Η επίσημη σφραγίδα της Γενικής Διοικήσεως Κρήτης, κατά την περίοδο 1821-1824 |
Κρήτη η ανεκπλήρωτη κτίση του αγγλικού στέμματος.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1830-1840
Οι διεθνείς Συνθήκες του 1829,1830 και 1832, απέκλεισαν την Κρήτη από το νέο Ελληνικό Βασίλειο, εξέλιξη που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες τόσο στην Κρήτη όσο και στην Ελλάδα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων απέκλεισαν τα Κρητικά παράλια, για να επιβάλουν την ειρήνη στο νησί, ενώ το «Κρητικόν Συμβούλιον» δεν σταμάτησε τις εκκλήσεις και τα διαβήματα προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης, διεκτραγωδώντας και την εσωτερική κατάσταση της Κρήτης. Απόπειρα των Κρητών να ανακαταλάβουν το φρούριο της Γραμπούσας και να αναζωπυρώσουν την επανάσταση απέτυχε. Στις 23 Νοεμβρίου συνεδρίασε για τελευταία φορά το «Κρητικόν Συμβούλιον» στους Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Συνέταξε μια τελευταία διαμαρτυρία προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας και προς τους Ναυάρχους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, στην οποία κατήγγελλε τη γενική συνωμοσία εις βάρος της Κρήτης:
Συντάχθηκε επίσης ψήφισμα για την οργάνωση μόνιμης Επιτροπής, η οποία θα παρακολουθούσε στο εξής την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος και θα εξασφάλιζε τη συνοχή και τη συνεργασία των χιλιάδων Κρητών, που είχαν εγκατασταθεί ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα. Η στάση της Αγγλικής διπλωματίας απέναντι στο Κρητικό ζήτημα συνδεόταν με τη γενικότερη πολιτική της για το Ανατολικό Ζήτημα.
Η Αγγλία θεωρούσε τον έλεγχο της Κρήτης ως θέμα κεφαλαιώδους σημασίας για την υποστήριξη των συμφερόντων της στην Ανατολή. Η γεωγραφική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων επικοινωνιών, την καθιστούσε «κλειδί του Ελληνικού αρχιπελάγους» και μαζί με την Κύπρο ήταν «τα κλειδιά της Αιγύπτου». Το πρόβλημα του Αγγλικού ελέγχου στην Κρήτη είχε γεννηθεί ήδη από την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων (1806), όταν η Αγγλία σχεδίαζε την άμεση κατάληψη του νησιού, στην περίπτωση που η Γαλλία και η Ρωσία επεξέτειναν τις ζώνες επιρροής τους στο Βορρά και στην Ανατολή.
Είναι λοιπόν προφανές ότι το δόγμα της ακεραιότητας της Τουρκίας, που το υποστήριζε σταθερά η Αγγλική διπλωματία, αποσκοπούσε, κοντά σε πολλά άλλα, και στην κατοχή της Κρήτης από δύναμη φιλική προς την Αγγλία, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν η ναυτική κυριαρχία της στη Μεσόγειο. Αυτός ήταν ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο η Αγγλία αρνήθηκε να περιληφθεί η Κρήτη στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
Οι Εξελίξεις στην Κρητική Κοινωνία
Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, η διοίκηση της νήσου ανατέθηκε στον Μουσταφά Πασά, ο οποίος διατηρήθηκε στη θέση αυτή ως το 1851. Κατά την περίοδο εκείνη, στην Κρητική κοινωνία συντελέστηκαν σημαντικές μεταβολές. Το τέλος της Επανάστασης του 1821 είχε βρει την Κρήτη γεμάτη «ερείπια και χήρες», καθώς μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είχε χαθεί ή εγκαταλείψει το νησί. Στοχεύοντας στην ειρήνευση, ο Μουσταφά Πασάς απέφυγε να δώσει σημαντικές θέσεις σε Τουρκοκρητικούς, διόρισε μεικτά συμβούλια σε κάθε σαντζάκι (νομό) και εισήγαγε την Ελληνική γλώσσα στα δημόσια έγγραφα, ενώ παράλληλα αφαίρεσε από τους ντόπιους αγάδες τον έλεγχο της συλλογής των φόρων.
Ταυτόχρονα, η αναδιοργάνωση του Οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος οδήγησε στη βαθμιαία αφαίρεση των τιμαρίων από τους παλαιούς τιμαριούχους. Συμπερασματικά, η Μουσουλμανική κοινότητα της Κρήτης βρέθηκε με μειωμένη πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό και αποστερήθηκε την ιδιοποίηση ενός σημαντικού μεριδίου των παραγόμενων από την κατακτημένη κοινωνία αγαθών. Η επακόλουθη αποθάρρυνση οδήγησε στην εμφάνιση δύο φαινομένων.
Το πρώτο συνίσταται στο ότι ένας σημαντικός αριθμός Τουρκοκρητικών επιστρέφει στο χριστιανισμό (άλλωστε η μεγάλη μάζα των Μουσουλμάνων της Κρήτης δεν προερχόταν από Τούρκους εποίκους, αλλά από Χριστιανούς που είχαν εξισλαμιστεί).
Το δεύτερο φαινόμενο είναι ότι πολλοί Τουρκοκρητικοί συρρέουν στα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί μια Χριστιανική ύπαιθρος (82% του αγροτικού πληθυσμού το 1881 ήταν Χριστιανοί) που περιέσφιγγε τις Μουσουλμανικές πόλεις (οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 70% του αστικού πληθυσμού).
Οι στατιστικές προ του 1881 διαπιστώνουν μια συνεχώς ογκούμενη χριστιανική πλειοψηφία, εξέλιξη που συνοδεύτηκε και από ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο: τη συστηματική αγορά γης από τους χριστιανούς. Είναι ενδεικτικό το σχόλιο του Ισμαήλ Χακίμ Πασά ότι, αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν με υπομονή, θα κατέληγαν να αγοράσουν χωρίς επανάσταση την Κρήτη από τους Τούρκους. Όλες αυτές οι εξελίξεις συντέλεσαν στη διαμόρφωση της «Κρητικής ιδιαιτερότητας» μέσα στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
''Σε έναν τόπο σαφώς οριοθετημένο -ένα νησί- κατοικούσε ένας πληθυσμός στέρεα ριζωμένος στη γη του, στην πλειονότητα του ομογενής σε ό,τι αφορά τη γλώσσα (Ελληνική), τη θρησκεία (Χριστιανική Ορθόδοξη) και τη συνείδηση ότι ανήκε σε μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα, η οποία διέθετε ήδη ανεξάρτητη κρατική υπόσταση σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων''.
Απέναντι σ' αυτό τον πληθυσμό, η Οθωμανική εξουσία βρισκόταν σε διαρκή κρίση, αδυνατώντας να χαράξει μια συνεπή πολιτική, καθώς η μετριοπάθεια και η αλαζονεία εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα που αποπέμπονταν οι εκάστοτε ιθύνοντες, μετά τον Μουσταφά Πασά, 37 Γενικοί Διοικητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 46 ετών, με 15μηνο μέσο όρο θητείας. Τα δεδομένα αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων που ξεσπούν στην Κρήτη σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εν μέρει με τη συνδρομή των Ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά κάποτε και παρά τη θέληση του επίσημου Ελληνικού κράτους.
Η περίοδος της Αιγυπτιοκρατίας (1830 - 1840)
Ο σουλτάνος παραχώρησε την Κρήτη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρει κατά τη διάρκεια της δεκαετούς επανάστασης στην Πελοπόννησο και την Κρήτη, και η παραχώρηση αυτή κατοχυρώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Έτσι η Κρήτη περνούσε από την Τουρκική στην Αιγυπτιακή κατοχή, σε μια νέα περίοδο «εστιλβωμένης δουλείας». Ο φιλόδοξος μονάρχης της Αιγύπτου κατανοούσε τη σπουδαιότητα που είχε για τη χώρα του η κατοχή της Κρήτης και απέβλεψε από την αρχή στη μονιμοποίηση της νέας κατάστασης.
Για να αποφύγει εξωτερικές επεμβάσεις και διεθνείς περιπλοκές, έλαβε αμέσως σύντονα μέτρα για την εξασφάλιση της εσωτερικής γαλήνης και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος με επιφανειακή ισονομία και δικαιοσύνη, ενώ παράλληλα έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα μεγάλων κοινωφελών έργων στο νησί. Για την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος επιβλήθηκε επαχθέστατη φορολογία στο Χριστιανικό πληθυσμό. Οι νέες καταπιέσεις ανάγκασαν τους Κρήτες να προβούν σε έντονη άοπλη διαμαρτυρία στο χωριό Μουρνιές των Χανίων. Η ενέργεια αυτή έμεινε στην ιστορία ως «Κίνημα των Μουρνιών, ή των Μουρνιδών» (Σεπτέμβριος 1833).
Περίπου 7.000 άοπλοι Χριστιανοί από όλες τις επαρχίες της Κρήτης διαδήλωσαν την πικρία και την αγανάκτησή τους και υπέγραψαν αναφορά προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, επικαλούμενοι την προστασία τους. Η αντίδραση της Αιγυπτιακής διοίκησης υπήρξε άμεση και σκληρή. Συνελήφθησαν 41 πρωταίτιοι και απαγχονίστηκαν. Τα φιλόδοξα σχέδια του Μωχάμετ Άλι ενοχλούσαν πολλούς Άγγλους πολιτικούς, οι οποίοι επανειλημμένα έθεσαν το θέμα της κατάληψης της Κρήτης ή της απόσπασής της από την Αιγυπτιακή κυριαρχία.
Τέτοιες επώνυμες προτάσεις έγιναν μετά το κίνημα των Μουρνιδών, και το 1837, όταν είχε δημιουργηθεί πρόβλημα ετοιμότητας του Βρετανικού ναυτικού στην Ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας των επεκτατικών σχεδίων της Ρωσίας. Η κατάληψη και οχύρωση του κόλπου της Σούδας και άλλων επίκαιρων θέσεων των Κρητικών παραλίων ήταν στα άμεσα σχέδια των Άγγλων στρατιωτικών. Από τη δική τους πλευρά, οι Κρήτες άρχισαν να κατανοούν ότι η δύναμη των όπλων δεν ήταν αρκετή για τη λύση του Κρητικού Ζητήματος και ότι η ελευθερία και η εθνική αποκατάσταση του νησιού ήταν κυρίως θέμα της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, και περισσότερο της Αγγλικής.
Καθώς μάλιστα η νέα δεσποτεία στην Κρήτη φαινόταν πανίσχυρη και η ξένη διπλωματία δεν έδειχνε καμιά διάθεση να ασχοληθεί με ένα ζήτημα, που μόλις πριν από λίγο το είχε κλείσει. Πολλοί Κρήτες επαναστάτες και διανοούμενοι, που είχαν καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα, άρχισαν να μεθοδεύουν νέα σχήματα ενεργειών. Επιτροπή Κρητών υπέβαλε στην Αγγλία στις 20 Νοεμβρίου 1839 πρόταση για αποικιακή κατοχή της νήσου ή ακόμη και για ανακήρυξή της σε Αγγλικό προτεκτοράτο. Η Αγγλία, απασχολημένη με άλλα μείζονος σημασίας προβλήματα στην Ανατολή, δεν έδειξε τότε καμιά διάθεση να κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο φιλέλληνας υπουργός λόρδος Πάλμερστον έδωσε την απάντηση: «Εφόσον η Κρήτη ανήκει de facto et de jure στο Σουλτάνο, θα ήταν αδύνατο για τη Μ. Βρετανία να αποσπάσει το νησί από τη φίλη και σύμμαχο της Τουρκία και να το υπαγάγει στις κτήσεις του Στέμματος». Αλλά και η επίσημη Ελληνική πολιτική αποδοκίμαζε και καταδίκαζε τέτοιες κινήσεις, που όχι μόνο εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον της Κρήτης, αλλά ήταν ενδεχόμενο να προκαλέσουν και για την ίδια την Ελλάδα περιπλοκές, που ίσως οδηγούσαν σε Ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Η μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα έτη 1839 - 1841, με το δεύτερο Τουρκοαιγυπτιακό πόλεμο, επηρέασε, όπως ήταν φυσικό, και τα Κρητικά πράγματα. Η ήττα του Μωχάμετ Άλι στη Συρία κλόνισε την Αιγυπτιακή κυριαρχία στην Κρήτη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, των οποίων οι αντιθέσεις ευνοούσαν την Τουρκία, αφού το δόγμα της ακεραιότητάς της εξασφάλιζε τις λεπτές ισορροπίες της Ευρωπαϊκής ειρήνης, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Λονδίνου (3 Ιουλίου 1840) να αποσπάσουν την Κρήτη από την Αίγυπτο και να την επαναφέρουν στην απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου.
Ο επαναστατικός αγώνας στην Κρήτη συνεχίζεται με την
Επανάσταση του Χαιρέτη - Βασιλογεώργη (1841)
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση μέρους από
http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2758/Themata-Neoellinikis-Istorias_G-Lykeiou_html-apli/index4_3.html
http://kriti365.blogspot.com/2018/06/1821-1898_7.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως