5 Μαρτίου 2016

Παγοποιεία Ηρακλείου

Στα μέσα του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα,υπήρχαν στην πόλη του Ηρακλείου μόνο  δύο παγοποιεία που έφτιαχναν πάγο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, κατασκευάστηκε και το ψυγείο το οποίο βρίσκεται στο λιμάνι, το οποίο έφτιαχνε επίσης πάγο.
Έτσι, σαν παγοποιεία στο παλιό Ηράκλειο λειτουργούσαν το ψυγείο, το παγοποιείο του Λιανά και το πιο γνωστό που είναι το παγοποιείο του Μιστίλογλου.
Παγοποιείο Μιστίλογλου (ο μετέπειτα θρυλικός πολυχώρος «παγοποιείον» της Χρυσάννας Καρέλλη) βρίσκεται στο κέντρο της πόλης στην πλατεία του Αγίου Τίτου.
Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν τη Μικρασιατική καταστροφή όταν ο Γιώργος Μιστίλογλου φεύγει από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τα εννέα παιδιά του και φτάνει στο Ηράκλειο για να ξεκινήσει μια νέα αρχή. Η εξυπνάδα του σε συνδυασμό με την μεγάλη όρεξη του για εμπλοκή στο βιομηχανικό τομέα της πόλης του Ηρακλείου, που εκείνη την εποχή βρισκόταν ακόμα  σε  αρχικό  στάδιο,  τον  οδηγούν  στην  δημιουργία  εργοστασίου  για  την  παραγωγή
χαλβάδων. Παράλληλα όμως ο Γεώργιος Μιστίλογλου ετοιμάζει και την κύρια ιδέα του που δεν ήταν άλλη από την δημιουργία του πρώτου εργοστάσιου παραγωγής πάγου για την πόλη του Ηρακλείου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 το πρώτο παγοποιείο στο Ηράκλειο έχει ολοκληρωθεί και αρχίζει άμεσα να γίνεται γνωστό σε όλο το νησί.
Την  επιχείρηση  την  χειρίζονται  ο  Γεώργιος Μιστίλογλου  με  την  βοήθεια  των τεσσάρων μεγαλύτερων παιδιών του, του Αριστομένη, του Αλβέρτου, του Χρήστου και του Διογένη.  Από  την  πρώτη  στιγμή  το  εργοστάσιο  γίνεται  απαραίτητο  για  το  Ηράκλειο. Εξυπηρετεί όλα τα μαγαζιά του Ηρακλείου που χρειάζονταν πάγο όπως τα ψαράδικα, τα χασάπικα και τις αποθήκες τροφίμων αλλά και όλους τους απλούς πολίτες που κατέφθαναν στο παγοποιείο με κάθε είδους μεταφορικό μέσο για να προμηθευτούν πάγο για τα ψυγεία τους που μέχρι τότε λειτουργούσαν μόνο με πάγο και όχι με ηλεκτρικό ρεύμα.
Το παγοποιείο αντέχει ακόμα και τα δύσκολα χρόνια της κατοχής όπου οι Γερμανοί το χρησιμοποιούν για τη φύλαξη τροφίμων τους στα μεγάλα ψυγεία που διέθετε. Επιπλέον όλος  ο  Ελληνικός  στρατός  του  νησιού  αλλά  και η Αμερικάνικη Βάση στις Γούρνες προμηθεύονταν πάγο από την οικογένεια Μιστίλογλου.
Μέσα στη δεκαετία του ’50 ο Γεώργιος Μιστίλογλου βλέπει τα όνειρα του να γίνονται πραγματικότητα  και  απολαμβάνει  την  κάθε  μέρα  στο  εργοστάσιο  του.  Το  κλίμα  στο εργοστάσιο  μεταξύ  αφεντικών  και  υπαλλήλων  βελτιώνεται  συνεχώς  που  μέχρι  και κουμπαριές μεταξύ τους ενδυναμώνουν ακόμα περισσότερο τις καλές τους σχέσεις.
Στο τέλος του ’50 ξεκινάει η χρήση των ηλεκτρικών ψυγείων. Ο κόσμος αρχίζει να αγοράζει ηλεκτρικά ψυγεία και έτσι η ζήτηση του πάγου αρχίζει να μειώνεται. Ακόμη όμως και  με  τον  ερχομό  των  ηλεκτρικών  ψυγείων  το  παγοποιείο  συνεχίζει  την  σημαντική  του πορεία. Με το πέρασμα των χρόνων όμως η ζήτηση αρχίζει κάποια στιγμή και ελαττώνεται
και το παγοποιείο αρχίζει να παίρνει μια καθοδική πορεία...μια πορεία που τελικά ποτέ ξανά δεν θα γυρνούσε στην αφετηρία της.
Γύρω στα μέσα του ’60 φτάνει στο Ηράκλειο ένας Κωνσταντινοπολίτης από τη Συρία, ο Ιωάννης Αντύπας, και ζητάει να γνωρίσει την οικογένεια Μιστίλογλου. Ο Ιωάννης Αντύπας, ψυκτικός, ίσως να έφτασε στο Ηράκλειο για να φτιάξει το δικό του παγοποιείο ψάχνοντας να βρει το μυστικό της επιτυχίας το Γ. Μιστίλογλου.
Καταλήγει  όμως  να  αποκτάει  την  κυριότητα  του  εργοστασίου  πληρώνοντας  ένα σημαντικό ενοίκιο για εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν, η ευθύνη του εργοστασίου περνάει στα χέρια  του  Ιωάννη  Αντύπα  ενώ  τα  αδέλφια  Μιστίλογλου  συνεχίζουν  τις  ζωές  τους  με μικρότερες  επιχειρήσεις  που  είχαν  δημιουργήσει  όλα  αυτά  τα  χρόνια.  Ο  Γεώργιος
Μιστίλογλου ανακουφίζεται αφού ήταν  πλέον  μεγάλος σε ηλικία και  το εργοστάσιο είχε αρχίζει να τον κουράζει. Η κατάσταση όμως ακόμα και μετά τον ερχομό του Αντύπα δεν αλλάζει και πολύ. Η δουλεία ελαττώνεται ακόμα περισσότερο και τα πράγματα δείχνουν να χειροτερεύουν. Πλέον κάθε νοικοκυριό έχει το δικό του ψυγείο και ο πάγος δεν είναι πια τόσο απαραίτητος. Δεν φτάνει όμως μόνο αυτό. Δύο νέα παγοποιεία αρχίζουν να λειτουργούν στο Ηράκλειο, του Λιανά στον Πόρο και το Κρατικό στο Λιμάνι. Από τα μέσα του 1960 το παγοποιείο ξεκινάει
την αντίστροφη μέτρηση. Ο ανταγωνισμός είναι πλέον πολύ μεγάλος και ο Ιωάννης Αντύπας πασχίζει να κρατήσει την επιχείρηση «ζωντανή». Οι πελάτες συνεχώς και ελαττώνονται και το κλίμα στο εργοστάσιο αλλά και στην οικογένεια αρχίζει να φορτίζεται.
Οι υπάλληλοι του εργοστασίου τον θυμούνται τα τελευταία βράδια πριν το μοιραίο τέλος του παγοποιείου όπως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Εκείνο το τελευταίο βράδυ της 23η Νοεμβρίου 1969 ο Αντύπας έμοιαζε πιο σκεπτικός από ποτέ. Είχε μια περίεργη ηρεμία λες και όλη μέρα γυρόφερνε κάτι στο μυαλό του. Οι υπάλληλοι τον παρατηρούσαν χωρίς να τον
ρωτήσουν τίποτα. Κάποια στιγμή εκείνος τους ζήτησε να φύγουν...να φύγουν πιο νωρίς από ότι θα έπρεπε ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν καλά και ότι θα έπρεπε να κλείσουν το εργοστάσιο.
Εκείνος  παρέμεινε  εκεί...ακουμπισμένος  στα μηχανήματα ... Κανείς  δεν  ήταν  εκεί  για  να μπορέσει να μαρτυρήσει τι ακριβώς συνέβη εκείνο το βράδυ στο υπόγειο του εργοστασίου.
Τα  αποκόμματα  των  εφημερίδων  των  επόμενων  ημερών  περιγράφουν  ακριβώς  το θέαμα που αντίκρισαν οι κάτοικοι της περιοχής του Αγίου Τίτου το επόμενο ακριβώς πρωί και το θέαμα που έκρυβε το παγοποιείο μετά από εκείνο το τελευταίο βράδυ. . Το τελευταίο βράδυ όσοι τον είδαν τον θυμούνται συνοφρυωμένο και σκεπτικό. Θα πίστευε ότι τα αδέλφια τον ξεγέλασαν, αλλά  και  αδυνατούσε  να  αντιμετωπίσει  τις  τεράστιες  υποχρεώσεις  του.
Κάπως έτσι πήρε την απόφαση. “Μου το φόρτωσαν θα τους το επιστρέψω αλλά όχι όπως μου το  έδωσαν”.  Έβγαλε  από  την  προηγούμενη  αεροπορικό  εισιτήριο  για  την  πρώτη  πρωινή πτήση και το απόγευμα περίμενε στο γραφείο του μέχρι το εργοστάσιο να αδειάσει. Περίμενε υπομονετικά να φτάσει η ώρα και όταν όλα ήταν έτοιμα έγινε το μακελειό. Οι εργάτες της
πρωινής βάρδιας που φτάνουν εκείνη την ώρα, φορούν μάσκες και κατεβαίνουν στο υπόγειο.
Ο  Αντύπας  έχει  σπάσει  όλες  τις  ηλεκτρικές  εγκαταστάσεις  και  μαζί  τα  έμβολα  των συμπιεστών που διοχέτευαν την αμμωνία στις παγοκυψέλες. Η μεγάλη βαριά παρατημένη στο τσιμέντο και ο χρήστης ήδη μακριά. Ο ίδιος ο Αντύπας ταξίδευε για Αθήνα και μετά ποιος ξέρει για πού. Οι προσπάθειες για την ανεύρεσή του ακόμα και μέσω Ιντερπόλ δεν ευοδώθηκαν.  Ο Αντύπας  θα  πέθανε  άγνωστο  πότε,  έχοντας  πάρει  την  εκδίκησή  του.  Το παγοποιείο που “του φόρτωσαν” δεν θα δουλέψει άλλο.

-Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων των επόμενων ημερών περιγράφουν ακριβώς το θέαμα που αντίκρισαν οι κάτοικοι της περιοχής του Αγίου Τίτου το επόμενο ακριβώς πρωί και το θέαμα που έκρυβε το παγοποιείο μετά από εκείνο το τελευταίο βράδυ.
«Έναν σοβαρώτατο αλλά και πρωτότυπο κίνδυνο, αντιμετώπισε χθες το πρωί το κέντρο της πόλεως, και συγκεκριμένως η πέριξ του Αγίου Τίτου περιοχή, ο οποίος εν τούτοις απεσοβήθη χάρις εις την έγκαιρο και αποτελεσματική επέμβαση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Τμήματος Τροχαίας.
Εστία του κινδύνου, το εργοστάσιο παγοποιϊας ιδιοκτησίας του κ. Αριστομένη Μιστίλογλου το οποίον από του παρελθόντος Ιουλίου είχε ενοικιασθή υπό του Ιωάννου Αντύπα, τουρκικής ως λέγεται υπηκοότητος, και πρώην κατοίκου Αλεξανδρέττας.
Αυτόν τούτον δε τον κίνδυνον συνιστά η διαρροή αεριώδους αμμωνίας η οποία εις την κατάστασιν του αερίου είναι λίαν δηλητηριώδης και άκρως επικίνδυνος ως εκπληκτικόν μίγμα εάν εις ποσοστόν 15-25% έχει αναμιχθή με τον ατμοσφαιρικό αέρα.
Ο κίνδυνος επομένως ήτο διπλός. Και φόβος μιας τρομακτικής εκρήξεως υπήρχε, και το ενδεχόμενον ομαδικής δηλητηριάσεως των εντελώς ανυπόπτων περιοίκων, οι οποίοι ησθάνοντο την έντονον οσμήν του αερίου χωρίς να γνωρίζουν ούτε από πού προήρχετο ούτε τους κινδύνους δια την ζωήν των.
Καθώς πληροφορούμεθα, το απόγευμα της Κυριακής ο ενοικιαστής του εργοστασίου ο οποίος από τίνος απουσίαζε εις Αθήνας, ενεφανίσθει εις το εργοστάσιον το οποίον εξεμεταλλεύετο και είπε εις τους εργαζομένους εκείνη την ώραν ότι μπορούν να σχολάσουν. Όταν έφυγε το προσωπικόν ο Αντύπας μόνος πλέον κατέστρεψε – άγνωστον δια ποίους λόγους – μέρος των μηχανημάτων του εργοστασίου ήνοιξε τις στρόφιγγες της αεριούχου αμμωνίας, έκλεισε και εξηφανίσθει. Λέγεται επίσης ότι ανεχώρησε δι’ Αθήνας και εκείθεν εις Βηρρυτόν ή εις το Περού. Ως λόγοι της αιφνιδιαστικής αυτής εξαφανίσεως του φέρονται προς το παρόν χωρίς αυτό να έχει επισήμως βεβαιωθή – διεξάγονται ήδη ανακρίσεις – τα χρέη προς το προσωπικόν, προς την ΔΕΗ και εις διαφόρους ιδιώτας.
Πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι εις τους ψυκτικούς χώρους του εργοστασίου διετηρούντο μεγάλαι ποσότητες κρέατος και τυρού διαφόρων επιχειρηματιών της πόλεως βάρος περίπου πέντε τόνων.
Η έγκαιρος επέμβασις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας βοηθούμενης και υπό του τμήματος Τροχαίας απεσόβησε όλους τους κινδύνους αφού δι’ όλης της δυνάμεως της ηγωνίσθη επί δίωρων και πλέον.
Δι’ όλων των οχημάτων της επέτυχε ζεύξιν από θαλάσσης μέχρι του εργοστασίου και δια καταιονισμόν ύδατος κατόρθωσε να διαλύσει το αέριον της αμμωνίας, να καθαρίσει την ατμόσφαιραν τόσον εις το εσωτερικόν του εργοστασίου, όσο και του πέριξ αυτού χώρου και να αποσοβήση τους σοβαρώτατους κινδύνους αναφλέξεως και δηλητηριάσεων. Ελαφράν μόνον δηλητηρίασιν υπέστησαν δέκα εκ των ανδρών της ιδίας της Π.Υ.
Παρέστη ανάγκη να διακοπή η ρευματοδότησις της περιοχής διά τον φόβον πυρκαϊάς και διά τούτου δεν κατέστη αμέσως δυνατή η εκτίμησις των ζημιών αι οποίαι πάντως υπολογίζεται ότι θα υπερβούν τας 200 χιλιάδων δραχμών.
Ανακρίσεις επί της όλης υποθέσεως διεξάγει ήδη η Διοίκησις Χωροφυλακής διά το κατά πόσον η διαρροή του αερίου της αμμωνίας υπηρξέν αποτέλεσμα ηθελημένης πράξεως.»
(Πατρίς-25/11/1969)
-Σύμφωνα με πληροφορίες της αρχαιολόγου κ. Λιάνας Σταρίδα στον υπόγειο χώρο του παγοποιείου υπάρχουν δεξαμενές τις οποίες η ίδια έχει επισκεφθεί. Πρόκειται για συνεχόμενες τοξοτές δεξαμενές, μεγάλου βάθους και έκτασης ανάλογης μ’ αυτή την έκταση που σήμερα καταλαμβάνει ο χώρος του παγοποιείου. Σήμερα αυτές έχουν κηρυχθεί διατηρητέες. Προφανώς γέμιζαν με τρεχούμενο νερό το οποίο προερχόταν από την κρήνη Μοροζίνι, περνούσε ευθεία από την Λόντζια, συνέχιζε να περνά από το χώρο του παγοποιείου (όπου και γέμιζαν μ’ αυτό οι υπόγειες δεξαμενές) και χυνόταν στην θάλασσα στο δεξιό μέρος, μόλις κατεβαίνουμε την 25η Αυγούστου.
Παγοποιείο Λιανά
Ακόμα  και  σήμερα  οι  μεγαλύτεροι  στην  ηλικία  ξέρουν  τη  στάση  για  τα λεωφορεία του Αστικού ΚΤΕΛ Ηρακλείου . Εκεί βρισκόταν και το παγοποιείο του Λιανά, στη συμβολή των οδών Ικάρου και Εθν. Αντιστάσεως, εκεί που σήμερα είναι το Μπόουλιγκ Σέντερ και ίσως έπιανε και περισσότερο ακόμα χώρο κυρίως επί της οδού Ικάρου. Ο δρόμος που οδηγεί προς το λιμάνι ήταν ρυάκι. Απέναντι από του Λιανά, εκεί που σήμερα είναι το έπιπλο, λειτουργούσε κάποιος χαρουπόμυλος. Το παγοποιείο αυτό άρχισε τη λειτουργία του πριν από τον πόλεμο και τροφοδοτούσε κυρίως τα ανατολικά προάστια της πόλη μας, π.χ. Πόρος, Κατσαμπάς, Αλικαρνασσός, Πατέλες και πολλά χωριά προς τη μεριά αυτή, αφού ερχόταν με τα φορτηγά ο οδηγός και μαζί και ο βοηθός του, για να πάρουν πάγο, αλλά και να κάνουν και άλλες παραγγελίες που τους έδιναν οι κάτοικοι των χωριών.
Το ψυγείο έγινε, όπως προαναφέραμε, αρχές της δεκαε
τίας του 50. Κατασκευάσθηκε με  χρήματα  προερχόμενα  από  το  Σχέδιο  Μάρσαλ  και  με  υπεύθυνο  εργολάβο  τον αποσυρθέντα και συνταξιούχο αρχιμηχανικό του Λιμενικού Ταμείου Ευάγγελο Γιαμαλάκη, ο οποίος είχε και την επίβλεψη αυτού του έργου. Σκοπός της κατασκευής αυτού του έργου ήταν η  συγκέντρωση  των  τυριών  και  άλλων  τροφίμων  γενικά  αλλά  και φρούτων,  κυρίως σταφυλιών  που  η  περιοχή  μας  είχε  εκείνα  τα  χρόνια  υπερπαραγωγή.  Όλα  τα  παραπάνω προορίζονταν για εξαγωγές. Όπως όμως τονίσαμε στην αρχή, εκτός από την συντήρηση, το ψυγείο πουλούσε και πάγο, ειδικά στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Η μόνωση του ψυγείου δεν είχε γίνει με βάση τη σημερινή τεχνολογία ή με φελιζόλ, αλλά με διάκενο και σε πολλά  σημεία  με  μπαντικούς,  δηλαδή  διπλούς τοίχους,  έτσι  ώστε  να  εξασφαλίζεται  το καλύτερο αποτέλεσμα. 
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Παγοποιεία πια δεν υπάρχουν, ούτε και παγοπώλες. Το ηλεκτρικό ρεύμα έχει κάνει αισθητή και καθοριστική την εμφάνισή του και έχει υποκαταστήσει τα πάντα. Πάγο σήμερα συναντάμε στα ψαράδικα, θρυματισμένο για τη συντήρηση των προϊόντων τους.
ΠΗΓΗ 


Αναδημοσίευση αποσπασμάτων απο




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως