, εκτός από κάποια σημεία όπου ομοιοκαταληκτούν χιαστί (ο α με τον γ και ο β με τον δ).
Σ' αυτό περιγράφεται η ζωή της Ροδάνθης, της κόρης του πρωτόπαπα της Κριτσάς, ένα κεφαλοχώρι που βρίσκεται λίγο πιο έξω από τον 'Αγιο Νικόλαο. Τη Ροδάνθη απαγάγει ένας τούρκος, ο Χουρσίτ αγάς, για να την κάνει γυναίκα του. Αυτή όμως τον σκοτώνει, φοράει τα ρούχα του, και πηγαίνει και βρίσκει τον καπετάν Καζάνη στο βουνό, και κρύβοντάς του πως είναι γυναίκα, του ζητά να την πάρει μαζί του. Έτσι και γίνεται. Στο εξής η Ροδάνθη συμμετέχει σ' όλες τις περιπέτειες του καπετάν Καζάνη και των παλικαριών του, και διακρίνεται για την ανδρεία της. Σκοτώνεται τελικά στη μάχη της Κριτσάς, το 1823, οπότε κι αποκαλύπτεται πως είναι γυναίκα και μάλιστα η χαμένη κόρη του πρωτόπαπα.
Το ποίημα ξεκινάει με μια
μικρή εισαγωγή 12 στίχων, όπου ο ποιητής αποκαλύπτει την πρόθεσή του να
αφηγηθεί μια θαυμάσια ιστορία, ένα «διαμάντι ατίμητο», που του την διηγήθηκε
ένας γέρος από τη Βιάννο.
Κατόπιν μεταβαίνουμε στο Α'
μέρος (32 στίχοι). (Το ποίημα χωρίζεται σε δέκα μέρη, τα οποία κατά το πρότυπο
των ομηρικών επών επιγράφονται με γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου). Εκεί
δίνεται η χρονική και τοπική αναφορά της ιστορίας: 1821, έτος της επανάστασης,
Κριτσά, ελληνοχώρι της επαρχίας Μεραμβέλλου. Ο ποιητής περιγράφει την ενδυμασία
των κατοίκων, μιλάει για την αγάπη και την ομόνοια που τους διακρίνει, για την
γενναιότητά τους και παραθέτει στοιχεία από τη θρησκευτική και την κοινοτική
τους ζωή.
Στο Β μέρος (30 στίχοι)
περιγράφονται οι γυναίκες, η ενδυμασία τους, η νοικοκυροσύνη τους, και οι
ψυχικές τους αρετές.
Στο Γ μέρος (33 στίχοι) ο ποιητής μιλάει για την
κόρη του πρωτόπαπα την Ροδάνθη, περιγράφει τις χάρες και τις ομορφιές της κι
αναφέρει το γεγονός ότι την βάφτισε ένας «φιλέλληνας μόσκοβος», που έδωσε
μάλιστα στον πατέρα της «εκατό χρυσά ναπολεόνια»
με εντολή την κόρη του μ' αυτά να εκπαιδεύσει.
Στο Δ' μέρος (46 στίχοι) ο
ποιητής μιλάει για το κρυφό σχολειό της μονής της Φανερωμένης, στο οποίο
φοίτησε η Ροδάνθη. Με το μέρος αυτό ολοκληρώνεται η αναφορά στο χρονικό και
τοπικό πλαίσιο, γνωρίζουμε το ιστορικό της κεντρικής ηρωίδας, και στο εξής η
δράση αρχίζει να προχωρεί γοργά.
Στο Ε' μέρος (22 στίχοι)
βλέπουμε την Ροδάνθη να κάθεται ένα πρωινό στον αργαλειό της και να υφαίνει,
τραγουδώντας με τόσο μελωδική φωνή, που
ενόμιζες πως έψαλλαν του ουρανού άγγελοι
και τ' αηδόνια το γροικούν κι άφωνα έχουν μείνει.
Στο ΣΤ' μέρος (470 στίχοι)
κάνει την εμφάνισή του ο Χουρσίτ αγάς από το Χουμεριάκο. Μαγεύεται από το
τραγούδι της Ροδάνθης κι αποφασίζει να την απαγάγει. Γυρίζει στο χωριό του,
βρίσκει το φίλο του τον Ομέρη, του ζητά να πάρει μερικούς άνδρες και να πάνε
στην Κριτσά να του φέρουν την Ροδάνθη. Ο Ομέρης, μετά από αρκετούς δισταγμούς,
δέχεται. Παίρνει τους άνδρες του, πηγαίνουν στην Κριτσά και παίρνουν την
Ροδάνθη αφού πρώτα σφάζουν τη μάνα της που προσπαθεί να τους εμποδίσει. Όταν
γυρίζουν οι Κριτσώτες στο χωριό τους από μια κηδεία που είχαν πάει και
μαθαίνουν τα καθέκαστα, τρέχουν να τους προλάβουν, όμως τώρα πια είναι πολύ
αργά. Φτάνουν οι τούρκοι στο Χουμεριάκο,
και σέρναν τη Ροδάνθη μας κλιτή και λυπημένη,
σα μαραμένη ροδαρά, σαν χώρα κουρσεμένη.
Παίρνουν οι χανούμισες την
Ροδάνθη και την ετοιμάζουν για το γάμο που θα γίνει το βράδι. Σαν έγινε ο
γάμος,
Μένει η Ροδάνθη κι ο Χουρσίτ οι δυό τως ς' ένα σπίτι,
και πάει για να της ριχθή. Μ' αυτή του λέγει- Χουρσίτη,
Εγώ θα είμαι δια σε σαν ήσε
συ για μένα,
μα με την τάξη θα γενή πρέπει το κάθε ένα.
Μη βιάζεσαι παρακαλώ, εγώ είμ' εδική σου,
έβγαλε πρώτα τ' αργυρά ετούτα τ' άρματά σου.
και τα λοιπά φορέματα με την υπομονή σου,
και πέσε στο κρεβάτι σου να 'ρθω
στην αγκαλιά σου.
Βγάζει αμέσως το σκυλί ό τι και αν εφόρει,
και πέφτει στο κρεβάτι του και προσκαλεί την κόρη.
Μ' αυτή αμέσως χύνεται σα φοβερό λιοντάρι,
και σούρνει το μαχαίρι του απ' τ' αργυρό θηκάρι.
Και το καρφώνει στου Χουρσίτ μια, δυο και τρεις στο στήθος,
κι απέξω διεσκέδαζε αμέριμνο το
πλήθος!
Από τους πόνους ο Χουρσίτ κάνει να ξεφωνήση,
μα κείνη εν τω μεταξύ το στόμα του 'χε κλείση.
Και δώστου μόνο μαχαιριές στο στήθος κι επελέκα,
(Όρσε του λέγει άπιστε που δες Ρωμιά γυναίκα).
Κι εκεί 'που θε να έρεε αίμα της παρθενίας,
έτρεξε το φαρμακερό αίμα της Τυραννίας!
Σαν τον αποτελείωσε η ανδρειωμένη κόρη,
βγάζει ευθύς τα νυφικά φορέματα που 'φόρει.
Βάζει τα ρούχα του Χουρσίτ· ζώνεται τ' άρματά του,
κι αυτός την ονειρεύεται στον ύπνο του θανάτου!
Κι από μια πόρτα 'που 'διδε στου
Μπέη το περβόλι,
πιδέξια και σιγά-σιγά πηγαίνει και ανοίγει.
Κι ενώ στο πόρτεγο γλεντούν οι Γενιτσάροι όλοι
χωρίς να την ιδή κανείς κατόρθωσε να φύγη.
Σχίζει λαγκάδια και βουνά κι εκεί που επερνούσε,
δεν έλεγες πως περπατεί μόνο πως επετούσε.
Η Ροδάνθη φτάνει στο
ξωμονάστηρο του Αγίου Ιωάννη, γονατίζει μπροστά στο κόνισμα της Παναγίας και
κάνει την προσευχή της, ένα λυρικό ξεχείλισμα όλο παράπονο για τα κακά που τη
βρήκαν. Κατόπιν κόβει τα χρυσόξανθα μαλλιά της, τα κρεμάει στο προσκυνητάρι και
γράφει παραγγελιά όποιος τα βρει να τα πάρει και να τα πάει στον πατέρα της,
για να τα βάλει μέσα στον τάφο της μάνας της. Έπειτα συνεχίζει τρεχάλα το δρόμο
της. Ξημερώματα φτάνει στο Μεσακό Λασίθι, όπου συναντά ένα παπά και τον
παρακαλεί να την οδηγήσει στον καπετάν Καζάνη. Αυτός πράγματι την πηγαίνει στο
λημέρι του. Όταν επιτέλους τον συναντά, του λέει ψέματα πως είναι αγόρι κι ότι
τον είχε πάρει σκλάβο του ένας γενίτσαρος, αλλά κατάφερε να του το σκάσει και
τον παρακαλεί να τον πάρει μαζί με τα παλικάρια του. Ο καπετάν Καζάνης, μετά
από αρκετούς ενδοιασμούς, συγκατατίθεται.
Αμέσως μετά περιγράφεται ένα
ανδραγάθημα της Κριτσοτοπούλας (ή του Σπανομανώλη, όπως την φωνάζουν, ο καπετάν
Καζάνης κι οι άνδρες του, γιατί δεν είχε τρίχες). Μαζί με τρία άλλα παλληκάρια
μπαίνουν μέσα στο χωριό Λίμνες για να εκδικηθούν κάποιο Καμπουρομπιλάλη γιατί
επιτίθετο της μιας κοπέλας και της άλλης. Τον πετυχαίνουν μαζί με την παρέα
του, τέσσερεις άλλους Τούρκους, τη στιγμή που ήσαν έτοιμοι να οργιάσουν πάνω
σε κάποιες χριστιανοπούλες. Οι τρεις σύντροφοί της διστάζουν κι αναρωτιούνται
αν θα πρέπει να ειδοποιήσουν τον καπετάνιο που έχει μείνει έξω από το χωριό,
για να έλθει μ' ενισχύσεις. 'Ομως η Κριτσοτοπούλα που θυμάται το δικό της
πάθημα, δεν κρατιέται.
Μα ο Μανώλης δεν βαστά κτυπά το γιαταγάνι,
παίζει της πόρτας δυνατά κι αυτή ευθύς ανοίγει,
κόβει του 'νούς την κεφαλή σαν στάχυ με δρεπάνι,
κι οι άλλοι Τούρκοι κοίταζαν ο κάθε εις να φύγη.
Σέρνει και ταις πιστόλες του, τους άλλους σημαδεύει
κι αφού εξάπλωσ' άλλους δυο και τέταρτο γυρεύει!
Τον τέταρτο τον είχανε οι άλλοι τελειώσει,
ένας μονάχα πρόφτασε απ' όλους να γλυτώσει!
Κόβει των δυο τες κεφαλές, παίρνει και τ' άρματά των,
κι έπειτα εγυρίσανε και λεν στον αρχηγό των,
πως άμαχα κι ατάραχα εκάμαν την δουλειά των
κι εδόξασαν ως Χριστιανοί τον Ιησούν Χριστό των.
Στο Ζ' τμήμα (141 στίχοι)
περιγράφεται η ανεύρεση του πτώματος του Χουρσίτ, η οργή των Τούρκων κι η
απόφασή τους να εκδικηθούν. Έτσι αιτιολογεί ο ποιητής την εκστρατεία που
ανέλαβε στις αρχές του 1823 ο Χασάν πασάς ξεκινώντας από την Ιεράπετρα κατά
του Μεραμπέλου, για να καταπνίξει την επανάσταση της περιοχής αυτής. Στη μάχη
της Κριτσάς οι τρεις χιλιάδες επαναστάτες αντέταξαν σθεναρή άμυνα απέναντι
στους δεκάξι χιλιάδες επιτιθέμενους τουρκαλβανούς του Χασάν. Οι πολιορκημένοι
σκορπίζουν τον θάνατο στους επιτιθέμενους, έτσι που
δεν επρόφταινε ψυχές να
δεμαθιάζει ο χάρος.
Το Η τμήμα είναι μια θλιμμένη
αναπόληση του ποιητή για τα παλιά ένδοξα, ηρωικά χρόνια, τον καιρό της
κλεφτουριάς και της επανάστασης, τον καιρό της ανδρείας και του αγνού ήθους.
Τότε τα αγνά ελληνικά ήθη κι έθιμα, τώρα οι ξενικές επιδράσεις κι η ξενομανία.
Τότε εμύριζεν ο νηός
αγνότητα και χάρι,
τώρα χει μόνον ιεράν
ιδέαν και φροντίδα,
καμιάς βαμένης παχουλής
χιαντέζας το ποδάρι,
και τίποτα δεν σκέπτεται για
σπίτι και πατρίδα.
Αχ! τότε τα παράσημα τα
παίρναμε στη μάχη,
τώρα αυτός όπου καλά με
την Αυλή θα τα 'χει.
Τότε διασκεδάζανε στους
καθαρούς αέρες,
και 'πίναν άδολα πιοτά
σπανίως δε καφέδες,
και τώρα στο καφέ
σαντάν με κάτι μπιραριέρες,
πίνομεν σπίρτα της
Φραγκιάς, -ψευτιές και μπουρδελέδες.
Η κάθε νηά 'χε φυσικά
τα χείλη σαν κεράσιο,
και δεν εβάφετο ποτέ
κάθε καλό κοράσιο.
Α! τότε οι γυναίκες μας
φορούσαν κοντογούνια,
και μοιάζανε με
πέρδικες σαν είναι στο λιβάδι,
τώρα φορούν μεταξωτά στιβάνια με
δακούνια,
και βάφουνται με
σουλουμά και με τ' αυγού τ' ασπράδι.
Ο κόσμος τώρα περπατεί
με ψεύδος και απάτη,
κι ο εις τ' αλλού
κυττάζουνε να βγάλουνε το μάτι
Μ' εθνομαρτύρους
ψεύτικους κι αληθινούς αγύρτας,
και
δραχμοκαταβροχθιστάς και εθνοκρημνοσύρτας.
Στο Θ' τμήμα (122 στίχοι)
περιγράφει ο ποιητής τις ενισχύσεις που έρχονται στους Κριτσώτες. Όμως και πάλι
δεν κρατιέται και αντιπαραβάλει με τους σημερινούς νέους, τους αγνούς εκείνους
αγωνιστές.
Που βάνετε γιαλιστερά κολάρα και γιακάδες,
κι αντί τραγούδια ελληνικά μας ψάλλετε καντάδες.
Τους γέροντες αγωνιστές να μην
περιφρονείτε
γιατί αυτοί 'ναι αφορμή κι ελεύθερα μιλείτε.
Και σεις οι στρατιωτικοί, όπου κατακτυπάτε,
ταις σπάθες σας στην αγορά πρέπει να τους τιμάτε.
Γιατί τα φρύδια του εχθρού αυτοί τα ταπεινώσαν,
και τα σπαθιά που ζώνεσθε ετούτοι σας τα δώσαν.
Αυτοί επολεμούσανε τους Τούρκους νύκτα μέρα,
για ν' αναπνέουμε εμείς ελεύθερον αέρα.
και καταλήγει ο ποιητής με
μιαν αποστροφή γι' αυτούς που πέσαν για την ελευθερία.
Ω σεις που μαρτυρήσατε για την ελευθερία,
ψηλοί αετοί χρυσόφτεροι κοσμοεξακουσμένοι,
αν και σας εξεχάσανε όλοι κι η
ιστορία,
όμως από τη μούσα μου δεν είσθε ξεχασμένοι.
Στο Ι τμήμα (391 στίχοι), ο
ποιητής μας δίνει μια επική περιγραφή της τελικής μάχης, που έληξε και πάλι με
τη νίκη των Ελλήνων.
Βλέπεις εδώ χριστιανούς πέντ' έξι είν' πεσμένοι
και παραπέρα εκατό Φελάδες σκοτωμένοι.
Θρήνους ακούς, σπαθιές θωρείς, που ποταμός το αίμα
έτρεχε και σχημάτιζε μέσ' στα λαγκάδια ρέμα.
Έδιδε ήλιος λαμπηρός εκείνη την ημέρα,
μ' απ' τους καπνούς των κανονιών και τουφεκιών ομάδι,
εσυννεφοσκεπάστηκε όλη η ατμοσφαίρα,
που νόμιζες πως βρίσκεσαι στα πρόθυρα του 'Αδη.
Ο ποιητής εξαίρει και το ρόλο
των γυναικών σ' αυτή τη μάχη, που κουβαλούν στους πολεμιστές εφόδια και νερό να
δροσιστούν κι αναφέρει με περηφάνεια μια «νέα σπαρτιάτισσα» μάνα, που κρατώντας
στην αγκαλιά της τον σκοτωμένο γιο της, λέει σ' αυτές που κλαίγανε:
Μην κλαίτε, και τον πόνο σας καθένας σας ας πνίξει,
και εις τον εχθρόν μια τουφεκιά περσότερη ας ρίξει.
Κι έπειτα σφίγγει τον νεκρό μέσα στην αγκαλιά της
και τέτοια λόγια του 'πενε η νέα Σπαρτιάτις:
-Για την πατρίδα τη γλυκιά σ' ανάθρεψα παιδί μου,
γιατί επήγες μάρτυρας, πήγαινε στην ευχή μου.
Όμως και πάλι δεν κρατιέται ο
ποιητής, ξανακάνει τη σύγκριση στους αμέσως επόμενους στίχους.
Α, δυστυχώς δεν βρίσκονται τώρα τέτοιες μανάδες,
ούτε και δεν ευρίσκονται τέτοιοι πολεμιστάδες...
Πάνω στη μάχη, η
Κριτσοτοπούλα βλέπει ξαφνικά τον Ομέρη που σκότωσε τη μητέρα της κι ορμάει κατά
πάνω του. Ακολουθεί μια άγρια μονομαχία ανάμεσά τους, όμως η Κριτσοτοπούλα
καταφέρνει να τον σκοτώσει και του παίρνει το κεφάλι.
Ζήσε Σπανομανώλη μου! φωνάζει ο Καζάνης.
Οι Τούρκοι ορμούν να
γλυτώσουν το κεφάλι του Ομέρ κι οι Έλληνες για να σώσουν την Κριτσοτοπούλα.
Στη συμπλοκή που ακολουθεί η
Κριτσοτοπούλα πληγώνεται θανάσιμα.
Δεν είναι εδώ χριστιανοί κανένα παλικάρι,
να πάρει το κεφάλι μου, τούρκος να μην το πάρει;
φωνάζει η Κριτσοτοπούλα στους
συντρόφους της σαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
Ίσως οι στίχοι αυτοί, να
δείχνουν κραυγαλέοι και να κάνουν φτηνή εντύπωση σε καλλιεργημένο κοινό, όμως
δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία για τη συγκίνηση που σκορπούσαν στις λαϊκές
μάζες, που ήταν βαθιά ριζωμένος ο μύθος του μαρμαρωμένου βασιλιά. Ο πατέρας μου
που ήταν παρών στην ηχογράφηση, μπόρεσε και θυμήθηκε κάποιο στίχο απ' αυτό το
επεισόδιο που η μητέρα μου δεν μπόρεσε να θυμηθεί, ενώ αμφιβάλλω αν θυμόταν
άλλο στίχο από το υπόλοιπο έργο. Ίσως τελικά οι παραπάνω στίχοι να μην είναι
ένδειξη ποιητικής αδυναμίας του ποιητή, αλλά έκφραση της βαθιάς λαϊκής του
αίσθησης.
Το φονικό εκράτησε απ' το πρωί ως το βράδι,
Ο χάρος κέρνα τακτικά θάνατο στο
ποτήρι
κι αγκαλιασμένες οι ψυχές πηγαίνανε στον 'Αδη.
Οι Τούρκοι νικήθηκαν, όμως
στους δικούς μας είχαν σωθεί τα πολεμοφόδια κι έτσι αποφάσισαν ν' αποχωρήσουν.
Την επομένη, βρίσκοντας ο Χασάν έρημη την Κριτσά, μπαίνει μέσα και την
κατακαίει. Σαν έφυγε ο Χασάν με το ασκέρι του κατεβαίνουν οι Κριτσώτες από τα
όρη και βάζουν μέσα στα μισοκαπνισμένα ερείπια τους πληγωμένους να τους
περιποιηθούν, πριν αγριέψουν οι πληγές τους. Ο γιατρός που ανοίγει το στήθος
του Σπανομανώλη για να δει πώς είναι η πληγή του, βλέπει έκπληκτος πως είναι
γυναίκα. Η πληγή είναι θανάσιμη και δεν υπάρχει σωτηρία. Οι φίλες της την
περιποιούνται, ενώ οι Κριτσώτες μαθαίνουν με συγκίνηση ότι το γενναίο αυτό
παλικάρι που τόσο είχε διακριθεί στη μάχη, δεν ήταν άλλη από την κόρη του
πρωτόπαπα, τη Ροδάνθη. Η Ροδάνθη βρίσκεται τώρα στις τελευταίες της στιγμές:
Κι αρχίζει να παραμιλεί με σφαλικτά τα μάτια,
αχ, δεν λαμποκοπούν σαν πριν τα λαμπερά διαμάντια.
Και με φωνή αδύναμη αρχίνησε να λέει,
'πού ο καθείς που την γροικά ωσάν το Πέτρο κλαίει.
Πατέρα τι γυρεύουνε εδώ στο σπίτι όλοι,
όσοι επέσαν μάρτυρες απ' των εχθρών το βόλι;
Πατέρα μου, δεν μου μιλάς; πού βρίσκεσαι; τι κάνεις;
Να! ο Ζερβονικόλας μας και ο Δασκαλογιάννης.
Ο Διάκος Αθανάσιος κι ο Ρήγας ο Φερραίος.
Αγαπητέ πατέρα μου πώς ήλθε η
μητέρα;
εδώ στο σπίτι πέρα;
Για κύττα την πώς μας κυττά με μάτια βουρκωμένα
εσένα και εμένα!
Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ με τους λοιπούς αγγέλους
τι θέλουν επιτέλους;
Γιατί βαστούνε φωτεινά μαρτυρικά στεφάνια,
με θεία περηφάνεια;
Ποιους θε να στεφανώσουμε; πατέρα μου γνωρίζεις
πες μου και μη δακρύζεις.
Για κύτταξε πατέρα μου αυτόν τον καβαλάρη
που θέλει να με πάρη;
Είναι ο άγιος Γεώργιος. Α! δεν θα αποθάνω!
στη σκλαβωμένη Κρήτη μας δουλειά 'χω
για να κάνω.
Θέλω ακόμα κάμποσους Τούρκους να τελειώσω
στους αδελφούς μας Χριστιανούς βοήθεια να δώσω.
Ποιοι είν' αυτοί που στέκονται στσ' αγγέλους από πάν;
Α, ο Χριστός κι η Παναγιά. Θε μου μην αποθάνω,
Χριστέ και Παναγία μου λίγο καιρό ακόμα
αφήστε με να ζήσω,
'που να πατήσω ελεύθερο της Κρήτης μας το χώμα
κι έπειτα ας ξεψυχήσω.
Οπωσδήποτε οι στίχοι αυτοί
δεν είναι αριστουργηματικοί, όμως προκαλούν έντονη δραματική εντύπωση με την
επανειλημμένη χρήση των ημιστιχίων, που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία παρόμοιων
εντυπώσεων ήδη από το έπος του "Διγενή Ακρίτα". Κι όταν πεθαίνει η
Ροδάνθη, οι ελεγειακοί στίχοι που βάζει ο ποιητής στο στόμα των φιλενάδων της
που τη θρηνούν, είναι αρκετά συγκινητικοί.
Γιατί; γιατί δεν μας μιλάς γλυκόφωτο αστέρι,
για πες μας πώς εχλώμιασες έτσι σαν νεκροκέρι.
Αχ! εξαδέλφη μου γλυκιά ποιο άχαρο μαχαίρι,
επήρ' ο χάρος κι έκοψε της νιότης σου το νήμα,
ποιο μαύρο χέρι άπλωσε και σε 'σβησε αστέρι.
Ποια μοίρα ήταν που σ' έπεψε σ' αραχνιασμένο μνήμα;
'Αραγε ξεύρ ' η μάνα σου ψυχή αγιασμένη,
ότι θα πας να την ευρής για να σε περιμένη;
Αχ! πού να βρω τ' αθάνατο
νερό να σε ποτίσω,
πέστε μου σεις ποιος το κρατεί, όρη βουνά και δάση,
κανείς δεν μ' αποκρίνεται· και πώς θα σ' αναστήσω;
Απ' τον καημό το στήθος μου πηγαίνει για να σπάση.
Τότε σηκώνεται μια γριά και λέγει στην Ελένη,
με μιαν αδύνατη φωνή και συγκεκινημένη.
-Σώπα παιδί μου σώπασε μην κάνεις να θρηνάται,
κι αυτήν την πέτρα την σκληρή με
τα πικρά σου λόγια.
μόν' κλαίεις έναν άγγελο όπου γλυκοκοιμάται,
στον άγγελο δεν πρέπουνε θανάτου μοιρολόγια.
Μην πης, μην πης πως πέθανε, πως είν' αποθαμένη,
μόν' πες πως ένας άγγελος στους ουρανούς πηγαίνει.
Στη δραματική συγκίνηση
προσθέτει και ο θάνατος του πατέρα της Ροδάνθης, που μην αντέχοντας τον πόνο
από το χαμό της κόρης του, σωριάζεται κάτω νεκρός. Τους θάβουν και τους δυο
μαζί, στο ίδιο μνήμα που έθαψαν και τη μάνα της.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπασμάτων από
άρθρα του Μπάμπη Δερμιτζάκη
Η λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας
Η Κριτσοτοπούλα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως