Σουμπερίτες οι γερμανοντυμένοι γκεσταπίτες «Σώμα Κυνηγών»
Το «Σώμα Κυνηγών » που συγκρότησε ο διαβόητος ο γερμανός επιλοχίας της Στρατιωτικής
Αστυνομίας (Feldgendarmerie) Φρίντριχ (Φριτς) Σούμπερτ στελεχώθηκε κυρίως
από κρουσανίωτες γερμανόφιλους και άλλους ντόπιους δωσίλογους αλλά και
βαρυποινίτες από φυλακές της Κρήτης. Αυτό το απόσπασμα θανάτου με έδρα την
Αυγενική και φυλάκια στον Κρουσώνα και το Ηράκλειο δεν αριθμούσε πάνω από
150 έως 200 γερμανοντιμένους δοσίλογους , και δεν υπαγόταν τακτικά η
οργανικά σε καμία μονάδα της Βέρμαχτ. Στα φειδωλά στρατιωτικά έγγραφα
αναφέρεται απλώς ως «Jagdkommando Schubert» φέρεται να εξόντωσε πάνω από 600 αμάχους (στη Κρήτη μόνο είχε πάνω από 200 θύματα. ) σε περίπου 40 χωριά και κωμοπόλεις της Κρήτης και
της Μακεδονίας ίσως περισσότερα από κάθε άλλη μονάδα της Βέρμαχτ ή των Βάφφεν
Ες-Ες με αποκορύφωμα τα ολοκαυτώματα του Χορτιάτη(2 Σεπτεμβρίου 1944) και των
Γιαννιτσών Πέλλας (14 Σεπτεμβρίου1944). To πιο ενδιαφέρον στοιχείο της
ιστορίας; To σώμα των αδίστακτων δολοφόνων του ήταν επανδρωμένο αποκλειστικά
από Έλληνες Κρητικούς και Μακεδόνες ντυμένους με γερμανικές στολές.
Η δράση του «Σώματος Κυνηγών » Σούμπερτ αρχικά τοποθετείται στον Κρουσώνα
Ηρακλείου όπου η διαιρετική τομή δωσίλογων - αντιστασιακών είναι έντονη και
διακριτή.Απ' τη μία και λόγω της μεγάλης παράδοσης του χωριού σε οπλοκατοχή,
στοιχίζονται οι ντόπιοι με τους αντάρτες της ομάδας του Σατανά (Αντώνη Γρηγοράκη) και απ' την άλλη με τους συνεργάτες των Γερμανών (Τζουλίαδες). Οι πρώτες δολοφονίες
διορισμένων κοινοταρχών από τους κρητικούς αντάρτες με την έγκριση των βρετανών
αξιωματικών τον Μάιο του 1942, έστελναν το μήνυμα της ασυμβίβαστης εχθρότητας
στους συνεργάτες των γερμανών . Ένα μήνα αργότερα, εκτελέστηκαν σε αντίποινα 62
προύχοντες του Ηρακλείου. Από την αρχή της Κατοχής είχαν εκτελεστεί μεμονωμένοι
αντιστασιακοί ή μικρές ομάδες με συγκεκριμένες κατηγορίες ,όπως οπλοκατοχή,
πράξεις δολιοφθοράς, κλοπή στρατιωτικού υλικού, απεργίες κ.ά. Τώρα οι
εκτελέσεις γίνονται μαζικότερες και οι σφαίρες βρίσκουν για πρώτη φορά πολίτες
άσχετους με τις κυρίως επιθέσεις, απλώς επειδή βαρύνονταν, κατά την εκτίμηση
των εκτελεστών τους, με «αντιαξονική συμπεριφορά». Για τους λιγότερο αφελείς,
αυτό σήμαινε πως, σε περίπτωση νέων ενεργειών, κανείς δεν αποκλειόταν a priori από την εκδίκηση των κατακτητών, προφητεία που θα επαληθευθεί δραματικά
στη Βιάννο και σε αναρίθμητα κρητικά χωριά.
Οι Γερμανοί αντέδρασαν βίαια για τις
εκτελέσεις των συνεργατών τους και η εμφάνιση της συμμορία του
Σούμπερτ είχε σκοπό εκδικητικό.
Τον Ιούνιο του 1942 σκότωσε το δάσκαλο Ι. Μανουσάκη, τον Μ. Γρύπαρη με την κατηγορία ότι έκρυβε Αγγλους, τον Εμ. Μακράκη επειδή έκρυβε όπλα και τον Μ. Μαυρουδή.
Τον Ιούνιο του 1942 σκότωσε το δάσκαλο Ι. Μανουσάκη, τον Μ. Γρύπαρη με την κατηγορία ότι έκρυβε Αγγλους, τον Εμ. Μακράκη επειδή έκρυβε όπλα και τον Μ. Μαυρουδή.
Οι Σουμπερτίτες μαζί με λόχο
γερμανών εξέδραμαν κατά της τοποθεσίας Βρωμόνερο, λημέρι της ομάδας του
Κρουσανιώτη Σατανά στις υπώρειες του Ψηλορείτη, οι αντάρτες διέφυγαν ενώ οι
Σουμπερτίτες συνέλαβαν πέντε άτομα που συγγένευαν ή συνεργάζονταν με την
Αντίσταση.
Η περίπτωση του βοσκού Ι. Ξυλούρη ή Ξυλουρογιάννη κόβει την ανάσα: τον
έδεσαν με τρίχινο σχοινί από τον λαιμό σε ένα γάιδαρο και ενώ τον τραβούσαν του
έβγαλαν τα μάτια!
Στις 26 Ιουνίου, 1942 στο χωριό
Αυγενική, σκότωσαν τους Α. Τζιράκη Ι. Ξυλούρη, Μ.Λυδάκη και Ελ. Λυδάκη ως
συγγενείς ανταρτών. Τους τρεις τελευταίους, τους έβαλε να σκάψουν τον τάφο
τους, τους βασάνισε και ύστερα τους εκτέλεσε.
Η δράση του Σώματος Σούμπερτ στην
Κρήτη κυρίως εντοπίζεται στους τελευταίους μήνες του 1943, όταν μετά τη
συνθηκολόγηση των Ιταλών είχε εξαρθεί η αντιανταρτική δράση εκ μέρους των
γερμανικών στρατευμάτων κατοχής.
Οι φρικαλεότητες της ομάδας του Σούμπερτ συνεχίστηκαν σε πολλά χωριά με
κακοποιήσεις και εμπρησμούς σπιτιών και με δεκάδες θύματα και βασανισμούς όπως
στο Μετόχι Βορού Μονοφατσίου
Τον Ιούλιο του '43 στα Μεσκλά Κυδωνίας ο Σούμπερτ κάνει μια επιδρομή
με γερμανοντυμένους Κρουσανιώτες και βασανίζει Μεσκλιανούς.
Τον Ιούλιο στον Αγιο Σύλλα βασάνισε τον
Ε. Καραγιωργάκη και τον σκότωσαν δύο Ιταλοί που απείλησε με θάνατο. Βασάνισε
άλλους χωρικούς και έκαψε επτά σπίτια.
Τα ξημερώματα της 9ης Ιουλίου, ο
Σούμπερτ επικεφαλής μικτής διλοχίας, που την αποτελούσαν Γερμανοί και
χωροφύλακες, είχε κυκλώσει το λημέρι της ομάδας του καπετάν Πετρακογιώργη, στη
θέση Παπά-Πέραμα (Τεμενένι) βάσει πληροφοριών που είχε η γερμανική μυστική
αστυνομία. Ο Πετρακογιώργης σώθηκε ως εκ θαύματος, καθώς έτυχε να επιχειρήσει
τη διαφυγή του από τη μεριά που βρίσκονταν οι χωροφύλακες του αποσπάσματος, οι
οποίοι σιωπηρά τον άφησαν να περάσει. Ωστόσο μαζί με τους χωροφύλακες ήταν οι
περιβόητοι αδελφοί Τζουλιά, οι οποίοι είχαν προσωπικές διαφορές με τον
υπενωμοτάρχη Στ. Περάκη, αντάρτη του Πετρακογιώργη, που τον συνέλαβαν. Ο
Περάκης παραδόθηκε στον Σούμπερτ, ο οποίος τον βασάνισε σκληρά και τελικά, αφού
φυλακίστηκε για ένα διάστημα στο Ηράκλειο, αφέθηκε ελεύθερος[*].
Η επιχείρηση είχε σχεδιασθεί από τον λοχαγό Χάρτμαν,¦[**] ο οποίος είχε
αναθέσει την εκτέλεσή της στον Σούμπερτ.
Τον Αύγουστο του '43. Εκαψε δώδεκα
σπίτια στο χωριό Ροδάκινο και επειδή δεν βρήκε μάχιμους άντρες, σκότωσε τον Χ.
Λουκογιάννη 70 ετών, τον Ν. Λουκογιάννη, τον Σ. Φρόνιμο 88 χρόνων και έκαψε
ζωντανή την Σμαράγδω Καπετανάκη.
Στις14 Αυγούστου 1943 σκότωσε τους
Νικόλαο και Ηλία Μπομπολάκη στις Βουκολιές με την κατηγορία ότι άκουγαν
κρυφά ραδιόφωνο.
Στις 23 έβγαλε από τις φυλακές Χανίων
και σκότωσε τρεις Ελληνες, υπόδικους για φόνους Ελλήνων.
Στις 13 Σεπτεμβρίου σκότωσε στις
Βουκολιές τον Μ. Χριστοδουλάκη, επειδή έκρυβε όπλα.
Στις 25 Σεπτεμβρίου πήρε από τις φυλακές
Ηρακλείου και εκτέλεσε τέσσερα άτομα.
Οι «σουμπεραίοι», φορούσαν γερμανικές
στολές χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά,χαρακτηριστικό της εγκληματικής αυτής
ομάδας ήταν η κτηνωδία και η αιμοβόρα βαρβαρότητα.
Στις 8-Οκτωβρίου-1943 υπό την προστασία
γερμανικών μονάδων, η ομάδα αυτή των προδοτών κατέστρεψε τα χωριά Καλλικράτης
και Καλή Συκιά .Στον Καλλικράτη Σφακίων, σκότωσε
17 άνδρες και 11 γυναίκες, ενώ πυρπόλησε 81 σπίτια .Στήν Καλή Συκιά μεταξύ των
άλλων βαρβαροτήτων που διέπραξε, έκαυσαν τις γυναίκες και τα παιδιά,
σπρώχνοντας τις γυναίκες και πετώντας τα παιδιά στις φλόγες των σπιτιών τους,
όπου καίγονταν ζωντανές, διασκεδάζοντας με το φρικτό θέαμα.Συνολικά στην Καλή
Συκιά πυρπόλησαν εννιά κατοικίες.άλλες εκτελεσαν και άλλες 'εκαψαν ζωντανές
δώδεκα γυναίκες, από τις οποίες μια οκτώ μηνών έγκυος.
Έκαψαν κι ένα υπέργηρο και σκότωσαν άλλους δυο
στα γύρω του χωριά. Η Καλή Συκιά είναι η μοναδική
περίπτωση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα που το μίσος των Γερμανών
στράφηκε αποκλειστικά σε γυναίκες και μάλιστα με τόση
αγριότητα. Η επόμενη επιδρομή αφορούσε το χωριό Καλοί Λάκκοι, οι κάτοικοι του
οποίου είχαν εγκαίρως απομακρυνθεί και εξαφανισθεί, αλλά λεηλατήθηκαν τα σπίτια
τους. Στη συνέχεια οι άνδρες του Σούμπερτ κατευθύνθηκαν στο Μουρί, όπου
σκότωσαν πέντε χωρικούς, έναν εκ των οποίων, τον Ι. Τσιρικάκη, ο Σούμπερτ τον
τύφλωσε πριν τον εκτελέσει.Οι θηριωδίες αυτές συνεχίσθηκαν σ’ όλη την Κρήτη
τους επόμενους τρεις μήνες, με επιδρομές στα χωριά για ανακάλυψη κρυμμένων
όπλων και εκτέλεση κάθε ωμότητας που απαιτούσαν απ’ αυτούς οι Γερμανοί αφέντες
τους. Μεταξύ των άλλων βδελυρών κατορθωμάτων τους ήταν και το τσάκισμα των
χωρικών, δέρνοντάς τους, των χωριών Κρότου και Μιαμού, αφού ανακάλυψαν, κατόπιν
προδοσίας, ότι χρησιμοποιούσαν την απαγορευμένη γι’ αυτούς ακτή
(Τσούτσουρα – Τρεις Εκκλησιές).
Οι
Σουμπερίτες έκαναν εκατοντάδες εγκλήματα σε όλη την Κρήτη και πολλά στο
χωριό Κρουσώνα.
Οι κάτοικοι πολλών περιοχών αποφάσισαν να οργανωθούν καλύτερα και ν’
αντιμετωπίσουν δυναμικά τους Σουμπερίτες όταν θα ερχόταν στην περιοχή
τους. Αυτοί όμως προτιμούσαν να κηρύττουν απαγορευμένες αυτές τις επικίνδυνες
γι’ αυτούς περιοχές και να κτυπούν, οι εξωμότες, τους προσωπικούς εχθρούς τους
και να κάνουν πλιάτσικο στις πλούσιες αγροικίες των πεδινών περιοχών του
Ηρακλείου».
Έγιναν πολλές προσπάθειες για να εκτελεσθεί ο Φριτς Σούμπερτ, χωρίς
όμως θετικό αποτέλεσμα.
Ένας απ’ αυτούς, ο λιποτάκτης Μπαλτζάκης, πείσθηκε από τους ορκισμένους αντιπάλους του Σούμπερτ ότι θα του δινόταν αμνηστεία αν δεχόταν να τον εκτελέσει. Ωστόσο ο Μπαλτζάκης δεν το αποτόλμησε, αλλά προτίμησε να αποτραβηχθεί από το Σώμα Σούμπερτ, συνοδευόμενος και από έναν άλλον. Προηγουμένως ο Μπαλτζάκης, που είχε υποστεί ειδική εκπαίδευση σαμποτέρ από τους Συμμάχους στη Μέση Ανατολή και είχε σταλεί ως μέλος ομάδας δολιοφθορών στην Κρήτη, είχε εντοπισθεί και συλληφθεί από τον Σούμπερτ. Τότε άλλαξε στρατόπεδο και εντάχθηκε στο Σώμα Σούμπερτ.
Ένας απ’ αυτούς, ο λιποτάκτης Μπαλτζάκης, πείσθηκε από τους ορκισμένους αντιπάλους του Σούμπερτ ότι θα του δινόταν αμνηστεία αν δεχόταν να τον εκτελέσει. Ωστόσο ο Μπαλτζάκης δεν το αποτόλμησε, αλλά προτίμησε να αποτραβηχθεί από το Σώμα Σούμπερτ, συνοδευόμενος και από έναν άλλον. Προηγουμένως ο Μπαλτζάκης, που είχε υποστεί ειδική εκπαίδευση σαμποτέρ από τους Συμμάχους στη Μέση Ανατολή και είχε σταλεί ως μέλος ομάδας δολιοφθορών στην Κρήτη, είχε εντοπισθεί και συλληφθεί από τον Σούμπερτ. Τότε άλλαξε στρατόπεδο και εντάχθηκε στο Σώμα Σούμπερτ.
Όταν βουλιάζει το καράβι το εγκαταλείπουν πρώτα τα ποντίκια
Τα γεγονότα αυτά είχαν εξοργίσει τους μαχητές της αντίστασης και τους
έκανε να θέλουν να εξαλείψουν τους σουμπερίτες με κάθε κόστος..Οι αδελφοί
Πατεράκη οργάνωσαν μια επίθεση κατά των «σουμπεραίων» στα Μεσκλά, όπου
εκτελέσθηκαν επτά άνδρες του Σούμπερτ[***].
Αυτή ήταν η τελευταία εμφάνισή του «Σώματος Κυνηγών » του
Σούμπερτ στην Κρήτη.
Με πρωταγωνιστική πρωτοβουλία του υπουργού γεν. διοικητή Κρήτης Ιω.
Πασσαδάκη και άλλων τοπικών παραγόντων, επιχειρήθηκε η συγκρότηση της
Αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Κρήτης, στο πλαίσιο της οποίας επρόκειτο να
συγκροτηθούν τρία ελληνικά τάγματα με ανάμιξη του αντισυνταγματάρχη Πλεύρη αλλά τελικά δεν έγιναν.
Η μονάδα του Σούμπερτ είχε χάσει την αποτελεσματικότητά της δράσης
της, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να επιχείρηση καμιά από τις αποτρόπαιες
ενέργειες της χωρίς την προστασία ισχυρής δύναμης της Βέρμαχτ. Ως εκ τούτου, το
1944 ο Σούμπερτ και η μονάδα του μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία, για να
ενισχύσουν το τάγμα ενός άλου δοσίλογου του Έλληνα συνταγματάρχη Γεώργιου
Πούλου. Στις 11 Ιανουαρίου 1944 ο Σούμπερτ και 40 απο τα πρωτοπαλίκαρα του
εγκατέλειψαν την Κρήτη.
Το σώμα του Σούμπερτ, παρά την πρόσκαιρη δυσμένεια του αρχηγού του, τελικά
μεταφέρθηκε στη Μακεδονία, όπου διέπραξε άλλη σειρά εγκληματικών πράξεων, με
αποκορύφωμα τα ολοκαυτώματα του Χορτιάτη (2 Σεπτεμβρίου 1944) και των
Γιαννιτσών Πέλλας (14 Σεπτεμβρίου1944).Από εκεί, ωστόσο, πολλοί Κρητικοί
«σουμπεραίοι» κατόρθωσαν να διαφύγουν από την Ελλάδα πριν από την αποχώρηση των
Γερμανών και είναι πολλοί εκείνοι που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Γερμανία για να
επανέλθουν διακριτικά στην Ελλάδα όταν οι κατηγορίες που τους αφορούσαν είχαν
αμνηστευθεί. Όσοι όμως δεν θέλησαν να φύγουν και εντοπίσθηκαν, υπέστησαν τις
ανάλογες κυρώσεις από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, ενώ σημειώθηκαν και
αυτοδικίες.
Ο Γερμανός διοικητής του Φρουρίου Κρήτης στρατηγός Μπρούνο Μπρόιερ έχει
αναφέρει στην απολογία του, όταν δικαζόταν στα τέλη του 1946 στην Αθήνα ενώπιον
του ειδικού δικαστηρίου εγκληματιών πολέμου
«...Και τώρα θα ασχοληθώ με την υπόθεσιν
Σούμπερτ. Όταν συνηντήθην με τον λοχαγόν Κρόιτς, μου είπε να καταρτίσομε μίαν
ομάδα διά την καταδίωξιν των ανταρτών. Η διαταγή ιδρύσεως της ομάδος του
Σούμπερτ προέρχεται ή από τον Λοχαγόν Κρόιτς ή από το τμήμα της Μυστικής
Αστυνομίας. Ποτέ ένας διοικητής δεν ημπορεί να διατάξει ένα τέτοιο γεγονός. Οι
μάρτυρες δεν αναφέρουν καλώς τα υπό του Σούμπερτ διαπραχθέντα εις τα Μεσκλά,
όπου εφονεύθησαν επτά άτομα της ομάδος Σούμπερτ. Δεν ήτο ο Σούμπερτ εκεί, αλλά
μόνον οι άνδρες του. Μετά από την δράσιν του Σούμπερτ, ορισμένοι κάτοικοι μου
έκαναν παράπονα, τότε εκάλεσα τον Λοχαγόν Κρόιτς και τον Σούμπερτ και τους είπα
να περιορισθούν εις την καταπολέμησιν των ζωοκλεπτών και εις την βοήθειαν των
γερμανικών στρατευμάτων διά την καταπολέμησιν των ανταρτών. Κατά τα μέσα
Δεκεμβρίου 1943 έλαβα την απόφασιν να διαλύσω την ομάδα Σούμπερτ και να
εκτοπίσω τον Κρόιτς. Η ανωτέρω διαταγή εδόθη την 14 Δεκεμβρίου...».
«Στο Σώμα του κ. Σούμπερτ υπήρχε
ασφάλεια επί Κατοχής», είχε καταθέσει ένας Κρητικός μάρτυρας κατά τη δίκη του
θηριώδους επιλοχία. Επρόκειτο για τον Χαρ. Δελημπασάκη, ήδη τότε
καταδικασμένο σε ισόβια, ο οποίος είχε υπηρετήσει υπό τις διαταγές του και ο
οποίος έδειχνε απεριόριστο σεβασμό προς τον άλλοτε προϊστάμενό του, ακόμη και
μετά την πλήρη απελευθέρωση της χώρας! Οι συνθήκες ήταν καλές, πρόσθεσε, αλλά ο
μόνος κίνδυνος ήταν ότι ένας «σουμπεραίος» θα μπορούσε να εκτελεσθεί αν
επιχειρούσε να αποστατήσει!
Άλλοι πρώην συνεργάτες του, που εν τω μεταξύ είχαν επίσης καταδικασθεί από τα ελληνικά δικαστήρια σε ισόβιες καθείρξεις, όπως οι Γ. Μαραβελάκης και Στ. Συντιχάκης, επέδειξαν λιγότερο σεβασμό έναντι του Σούμπερτ και κατέθεσαν ότι είχαν καταταγεί διά της βίας. Ο Μιχ. Παναγιωτάκης από το χωριό Άγιοι Δέκα Ηρακλείου, καταδικασμένος ο ίδιος σε ειρκτή 12 ετών πλέον, κατέθεσε ότι ο Σούμπερτ είχε πρωτοεμφανισθεί στην κοινότητα Δύο Χωρίων, της οποίας ο ίδιος ήταν διορισμένος ως γραμματέας, τον Ιούνιο 1942, συνοδευόμενος από τέσσερις συνεργάτες του και απαίτησε όπως μέσα σε μια ώρα να του παραδοθούν 25 όπλα, λέγοντας ότι διαφορετικά «θα κάνω ό,τι έκανα στον Μακρυμανώλη στο χωριό Στόλους», στήνοντας τον πρόεδρο, τον παπά και τον γραμματέα στο ντουβάρι.
Ένας άλλος συνεργάτης του Σούμπερτ, ο Κ. Καμπατάκης, μόλις 20 ετών τότε από το Ηράκλειο Κρήτης, καταδικασμένος και αυτός σε ειρκτή 10 ετών ως δοσίλογος, είχε καταθέσει πώς γνωρίστηκε μαζί του στα κρατητήρια Ηρακλείου τον Νοέμβριο 1943. Υποστήριξε ότι ήταν φυλακισμένος εκεί, ύστερα από καταγγελίες άλλων «σουμπεραίων» και εξαναγκάστηκε να δεχθεί να συνεργασθεί και αυτός προκειμένου να απελευθερωθεί. Ωστόσο, κατά την κατάθεσή του στη δίκη Σούμπερτ, «προσπάθησε να αποσείσει την ευθύνη την αρχηγίας του σώματος από τον Σούμπερτ», υποστηρίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εκείνος που αποφάσιζε για την τύχη των συλλαμβανομένων από τη συμμορία δεν ήταν ο Ελληνογερμανός επιλοχίας, αλλά ο Γεώργιος Τζουλιάς. Ο μάρτυρας αυτός είπε ακόμη
Άλλοι πρώην συνεργάτες του, που εν τω μεταξύ είχαν επίσης καταδικασθεί από τα ελληνικά δικαστήρια σε ισόβιες καθείρξεις, όπως οι Γ. Μαραβελάκης και Στ. Συντιχάκης, επέδειξαν λιγότερο σεβασμό έναντι του Σούμπερτ και κατέθεσαν ότι είχαν καταταγεί διά της βίας. Ο Μιχ. Παναγιωτάκης από το χωριό Άγιοι Δέκα Ηρακλείου, καταδικασμένος ο ίδιος σε ειρκτή 12 ετών πλέον, κατέθεσε ότι ο Σούμπερτ είχε πρωτοεμφανισθεί στην κοινότητα Δύο Χωρίων, της οποίας ο ίδιος ήταν διορισμένος ως γραμματέας, τον Ιούνιο 1942, συνοδευόμενος από τέσσερις συνεργάτες του και απαίτησε όπως μέσα σε μια ώρα να του παραδοθούν 25 όπλα, λέγοντας ότι διαφορετικά «θα κάνω ό,τι έκανα στον Μακρυμανώλη στο χωριό Στόλους», στήνοντας τον πρόεδρο, τον παπά και τον γραμματέα στο ντουβάρι.
Ένας άλλος συνεργάτης του Σούμπερτ, ο Κ. Καμπατάκης, μόλις 20 ετών τότε από το Ηράκλειο Κρήτης, καταδικασμένος και αυτός σε ειρκτή 10 ετών ως δοσίλογος, είχε καταθέσει πώς γνωρίστηκε μαζί του στα κρατητήρια Ηρακλείου τον Νοέμβριο 1943. Υποστήριξε ότι ήταν φυλακισμένος εκεί, ύστερα από καταγγελίες άλλων «σουμπεραίων» και εξαναγκάστηκε να δεχθεί να συνεργασθεί και αυτός προκειμένου να απελευθερωθεί. Ωστόσο, κατά την κατάθεσή του στη δίκη Σούμπερτ, «προσπάθησε να αποσείσει την ευθύνη την αρχηγίας του σώματος από τον Σούμπερτ», υποστηρίζοντας ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εκείνος που αποφάσιζε για την τύχη των συλλαμβανομένων από τη συμμορία δεν ήταν ο Ελληνογερμανός επιλοχίας, αλλά ο Γεώργιος Τζουλιάς. Ο μάρτυρας αυτός είπε ακόμη
«...[ο Τζουλιάς] ήτο αρχηγός
μαζί με ένα άλλον και ο Σούμπερτ ήτο γενικός αρχηγός και έδιδε την
κατευθυντήριον γραμμήν. Το τάγμα το είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Σούμπερτ
συγκεντρώσας από τας φυλακάς πάσης φύσεως εγκληματίας, ως και έναν που είχε
σκοτώσει τον πατέρα του. Ο Σούμπερτ ήτο ανεξέλεγκτος και μόνον εκ των υστέρων
ενέκριναν οι γερμανικές αρχές τις πράξεις του... Είχε πολλούς πράκτορας και
καταδότας. Ενήργει δε κατά τόσον εγκληματικόν τρόπον, ώστε τον εφοβήθησαν και
οι Γερμανοί και διά να μη επαναστατήσουν οι Κρήτες τον έστειλαν αργότερον εις
την Μακεδονίαν».
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη δίκη Σούμπερτ, που έγινε στην Αθήνα τον Ιούλιο 1947, κατέθεσαν αρκετοί από τους πρώην συνεργάτες του και εξιστόρησαν με λεπτομέρειες τη δράση του παραστρατιωτικού σώματος.
Επρόκειτο βέβαια για μια απόπειρα να απεκδυθεί των ευθυνών του, δεδομένου ότι στη Μακεδονία βρέθηκε μαζί με τους Κρητικούς συνεργάτες του, που είχαν ως επικεφαλής τους Γερμανάκη, Καπετανάκη και Οικονομάκη, όπου διαπράχθηκαν άλλα εγκλήματα στο Ασβεστοχώρι, στον Χορτιάτη κ.α. Ο Σούμπερτ δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δράση των ανδρών του, ούτε ότι προσωπικά είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε φόνους και βασανιστήρια. Ωστόσο, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για περισσότερους από 250 φόνους Ελλήνων πολιτών, καταδικάσθηκε 271 φορές σε θάνατο και χιλιάδες χρόνια κάθειρξης, οι ποινές συγχωνεύθηκαν στην ποινή του θανάτουκαι εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947 στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη δίκη Σούμπερτ, που έγινε στην Αθήνα τον Ιούλιο 1947, κατέθεσαν αρκετοί από τους πρώην συνεργάτες του και εξιστόρησαν με λεπτομέρειες τη δράση του παραστρατιωτικού σώματος.
Επρόκειτο βέβαια για μια απόπειρα να απεκδυθεί των ευθυνών του, δεδομένου ότι στη Μακεδονία βρέθηκε μαζί με τους Κρητικούς συνεργάτες του, που είχαν ως επικεφαλής τους Γερμανάκη, Καπετανάκη και Οικονομάκη, όπου διαπράχθηκαν άλλα εγκλήματα στο Ασβεστοχώρι, στον Χορτιάτη κ.α. Ο Σούμπερτ δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι ο ίδιος ήταν υπεύθυνος για τη δράση των ανδρών του, ούτε ότι προσωπικά είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε φόνους και βασανιστήρια. Ωστόσο, το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για περισσότερους από 250 φόνους Ελλήνων πολιτών, καταδικάσθηκε 271 φορές σε θάνατο και χιλιάδες χρόνια κάθειρξης, οι ποινές συγχωνεύθηκαν στην ποινή του θανάτουκαι εκτελέσθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1947 στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης.
[*] Βλ. Γ. Χαροκόπου, Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε, γ΄ έκδ., Αθήνα
1982, σελ. 105-106. Κατά τον συγγραφέα, που είχε συμμετάσχει στην απαγωγή, αν
τότε «ο Χάρτμαν είχε πετύχει την σύλληψη ή εξόντωση του Πετρακογιώργη, το
πλήγμα κατά της Αντιστάσεως θα ήταν δεινό, με απρόβλεπτες συνέπειες».
[**] Ο περίφημος Χάρτμαν, για τον οποίο αναφέρεται ότι το πραγματικό του
όνομα ήταν Ρομπέρτο Ρουγκέρο και ότι είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, ήταν αξιωματικός
της Άμπβερ και έδρευε στο Ηράκλειο.
[***]
[***]
Τα ακριβή περιστατικά της υπόθεσης των Μεσκλών δεν είναι απόλυτα
αποσαφηνισμένα. Ο Γιάννης Τσίβης, του οποίου η αξιοπιστία σε άλλα θέματα δεν
είναι επιβεβαιωμένη, δίνει μια άλλη εικόνα, κάνει λόγο για οκτώ και όχι για
επτά θύματα, ενώ προσθέτει και την παρουσία του Σούμπερτ αυτοπρόσωπα, ενώ
εξουδετερώνει τον ισχυρισμό του Μπαντουβά ότι εκείνος είχε κατευθύνει τους
αδελφούς Πατεράκη για το όλο εγχείρημα, τους οποίους μάλιστα ούτε καν αναφέρει
ότι πήραν μέρος. Σύμφωνα με την εκδοχή Τσίβη (ό.π., σελ. 74-76):
«...Η άφιξη του Σούμπερ στα Χανιά χαροποίησε μόνο τους χαφιέδες και τους λίγους συνεργάτες των Γερμανών. Οι καταδότες έτρεξαν και πληροφόρησαν τον Σούμπερ, για την αντάρτικη ομάδα του χωριού Μεσκλών Κυδωνίας. Ο Σούμπερ καυχήθηκε πως σε μικρό χρονικό διάστημα θα διαλύσει την ομάδα αυτή και θα τιμωρήσει παραδειγματικά τα μέλη της. Για να αιφνιδιάσει τους αντάρτες, σοφίστηκε το εξής τέχνασμα: Μια ομάδα, από δεκαπέντε προδότες, μ’ επικεφαλής τους το Σούμπερ, την Πρωτοχρονιά του έτους 1944 ξεκίνησε πολύ πρωί, από τα Χανιά, μ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο για το χωριό Μεσκλά Κυδωνίας. Όταν το αυτοκίνητο, με το Σούμπερ και την συμμορία του, πλησίασε στην είσοδο του χωριού και σ’ αρκετή απόσταση από την γέφυρα, τρεις από την ομάδα του Σούμπερ, άοπλοι, προχώρησαν στο κέντρο του χωριού. Οι υπόλοιποι δώδεκα και ο Σούμπερ παράμειναν στ’ αυτοκίνητο.
Οι τρεις αυτοί προχώρησαν άοπλοι ως τα καφενεία του χωριού όπου ζήτησαν από τους εκεί Μεσκλιανούς να τους οδηγήσουν στο σπίτι του Νίκου Μπατάκη που θα ’θελαν – λέει – να τον δουν. Ο Ν. Μπατάκης γρήγορα ειδοποιήθηκε και όταν παρουσιάστηκε στους τρεις, αυτοί του είπαν: Πως και οι τρεις τους ήταν από το Ηράκλειο, μέλη της αντάρτικης ομάδας του Μπαντουβά. Πως η ομάδα αυτή διαλύθηκε, γιατί τον αρχηγό της τον πήραν οι Άγγλοι στη Μέση Ανατολή. Πως οι τρεις αυτοί κατάφεραν να φτάσουν στα Χανιά, κυνηγημένοι από τους Γερμανούς. Και πως έχουν επιθυμία, να βρουν την αντάρτικη ομάδα των Μεσκλιανών, να ενταχθούν σ’ αυτήν και να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς.
Η οργάνωση όμως του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ των Χανίων παρακολουθούσε τις κινήσεις του Σούμπερ και των χαφιέδων του και πολύ έγκαιρα πήραν την πληροφορία, πως σκοπός του Σούμπερ ήταν να χτυπήσει την αντάρτικη ομάδα.
Όλες τις σχετικές πληροφορίες που είχαν οι Νομαρχιακές Επιτροπές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ των Χανίων τις είχαν μεταβιβάσει στην αντάρτικη ομάδα των Μεσκλών και για τον λόγον αυτόν, ο Νικόλαος Μπατάκης και τ’ άλλα μέλη της ομάδας, όταν άκουσαν, όσα τους είπαν οι τρεις άγνωστοι, τους υποψιάστηκαν. Χωρίς καθυστέρηση τους απομόνωσαν, τους έψαξαν και βρήκαν πάνω τους τις γερμανικές ταυτότητες, με τις οποίες τους είχε εφοδιάσει ο Σούμπερ. Εξαιτίας των γερμανικών ταυτοτήτων που κρατούσαν οι τρεις αυτοί πολύ γρήγορα αναγκάστηκαν να ομολογήσουν τον σκοπόν της επίσκεψής τους, το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Σούμπερ για να παγιδεύσει την αντάρτικη ομάδα των Μεσκλιανών και πως ο Σούμπερ βρίσκεται έξω από το χωριό με δώδεκα οπλισμένους. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, όταν οι αντάρτες και οι κάτοικοι των Μεσκλών έμαθαν τα παραπάνω, όλοι χύθηκαν σαν αετοί, κτύπησαν τους δώδεκα και τον Σούμπερ που βρίσκονταν στ’ αυτοκίνητο, έξω από το χωριό. Από τους δώδεκα, οι αντάρτες σκότωσαν τρεις και δυο έπιασαν ζωντανούς. Οι υπόλοιποι επτά και ο Σούμπερ κατάφεραν να διαφύγουν με το αυτοκίνητο και να σωθούν.
Οι δυο που πιάστηκαν ζωντανοί και οι τρεις που παρουσιάστηκαν, σαν Ηρακλειώτες της ομάδας Μπαντουβά, οδηγήθηκαν στη θέση Βούλισμα των Λευκών Ορέων. Εκεί συνεδρίασε το Ανταρτοδικείο. Οι πέντε αυτοί προδότες καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν. Τα πτώματά τους τα πέταξαν σ’ ένα από τους Ντάφκους των Λευκών Ορέων...».
«...Η άφιξη του Σούμπερ στα Χανιά χαροποίησε μόνο τους χαφιέδες και τους λίγους συνεργάτες των Γερμανών. Οι καταδότες έτρεξαν και πληροφόρησαν τον Σούμπερ, για την αντάρτικη ομάδα του χωριού Μεσκλών Κυδωνίας. Ο Σούμπερ καυχήθηκε πως σε μικρό χρονικό διάστημα θα διαλύσει την ομάδα αυτή και θα τιμωρήσει παραδειγματικά τα μέλη της. Για να αιφνιδιάσει τους αντάρτες, σοφίστηκε το εξής τέχνασμα: Μια ομάδα, από δεκαπέντε προδότες, μ’ επικεφαλής τους το Σούμπερ, την Πρωτοχρονιά του έτους 1944 ξεκίνησε πολύ πρωί, από τα Χανιά, μ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο για το χωριό Μεσκλά Κυδωνίας. Όταν το αυτοκίνητο, με το Σούμπερ και την συμμορία του, πλησίασε στην είσοδο του χωριού και σ’ αρκετή απόσταση από την γέφυρα, τρεις από την ομάδα του Σούμπερ, άοπλοι, προχώρησαν στο κέντρο του χωριού. Οι υπόλοιποι δώδεκα και ο Σούμπερ παράμειναν στ’ αυτοκίνητο.
Οι τρεις αυτοί προχώρησαν άοπλοι ως τα καφενεία του χωριού όπου ζήτησαν από τους εκεί Μεσκλιανούς να τους οδηγήσουν στο σπίτι του Νίκου Μπατάκη που θα ’θελαν – λέει – να τον δουν. Ο Ν. Μπατάκης γρήγορα ειδοποιήθηκε και όταν παρουσιάστηκε στους τρεις, αυτοί του είπαν: Πως και οι τρεις τους ήταν από το Ηράκλειο, μέλη της αντάρτικης ομάδας του Μπαντουβά. Πως η ομάδα αυτή διαλύθηκε, γιατί τον αρχηγό της τον πήραν οι Άγγλοι στη Μέση Ανατολή. Πως οι τρεις αυτοί κατάφεραν να φτάσουν στα Χανιά, κυνηγημένοι από τους Γερμανούς. Και πως έχουν επιθυμία, να βρουν την αντάρτικη ομάδα των Μεσκλιανών, να ενταχθούν σ’ αυτήν και να συνεχίσουν τον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς.
Η οργάνωση όμως του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ των Χανίων παρακολουθούσε τις κινήσεις του Σούμπερ και των χαφιέδων του και πολύ έγκαιρα πήραν την πληροφορία, πως σκοπός του Σούμπερ ήταν να χτυπήσει την αντάρτικη ομάδα.
Όλες τις σχετικές πληροφορίες που είχαν οι Νομαρχιακές Επιτροπές του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ των Χανίων τις είχαν μεταβιβάσει στην αντάρτικη ομάδα των Μεσκλών και για τον λόγον αυτόν, ο Νικόλαος Μπατάκης και τ’ άλλα μέλη της ομάδας, όταν άκουσαν, όσα τους είπαν οι τρεις άγνωστοι, τους υποψιάστηκαν. Χωρίς καθυστέρηση τους απομόνωσαν, τους έψαξαν και βρήκαν πάνω τους τις γερμανικές ταυτότητες, με τις οποίες τους είχε εφοδιάσει ο Σούμπερ. Εξαιτίας των γερμανικών ταυτοτήτων που κρατούσαν οι τρεις αυτοί πολύ γρήγορα αναγκάστηκαν να ομολογήσουν τον σκοπόν της επίσκεψής τους, το σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Σούμπερ για να παγιδεύσει την αντάρτικη ομάδα των Μεσκλιανών και πως ο Σούμπερ βρίσκεται έξω από το χωριό με δώδεκα οπλισμένους. Χωρίς καμιά καθυστέρηση, όταν οι αντάρτες και οι κάτοικοι των Μεσκλών έμαθαν τα παραπάνω, όλοι χύθηκαν σαν αετοί, κτύπησαν τους δώδεκα και τον Σούμπερ που βρίσκονταν στ’ αυτοκίνητο, έξω από το χωριό. Από τους δώδεκα, οι αντάρτες σκότωσαν τρεις και δυο έπιασαν ζωντανούς. Οι υπόλοιποι επτά και ο Σούμπερ κατάφεραν να διαφύγουν με το αυτοκίνητο και να σωθούν.
Οι δυο που πιάστηκαν ζωντανοί και οι τρεις που παρουσιάστηκαν, σαν Ηρακλειώτες της ομάδας Μπαντουβά, οδηγήθηκαν στη θέση Βούλισμα των Λευκών Ορέων. Εκεί συνεδρίασε το Ανταρτοδικείο. Οι πέντε αυτοί προδότες καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν. Τα πτώματά τους τα πέταξαν σ’ ένα από τους Ντάφκους των Λευκών Ορέων...».
ΠΗΓΕΣ
Από τo βιβλίο του Θανάσης Φωτίου, «Η ναζιστική τρομοκρατία στην Ελλάδα. » Η αιματηρή πορεία τον Φριτς Σούμπερτ και του ελληνικού «Σώματος Κυνηγών» στην κατοχική Κρήτη και Μακεδονία, Επίκεντρο, θεσσαλονίκη2011,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως