Το χωριό ως
θεσμός
Με μια σύντομη αναφορά στο βυζαντινό παρελθόν υπενθυμίζεται
ότι η γη αποτελούσε τη βασική πηγή πλούτου της Κρήτης και υπερίσχυε η μεγάλη
οικογενειακή κληρονομική έγγειος περιουσία θεμελιωμένη στη μικρή
ελεύθερη ιδιοκτησία, στοιχείο που διευκόλυνε τη Βενετία στην εφαρμογή ενός φεουδαρχικού συστήματος προσαρμοσμένου στις αρχές της
αλλά και στις συνθήκες του νησιού.
Η βενετική κατοχή της
Κρήτης αρχίζει και τυπικά το 1211, έτος κατά το οποίο εκδίδεται το έγγραφο της
Παραχώρησης (1)
Το χωριό αποτελεί
ενιαία παραγωγική μονάδα,
που περιλαμβάνει σιτοπαραγωγική
γη, αμπέλια, ρυάκια, μύλους και τους κατοίκους με
τα αμπέλια, τα περιβόλια, τα δέντρα και τα ζώα τους
. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες εκχωρούνταν στους γαιοκτήτες άλλοτε ολόκληρες και άλλοτε κατά τμήματα. Δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα αν το χωριό εκτός από παραγωγική μονάδα ήταν και φορολογική, διοικητική και νομική. Η απάντηση συνδέεται με το ευρύτερο πρόβλημα, ποια ακριβώς ήταν η φύση των δικαιωμάτων που παραχωρούσε το κράτος στους γαιοκτήτες. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον πιθανές απαντήσεις. Το κράτος μπορεί να είχε παραχωρήσει απλώς τις προσόδους ορισμένων περιοχών, οπότε ο γαιοκτήτης δεν ήταν στην ουσία παρά μόνο εισπράκτορας φόρων. Μπορεί ακόμη το κράτος να είχε παραχωρήσει πραγματική κατοχή και νομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας στα χωριά, οπότε ο δικαιούχος γινόταν κύριος της συγκεκριμένης περιοχής. Στη 2η περίπτωση, στον γαιοκτήτη δεν δινόταν απλά και μόνο το δικαίωμα να ιδιοποιείται τους κρατικούς φόρους που πλήρωναν οι αγρότες, το τέλος, και η απαλλαγή της περιουσίας του από τον έγγειο φόρο.
. Αυτές οι παραγωγικές μονάδες εκχωρούνταν στους γαιοκτήτες άλλοτε ολόκληρες και άλλοτε κατά τμήματα. Δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα αν το χωριό εκτός από παραγωγική μονάδα ήταν και φορολογική, διοικητική και νομική. Η απάντηση συνδέεται με το ευρύτερο πρόβλημα, ποια ακριβώς ήταν η φύση των δικαιωμάτων που παραχωρούσε το κράτος στους γαιοκτήτες. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον πιθανές απαντήσεις. Το κράτος μπορεί να είχε παραχωρήσει απλώς τις προσόδους ορισμένων περιοχών, οπότε ο γαιοκτήτης δεν ήταν στην ουσία παρά μόνο εισπράκτορας φόρων. Μπορεί ακόμη το κράτος να είχε παραχωρήσει πραγματική κατοχή και νομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας στα χωριά, οπότε ο δικαιούχος γινόταν κύριος της συγκεκριμένης περιοχής. Στη 2η περίπτωση, στον γαιοκτήτη δεν δινόταν απλά και μόνο το δικαίωμα να ιδιοποιείται τους κρατικούς φόρους που πλήρωναν οι αγρότες, το τέλος, και η απαλλαγή της περιουσίας του από τον έγγειο φόρο.
Ο
γαιοκτήτης είχε επιπλέον
το δικαίωμα να
ιδιοποιείται τη φεουδαλική
πρόσοδο αυτών των περιοχών. Με άλλα λόγια, πέρα και
πάνω από τους
κρατικούς φόρους, έπαιρνε
το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους και το
ανθρώπινο δυναμικό του χωριού.(2)
Στη
βυζαντινή αγροτική κοινότητα
ίσχυε μία ιδιαίτερη
μορφή ιδιοκτησίας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι τον Ι’ αιώνα ο ελεύθερος
(μη εξαρτημένος) Βυζαντινός αγρότης είχε δικαιώματα ιδιοκτησίας στη γη που
καλλιεργούσε, χωρίς ωστόσο,
να έχει απόλυτο
και ανεξέλεγκτο δικαίωμα μεταβίβασης της περιουσίας.(3)
Τα
ζευγολατιά
Μία κατηγορία οικισμών φέρεται με τον προσδιορισμό
«ζευγολατιό» που κυριολεκτώντας οι Βενετοί τους χαρακτηρίζουν ως boarie
και οι
Οθωμανοί «τσιφλίκια»(4): πρόκειται
για τα βυζαντινά «ζευγηλατιά», δηλαδή
για ενιαίες εδαφικές
και συγχρόνως οικιστικές μονάδες
που ανήκουν σε
έναν κύριο και
μπορούν να υπάρχουν αυτόνομα
ή στο πλαίσιο
ενός χωριού. Σημαίνονται
με κυριωνυμίες, με τα ονόματα δηλαδή των κυρίων τους, τις περισσότερες
φορές. Το ανθρώπινο δυναμικό τους αποτελεί μία ένδειξη για τις διαστάσεις που
είχε αυτού του είδους η μεγάλη ή μετρίως μεγάλη ιδιοκτησία και για την επίπτωσή
της στην οικιστική συγκρότηση του χώρου.(5)
Τα ζευγολατιά της απογραφής είναι στο σύνολό τους
μικρού πληθυσμιακού αναστήματος και τούτο συνάγεται και από άλλες σύγχρονες
μαρτυρίες το ίδιο υποδεικνύει και η φορολογική πρόσοδος των τσιφλικιών που
είχαν εκχωρηθεί ως τιμάρια στον Σινάν πασά. Βεβαίως, ήταν πολύ περισσότερα από
όσα καταχωρίζονται στην απογραφή, γιατί, καθώς συνάγεται από αρκετά παραδείγματα,
συνεκφέρονται με τα χωριά στα οποία ανήκουν ή με τα οποία γειτνιάζουν ή γιατί
χαρακτηρίζονται ως χωριά.(6)
Παραπομπές
1)Με το έγγραφο του 1211 (Concessio Cretae -
Παραχώρηση), σύμφωνα με το οποίο ο δόγης της Βενετίας Pietro Ziani παραχώρησε
την Κρήτη στους βενετούς αποίκους, άρχισε και τυπικά η βενετική κατοχή του
νησιού. [Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος -
14ος αι., Αθήνα 1997, σελ.25
2) Αγγελική Λαΐου-Θωμαδάκη, Η αγροτική κοινωνία στην
ύστερη Βυζαντινή εποχή, Μτφρ.: Αγλαΐα Κασδαγλη, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης, Αθήνα 1987,σελ.69-70
3) Ό.π., σελ.72
4) Cift ή ciftlik είναι μία μονάδα γαιών ικανών να
εξασφαλίσουν τη συντήρηση των καλλιεργητών τους που συμπίπτουν με τη
μονοεστιακή οικογένεια, να πραγματοποιούν ένα υπερπροϊόν προορισμένο να καλύψει
τις φορολογικές υποχρεώσεις των καλλιεργητών, δηλαδή τη φεουδαλικού τύπου
πρόσοδο, και να αφήνουν περισσεύματα απορροφήσιμα από την αγορά ή τους θεσμούς
με τους οποίους το κράτος ασκούσε την πολιτική εφοδιασμού των καταναλωτικών
κέντρων. [Σπύρος Ασδραχάς, Μηχανισμοί της Αγροτικής Οικονομίας στην
Τουρκοκρατία (ΙΕ’-
ΙΣΤ’ αιώνας), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1978, σελ.41
5) Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία,
ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος,
Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003,
σελ.91
6) Ό.π., σελ.92
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από την ερευνητική
εργασία της Αγγελικής Χριστάκη :
Το μετόχι
ως συνιστώσα παραγωγής του
αγροτικού χώρου στην Κρήτη.
Η περίπτωση του μετοχιού Ησυχάκη στον Αλικιανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως