10 Φεβρουαρίου 2017

Κοντό κιόλα να χαρίσουνε θέλει τα χρέητα;

Τα παράξενα κρητικά επιρρήματα
Τα κρητικά, μαζί με τα κυπριακά, πρέπει να είναι η πιο συγκροτημένη και πλούσια από τις ελληνικές διαλέκτους που είναι άμεσα κατανοητές από τον ομιλητή της κοινής ελληνικής (εξαιρώ δηλαδή ποντιακά και τσακώνικα). Κάτι που μου έχει κάνει εντύπωση σε σχέση με το διαλεκτικό λεξιλόγιο των κρητικών, αν και μπορεί να λαθεύω, είναι πως (μου φαίνεται ότι) έχουν πολλά επιρρήματα που διαφέρουν από την κοινή ελληνική. Το διαλεκτικό λεξιλόγιο θα περίμενα να διαφοροποιείται κυρίως στα ουσιαστικά, λιγότερο στα ρήματα και ακόμα λιγότερο στα επιρρήματα, βλέπω όμως ότι στα κρητικά υπάρχουν πολλά επιρρήματα που δεν τα έχει η κοινή ελληνική (και αντίστροφα: επιρρήματα της κοινής δεν τα έχει το κρητικό ιδίωμα).
Είχα αναφέρει καναδυό φορές σε σχόλια ότι θέλω κάποτε να γράψω ένα άρθρο για τα κρητικά επιρρήματα, αλλά το ανέβαλλα, μέχρι που ο φίλος Δημήτρης Ραπτάκης μού έστειλε μια πραγματεία, του Μιχάλη Καυκαλά, με τίτλο «Τα επιρρήματα της κρητικής διαλέκτου », ολόκληρο βιβλίο 230 σελίδων. Οπότε δεν έχω πια δικαιολογία, κι έτσι στο άρθρο αυτό θα παρουσιάσω δεκαοχτώ επιρρήματα της κρητικής διαλέκτου που δεν τα έχει η κοινή νέα ελληνική. Μερικά είναι δάνεια από τα ενετικά/ιταλικά ή από τα τουρκικά, άλλα είναι από τα αρχαία. Δεν διάλεξα μόνο γνωστά επιρρήματα, πάντως απέφυγα τα πολύ σπάνια. Επίσης απέφυγα τα επιρρήματα που παράγονται από επίθετα με την ίδια ακριβώς σημασία. Κατά τα άλλα, η επιλογή έγινε μάλλον αυθαίρετα αλλά νομίζω πως το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό.
Εκτός από το βιβλίο του Καυκαλά, συμβουλεύτηκα και το « Γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης » του Μανώλη Πιτυκάκη και, για τα τουρκικά δάνεια, το βιβλίο του Βασίλη Ορφανού.
1. χάμαι: Αυτό το ήξερα από παλιά και είναι εύκολο να καταλάβουμε τι σημαίνει. Χάμαι θα πει κάτω, καταγής, χάμω. Από το αρχαίο χαμαί, με ανέβασμα του τόνου.
Στον Ερωτόκριτο: χάμαι στη γης εξάπλωσε τση Πάτρας το λιοντάρι (Β1515). Α θέλεις ντρέτα πήγαινε, κι α θέλεις πέφτε χάμαι.
Υπάρχει και η ιδιωματική φράση «χάμαι θωρώ και λέω το», με την οποία ο ομιλητής, που μόλις έχει πει ή ετοιμάζεται να πει κάτι το υβριστικό ή μειωτικό, ζητάει συγνώμη γι’ αυτό, ας πούμε: «Το κοπέλι τουτονά είναι του διαόλου, χάμαι θωρώ και λέω το, και θάχει κακό τέλος».
2. ντελόγο, ντελόγκο. Κι αυτό είναι σχετικά γνωστό, διότι υπάρχει και σε πολλές άλλες περιοχές με παραλλαγές, όπως το κερκυραϊκό δελέγκου (που ακούγεται και στη Νικαριά, πιθανώς και σε όλη τη ζώνη επιρροής των ενετικών). Θα πει «αμέσως, γρήγορα». Για την ετυμολογία, ο Κριαράς αναφέρει ότι προέρχεται από το γενουατικό di longo, ενώ ο Πάγκαλος και ο Ξανθουδίδης από το ενετικό dilogo. Δεν το έχω ψάξει, αλλά το πρώτο είναι πιο πειστικό. Καθόλου πειστικό δεν είναι αυτό που γράφει το Βικιλεξικό, ότι βγαίνει από την ελληνική φράση «εν τω λόγω», που σαν πορτοκαλισμός φαίνεται.
Όντε γελάς μα κι όντε κλαίς εγώ δεν έχω λόγο / πες μου μονάχα ότι με θες και έρχομαι ντελόγο (μαντινάδα)
3. μπλιο. Κι αυτό είναι ευρύτερα γνωστό. Σημαίνει πλέον(χρονικό), πια, ποτέ πια. Από το αρχαίο πλέον προέρχεται, με συνίζηση: πλέον > πλεό > πλιο > μπλιο. Γράφεται και πλιο.
Κι ο λογισμός μου εγρίεψε και πλιο του δε μερώνει (Ερωτόκριτος Γ162).
Μπλιο μου τσ’ αυγές δεν πορπατώ, τσι νύχτες δε γυρίζω.
4. γοργό. Από το ουδέτερο του επιθέτου γοργός, με σημασίες ταχέως, σε λίγο, αλλά και «παραλίγο, σχεδόν».
Εμπέρδεξα και γοργό να σκοτωθώ (παραλίγο να σκοτωθώ).
Απού την αυλή της εκκλησιάς εφεύγανε γοργό μεσημέρι (σχεδόν μεσημέρι).
5. ταχιά. Επίρρημα με πολλές σημασίες, με διαφορές ανάμεσα στο ανατολικό και στο δυτικό κρητικό ιδίωμα. Μπορεί να σημαίνει: α) σήμερα το πρωί, β) αύριο το πρωί, γ) του χρόνου αλλά η βασική σημασία του είναι «αργότερα, στο μέλλον» (αόριστα), αυτό που λέμε στην κοινή ελληνική «αύριο» χωρίς να εννοούμε την επόμενη μέρα. Από το αρχαίο ταχέα, ουδέτερο του ταχύς.
«Ταχιά, όντε δα παντρέψω τα κοπέλια μου, δα ξεγνοιάσω»
«Έχω παραπονέματα στ’ αχείλια μου γραμμένα / ταχιά στην κρίση του Θεού δα σου τα πω ένα-ένα».
Με αναδιπλασιασμό, ταχιά ταχιά, σημαίνει πρωί πρωί: Ταχιά ταχιά εσηκώνουντο πρι να ξυπνήσουν οι άλλοι (Ερωτ. Α449)
6. ταχυτέρου ή ταχτέρου/τασκέρου ή ταϊτέρου. Αύριο. Από τη γενική του επιθ. ταχύτερος.
Να πας κι εσύ ταϊτέρου στσι σκορδουλάκους = Να πας κι εσύ αύριο στους βολβούς.
Δώσε μου ένα ψωμί ίσαμε ταχυτέρου που θα ζυμώσω.
Να πούμε και για το μυτιληνιό ταχτέρ ταχτέρ = πρωί πρωί, που ακούγεται σαν τούρκικο αλλά είναι από την ίδια ρίζα.
7. ομάδι Σημαίνει «μαζί, ομαδικά» και προέρχεται από το ομάς – ομάδιον – ομάδιν. Έχει υποχωρήσει στον προφορικό λόγο, ενώ χρησιμοποιείται στη σύγχρονη κρητική λογοτεχνία και φυσικά στα κλασικά κρητικά δράματα.
Άχι και νάταν μπορετό νάμαστε πάντα ομάδι / σαν όντε φαίνουν το πανί στημόνι με το φάδι.
Τάσσω σου θυγατέρα μου νάμαστε πάντα ομάδι (Ερωφίλη Ε311).
Συνώνυμό του είναι το αντάμι, όπως το αντάμα της κοινής (που προέρχεται εκ συναρπαγής από τη φρ. ‘εν τω άμα’).
8. περίττου, περίττα, περιττοπλιάς Προ πάντων, και μάλιστα, κι ακόμα περισσότερο. Πιθανώς ετυμολογείται από το περίσσια, αλλά ο Πάγκαλος δίνει άλλη ετυμολογία και το γράφει με ένα τ.
Περίττου νάναι φτάζυμο και να’ ν καλοψημένο (προπάντων)
Ποτέ σου μην ανερωτάς άθρωπο κουρασμένο / περίττα να’ν από μακρά και δρόμο ερχομένος (και μάλιστα)
Το νάζι τση μελαχρινής η άσπρη δεν το κάνει, περίττου νάχει και μαλλιά και βυσσινί φουστάνι.
9. τζίγκου-τζίγκου. Σημαίνει στάγδην, με φειδώ, από λίγο. Υπάρχει και λέξη τζίγκουνας, η πηγή απ’ όπου ρέει λίγο νερό. Πιθανώς να προέρχεται από το τζιγκούνης (τσιγκούνης της κοινής).
Τζίγκου τζίγκου βάνεις το λάδι στο φαητό, τάξε πως τ’ αγοράζεις = Με το σταγονόμετρο βάζεις το λάδι στο φαγητό, λες και το αγοράζεις (ενώ είναι δική του παραγωγή).
Συνώνυμο: βρόξη-βρόξη.
10. σαφί, σαφίς. Επίρρημα τροπικό και χρονικό. Χρονικό, σημαίνει «πάντοτε, διαρκώς, συνεχώς», λέει ο Πιτυκάκης, ενώ ως τροπικό σημαίνει «γεμάτο, όλο, εξ ολοκλήρου». Νομίζω ότι αντιστοιχεί και ως χρονικό και ως τροπικό στο «όλο» της κοινής, όπως θα φανεί στα παραδείγματα.
Εμένα πέμπεις σαφί στα οζά, γιάντα δεν πέμπεις και τον αδερφό μου; = Όλο εμένα στέλνεις στα ζώα…
Σαφίς εφώνιαζε τ’ αντρούς τση = όλο του φώναζε του άντρα της.
Σήμερο στην εκκλησά δεν ήτανε κανένας άντρας’ σαφί γυναίκες ήτανε = Όλο γυναίκες ήτανε.
Σαφί τρύπες είναι το βαρέλι = Γεμάτο τρύπες, όλο τρύπες είναι.
Από το τουρκικό safi = αληθινό, καθαρό, που κάποιοι θέλουν (πορτοκαλικώς) να το αναγάγουν στο «σαφής».
11. σάικα Ασφαλώς, εξάπαντος, αλλά και: πιθανώς, προφανώς. Προσδιορίζει μια κατάσταση μεταξύ πιθανότητας και βεβαιότητας, αλλά πιο κοντά στη βεβαιότητα.
Εφτάρμισέ με σάικα κι ήχασα την υγειά μου (με μάτιαξε ασφαλώς κι έχασα την υγειά μου)
Την ερχομένην Κυριακή θάρθει ο σύντεκνος σάικα στο σπίτι (εξάπαντος)
Από το τουρκικό sahi = ασφαλώς. Όπως λέει και ο Βασίλης Ορφανός στο βιβλίο του για τις κρητικές λέξεις τουρκικής προέλευσης, που το παρουσιάσαμε προ καιρού, θα αναπτύχθηκε πρώτα το επίθετο σάικος και μετά το επίρρημα.
12. μπέλικι, μπέλκι. Ίσως, μήπως, ενδεχομένως. Ο Ορφανός σημειώνει ότι εκφράζει πάντοτε θετική προσδοκία (μπας και…) Από το τουρκ. belki = ίσως.
Μπέλικι νάρθει η γιαγαπώ να τηνε ξαγορέψω (Ίσως έρθει αυτή που αγαπώ, να την ξεμολογήσω, να μάθω τα μυστικά της)
Άιντε να πάμε στου πασά που κάνει δίκια κρίση, μπέλικι και σε λυπηθεί και δε σε καταλύσει.
Ο Καυκαλάς σημειώνει ότι το επαναναλύουν και σε: μπέλι και.
13 αναφιλέ, ναφιλέ. Μάταια, ανώφελα, του κάκου.
Έξυουνα τα γένια μου για να κατεβάσει η κεφάλα μου πράμα να γράψω στη φημερίδα, μα ναφιλέ.
Από τουρκ. nafile, το οποίο σύμφωνα με ορισμένους είναι αντιδάνειο (από το ανωφελώς), χωρίς αυτό να είναι βέβαιο. Ο τύπος αναφιλέ, από επανανάλυση -μα ναφιλέ > μα αναφιλέ.
14. δαμάκι. Λιγάκι, ελάχιστα. Σπάνια λέγεται σήμερα, αλλά είναι συχνό στα κλασικά κρητικά έργα. Από το δαγμός (μπουκιά, δάγκωμα) >δαγμίον > δαμίν > δαμί > δαμάκι, δηλ. μια μπουκίτσα!
Ήθεκε για να κοιμηθεί δαμάκι η Αρετούσα [Ερωτ. Γ 637] = έπεσε να κοιμηθεί λιγάκι
Θυμήσου την αγάπη μας και δάκρυσε δαμάκι, θυμήσου απού σε φίλουνα χωστά στο φεγγαράκι (χωστά = κρυφά)
15. μιαολιά, μιαουλιά. Το γνωστότερο από τα επιρρήματα που σημαίνουν «λίγο». Λιγάκι, ελάχιστο. Από το «μια γουλιά». Αρχικά θα χρησιμοποιόταν μόνο για υγρά αλλά στη συνέχεια έχασε την ειδική του έννοια και λέγεται και για στερεά αλλά και για αφηρημένες έννοιες, και με χρονική σημασία.
Να κάτσω θέλω μιαολιά να ξεκουραστώ, κι ύστερα δα πάρω πάλι το δρόμο.
Υπάρχουν κι άλλα με την ίδια σημασία και σχηματισμένα πάνω στο ίδιο πατρόν, όπως μια σταλιά (και στην Κοινή), μιαχιά (από το μια νυχιά), ένα ψιχάλι, μια βρόξη.
16. σκιας Σημαίνει έστω, τουλάχιστον, ούτε καν. Από το «και αν» που έγινε «κι α», κια, μετά κιας, και με προθετικό σ-: σκιας.
Κι ουδέ ν’ απλώσω μ’ άφηκες σκιας στο δαχτύλι μόνο (Ερωτ. Γ1387) ούτε καν στο δάχτυλο
Σα μου τον ήπηρες το νου, πάρε με σκιας κι εμένα / κι είντα με θέλει κουζουλό η μάνα που μ’ εγέννα [πάρε με τουλάχιστον κι εμένα]
17. πούρι. Πολυσήμαντο μόριο με σημασίες: α) βέβαια, μάλιστα, ως γνωστόν, β) άραγε, γ) άλλωστε δ) αρκεί να. Δάνειο από το ιταλικό pure.
Μα σίφουνας είναι κι αυτός, πούρι και θ’ αλαργάρει (σίγουρα θα απομακρυνθεί)
18. κοντό. Σημαίνει «άραγε, μήπως, τάχα». Μάλλον προέρχεται από το ουδέτερο του επιθέτου κοντός -πάντως κάποιοι για να μην μπερδεύεται με το επίθετο, το γράφουν «κοντώ».
Κοντό και νάμαι ξυπνητός γή πούρι να κοιμούμαι; (Φορτουνάτος Ε79)
Κοντό κιόλα να χαρίσουνε θέλει τα χρέητα; (Μήπως μας χαρίσουνε τα χρέη; )
Μια και βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις, ας κλείσουμε το άρθρο με αυτή τη φράση, που δεν την έφτιαξα εγώ, τη βρήκα στον Πιτυκάκη, αλλά μοιάζει επίκαιρη!
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο  Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως