιναΐδης μοναχός, ο οποίος επανειλημμένως έκανε εξορμήσεις με σώμα μαχητών από
ντόπιους, το οποίο είχε οργανώσει, κατά τα τελευταία έτη της πολιορκίας. Ο
μαρκήσιος του Μομπρέι, ο οποίος είχε διαδεχτεί το μαρκήσιο Δε Βίλλα και ο
οποίος είχε παραβρεθεί σε όλες τις περίφημες πολιορκίες της εποχής του,
αποκάλεσε τον πόλεμο εκείνο γιγαντομαχία. Ο Σουλτάνος είχε κατέλθει στην Ελλάδα
για να βρίσκεται εγγύτερα του πολέμου. Πέντε πυροβόλα κανονιών και τρία βομβών
βομβάρδιζαν συνεχώς ανελέητα το φρούριο. Από τις 10 Ιουνίου δεν πέρασε μέρα
χωρίς πολεμικό επιχείρημα, είτε από τους πολιορκητές είτε από τους
πολιορκούμενους. Από τις 22 Μαΐου μέχρι τις 18 Νοεμβρίου έγιναν 32 έφοδοι, 17
έξοδοι και ανατινάχτηκαν 18 υπόνομοι. Μέσα σε έξι μήνες από τη μεριά των
πολιορκούμενων φονεύθηκαν 400 αξιωματικοί και 3.200 στρατιώτες, από δε τη μεριά
των Τούρκων φονεύθηκαν πάνω από 20.000 άνδρες.
Ενώ όλα αυτά συνεβαίνανε στην
ξηρά, δεν έλειψαν και οι θαλάσσιοι αγώνες, στους οποίους κυριαρχούσαν οι
Ενετοί. Η πανώλη θέριζε το τουρκικό στρατόπεδο και απειλούσε να μεταδοθεί και
στην πόλη. Η ενετική κυβέρνηση δεν έπαψε να ζητά βοήθεια από διάφορες ευρωπαϊκές
αυλές και μόλις το 1669 ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ έστειλε 6.000 άνδρες υπό τους δούκες
του Μποφόρ και του Ναβάλ. Στην πρώτη έξοδο που επιχείρησαν, παρά τις συμβουλές
του Μοροζίνη, ετράπησαν σε φυγή και έχασαν 500 άνδρες οι οποίοι φονεύθηκαν από
τους Τούρκους. Το ατύχημα αυτό απογοήτευσε τόσο τους Γάλλους, ώστε στις 21
Αυγούστου αναχώρησαν από το Χάνδακα.
ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ
Η αποχώρηση των Γάλλων
απέλπισε το Μοροζίνη, ο οποίος βλέποντας ότι ήταν αδύνατη η παράταση της
άμυνας, αποφάσισε να συνθηκολογήσει, χωρίς να έχει την άδεια της Γαληνότατης
Δημοκρατίας. Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μεταξύ τριών Ελλήνων, των Ανάντη
και Σκορδύλη εκ μέρους Μοροζίνη και του Π. Νικούση, εκ μέρους του Κυπριλή.
Διήρκησαν δε από 28 Αυγούστου μέχρι 6 Σεπτεμβρίου του 1669. Ο Μοροζίνης πέτυχε
όρους έντιμους, όχι μόνο για τη φρουρά, αλλά και για τη Δημοκρατία. Η Συνθήκη
αποκαθιστούσε την ειρήνη μεταξύ Τουρκίας και Ενετίας. Οι Ενετοί θα εγκατέλειπαν
το Χάνδακα εντός 12 ημερών, αφήνοντας στα τείχη μόνο τα πυροβόλα που υπήρχαν
και πριν την πολιορκία. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν ελεύθεροι να αποχωρήσουν
μαζί με τη φρουρά. Η Ενετία θα διατηρούσε στην κατοχή της τα τρία φρούρια και
τα λιμάνια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγγας, και επίσης όσα μέρη
είχαν αποσπάσει από τους Τούρκους στη Δαλματία και τη Βοσνία. Σύμφωνα με τους
όρους της Συνθήκης, οι Βενετοί αποχωρώντας δε θα κατέβαλαν πολεμική αποζημίωση
και θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους κειμήλια και αρχεία. Χάρη στον τελευταίο
αυτό όρο σώζονται μέχρι και σήμερα στη Βενετία τα πολύτιμα βενετικά αρχεία της
Μεγαλονήσου, τα οποία μεταφέρθηκαν στην πόλη του Αγίου Μάρκου υπό την επίβλεψη
του Έλληνα καγκελάριου Θωμά Σακελλάρη.
Ο Μοροζίνης πρότεινε στους
κατοίκους της πόλης, αν ήθελαν, να μεριμνήσει στους όρους της Συνθήκης για την
εξασφάλιση των περιουσιών και των δικαιωμάτων τους, εφόσον ήθελαν να μείνουν.
Αυτοί όμως προτίμησαν να εκπατρισθούν παρά να συγκατοικήσουν με τους Τούρκους.
Από τις μακροχρόνιες ταλαιπωρίες ο όλος πληθυσμός της πόλης είχε ελαττωθεί
στους 4.000. Μόλις απομακρύνθηκαν από το νησί μια μεγάλη τρικυμία έπνιξε
πολλούς και άλλους έριξε στις ακτές της Αφρικής, ενώ άλλοι σε αξιοθρήνητη
κατάσταση έφτασαν στα Ιόνια νησιά και στη Βενετία. Ο γνωστός Ρεθεμνιώτης
συγγραφέας του «Κρητικού Πολέμου» Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, περιγράφει με πόνο
αμέτρητο τη δημογραφική αιμορραγία. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ένα επίμαχο
απόσπασμα από το έργο του:
«Γράφω σας να γροικήσετε,
άρχοντες τιμημένοι,
τον πόλεμο και τη σκλαβιά που
‘παθαν οι καημένοι,
της Κρήτης ούλο το νησί,
χώρες, χωριά και τόποι
που πέφτανε σαν τα πουλιά με
βόλια οι ανθρώποι.
Κι’ αν είναι και φτωχύνασι
κι’ άλλοι πολλά πλουτίζει
ετσ’ αποφάσισε ο Θεός απ’
όλους μας ορίζει.
Να δείξω Χάντακα, Χανιά,
Ρέθεμνος να κοιτάξει,
να κλάψει από την καρδιά κι’
ούλος ν’ αναστενάξει,
να χύσουν δάκρυ ποταμό, πως
αιχμαλωτιστήκα,
από το γένος των Τουρκώ και
καταρημαστήκα».
Οι προσφυγικές ομάδες που
διασώθηκαν, μεταφέροντας μακροχρόνιες πολιτισμικές παραδόσεις, μεταφύτευσαν στο
επτανησιακό έδαφος, στοιχεία του δικού τους πολιτισμού, συμβάλλοντας με τη
ζωντανή πολιτισμική τους παρουσία στη διαμόρφωση της επτανησιακής κοινωνικής
δομής και στη δημιουργία του επτανησιακού πολιτισμού.
Με την τουρκική κατάκτηση της
Κρήτης, δημιουργήθηκε νέα τάξη πραγμάτων στον ξενοκρατούμενο ελληνικό χώρο. Το
εμπόριο και η οικονομία της Βενετίας δέχτηκαν βαρύτατο πλήγμα, ενώ συγχρόνως
μειώθηκε σημαντικά το γόητρο και η επιρροή της.
Η πολιορκία του Χάνδακα
διήρκησε 21 έτη. Είναι η μεγαλύτερη σε χρονική διάρκεια που έχει καταγραφεί
στην παγκόσμια ιστορία. Παιδιά που γεννήθηκαν στη διάρκεια της πολιορκίας,
αντρώθηκαν και πολέμησαν τους Τούρκους πολιορκητές. Κατά τη διάρκειά της
φονεύθηκαν 30.000 χριστιανοί και 110.000 Τούρκοι. Οι Τούρκοι εισήλθαν στην
έρημη πολιτεία του Χάνδακα στις 4 Οκτωβρίου του 1669 και ο Κρητικός λαός προβλέποντας
τα φοβερά πάθη, μετά από τον ανερχόμενο νέο ζυγό, θρήνησε την πτώση του Χάνδακα
με το γνωστό ριζίτικο τραγούδι:
«Κάστρο και πουν’ οι πύργοι
σου και τα καμπαναριά σου,
και πουν’ οι γι ανδρειωμένοι
σου...».
Βιβλιογραφία:
· «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», Ζαμπελίου και Κριτοβουλίδου, συμπληρωθείσα υπό Ιωαν. Κονδυλάκη.
· «Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ»,
Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή.
· «ΚΡΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», τόμος Β΄. Επιστημονική επιμέλεια Νικόλαος Παναγιωτάκης.
· «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ»,
Βασ. Ψυλλάκη.
· «ΚΡΗΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΕΣ»,
Γεωργίου Ι. Παναγιωτάκη, απ’ όπου και οι εικόνες.
ΠΗΓΗ
Αναδιμοσίευση κείμενου της
Καρολίνας Ποθουλάκη
από το ιστοπεριοδικό ΤΟ ΠΛΟΥΜΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως