Ο ΙωάννηςΚονδυλάκης (1962-1920) διηγείται ένα περιστατικό που συνέβη στο Καστέλι Κισάμου
ο οποίος ο οποίος ως φοιτητής φιλοσοφικής διορίσθηκε Δάσκαλος το 1884-1885 στα
χωριά Μόδι -Γεράνι Κυδωνίας.
Πιθανότατα, τότε, το Πάσχα
του 1885 επισκέφθηκε για τις γιορτές το Καστέλλι Κισάμου. Πρωτύτερα, προ
διετίας, ο Κονδυλάκης από την Βιάνο είχε γνωρίσει στον Αποκόρωνα τον ιερέα
Εμμανουήλ Μαλεκάκη (1864- 1917) ή Παπαμαλέκο από τον Κεφαλά.
Ο Παπαμαλέκος ήταν γενναίος
άνδρας, επαναστάτης με ελεύθερο βίο, ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων σε
ειρηνική ή εμπόλεμη κατάσταση. Κάτω από τα ράσα, όποτε τα φορούσε, έκρυβε τα
κουμπούρια του. Μόνος του ή με ομάδες κρούσης δημιουργούσε πολεμικές
συγκρούσεις με τους Τούρκους και τους είχε πάρει τον αέρα τους. Η Τουρκική
εξουσία τον είχε καταζητούμενο και διετύπωνε τα παράπονά της στον Μητροπολίτη
για τον αντάρτη παπά.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο
Παπαμαλέκος ήταν υποχρεωμένος να μεταμφιέζεται, να προσέχει τα περπατήματα του
και να μετακινείται από τόπο σε τόπο. Ο Κονδυλάκης περιγράφει μια ερωτώ –
απάντηση του Παπαμαλέκου στη συνάντηση γνωριμίας τους:
- Δεν
είναι καλλίτερο αυτό που κάνω, μου είπε, παρά να λειτουργώ;
Στην εκκλησία στο Καστέλλι
Κισάμου ο Κονδυλάκης έμεινε έκπληκτος όταν αναγνώρισε στο πρόσωπο του
ιερουργούντα παπά και ψάλλοντας … Έρρανον τον τάφο… τον Παπαμαλέκο. Μετά την
τελετουργία της ακολουθίας του Επιταφίου εντός της Εκκλησίας έπρεπε να γίνει η
περιφορά του λουλουδοστολισμένου επιταφίου στους δρόμους του Καστελλίου
λαμπρύνοντας αυτήν με πυροβολισμούς.
Γράφει ο Κονδυλάκης:
Ήσαν και τότε ημέραι πονηραί εν Κρήτη και φονοί
εγίνοντο συχνά. Διά τούτο τινές των εν τω ναώ ήσαν της γνώμης να μην περιαχθή ο
επιτάφιος ανά την κωμόπολιν αλλά μόνον γύρω εις την εκκλησίαν ή και να μη γείνη
καμμία περιφορά. Ήτο ενδεχόμενον οι παροικούντες Τούρκοι να κάμουν καμμίαν
προσβολήν και να δοθή αφορμή σοβαρών συγκρούσεων. Εκτός δε τούτου ο παπά
Μαλέκος κατεζητείτο υπό της αρχής και εάν ανωγνωρίζετο και επεχειρούν οι
χωροφύλακες να τον συλλάβουν, οι συνοδεύοντες τον επιτάφιον δεν θα το επέτρεπον
και θα επήρχοντο τα αυτά και χειρότερα επακόλουθα.
Αλλ’ οι
περισσότεροι ήθελον να γείνη περιφορά και άμα ετελείωσεν η ακολουθία, έγεινεν
υπόκωφος φιλονεικία. Μέσα εις αυτά ακούεται η φωνή του παπά Μαλέκου:
– Δεν θα βγη, λέει ο επιτάφιος; Ποί είν’ αυτοί που
λένε να μη βγή;
Τίνες επεχείρησαν να υποστηρίξωσι την εναντίον γνώμην,
αλλά ο παπά Μαλέκος δεν τους άφηκε να εξακολουθήσουν:
– Μασκαράδες!
Αντεκραύγασεν εξαγριωθείς.
Και ανασύρας το
ιερατικόν του ένδυμα, εξήγαγε πολύκροτον μέγα, απέναντι του οποίου έσπευσαν να
οπισθοδρομήσουν οι αντιφρονούντες.
– Ο επιτάφιος θα γυρίση, ως γίνεται πάντα, προσέθηκε,
κι’ όποιος φοβάται ας πάη να χωστή!
Ο επίσκοπος ηθέλησε να του ομιλήση, αλλ’ ο παπάς του
είπεν εντόνως:
– Σώπα και συ!… Και τον επιτάφιο θα γυρίσωμε και
μπαλλωταίς θα παίξωμε!
Ομπρός!
Η λιτανεία εξεκίνησε, και ο παπά Μαλέκος ήρχισε να
ψάλλη με φωνήν ήτις ουδέν ίχνος ταραχής διετήρει΄ ήτο μόνον εντονώτερα. Όταν δ’
εφθάσαμεν εις την αυλήν του ναού, βόλησεν εις τον αέρα. Και έπειτα εξηκολούθησε
να ψάλλη ενώ οι οι νέοι επυροβόλλουν, και η περιφορά ετελείωσε, χωρίς να συμβή
τίποτε από τα δυσάρεστα τα οποία εφοβούντο οι άγαν φρονίμοι.
ΠΗΓΗ από την εφημερίδα
ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Βερυκάκης Δημήτρης Βαρδιανά
Κισάμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως