Ρίμα θρηνητική του Ι. Πικατόρου.
Για τον τον Πικατόρο δεν γνωρίζουμε βιογραφικά στοιχεία, παρά μόνο μαθαίνουμε ότι κατάγονταν από το Ρέθυμνο.
Για τον τον Πικατόρο δεν γνωρίζουμε βιογραφικά στοιχεία, παρά μόνο μαθαίνουμε ότι κατάγονταν από το Ρέθυμνο.
συνεργασία με τον Walter G.
Brokkaar), κριτ. έκδ.,
Ρίμα θρηνητική εις τον πικρόν
και ακόρεστον Άδην.
Ποίημα κυρ-Ιωάννου Πικατόρου
εκ πόλεως
Ρηθύμνης, Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης,
Ηράκλειο 2008
Ρίμα θρηνητική
Εις τον πικρόν και ακόρεστον
Άδην
Ποίημα κυρ-Ιωάννου Πικατόρου
Ως πρικαμένος με χολήν*,
διατί πολλά εγρύπνουν,(πικρία)
Ήθεκα* ν’ αποκοιμηθώ, να πάρω
αέραν ύπνου.(πλάγιασα)
Εφάνιστή μου κείτοντα εις
υπνοφαντασιά μου
-επόνειν το κεφάλι μου κι
έκλαιγεν η καρδιά μου-,
εφάνιστή μου να περνώ σ’ ένα
λεφτό* λαγκάδι (αραιοφυτεμένο ή στενό)
και μέσα έγεμε θεριά,
αμέτρητο κουράδι.
Μέσα στο μέσον των θεριών
δράκον μεγάλον είδα
και μέσα από το στόμα του
φαρμάκιν εξεπήδα
και μέσα από το κούφος* του
λόγχες φωτιάς εβγαίναν, (ρουθούνια ή στόμα)
σπίθες ομάδι με καπνόν κι
έρχονταν προς εμέναν.
Κι ο δράκος τούτος έστεκε, ως
λέοντας εμουγκάτον* (εβρυχάτο, μούγκριζε)
και φαίνεταί μου τάχατες κι
εμέναν απονάτον*. (απειλούσε)
Κι εγώ πολλά εφοβήθηκα κι
αρχίζω να τρομάσσω,
μήπως από το στόμα του με
θάνατον περάσω.
Και πάραυτα μετά σπουδής*
ομπρός οπίσω εστράφη· (βιαστικά)
μέσα στο λεφτολάγκαδον επήδα
σαν το λάφι
Κι εγώ όσο ημπόρουν έφευγα εκ
το θεριόν εκείνο,
ογιά να φύγω να κρυφθώ εκ το
κακόν εκείνο.
Κι απ’ αύτο ν’ απολυτρωθώ, να
φύγω δεν ημπόρουν
κι εκείνο το κακό θεριό φάγει
με θέλει, εθώρουν:
ήτον το μάτι του σ’ εμέν,
αρχίζει να το στένει
κι εκίνησε να πηλαλεί*, απάνω
μου να βγαίνει.(τρέχει)
Κι εσκόπησά το πάραυτα το πως
εχθρόν τον έχω
κι είπα: «Πριχού έρθει απάνω
μου, ας πηλαλώ, να τρέχω».
Λοιπόν ο νους μου εγέμισε στο
φύγει να κινήσω·
και το κινήσει, πάραυτα κι ο
δράκος εξοπίσω!
Και με θυμόν μ’ εζύγωνε* κι
εδώ κι εκεί με πάγει (με κινηγούσε)
κι ωσάν εχθρός εβούλετον να
σώσει* να με φάγει. (να φτάσει)
Κι εγώ φοβώντας δυνατά να μη
με καταφθάσει,
όσον ημπόρουν έφευγα κι
έτρεχα, μη με πιάσει.
Και πηαίνοντας μου εφάνηκε να
δω νερό, λιμνιώνα*, (λιμάνι)
και ποταμόν απέρατον* και
δάσος καλαμιώνα, (αδιάβατο)
κι έτρεχεν αίμα και νερό,
θολόν και βουρκωμένον,
και μέσα ετρέχασιν θεριά,
κεφάλια ’ποθαμένων
Λέγω του: «Χάρο, τί έν’ αυτό
οπού βροντοκτυπάει
και τί έν’ τ’* ακούγω κι
έρχεται και πόθεν κατεβαίνει;» (τί είναι αυτό που)
Απιλογήθη κι είπε μου:
«Ποτάμι έν’ και τρέχει,
το ποιο* ποτάμι ουδέ είς
αξιώθη να κατέχει.(το οποίο)
Το βάθος του έναι αμέτρητο,
το πλάτος του έναι μέγα
κι όλες οι βρύσες τρέχουσιν
στην εδική του φλέγα.
Και τα θηριά τριγύρου του
φόβος και μια τρομάρα
και δράκοντες κι εβγαίνουσιν
στο χείλος μια τρομάρα.
Και βλέπε, απείν σιμώσομε, μη
φοβηθείς το βύθος
και του νερού τον βροντισμόν
και των θεριών το πλήθος»
Και τάχα τότες ’σώσαμεν εις
του νερού τον τόπο
κι όλα τά μού ’πεν είδα τα κι
ήσαν εις όμοιον τρόπο.
Κι ανάμεσα του ποταμού ήτονε
μια καμάρα
ψηλή, στενή κι απέρατη, φόβος
και μια τρομάρα.
Λέει μου: «Αυτήν την γέφυρα
μέλλεται να διαβούμε
και με μεγάλο κίντυνο κάτεχε
να περνούμε».
Και τάχα απάνω ανέβημαν κι
αγάλια επερπατούμαν
κι αντήρητα εδιαβαίναμε κι
ακόπιαστα επερνούμαν.
Και εκ τον φόβο του θεριού
στον ποταμόν εμπήκα
και με μεγάλο κίντυνο
αντίπερά του εβγήκα.
Και το περάσει και σταθεί
στον ποταμόν εκείθες,
φωνή μοφάνη κι ήκουσα:
«Άθλιε, πόθεν ήλθες,
οπόν΄το σπίτι του θεριού, η
κατοικιά του δράκου
και το ’μπα κι έβγα της αύλής
του Χάρου του κοράκου;»
Και στένομαι ν’ αφικραστώ τίς
ήτον οπομίλει
κι είδα τον δράκο κι έστεκε
στου ποταμού τ’ αχείλι
και μπαίνει μέσα στο νερό κι
έρχετον όθεν* ήμουν (εκεί όπου)
κι έπασχεν, ως μου φαίνεται,
να πάρει την δοχή* μου.(εισφορά, οφειλή)
Λοιπόν το δει το, πάραυτα τον
δρόμο πάλι επήρα.
Και τόσα οπού ’κουράστηκα,
όψια της γης* καθίζω· (καταγής)
τα γόνατά μου ετρέμασι ’κ την
στράτα τήν γυρίζω.
Κι ο ίδρωτάς μου εκίνησε, τα
γόνατά μου ετρέμαν
κι ομπρός οπίσω εγύρισα το πού
να κάμω στέμα*(πού να σταματήσω)
και να ’βρω τρόπο να βολεί να
πα ν’ αποκουμπήσω
κι από το στόμα του θεριού να
φύγω να γλυτώσω.
Κι εφάνιστή μου τάχατες να δω
’να μέγα σπήλιο
εις ένα σκίσμα* φαραγγιού,
μαύρο και δίχως ήλιο.(σχισμή)
Κι ο νους μου το εγέμωσε να
φύγω από τον κάμπο,
να πηλαλήσω δυνατά στο σπήλιο
μέσα να ’μπω
Λοιπόν στο σπήλιον έδραμα,
στον σκοτεινό τον τόπο,
δρομαχισμένος* δυνατά και με
μεγάλο κόπο. (κάθιδρος)
Και το ’μπει μέσα και σταθεί,
είδα έναν μαυροφόρο
και θε να στρέψω, πάραυτα κι
ο δράκος έν’ στον πόρο!
Κι ευθύς το στόμα του άνοιξε,
μαύρον καπνόν εβγάνει
κι ο μαυροφόρος μ’ άρπαξε,
στο στόμα του με βάνει
Κι εφάνη μου εγκρεμνίστηκα
στης μαύρης γης τον πάτο
κι εβούλησα* κι εδιάβηκα στον
Άδην αποκάτω. (βυθίστηκα)
Κι ηύρα τες πόρτες σφαλιστές
και τα κλειδιά παρμένα
και με τα μαύρα φλάμπουρα*
απέξω τεντωμένα. (σημαίες)
Κι είδα τον Χάρο κι έμπαινε
κι έβγαινε θυμωμένος,
σαν μακελάρης* και φονιάς τα
χέρια ματωμένος· (σφαγέας)
μαύρον εκαβαλίκευε, εβάστα
και κοντάρι
κι εκράτειεν εις την χέραν
του σαγίτα και δοξάρι·
κι είχε θωριάν αγριόθωρη,
μαύρη κι αλλοτριωμένη
κι η φορεσιά του χάλκινη και
καταματωμένη.
Το δειν τον*, εφοβήθηκα κι
είπα: «Ας διαγείρω πίσω
κι ας κάμω τρόπο κι ορδινιά*
την στράτα να γυρίσω. (τρόπος)
Τίς ξεύρει πώς να του φανεί,
μήπως διά μεν μανίσει* (να θυμώσει μαζί μου)
και με θυμόν και χόλητα*
απάνω μου κινήσει (οργή)
και πει μου: ‘Τί ’θελες εδώ;’
Τί απόκριση να δώσω
και ίντα πρόφαση να βρω τον
Χάρο να μερώσω;*» (να ημερέψω)
Λοιπόν δι’ αυτήν την αφορμήν
εσπούδασα να στρέψω
κι ομπρός οπίσω να στραφώ, να
πάγω να μισέψω.
Εισμιόν* στην πόρταν έραξα*
κι ηύρα την σφαλισμένη, (αμέσως / όρμηξα)
περατωμένη* δυνατά και
κατακλειδωμένη. (αμπαρωμένη)
Κι ομπρός στην πόρταν ήτονε,
εις το μπασεβγασίδι*, (ο χώρος μπροστά στην πόρτα)
όφης τρικεφαλόστομος δεμένος
μ’ αλυσίδι·
κι ωσάν πορτάρης έβλεπε πόρτα
κι αυλές ομάδι,
μήπως και λάθει τον τινάς κι
έβγει έξω από τον Άδη.
Και το στραφήν και το να
ιδεί, εταύρισε* το φίδι (τράβηξε)
και σαν τον σκύλον έσυρε να
κόψει τ’ αλυσίδι
κι έδρασσε* να ’ρθει απάνω
μου, να φθάσει να με πνίξει, (όρμησε)
ωσάν θερίο πού ’τονε ως για
να με ξεσκίσει
Το ’να του στόμαν έβγανε
φωτιά, καπνό κι απύρι*, (θειάφι)
τ’ άλλο φαρμάκιν έγεμε της
πόρτας το προθύρι
και τ’ άλλον αίμαν έρρεγε* κι
ακνίδα* με τον βρόμο. (έρρεε / τσουκνίδα;)
Έποικεν όχλητα* πολλή και
σύγχυση και τρόμο (αναστάτωση)
κι ο Άδης εταράχθηκε κι οι
πόρτες εσαβάξαν* (τράνταξαν)
κι από τον φόβον τον πολύν τα
μέλη μου ετρομάξαν.
Κι ακούει ο Χάρος την όχλησιν
οπού ’χεν ο πορτάρης
κι ήρθε στην πόρτα τρέχοντας
στον μαύρο καβαλάρης.
Κι απομακριάς εφώναξε: «Ποιος
εκ τον Άδη βγαίνει;»
και «Ποιος στου Χάρου την
αυλήν αποτρομά και μπαίνει;»
Ρίμα = η ομοιοκαταληξία· το
ποίημα σε ομοιοκοτάληκτους στίχους.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Σημείωμα Αναφοράς
Copyright Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αναστασία
Μαρκομιχελάκη.
«Αποτυπώσεις του τόπου στην παλαιότερη λογοτεχνία.
Ενότητα 2η: Η πόλη
πλαίσιο αυτοβιογραφίας (β΄ μέρος) & Ενότητα 3η:
Τοπία του κάτω κόσμου
(α΄ μέρος)». Έκδοση: 1.0. Θεσσαλονίκη 2014.
Διαθέσιμο από τη
δικτυακή διεύθυνση:http://eclass.auth.gr/courses/OCRS36
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως