Οι Τουρκοκρητικοί είναι εξισλαμισμένοι Κρητικοί.
«Οι “Τούρκοι” της Κρήτης – καθώς δεν είναι πραγματικοί Τούρκοι αλλά εξωμότες χριστιανοί
– δεν ενδιαφέρονται για τον Προφήτη. Οι πραγματικοί Τούρκοι, αυτοί που συγκρότησαν το στρατό, ο οποίος κατάλαβε το νησί, έφυγαν και όσοι απέμειναν και αυτοαποκαλούνται Τούρκοι είναι Κρητικοί στην εμφάνιση και εκτός αυτού μιλούν την Κρητική γλώσσα. Ελάχιστοι από τους τουρκοκρητικούς που συνάντησα ήξεραν αρκετά τουρκικά, ενώ πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, δεν ακολουθούσαν το Κοράνι καθώς έπιναν ελεύθερα κρασί». Δυστυχώς οι Τουρκοκρητικοί ήταν αυτοί που πρωτοστατούσαν στις σφαγές ενάντια στους επαναστατημένους Κρητικούς.
Για τον αριθμό των Κρητών που εξισλαμίστηκαν δεν έχουμε αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν εντυπωσιακός, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα, οι εξισλαμισμένοι Κρήτες ανέρχονταν σε 60.000 και, στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η μεγάλη πλειονότητα των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι, ενώ, στο τέλος του, χάρη στις βελτιωμένες συνθήκες ζωής των χριστιανών, η αναλογία ήταν σχεδόν ένα προς ένα. Μετά το 1821, στη διάρκεια της μάλλον ήπιας αιγυπτιακής κατοχής, οι χριστιανοί αυξήθηκαν και αποτέλεσαν την πλειονότητα το 1858, όταν 60.000 μουσουλμάνοι αντιστοιχούσαν σε 220.000 χριστιανούς. Αυτή η υπεροχή των χριστιανών αυξήθηκε κι άλλο στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν 303.000 χριστιανοί αντιστοιχούσαν σε 34.000 μουσουλμάνους, που με τη σειρά τους υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί το 1923, όταν άρχισε να ισχύει το πρόγραμμα ανταλλαγής πληθυσμών της συνθήκης της Λωζάννης.
Όπως και οι άλλοι μουσουλμάνοι, έτσι και οι τουρκοκρητικοί ήταν πολύγαμοι από θρησκευτική παράδοση και διατηρούσαν στο κονάκι τους χαρέμι, οπού ζούσαν μέχρι τρεις το πολύ γυναίκες. Από αυτές η μια λεγόταν κεντριστή και ήταν συνήθως εξισλαμισμένη πρώην χριστιανή. Το περίεργο δε ήταν ότι ενώ όλο το κονάκι, είχε εξωτερική μεγαλοπρέπεια και εσωτερική ευρυχωρία, η επίπλωση του χαρεμιού ήταν απλή και φτωχή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην αρχή της τουρκικής κατάκτησης της Κρήτης, οι μουσουλμάνοι απέφευγαν να έχουν στα σπίτια τους κρεβάτια. Έστρωναν λοιπόν και κοιμόταν στο πάτωμα των δωματίων. Ξέστρωναν οι γυναίκες κάθε πρωί, τύλιγαν τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα τους και τα τοποθετούσαν σε μια γωνία, με ένα σεντόνι από πάνω. Σ' αυτό λοιπόν το κονάκι, ο τουρκοκρητικός διατηρούσε και το χαρέμι του. Το πώς κατόρθωνε να έχει υπάκουες σ' αυτόν τις δύο ή και τρεις συζύγους του, να είναι ο ίδιος «εντάξει» μαζί τους, στις «συζυγικές υποχρεώσεις» του, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται φανερές τουλάχιστον αντιζηλίες και όλες να είναι ικανοποιημένες και τέλος το πώς κατόρθωνε να ζούνε κάτω από την ίδια στέγη, με ειρήνη και ομόνοια, αφού μάλιστα ήταν και γυναίκες, είναι απορίας άξιον. Το πράγμα εξηγείται κάπως, επειδή αν και μόνο η μία ήταν νόμιμη και επίσημη σύζυγος, ενώ οι άλλες ήταν δούλες (σκλάβες), εντούτοις και αυτές είχαν την ιδιότητα της συζύγου.
Η πραγματική όμως εξήγηση του φαινομένου τούτου, ήταν ότι η κυριαρχία του άντρα στο σπίτι του, ήταν απόλυτη και αδιαμφισβήτητη. Έτσι αυτός ασκούσε την επιβολή και επίδραση στην ψυχή όλων των γυναικών του, που δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα παρά μόνο υποχρεώσεις απέναντι στον αφέντη τους και είχαν χάσει απέναντι του κάθε οντότητα και προσωπικότητα. Με τον καιρό όμως και σιγά-σιγά, η κατάσταση αυτή άλλαξε και η επίσημη γυναίκα απέκτησε κάποια δικαιώματα στο σπίτι μέσα όπου της αναγνωρίστηκε μια σχετική ηθική υπεροχή. Έτσι κάθε νόμιμη σύζυγος δεν ανεχόταν πλέον την συμβίωση με μια άλλη, οπότε ο γάμος και στους τουρκοκρητικούς από πολυγαμικός έγινε μονογαμικός. Ίσως το αποτέλεσμα αυτό να προέκυψε και από οικονομικούς λογούς. Έτσι ο τουρκοκρητικός συμπεριφερόταν καλλίτερα στην σύζυγο του, όπως εξάλλου επιτάσσει και ο ίδιος ο Μωάμεθ.
Στον πόλεμο, ο Τουρκοκρητικός δεν υστερούσε του Έλληνα χριστιανού, γι' αυτό κατά τις διάφορες επαναστάσεις, επειδή γνώριζαν καλά και τον τόπο αποτελούσαν σημαντική δύναμη που δυσκόλευε πολύ τους αγώνες των Ελλήνων και βάρυνε πολλές φορές στο αποτέλεσμα της μάχης. Κατά τις επαναστάσεις των Ελλήνων χριστιανών της Κρήτης, τάσσονταν με τον τουρκικό στρατό και μάχονταν κατά των συμπατριωτών τους, εναντίον εκείνων δηλ. που τον καιρό της ειρήνης, τους συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί, ή τους συνέδεαν φιλικές σχέσεις και συναλλάσσονταν εμπορικά ή συνεργάζονταν επαγγελματικά μαζί τους. Χωρίς τους ντόπιους Τουρκοκρητικούς ίσως ο τακτικός τουρκικός στρατός, ποτέ δεν θα τολμούσε να επιχειρήσει στρατιωτικά στο εσωτερικό της Μεγαλονήσου. Είναι δε βέβαιο ότι αν δεν προσέφεραν οι τουρκοκρητικοί, αυτή την μεγάλη στρατιωτική βοήθεια στον σουλτάνο, το πολιτικό και εθνικό ζήτημα της Κρήτης θα είχε λυθεί σύμφωνα με τις εθνικές μας επιδιώξεις, πάρα πολύ νωρίτερα.Λεωνίδας Κλωντζας.
Η καταγωγή των Τουρκοκρητικών.
Είναι πλέον αρκετά γνωστό, νομίζω, ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της τουρκοκρατούμενης Κρήτης ήταν, στη συντριπτική του πλειοψηφία (όχι όλοι, γι’ αυτό και τόσες τουρκικές λέξεις στην κρητική διάλεκτο), ελληνικής καταγωγής, Κρητικοί εξισλαμισμένοι, πολλοί από τους οποίους ξεκίνησαν ως κρυπτοχριστιανοί και σε μερικές γενιές εξισλαμίσθηκαν αληθινά.
Οι άνθρωποι αυτοί ούτε την τουρκική γλώσσα γνώριζαν ούτε άλλαζαν τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχαν πριν «τουρκέψουν» (αλλαξοπιστήσουν), εκτός από δύο σημεία: ότι από κατατρεγμένοι σκλάβοι ήταν τώρα απόλυτοι αφέντες και ότι, ως Τούρκοι (οι λέξεις Τούρκος και Ρωμιός είχαν θρησκευτική και όχι εθνική ή φυλετική σημασία), όφειλαν να τηρούν τις επιταγές και απαγορεύσεις της μουσουλμανικής θρησκείας, πράγμα που έκαναν πλημμελώς, γι’ αυτό και οι «ανατολίτες Τούρκοι» τους αποκαλούσαν περιφρονητικά μπουρμάδες, δηλ. γυρισμένους, με την έννοια του εξωμότη –ύβρη που πέρασε σε χρήση και από τους χριστιανούς του νησιού όταν αναφέρονταν στους Τουρκοκρήτες.
Έτσι, πολλοί Τουρκοκρήτες έπαιζαν λύρα, βιολί και τα λοιπά κρητικά μουσικά όργανα, συνέθεταν μαντινάδες και ρίμες, χόρευαν κρητικούς χορούς κ.λ.π., με τον ίδιο τρόπο που θέριζαν, όργωναν, άρμεγαν κ.τ.τ. όπως και οι χριστιανοί γείτονες ή συγχωριανοί τους.
Διαρκούσης της Τουρκοκρατίας ο Ιωάννης Κονδυλάκης στην εφημερίδα «Εστία» 15 και 16.6.1896 γράφει τα παρακάτω χαρακτηριστικά (βλ. Ιωάννη Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, εκδ. Αηδών, Αθήναι 1961, σελ. 372-385):
«(…) Αναρχία πλήρης διά τους Τούρκους, τρομοκρατία απαραδειγμάτιστος διά τους χριστιανούς. Ο φόνος χριστιανου έμενεν ατιμώρητος, διό οι Τούρκοι εφόνευον πάντα χριστιανόν ζωηρόν, εφόνευον προς απλήν τέρψιν, προς εξάσκησιν εις την σκοποβολήν· ο φόνος τούρκου ετιμωρείτο δι’ εξοντώσεως χωρίου ολοκλήρου χριστιανικού.
Όσοι δε των χριστιανών διέφευγον τον θάνατον υπεβάλλοντο εις σκληροτάτας δοκιμασίας και απανθρώπους εξευτελισμούς (…) Πολλάκις αγάδες, εισερχόμενοι εις τους ναούς εν μέσω της λειτουργίας, απέστελλον τους εκκλησιαζομένους εις αγγαρείας. Άλλλοι ήρπαζον τας νύμφας μικρόν μετά την τέλεσιν του γάμου, φονεύοντες τους γαμβρούς. Τινές δε συγκαλούντες κόρας και γυναίκας, τας υπεχρέωνον να χορεύωσιν ημίγυμναι προς διασκέδασίν των. (…)
Τότε… ο τουρκικός πληθυσμός εδιπλασιάσθη διά πολυαρίθμων αλλαξοπιστιών. Πολλών χωρίων οι κάτοικοι, απαυδήσαντες, μετέβησαν αθρόοι με τον ιερέα των επί κεφαλής και ησπάσθησαν τα δόγματα του Κορανίου. Λέγεται μάλιστα ότι τόσοι διά μιάς μετέβησαν από το Μονοφάτσι, ώστε επιδή ήτο δύσκολον να εκτελεσθή επί τόσων ανδρών η απαιτουμένη εγχείρησις, ο ιμάμης Ηρακλείου ανέγνωσεν απλώς μίαν ευχήν και έπειτα είπε προς τους νεοφωτίστους:
-Άειντε, Τούρκοι!
Και οι χθες ραγιάδες εφόρεσαν το σαρίκι του αγά και… ανέπνευσαν.
Ούτω δε όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πεδινής εκείνης επαρχίας εξισλαμίσθη και σήμερον εντός των χωρίων της, μόνον ερειπωμέναι εκκλησίαι ενθυμίζουν ότι οι φανατικοί εκείνοι Τούρκοι υπήρξαν ποτέ χριστιανοί. Κατά τρόπον όμοιον εσχηματίσθη και ο μωαμεθανικός πληθυσμός του Σελύνου, αναμφιβόλως δε και της Αμπαδιάς. Και αν δεν επήρχετο η επανάστασις του 1821 διέτρεχε κίνδυνον η Κρήτη, ή να εξοντωθή ο χριστιανικός αυτής πληθυσμός ή να εξισλαμισθή εντελως. Η επανάστασις εκείνη ανεπτέρωσε το θάρρος των χριστιανών έκτοτε δε αντί ν’ αυξήσει ο τουρκικός πληθυσμός, ήρχισε μάλλον να ελαττούται, επανελθόντων και τινών εκ των εξομωτών εις το πάτριον θρήσκευμα.»
Βεβαίως, οι περισσότεροι από τους εξομώτες αλλαξοπίστιζαν μόνο φαινομενικά, ενώ διατηρούσαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη. Έτσι, είχαμε και στην Κρήτη έντονο το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών, κάποιοι από τους οποίους έλαβαν και ενεργό δράση στις επαναστάσεις (όπως οι Κουρμούληδες) φτάνοντας μέχρι και το μαρτύριο (όπως οι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου, καταγόμενοι από τις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου).
Όμως οι περισσότεροι, με την πάροδο του χρόνου, έχασαν την ελπίδα και το θάρρος τους και κατέληξαν οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους αληθινοί μουσουλμάνοι, και μάλιστα φανατικοί: «αι φυσικαί προς χριστιανούς συγγένειαί των ελησμονήθησαν, η αμάθεια εσκότισε την μνήμην και το λογικόν, το δηλητήριον του μωαμεθανισμού επώρωσε και εσκλήρυνε τας ψυχάς των, η προνομιούχος θέσις των ως δεσποτών τους εμάθυσε και εγέννησεν αυτοίς συναίσθημα τι φυλετισμού… Ήτον δυνατόν αυτοί οι ανδρείοι και υπερήφανοι να έχουν τι το κοινόν προς τους ταπεινούς, τους περιφρονημένους και αθλίους ραγιάδες;» (Κονδυλάκης, ό.π.)
Για το ίδιο θέμα βλ. και το βιβλίο του Νικολάου Π. Ανδριώτη Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα, Εθνική Βιβλιοθήκη, δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1974, αλλά και στο προαναφερθέν βιβλίο του Sieber, σελ. 160-163.
Ως προς τον τρόπο ζωής γενικότερα, οι Τουρκοκρητικοί, όπως είπαμε, δεν άλλαξαν τη γλώσσα τους ούτε τις συνήθεις ασχολίες της καθημερινότητας. Στο βιβλίο του Γιάννη Δ. Τσίβη Χανιά 1252-1940, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993,σελ. 111 κ. εξ., διαβάζουμε για τους Τουρκοκρητικούς των Χανίων:
«Οι Τουρκοκρητικοί είχαν τα ίδια περίπου ήθη κι έθιμα με τους Έλληνες κατοίκους της Κρήτης. Στους πολέμους ήταν γενναίοι, τηρούσαν την υπόσχεσή τους και συμπεριφέρονταν μεγαλόψυχα στους ασθενείς και στους ανήμπορους.» (σσ. κατά παράδοσιν οι «Χανιώτες Τούρκοι» ήταν γνωστοί «μπεσαλήδες», δηλ. έντιμοι και συνεπείς στο λόγο της τιμής τους× αυτό όμως, δυστυχώς, δεν ήταν κανόνας για τους Τουρκοκρητικούς γενικά.) «Οι Τουρκοκρητικοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είχαν μια μόνο σύζυγο. Κυριότερη αιτία της μονογαμίας των Κρητικών Μουσουλμάνων ήταν το γεγονός πως οι περισσότεροι ήταν εξισλαμισμένοι Χριστιανοί Ενετοί ή Έλληνες και, από παράδοση, διατήρησαν τη μονογαμία καθώς και πολλά από τα ήθη και έθιμα των συμπατριωτών τους Χριστιανών.»
Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Από τον www.cretan-music.gr
http://eleytherospoliorkimenos.blogspot.com/
«Οι “Τούρκοι” της Κρήτης – καθώς δεν είναι πραγματικοί Τούρκοι αλλά εξωμότες χριστιανοί
– δεν ενδιαφέρονται για τον Προφήτη. Οι πραγματικοί Τούρκοι, αυτοί που συγκρότησαν το στρατό, ο οποίος κατάλαβε το νησί, έφυγαν και όσοι απέμειναν και αυτοαποκαλούνται Τούρκοι είναι Κρητικοί στην εμφάνιση και εκτός αυτού μιλούν την Κρητική γλώσσα. Ελάχιστοι από τους τουρκοκρητικούς που συνάντησα ήξεραν αρκετά τουρκικά, ενώ πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, δεν ακολουθούσαν το Κοράνι καθώς έπιναν ελεύθερα κρασί». Δυστυχώς οι Τουρκοκρητικοί ήταν αυτοί που πρωτοστατούσαν στις σφαγές ενάντια στους επαναστατημένους Κρητικούς.
Για τον αριθμό των Κρητών που εξισλαμίστηκαν δεν έχουμε αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν εντυπωσιακός, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής. Ήδη το 1657, δώδεκα χρόνια πριν από την άλωση του Χάνδακα, οι εξισλαμισμένοι Κρήτες ανέρχονταν σε 60.000 και, στο τέλος του πρώτου αιώνα της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, ο μισός σχεδόν πληθυσμός της είχε περάσει στο Ισλάμ. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η μεγάλη πλειονότητα των 260.000 κατοίκων της Κρήτης ήταν μουσουλμάνοι, ενώ, στο τέλος του, χάρη στις βελτιωμένες συνθήκες ζωής των χριστιανών, η αναλογία ήταν σχεδόν ένα προς ένα. Μετά το 1821, στη διάρκεια της μάλλον ήπιας αιγυπτιακής κατοχής, οι χριστιανοί αυξήθηκαν και αποτέλεσαν την πλειονότητα το 1858, όταν 60.000 μουσουλμάνοι αντιστοιχούσαν σε 220.000 χριστιανούς. Αυτή η υπεροχή των χριστιανών αυξήθηκε κι άλλο στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν 303.000 χριστιανοί αντιστοιχούσαν σε 34.000 μουσουλμάνους, που με τη σειρά τους υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το νησί το 1923, όταν άρχισε να ισχύει το πρόγραμμα ανταλλαγής πληθυσμών της συνθήκης της Λωζάννης.
Όπως και οι άλλοι μουσουλμάνοι, έτσι και οι τουρκοκρητικοί ήταν πολύγαμοι από θρησκευτική παράδοση και διατηρούσαν στο κονάκι τους χαρέμι, οπού ζούσαν μέχρι τρεις το πολύ γυναίκες. Από αυτές η μια λεγόταν κεντριστή και ήταν συνήθως εξισλαμισμένη πρώην χριστιανή. Το περίεργο δε ήταν ότι ενώ όλο το κονάκι, είχε εξωτερική μεγαλοπρέπεια και εσωτερική ευρυχωρία, η επίπλωση του χαρεμιού ήταν απλή και φτωχή. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, στην αρχή της τουρκικής κατάκτησης της Κρήτης, οι μουσουλμάνοι απέφευγαν να έχουν στα σπίτια τους κρεβάτια. Έστρωναν λοιπόν και κοιμόταν στο πάτωμα των δωματίων. Ξέστρωναν οι γυναίκες κάθε πρωί, τύλιγαν τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα τους και τα τοποθετούσαν σε μια γωνία, με ένα σεντόνι από πάνω. Σ' αυτό λοιπόν το κονάκι, ο τουρκοκρητικός διατηρούσε και το χαρέμι του. Το πώς κατόρθωνε να έχει υπάκουες σ' αυτόν τις δύο ή και τρεις συζύγους του, να είναι ο ίδιος «εντάξει» μαζί τους, στις «συζυγικές υποχρεώσεις» του, έτσι ώστε να μην δημιουργούνται φανερές τουλάχιστον αντιζηλίες και όλες να είναι ικανοποιημένες και τέλος το πώς κατόρθωνε να ζούνε κάτω από την ίδια στέγη, με ειρήνη και ομόνοια, αφού μάλιστα ήταν και γυναίκες, είναι απορίας άξιον. Το πράγμα εξηγείται κάπως, επειδή αν και μόνο η μία ήταν νόμιμη και επίσημη σύζυγος, ενώ οι άλλες ήταν δούλες (σκλάβες), εντούτοις και αυτές είχαν την ιδιότητα της συζύγου.
Η πραγματική όμως εξήγηση του φαινομένου τούτου, ήταν ότι η κυριαρχία του άντρα στο σπίτι του, ήταν απόλυτη και αδιαμφισβήτητη. Έτσι αυτός ασκούσε την επιβολή και επίδραση στην ψυχή όλων των γυναικών του, που δεν είχαν κανένα απολύτως δικαίωμα παρά μόνο υποχρεώσεις απέναντι στον αφέντη τους και είχαν χάσει απέναντι του κάθε οντότητα και προσωπικότητα. Με τον καιρό όμως και σιγά-σιγά, η κατάσταση αυτή άλλαξε και η επίσημη γυναίκα απέκτησε κάποια δικαιώματα στο σπίτι μέσα όπου της αναγνωρίστηκε μια σχετική ηθική υπεροχή. Έτσι κάθε νόμιμη σύζυγος δεν ανεχόταν πλέον την συμβίωση με μια άλλη, οπότε ο γάμος και στους τουρκοκρητικούς από πολυγαμικός έγινε μονογαμικός. Ίσως το αποτέλεσμα αυτό να προέκυψε και από οικονομικούς λογούς. Έτσι ο τουρκοκρητικός συμπεριφερόταν καλλίτερα στην σύζυγο του, όπως εξάλλου επιτάσσει και ο ίδιος ο Μωάμεθ.
Στον πόλεμο, ο Τουρκοκρητικός δεν υστερούσε του Έλληνα χριστιανού, γι' αυτό κατά τις διάφορες επαναστάσεις, επειδή γνώριζαν καλά και τον τόπο αποτελούσαν σημαντική δύναμη που δυσκόλευε πολύ τους αγώνες των Ελλήνων και βάρυνε πολλές φορές στο αποτέλεσμα της μάχης. Κατά τις επαναστάσεις των Ελλήνων χριστιανών της Κρήτης, τάσσονταν με τον τουρκικό στρατό και μάχονταν κατά των συμπατριωτών τους, εναντίον εκείνων δηλ. που τον καιρό της ειρήνης, τους συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί, ή τους συνέδεαν φιλικές σχέσεις και συναλλάσσονταν εμπορικά ή συνεργάζονταν επαγγελματικά μαζί τους. Χωρίς τους ντόπιους Τουρκοκρητικούς ίσως ο τακτικός τουρκικός στρατός, ποτέ δεν θα τολμούσε να επιχειρήσει στρατιωτικά στο εσωτερικό της Μεγαλονήσου. Είναι δε βέβαιο ότι αν δεν προσέφεραν οι τουρκοκρητικοί, αυτή την μεγάλη στρατιωτική βοήθεια στον σουλτάνο, το πολιτικό και εθνικό ζήτημα της Κρήτης θα είχε λυθεί σύμφωνα με τις εθνικές μας επιδιώξεις, πάρα πολύ νωρίτερα.Λεωνίδας Κλωντζας.
Η καταγωγή των Τουρκοκρητικών.
Είναι πλέον αρκετά γνωστό, νομίζω, ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της τουρκοκρατούμενης Κρήτης ήταν, στη συντριπτική του πλειοψηφία (όχι όλοι, γι’ αυτό και τόσες τουρκικές λέξεις στην κρητική διάλεκτο), ελληνικής καταγωγής, Κρητικοί εξισλαμισμένοι, πολλοί από τους οποίους ξεκίνησαν ως κρυπτοχριστιανοί και σε μερικές γενιές εξισλαμίσθηκαν αληθινά.
Οι άνθρωποι αυτοί ούτε την τουρκική γλώσσα γνώριζαν ούτε άλλαζαν τρόπο ζωής απ’ αυτόν που είχαν πριν «τουρκέψουν» (αλλαξοπιστήσουν), εκτός από δύο σημεία: ότι από κατατρεγμένοι σκλάβοι ήταν τώρα απόλυτοι αφέντες και ότι, ως Τούρκοι (οι λέξεις Τούρκος και Ρωμιός είχαν θρησκευτική και όχι εθνική ή φυλετική σημασία), όφειλαν να τηρούν τις επιταγές και απαγορεύσεις της μουσουλμανικής θρησκείας, πράγμα που έκαναν πλημμελώς, γι’ αυτό και οι «ανατολίτες Τούρκοι» τους αποκαλούσαν περιφρονητικά μπουρμάδες, δηλ. γυρισμένους, με την έννοια του εξωμότη –ύβρη που πέρασε σε χρήση και από τους χριστιανούς του νησιού όταν αναφέρονταν στους Τουρκοκρήτες.
Έτσι, πολλοί Τουρκοκρήτες έπαιζαν λύρα, βιολί και τα λοιπά κρητικά μουσικά όργανα, συνέθεταν μαντινάδες και ρίμες, χόρευαν κρητικούς χορούς κ.λ.π., με τον ίδιο τρόπο που θέριζαν, όργωναν, άρμεγαν κ.τ.τ. όπως και οι χριστιανοί γείτονες ή συγχωριανοί τους.
Διαρκούσης της Τουρκοκρατίας ο Ιωάννης Κονδυλάκης στην εφημερίδα «Εστία» 15 και 16.6.1896 γράφει τα παρακάτω χαρακτηριστικά (βλ. Ιωάννη Κονδυλάκη, Τα Άπαντα, εκδ. Αηδών, Αθήναι 1961, σελ. 372-385):
«(…) Αναρχία πλήρης διά τους Τούρκους, τρομοκρατία απαραδειγμάτιστος διά τους χριστιανούς. Ο φόνος χριστιανου έμενεν ατιμώρητος, διό οι Τούρκοι εφόνευον πάντα χριστιανόν ζωηρόν, εφόνευον προς απλήν τέρψιν, προς εξάσκησιν εις την σκοποβολήν· ο φόνος τούρκου ετιμωρείτο δι’ εξοντώσεως χωρίου ολοκλήρου χριστιανικού.
Όσοι δε των χριστιανών διέφευγον τον θάνατον υπεβάλλοντο εις σκληροτάτας δοκιμασίας και απανθρώπους εξευτελισμούς (…) Πολλάκις αγάδες, εισερχόμενοι εις τους ναούς εν μέσω της λειτουργίας, απέστελλον τους εκκλησιαζομένους εις αγγαρείας. Άλλλοι ήρπαζον τας νύμφας μικρόν μετά την τέλεσιν του γάμου, φονεύοντες τους γαμβρούς. Τινές δε συγκαλούντες κόρας και γυναίκας, τας υπεχρέωνον να χορεύωσιν ημίγυμναι προς διασκέδασίν των. (…)
Τότε… ο τουρκικός πληθυσμός εδιπλασιάσθη διά πολυαρίθμων αλλαξοπιστιών. Πολλών χωρίων οι κάτοικοι, απαυδήσαντες, μετέβησαν αθρόοι με τον ιερέα των επί κεφαλής και ησπάσθησαν τα δόγματα του Κορανίου. Λέγεται μάλιστα ότι τόσοι διά μιάς μετέβησαν από το Μονοφάτσι, ώστε επιδή ήτο δύσκολον να εκτελεσθή επί τόσων ανδρών η απαιτουμένη εγχείρησις, ο ιμάμης Ηρακλείου ανέγνωσεν απλώς μίαν ευχήν και έπειτα είπε προς τους νεοφωτίστους:
-Άειντε, Τούρκοι!
Και οι χθες ραγιάδες εφόρεσαν το σαρίκι του αγά και… ανέπνευσαν.
Ούτω δε όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πεδινής εκείνης επαρχίας εξισλαμίσθη και σήμερον εντός των χωρίων της, μόνον ερειπωμέναι εκκλησίαι ενθυμίζουν ότι οι φανατικοί εκείνοι Τούρκοι υπήρξαν ποτέ χριστιανοί. Κατά τρόπον όμοιον εσχηματίσθη και ο μωαμεθανικός πληθυσμός του Σελύνου, αναμφιβόλως δε και της Αμπαδιάς. Και αν δεν επήρχετο η επανάστασις του 1821 διέτρεχε κίνδυνον η Κρήτη, ή να εξοντωθή ο χριστιανικός αυτής πληθυσμός ή να εξισλαμισθή εντελως. Η επανάστασις εκείνη ανεπτέρωσε το θάρρος των χριστιανών έκτοτε δε αντί ν’ αυξήσει ο τουρκικός πληθυσμός, ήρχισε μάλλον να ελαττούται, επανελθόντων και τινών εκ των εξομωτών εις το πάτριον θρήσκευμα.»
Βεβαίως, οι περισσότεροι από τους εξομώτες αλλαξοπίστιζαν μόνο φαινομενικά, ενώ διατηρούσαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη. Έτσι, είχαμε και στην Κρήτη έντονο το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών, κάποιοι από τους οποίους έλαβαν και ενεργό δράση στις επαναστάσεις (όπως οι Κουρμούληδες) φτάνοντας μέχρι και το μαρτύριο (όπως οι Τέσσερις Μάρτυρες του Ρεθύμνου, καταγόμενοι από τις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου).
Όμως οι περισσότεροι, με την πάροδο του χρόνου, έχασαν την ελπίδα και το θάρρος τους και κατέληξαν οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους αληθινοί μουσουλμάνοι, και μάλιστα φανατικοί: «αι φυσικαί προς χριστιανούς συγγένειαί των ελησμονήθησαν, η αμάθεια εσκότισε την μνήμην και το λογικόν, το δηλητήριον του μωαμεθανισμού επώρωσε και εσκλήρυνε τας ψυχάς των, η προνομιούχος θέσις των ως δεσποτών τους εμάθυσε και εγέννησεν αυτοίς συναίσθημα τι φυλετισμού… Ήτον δυνατόν αυτοί οι ανδρείοι και υπερήφανοι να έχουν τι το κοινόν προς τους ταπεινούς, τους περιφρονημένους και αθλίους ραγιάδες;» (Κονδυλάκης, ό.π.)
Για το ίδιο θέμα βλ. και το βιβλίο του Νικολάου Π. Ανδριώτη Κρυπτοχριστιανικά Κείμενα, Εθνική Βιβλιοθήκη, δημοσιεύματα της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1974, αλλά και στο προαναφερθέν βιβλίο του Sieber, σελ. 160-163.
Ως προς τον τρόπο ζωής γενικότερα, οι Τουρκοκρητικοί, όπως είπαμε, δεν άλλαξαν τη γλώσσα τους ούτε τις συνήθεις ασχολίες της καθημερινότητας. Στο βιβλίο του Γιάννη Δ. Τσίβη Χανιά 1252-1940, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1993,σελ. 111 κ. εξ., διαβάζουμε για τους Τουρκοκρητικούς των Χανίων:
«Οι Τουρκοκρητικοί είχαν τα ίδια περίπου ήθη κι έθιμα με τους Έλληνες κατοίκους της Κρήτης. Στους πολέμους ήταν γενναίοι, τηρούσαν την υπόσχεσή τους και συμπεριφέρονταν μεγαλόψυχα στους ασθενείς και στους ανήμπορους.» (σσ. κατά παράδοσιν οι «Χανιώτες Τούρκοι» ήταν γνωστοί «μπεσαλήδες», δηλ. έντιμοι και συνεπείς στο λόγο της τιμής τους× αυτό όμως, δυστυχώς, δεν ήταν κανόνας για τους Τουρκοκρητικούς γενικά.) «Οι Τουρκοκρητικοί, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, είχαν μια μόνο σύζυγο. Κυριότερη αιτία της μονογαμίας των Κρητικών Μουσουλμάνων ήταν το γεγονός πως οι περισσότεροι ήταν εξισλαμισμένοι Χριστιανοί Ενετοί ή Έλληνες και, από παράδοση, διατήρησαν τη μονογαμία καθώς και πολλά από τα ήθη και έθιμα των συμπατριωτών τους Χριστιανών.»
Γράφει ο Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
Από τον www.cretan-music.gr
http://eleytherospoliorkimenos.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως