10 Φεβρουαρίου 2017

Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα.

Τιτλοφορείται το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Βασίλη Ορφανού μία έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης.  το «Λέξεις τουρκικής προέλευσης στο κρητικό ιδίωμα» εκτείνεται σε σχεδόν 600 σελίδες και περιέχει περίπου 3.000 λήμματα, και λέξεις τουρκικής προέλευσης του κρητικού γλωσσικού ιδιώματος.
-Ο Ορφανός καταγράφει επίσης όλες τις σύνθετες και παράγωγες λέξεις, ακόμα και όταν μόνο το ένα συνθετικό είναι τουρκογενής λέξη, - δεν περιλαμβάνει λέξεις που, αν και στις πηγές αναφέρονται ως τουρκικά δάνεια, έχουν μπει στη γλώσσα απευθείας απο τα αραβικά, ας πούμε το ζάρι
. Όταν λέμε «λέξεις του κρητικού ιδιώματος», δεν καταγράφονται φυσικά μόνο οι «αποκλειστικά κρητικές» λέξεις -και πώς θα γινόταν αυτό άλλωστε- αλλά και πάρα πολλές πανελλήνιες, π.χ. καζάνι, μπεκρής, που υπάρχουν και στα γενικά λεξικά της νεοελληνικής. Ο Ορφανός επισημαίνει με αστερίσκο όλα τα λήμματα του βιβλίου που περιλαμβάνονται στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, ενώ με ένα Α σε εκθέτη σημειώνει τα λήμματα που δεν υπάρχουν στο ΛΚΝ αλλά τα περιλαμβάνει ο Ανδριώτης στο Ετυμολογικό Λεξικό του. Υπολογίζει επίσης ότι περίπου 90 από τις λέξεις του λεξικού περιλαμβάνονται και στις Λέξεις που χάνονται, το βιβλίο που έχω βγάλει με 366 λέξεις που δεν υπάρχουν στα σύγχρονα μεγάλα λεξικά μας.
Ο Ορφανός έχει κάνει εντυπωσιακή δουλειά σε όγκο αλλά και σε επιμέλεια. Άλλωστε, τη μεθοδικότητά του την έχουμε γνωρίσει στην υποδειγματική εργασία του για τη διαδρομή της έκφρασης αμέτι μουχαμέτι. Στο Λεξικό, έχει αποδελτιώσει όλα τα βασικά συγγράμματα του κρητικού ιδιώματος -και υπάρχουν πολλά, του Πάγκαλου, του Πιτυκάκη και του Ξανθινάκη είναι τα πιο γνωστά- αλλά και πάρα πολλές συλλογές γλωσσικού ιδιωματικού υλικού από άλλες περιοχές της χώρας, θέλοντας να βρει ανάλογους τύπους -και καταλήγει στο συμπέρασμα στο οποίο είχα κι εγώ καταλήξει όταν έγραφα τις «Λέξεις που χάνονται», ότι πάρα πολλές από τις λέξεις που θεωρείται από τον εκάστοτε συλλογέα ότι έχουν τοπικό χαρακτήρα (π.χ. κοζανίτικες, μυτιληνιές, κρητικές, ηπειρώτικες) στην πραγματικότητα είναι είτε πανελλήνιες, είτε «υποπανελλήνιες» (πολυπεριφερειακές τις έχω επίσης πει), δηλαδή απαντούν σε εκτεταμένα τμήματα του ελλαδικού χώρου και όχι απαραιτήτως γειτονικά, ας πούμε στην Κρήτη και στην Πιερία. Η βιβλιογραφία του πιάνει πολλές σελίδες, και πέρα από λεξικά, μελέτες, άρθρα, εκτείνεται επίσης σε διαδικτυακές πηγές αλλά και σε λογοτεχνικά έργα. Μια πρωτοτυπία είναι ότι πλάι σε κάθε μια από τις δευτερεύουσες πηγές (όχι δηλ. από τα κρητικά λεξικά) σημειώνει τα λήμματα για τα οποία άντλησε υλικό. Έτσι, π.χ. από το ιστολόγιό μας έχει πάρει υλικό για τα λήμματα αμέτι μουχαμέτι, καλντιριμιτζής, κεμέρι, μεσκίνης, μπουλούμπασης, νταμπασίνα, σουρντίζω, τζάνερο, φιστίκι, χαβανόζι, ενώ από το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» (μετάφραση καμωμένη από τον Ρήγα Φεραίο) έχει πάρει υλικό για το λήμμα πεστρέφι. Πολλή δουλειά, γόνιμη δουλειά, αλλά και ανάσες. Το καλό με τα λεξικά αυτά, τα προσωπικά, τα μερακλίδικα, που δεν είναι υποχρεωμένα να φοράνε επίσημο ένδυμα όπως τα μεγάλα λεξικά σαν το ΛΚΝ ή της Ακαδημίας (και, προς Θεού, μην το πάρετε αυτό για μομφή είτε έτσι είτε αλλιώς), είναι πως αφήνουν στον συγγραφέα τους περιθώριο για περιστασιακές παρεκβάσεις, που τις βρίσκω ιδιαίτερα σαγηνευτικές, αρκεί ο συγγραφέας να μην το παρακάνει -και ο Ορφανός είναι φειδωλός στις παρεκβάσεις του, αλλά τερπνός όποτε τις αποφασίζει. Σε μια λέξη, στο «καραμπάσι» ή «καραμπάχι», ένα είδος ιαματικού ελαίου, κάνει την τιμή να της αφιερώσει το οπισθόφυλλο, και γι΄αυτήν γράφει, ανάμεσα σε άλλα:  Η μάνα μου αγόραζε κάθε χρόνο λίγο καραμπάσι από έναν γυρολόγο αχτάρη (από τον Αποκόρωνα ήταν, αλλά τον έλεγαν «ο Σφακιανός»), και το φύλαγε σε ένα κομψό μπουκαλάκι (το γυάλινο πώμα του απόληγε σε μισοφέγγαρο), που το είχε χαρίσει στη μάνα της μια χανούμη γειτόνισσα στις αρχές του 1900. Δυο-τρεις σταγόνες καραμπάσι σε μια κουταλιά ζάχαρη και μισό ποτήρι κρύο νερό ήταν στα παιδικά μου χρόνια το φάρμακο διά πάσαν νόσον. Είπα πιο πάνω ότι στο λεξικό δεν καταγράφονται μόνο βασικά λήμματα, αλλά και παράγωγα και σύνθετα. Έτσι, για τη λέξη καζάνι βρίσκουμε στο λεξικό τα εξής λήμματα: καζάνα, καζανάρα, καζανάραινα, καζαναργιό, καζαναρεύγω [κάνω απόσταξη ρακής], καζανάρης, καζανάτορας, καζανατζής, καζάνεμα [η διαδικασία της απόσταξης], καζανέματα [η εποχή που γίνεται η απόσταξη, αυτό τον καιρό περίπου], καζανεύγω, καζάνι, καζανιά, καζανιάζω, καζανιάτικο [τα καζανιάτικα, η ποσότητα που κρατάει ο ιδιοκτήτης του καζανιού ως αμοιβή για την απόσταξη που κάνει για λογαριασμό τρίτου], καζανοβγάνω, καζανόκαιρος, καζανοκέφαλος, καζανόξυλα, καζινοπαραστιά, καζαντζής. Αν τα μέτρησα καλά, είναι 21 λήμματα, και πρέπει να προσθέσουμε και όσα έχουν δεύτερο συνθετικό το καζάνι, π.χ. ρακοκάζανο. Βλέπουμε παρεμπιπτόντως ότι η λαϊκή γλώσσα έχει μπορέσει να ενσωματώσει αρμονικά τις δάνειες λέξεις, και να παράξει (σικ, ρε) δεκάδες παράγωγα και σύνθετα, ενώ η λόγια γλώσσα (ή η σημερινή νεοελληνική, κακά τα ψέματα) δεν το καταφέρνει και τόσο καλά αυτό -αλλά πλατειάζω.
Καλό είναι όμως να πάρουμε και μια γεύση από το λεξικό.
αμπλά: η αδελφή (τκ. abla, η μεγαλύτερη αδελφή).
ασκαλντί, ασκαρντί, ασκαντί: παραλίγο (από τουρκ. az kaldi, «λίγο έμεινε»)
αχιουρές: ο ασουρές, το γνωστό πολίτικο γλυκό, αλλά και, μεταφορικά, πράγμα ή πρόσωπο που δεν έχει αξία. Και φράση: εγενήκανε αχιουρέ: καβγαδίσανε άγρια, γίνανε μαλλιά κουβάρια (επειδή ο αχιουρές είναι μίγμα πολλών υλικών).
ελίφι: φυτικό σφουγγάρι για το μπάνιο. Το γράφουν και ελείφι (παρετυμ. προς το αλείφω) αλλά όπως έχει δείξει ο Κ. Καραποτόσογλου προέρχεται από το τκ. lif (ίνες, όπως του κορμού του φοίνικα).
ζιαφεντάδικος: αυτός που δουλεύει σε άλλον αμισθί, υπό τον όρο ότι αυτός θα του κάνει ζιαφέτι, θα τον τραπεζώσει. Από το ζιαφέτι (τραπέζωμα) με παρετυμολογία προς το ‘αφέντης’.
κερεβίζι: το σέλινο, tk, kereviz. Και αστείο δίστιχο: Ίντα ψήνεις και μυρίζει; Κεντανέ και κερεβίζι! Κεντανές είναι τα πράσα (επίσης στο λεξικό).
κουρκουζάνης: δειλός, και ρήμα: κουρκουζανεύω: δειλιάζω (από korku = φόβος).
λαλά: η γιαγιά (και λάλος: ο παππούς). Από τουρκικό lala, που αρχικά σήμαινε παιδαγωγός. Η μετάβαση στη σημασία της γιαγιάς, μάλλον επειδή η γιαγιά αναλάμβανε παλιότερα το ρόλο αυτόν στις λαϊκές οικογένειες.
λέχι, λέσι: το ψοφίμι, όπως στην κοινή νεοελληνική, αλλά έχει ενδιαφέρον ότι έχει αναπτυχθεί και η σημ. λέχης = τεμπέλης, με παράδειγμα χρήσης «Δεν επήε σήμερο ο γιος μας στο σκολειό μόνο εκείτουντανε ολημέριως τση μέρας ωσάν τον λέχη», που δείχνει πώς έγινε η αλλαγή σημασίας και γένους. Και » με το λέχι ντου» = με το πάσο του.
μιλέτι: το έθνος, η ράτσα, η φυλή. Σε υποτιμ. φράσεις όπως «Ε, του διαόλου/του κερατά το μιλάτι! (τκ. millet)
ναφιλέ: μάταια, ανώφελα. Από τουρκ. nafile, το οποίο μπορεί να είναι αντιδάνειο (από ανωφελώς) αλλά δεν είναι βέβαιο. Υπάρχει και τύπος αναφιλέ, από επανανάλυση -μα ναφιλέ > μα αναφιλέ.
νεφέσι: ρουφηξιά καπνού (τκ. nefes) [ΝΣ: που μου θυμίζει το ρεμπέτικο «Ο λουλάς και το νεφέσι μ’ έφεραν σ’ αυτή τη θέση»]
νταμαύλησι και νταμαυλησί: μικρή αυλή (αυλιδάκι) που σχηματίζεται στη στέγη ισόγειου δωματίου. «Τα καλοκαίρια βγάνομε το τραπέζι όξω στο νταμαύλησι και τρώμε εκειά». Από το dam avlusu «αυλή στέγης». Το dam είναι τούρκικο, το avlu είναι απο την αυλή, άρα έχουμε ημιαντιδάνειο! Όπως λέει ο Ορφανός, είναι δάνειο που ξαναγύρισε πληρωμένο με… τόκο!
ντουκιάνι, ντουκάνι: καφενείο, παντοπωλείο -ιδίως στο χωριό που είναι και τα δύο. Σημειώνει ο Ορφανός ότι το ντουκιάνι πουλούσε τα είδη εκείνα που δεν μπορούσαν να παράξουν (σικ δικό μου) οι χωρικοί: ζάχαρη, καφέ, ρύζι, πετρέλαιο, σπίρτα, βελόνες για το ράψιμο, και, τη μοναδική ίσως πολυτέλεια της κουζίνας τους, διακοσμητικά χαρτιά για τα ράφια της πιατοθήκης τους.
ορτάκης: συνεταίρος, σύντροφος, ταίρι. Και ο/η σύζυγος. Και ο συζευτής, δηλ. ο καθενας απο τους συνεταίρους που φτιάχνουν ένα ζευγάρι βόδια για το όργωμα, διαθέτοντας καθένας το δικό του. Από τκ. ortak. 
σαλαβα(ν)τίζω: προσεύχομαι (σκωπτ.), μιλώ γρήγορα και ακαταλαβίστικα, μουρμουρίζω μονολογώντας. Ειρωνικό από τις προσευχές των μουσουλμάνων, από salavat = προσευχές. Η λέξη ήδη στον Μπουνιαλή (Κρητικός πόλεμος), όπου και το ωραίο δίστιχο «Οι Τούρκοι παίζαν πίφερες και να λαλούν ταμπούκια / και να σαλαβατίζουνε σα νηστικά κουλούκια» (κουλούκια, που την έχει το λεξικό βέβαια, είναι τα σκυλάκια).
τσαΐλι, τσακίλι: χαλίκια, μικρά βότσαλα, το γαρμπίλι της κοινής νεοελληνικής. Από τκ. çakil, çagil. Kαι αμμοτσάιλο, το αμμοχάλικο.
τσιτσέκι, τζιτζέκι: το λουλούδι, μικρή ανθοδέσμη. Αλλά και το τσουτσέκι της κοινής. Μαντινάδα: Αγάπη μου δεν ήσουνε, εγώ θε να σε κάμω / τζιτζέκι βαρακλήδικο, στ΄αυτί μου να σε βάνω. Βαρακλήδικος, ο επιχρυσωμένος.
 Η λέξη λουλούδι χρησιμοποιείται στα κρητικά και με τη σημασία ‘λέρα’, μεταφορικά απο αντίφραση…


ΠΗΓΗ

Αναδημοσίευση αποσπασμάτων από το ιστολόγιο του Σαραντάκο,Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία  “ελαφρώς  ελαφρωμένο” από το προσωπικό του ύφος .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως