Στο δεύτερο μέρος
περιγράφεται η ιστορία με τον Αλιδάκο. Ο Αλιδάκος ήταν ένας χειροδύναμος
Τούρκος από το Χουμεριάκο, φίλος του πατέρα του Καζάνη. Κανείς δεν τολμούσε να
τα βάλει μαζί του.
Κάποτε προκάλεσε το γιο του φίλου του, τον Μανωλιό, να παλέψουν κι όποιος βάλει τον άλλο κάτω. Φυσικά νίκησε ο Μανωλιός. Ο Αλιδάκος όμως έγινε πιο τούρκος από το κακό του και θα τον είχε σκοτώσει αν ο Μανωλιός δεν το 'βάζε στα πόδια όπως τον συμβούλεψαν να κάνει κείνοι που παραβρέθηκαν στη σκηνή.
Κάποτε προκάλεσε το γιο του φίλου του, τον Μανωλιό, να παλέψουν κι όποιος βάλει τον άλλο κάτω. Φυσικά νίκησε ο Μανωλιός. Ο Αλιδάκος όμως έγινε πιο τούρκος από το κακό του και θα τον είχε σκοτώσει αν ο Μανωλιός δεν το 'βάζε στα πόδια όπως τον συμβούλεψαν να κάνει κείνοι που παραβρέθηκαν στη σκηνή.
Εμμανουήλ Καζάνης
Αρχηγός 1821
( Β μέρος)
Την εποχή που έκοβε του Τούρκου η μαχαίρα
εύκολα τους χριστιανούς κι' άδικα πέρα πέρα.
Όχι γιατ' ήσαν άνανδροι κ' οι Τούρκοι ανδρειωμένοι
μόνον γιατ´ ήσαν άοπλοι κι' οι Τούρκοι οπλισμένοι.
Η δε Φραγκιά που δύνατο αυτά να τα μποδίση
έκανε την αδιάφορη χωρίς να ομιλήση.
Στου Μεραμβέλλου τα χωριά Τούρκοι εκατοικούσαν
και τους αθώους χριστιανούς εκατατυρανούσαν
αλλά αυτά τα ξεύρετε' και μοναχά τα χείλη
που κατοικούσε στο χωργιό που λένε “Χουμεριάκο”.
φλύρος κακορίζικος της γής μεγάλο βάρος.
μα και τσ' εφτά ταις πώλησε σαν σκλάβες στο παζάρι.
και τας επαρονόμοιαζε ο ίδιος “μαργιόλες”.
και με της αίγας το λουρί τάς είχενε δεμένες.
και Τούρκο ασχημότερο δεν είχε εις την Κρήτη.
θα νόμιζες πως έβλεπες “γάϊδαρο στο μουλάρι”.
και τα ποδάρια κρεμαστά απ' έξω 'πο ταις σκάλαις.
κ' έπαιζε ολομόναχος πάλι τα μούτσουνά του.
π' ο ίδιος δεν εγνώριζε σαν τι θεό λατρεύει).
χοίρινο κρέας έψηνε μαζί με το κουρμπάνι.
Το τάγμα του Βελζεβεούλ πως είχε στην καρδιά του.
και σε μετόχια και χωριά κ' εδώ κ' εκεί γυρνούσε
κ' εγέμιζε το σπίτι του κριθάρια και σιτάρια.
πως δεν ευρέθηκε κανείς να τονέ ρίξει κάτω.
δεν αποφάσιζε κανείς μαζί του να παλέψη.
εις το Λασίθι μερικά ζώα να μουνουχίση.
την ίδια μέρα 'πο βραδύς στο Μαρμακέτο φθάνει.
χοίρους μουλαρο-γαϊδουρα ευθύς να μουνουχίζη.
γ' αυτό 'λεγε συχνά πυκνά κανένα δεν φοβείτο.
για να το καταλάβετε ότι δεν χωρατεύω.”
μόνο αυτό το “Τσούμαρο” λιγάκι που φοβούμαι.
δεν θα μπορεί κανείς μ' αυτό για να βγάλη πέρα.
που μόλις τότε άρχισε μουστάκι για να βγάνη.
στο σπίτι του πατέρα του πολλάκις κ' εδειπνούσε.
-Έλα του λέγει Τσούμαρε σίμωσ' εδώ κοντά μου
για να παλέψωμε να δείς μωρέ την ανδρειά μου.
είμαι παιδί και με εσέ ξεύρω πως δεν τα βάνω.
και αγκαλιάζει τον μικρό και τον τραβά κοντά του.
(λέγ' ο πατέρας του παιδιού) και ίσως να το πείσω.
να αρνηθή το πάλεμα να πη πως δεν παλεύει.
να πέσει μόνος ο μικρός μα πράγμα δεν θα χάση.
όταν από τη δύναμη που 'χει δεν θα μπορέσω
δεν πέφτω θεληματικώς μονάχα μη μανίζεις.
και χύνεται και το μικρό πάλι ξαναγκαλιάζει.
εστέκετο αδιάσειστος κι αμέριμνος μονάχος.
ο Τσούμαρος παντάπασι ούτε το συλλογάτο.
παίζει του μια, παίζει του δυο μα τίποτε δεν κάνει
ενώ Αγάς 'πο μέσα του το εμετανοούσε.
να 'δω κ' εγώ εάν μπορώ να σε μετακινήσω.
και σαν τον τράγο δια μιας στη γη τον εξαπλώνει.
κ' έχασ' από την κεφαλή φέσι και φουνταρίναν!
θα σε σκοτώσει σαν σκωθή μόνο ευθύς να φύγης.
και με απάτη μ' έριξε! Που ' νε να το πληρώσω!
και την πιστόλα τράβηξε και στέλλει του μια σφαίρα'.
ήταν μακρυά πολύ μακρυά' κ' Αγάς φαρμάκι πίνει.
κι' απ'το θυμό του έκαμε κομμάτι τη πιστόλα.
αμέσως ετοιμάσθηκε για να αναχωρήσει.
κι ' ούτε τα μουνουχιστικά δεν στάθηκε να πάρη.
απηδο μηλο-κύδωνα ένα φορτίο κάνει,
και ξεκινά ο δυστυχής να πα στο Χουμεριάκο
να πάρη τίποτε λιανά και πίσω να γυρίση.
κι' από μακρυά αρχίνισε για να τον εξυβρίζη.
και ποιος μου διδ' υπομονή σκύλε και δεν σε σφάζω;
και πράγματι με πρόσβαλε με μπαμπεσά μεγάλη.
ο Αληδάκος το σκυλί, μόν' μια ραβδιά του δίνει
που πεσε κάτ παρευθύς! Κι αντίκρυ Τούρκοι τόσοι
εστέκανε αδιάφοροι να δουν αν τον σκοτώση.
κ' αράσουν καταπάνω του ίδια σαν τα σκυλάκια
και τα σακκιά που είχε στον ζώον του ξεσχίζουν
κι ως και του μουλαργιού τ' αυτιά και την ουρά εκόψαν.
με ζώον όπου είχενε αυτιά κι' ουρά κομένα
κι' από μακρυά φορτώθηκε κ' έλεγε στο υιγιό του.
δεν θα τρωγα στα γέρα μου άδικα τόσο ξύλο.
που μόλις συνεκράτησε τότε τα δάκρυά του.
θα τ' ακριβοπληρώσ' αυτά Αγάς και μη λυπάσαι.
απ' ταις πληγαίς και ραβδισμούς τελείως είχε γιάνη
Μα έλα δα ο Τσούμαρος που δεν το βάνει κάτω!
κι ο πόθος τούτος ήσυχο ποτέ δεν το αφήνει.
ένα ραβδί* και έβαλε στη μέσ' ένα μαχαίρι.
το φίλο του πατέρα του για να τονε πληρώση.
ενός γνωστού και εκεί τρεις μέρες μόνος μένει
τον Αληδάκο του να βρη γιατί τον αγαπούσε.
όταν από τον καφενέ τον Τούρκικο εβγαίνει
ο Αληδάκος μόνος βαροαρματωμένος
να παη εις το σπήτι του κι' ήτον και σκεπασμένος
που συνηθούσε κ' έβανε με χρώμα μενεβίχη.
γροικά μια χέρα ζωντανή επάνω του ν' αγγίξει.
Γιατ' αν φωνάξεις θα χαθείς αμέσως δεν θα ζήσεις
μόνο παραίτα τ' άρματα ποιος είμαι ; με γνωρίζεις.
-Να σου τα δώσω Μανωληό και καμ' ότι ορίζεις.
-Εμπρός (του λέγει) παρευθύς να πάμε στο Λασήθι.
πως θα 'μπαινε σ' ενέργεια του μπαρουτιού ο νόμος
και φθάνουν ξημερώματα στου Λασηθιού τα όρη.
μετάπνυσε και ξύπνησε και λέγει προς τον Γιάννη
οπότε “Άνοιξε” γροικούν και τάκα -τουκ στην πόρτα
θέαμα που τη μια γελα την άλλ' αναστενάζει!
και τον Αγά περίλυπο μεσοξεπαγιασμένο!
τα μάτια του 'λοκόκκινα και σαν αυγά πρησμένα!
Κι έγερν' εδώ κι έγερν' εκεί σαν τη παληοκαράβα!
και τα Τοζλούκια του 'σανε κομμάτια γινομένα
κ' έστεκε χωρίς oμιλιά, κ' έτρεμε σαν καλάμι.
Κουράσθηκες; συνήφερε' έλα στο λογικά σου.
Και συ πατέρα φέρε 'δω το “Άγιο Τεφτέρι”
που είναι απ' αγριόπρινο αμέσως είς το χέρι.
Τους ραβδισμούς που σού 'παιξε με τόκον να πληρώσης
αλλά αυτά περάσανε· μονάχα να σας βρούμε
που να καθήσετε κ' οι δυό με τον Αγά να φάτε.
έχωμε ύστερα καιρό να φάμε και να πιούμε.
-Τι να σου πω; τας μέτρουνε εως τας δεκα έξι
πιστεύω πως θα μου παιξε μια δεκαριά ακόμα.
γιατι θα του χρειάζονται. -Ποτέ μην το πιστέψεις
μόνο παραίτα τον Αγά που να 'χης την ευχή μου.
που από τον πολύ θυμό εσυγκρατείτο μόλις.
Ήμαρτον θέ μου ήμαρτον. Εσένα θα ραβδίσω
και τον Αγά τον φίλον σου μπροστά σου θα σκοτώσω.
που να γλυτώσωμε κι' οι δυό γιατ' ίσως όρκο θα 'χει
κυττάζοντας τους και τους δυό με μάνιτα μεγάλη.
αλύπητα και δυνατά να τον καταραβδίζει
ο δε Μανώλης ταις ξυλιές μια μια στον τοίχο γράφει.
Δώσε του για ενθύμιση και για τον τόκο δέκα
το φέρσιμο που σου καμε ας σου το ξανακάνει.
κι' από το τόσο κόπανο ολόπριστος εγίνη.
θελ' ο Μανώλης ύστερα τραπέζι να του στέσει
κι αν έφταιξε ο εις τ' αλλού για να συγχωρεθούνε.
μον' να γυρίσω γρήγορα πίσω στο Μεραμβέλλο.”
κ' ότι έπαθες τη σήμερο τα φταίει το μυαλό σου.
να πάρεις το κουτσαύτικο και μαύρο μας μουλάρι
σαν έδειρες τον κύρι μου κάτω στο Χουμεριάκο.
και πεντακόσα γρόσα γι' αυτό θε να μας δώσης
που δεν γλυτώνεις κι' αδερφοί να είσθε με το χάρο.
γιατί κ' αυτοί 'χουνε ψυχή και να τους λογαριάζεις.
με ζάχαρη κι' ανθόνερο το στόμα να γεμίσεις
δεν θα γροικήσης μοναχά τη ζεστασιά της μπάλας.
κ' επήγε και ξεπέζεψε νύκτα στο σπιτικό του.
ώστε του γιάναν πληγές κι' η κεφαλή ξεπρήσθη.
τα πεντακόσα γρόσια σε κεντητό μανδήλι
που πάντοτε μ' ευγένεια και σπλάχνος τους μιλούσε
“Φοβέρα θέλουν οι κακοί να περιορισθούνε.”
όπου δεν επροσκύνηση ποτέ Τούρκου φερμάνι
Και τ' όνομα τ' αθάνατο στην ιστορία αφήκε.
Αναδημοσίευση από το
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως