Με βάση το χωριό ήταν οργανωμένη η ζωή στην ύπαιθρο και πολλά στοιχεία της προηγούμενης βυζαντινής περιόδου είχαν διατηρηθεί, εν τούτοις νέα τροπή παίρνει η μορφή της οικονομίας της Κρήτης επηρεασμένη από τα αποικιακά χαρακτηριστικά. Αναπτύσσονται οικισμοί που λειτουργούν ως σταθμοί συγκέντρωσης και διακίνησης των αγροτικών προϊόντων, των οποίων η καλλιέργεια γίνεται πολύ εντατική, κύριος στόχος των Βενετών. Όλοι οι ιδιοκτήτες παραχωρούσαν τη γη τους μακροπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα στους αγρότες. Γαιοκτήμονες, γη και αγρότες ήταν στενά δεμένοι και αλληλεξαρτώμενοι. Οι πρώτοι αποτελούσαν την κορυφή και οι δεύτεροι τη βάση της οικονομικής πυραμίδας της μεσαιωνικής κοινωνίας.(3)
Οι σχέσεις των κατακτητών με τους ντόπιους δεν
επέφεραν ριζικές αλλαγές για τον Κρητικό, δουλοπάροικο της Ενετοκρατίας από τον
Τούρκο νέο αφέντη, στο βαθμό που οι σχέσεις αυτές
κληρονομήθηκαν από τον ένα κατακτητή στον άλλο. Έτσι, παρέμενε το καθεστώς της αγγαρείας
σαν μία υποχρέωση του ντόπιου χωρικού που και αν ακόμα ήταν ανεξάρτητος δηλαδή
όχι δούλος, ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει με τη μορφή αγγαρείας στα κτήματα του
αφέντη συγκεκριμένες μέρες το χρόνο.(4)
Ο χωρικός μπορούσε να καλλιεργεί τη γη η οποία του
είχε παραχωρηθεί, αφού πρώτα εξοφλούσε τις φορολογικές του υποχρεώσεις ή ακόμα
να την μεταβιβάσει στους κληρονόμους του, διατηρώντας τις ίδιες αρχικές
υποχρεώσεις. Δεν μπορούσε όμως να πουλήσει τη γη εφ’ όσον ανήκε στο κράτος ή
ήταν μέρος του τιμαρίου. Τις περισσότερες φορές δεν είχε δικαίωμα ούτε να την εγκαταλείψει,
αφού και ο ίδιος αποτελούσε μέρος της ιδιοκτησίας.
Αν καμιά φορά κατάφερνε να διαφύγει είχε την
υποχρέωση να πληρώνει το φόρο του παραβάτη στον ιδιοκτήτη για όλη του τη ζωή.(5)
Μετά τη διοικητική διαίρεση του νησιού το 1211, οι
Έλληνες και η Ορθόδοξη Εκκλησία απώλεσαν τα κτήματά τους.
Οι εξαιρέσεις, κατά τις οποίες δεν έχασαν Ορθόδοξα
μοναστήρια τα μετόχια τους, ήταν ελάχιστες, όπως το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου
στο Στύλο Αποκορώνου Χανίων. Έτσι οι Έλληνες που δεν είχαν πλέον κτήματα, διότι
δημεύθηκαν από τους Ενετούς, κατάντησαν βιλλάνοι (villani), δουλοπάροικοι,
συνδεδεμένοι με τα κτήματά του φεουδάρχη ως πράγματα πλέον, realia,
προσμετρούμενοι στην αξία του κτήματος.(6)
Συμπερασματικά, στις βενετικές κτήσεις και σε πολλές
περιπτώσεις σημαντικό ως μέγιστο τμήμα των γαιών ανήκει στα φέουδα, κατά κανόνα
εδαφικά στην Κρήτη και στην Κέρκυρα: οι καλλιεργητές των γαιών καταβάλλουν
στους κυρίους των φέουδων πάγια ή αναλογικά τμήματα της παραγωγής που, τα
δεύτερα, είναι καθαρές έγγειοι πρόσοδοι, ενώ τα πρώτα είναι συνήθως απλά
αναγνωριστικά δικαιώματα.
Η έννοια της γαιοπροσόδου παραπέμπει στην έννοια της
κυριότητας: ωστόσο, η έννοια της κυριότητας είναι απολύτως σχετική και δεν
συνεπάγεται την αποξένωση του καλλιεργητή από τη γη που αξιοποιεί, την οποία
μπορεί να απαλλοτριώσει και οπωσδήποτε να μεταβιβάσει στους κληρονόμους του.
Τις σχέσεις παραγωγής που ισχύουν στα φέουδα τις βρίσκουμε και στις μη φεουδαλικές
γαίες είτε με τη μορφή των αναγνωριστικών δικαιωμάτων είτε με τη μορφή των
γαιοπροσόδων.(7)
Ως προς την οικονομική στρατηγική είναι οπωσδήποτε
εμφανές ότι οι φεουδάρχες των βενετικών κτήσεων διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικούς
ρόλους σε σύγκριση με τους αντίστοιχους των ομολόγων τους της οθωμανικής
επικράτειας. Και στις δύο επικράτειες παρατηρείται μία σύμπτωση ως προς τις
εκτιμήσεις αναφορικά με τους σκοπούς στους οποίους θα πρέπει να αποβλέπει η αγροτική
οικονομία: πρόκειται για την επάρκεια της καλλιέργειας των δημητριακών, τόσο
στο περιφερειακό όσο και στο συνολικό επίπεδο του καθενός κρατικού σχηματισμού.
Ο τελευταίος στην περίπτωση των βενετοκρατούμενων
περιοχών περιορίζεται στις κτήσεις και όχι στο σύνολο του βενετικού κρατικού
μορφώματος, με εξαίρεση τις εμπορικές διακινήσεις και, από τον ιζ’ αιώνα, την ελαιοπαραγωγή.(8)
Παραπομπές
1)Βιλλάνος (villanus): Ο εξαρτημένος προσωπικά
αγρότης. Ήταν συνήθως δεμένος με τη γη του και δεσμευόταν έναντι του κυρίου του
για ορισμένες δραστηριότητες του. Ιδιοκτήτης του μπορεί να ήταν το δημόσιο
(villanus comunis), ένας ιδιώτης (villanus feudi ή villanus extra feudum), ή η
Εκκλησία και τα μοναστήρια. Το καθεστώς του ήταν κληρονομικό.[Χαράλαμπος
Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος- 14ος αι.,
Αθήνα 1997, σελ.43]
2)Ελεύθερος (francus): Ο ελεύθερος από θεσμική άποψη
αγρότης (σε αντιδιαστολή προς το βιλλάνο) και όχι, όπως στο Βυζάντιο, εκείνος
που δεν πλήρωνε φόρο στο κράτος. Μπορούσε να ενεργεί σύμφωνα με τη θέληση του,
χωρίς εξάρτηση από άλλο πρόσωπο. Δεν είχε ιδιόκτητη γη και οικονομικά
εξαρτιόταν από τον ιδιοκτήτη της γης που καλλιεργούσε, όπως ακριβώς και ο
βιλλάνος.
[Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη
μεσαιωνική Κρήτη, 13ος - 14ος αι., Αθήνα 1997, σελ.42]
3)http://frontoffice-147.dev.edu.uoc.gr/history/farmersvenetian.html
4) Αργυρώ Καλλιβρετάκη, akallivretaki's blog -
Μετόχια, περιοχή Δήμου Ελ. Βενιζέλου
5)Αργυρώ Καλλιβρετάκη, akallivretaki's blog -
Μετόχια, περιοχή Δήμου Ελ.
Βενιζέλου
6)Γιάννης Εμμ. Ανδρουλάκης, Η επαρχία Κισάμου μέσα
από την ιστορία της Κρήτης (1125π.Χ.-1922μ.Χ), Ηράκλειο 1997, σελ.83
7)Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία,
ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003,
σελ.550
8) Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία,
ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003,
σελ.550 551
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από την ερευνητική
εργασία της Αγγελικής Χριστάκη :
Το μετόχι
ως συνιστώσα παραγωγής του
αγροτικού χώρου στην Κρήτη.
Η περίπτωση του μετοχιού Ησυχάκη στον Αλικιανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως