19 Δεκεμβρίου 2015

Όστις δεν είδε την αθλιότητα του λαού εκείνου δεν δύναται να την πιστεύση. (Zuanne Mocenigo)

Η Πολιτική κοινωνική και στρατιωτική κατάσταση στην Κρήτη κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας. 

Η έκθεση του Zuanne Mocenigo (1589).
1. Τα κύρια μέσα για την άμυνα των παραλίων της Κρήτης και για την παρεμπόδιση των αποβάσεων του εχθρού στις απέραντες ακρογιαλιές του είναι μόνον οι επαρκείς ναυτικές δυνάμεις, και αυτές είναι κυρίως ελληνικές. Σύμφωνα με την έκθεση του Mocenigo του 1589, τα στελέχη τους τ' αποτελούν ο εντόπιοι Έλληνες και οι Βενετοί ευγενείς, οι οποίοι επιστρατεύονται ως ανώτεροι αξιωματικοί των γαλερών (sopracomiti), η ως nobili όταν είναι νεαροί και δεν έχουν ακόμη πείρα.
Τα πληρώματα όμως είναι σχεδόν απόλυτα ελληνικά: οι κάτοικοι των πόλεων, που είναι πολύ καλοί ναυτικοί, ιδίως του Χάνδακα και των Χανιών. 
Αυτοί οι ναυτικοί, που στον καιρό της ειρήνης ταξιδεύουν με διάφορα καράβια στην Συρία, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Νησιά και στα διάφορα μέρη της τουρκικής αυτοκρατορίας, έχουν τόσο εξοικειωθή με τους κινδύνους της θάλασσας, ώστε στον καιρό του πολέμου προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες ως ακόλουθοι (compagni), καραβοκύρηδες (paroni), πιλότοι (peotti) και υπαξιωματικοί. Τόση γενικά είναι η εμπειρία των Κρητικών στα ναυτικά, ώστε μια παροιμία έλεγε: όταν στην Κρήτη γεννιέται ένας χωρικός, γεννιέται ένας γαλεότος (άνδρας για τις γαλέρες).
Οι ναυτικοί Κρητικοί κατά την εποχή αυτή φτάνουν τους 4.827 άνδρες, δηλαδή ο αριθμός τους δεν έχει σχεδόν καθόλου αυξηθή από την εποχή, που είχε έλθει ο Foscarini στην Κρήτη. Και η κατάσταση των πληρωμάτων είναι η ίδια και χειρότερη, γιατί, όπως γράφει στα 1594 ο τέως καπετάνιος του Χάνδακα F. Pasqualigo, όχι μόνο δεν δείχνουν καμιά προθυμία για την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, αλλά και συχνά αντιδρούσαν και κατέφευγαν στα βουνά η σε ξερονήσια. Επίσης «παρ' όλο που χρεωστούν πολλές αγγαρείες, δεν θέλουν ν' ακούσουν για την υποχρέωση αυτή και για την προσωπική δουλεία». 
Κατώτερος ως προς την ικανότητα και την πειθαρχία είναι ο εντόπιος πεζικός στρατός, «αι ορντινάντζαι», που ανέβαινε στους 8.3216. Τα τάγματα των επαρχιών απαρτίζονται κατά το πλείστον από χωρικούς, που είχαν απαλλαγή από αγγαρείες, καθώς και από υπηρεσίες στις γαλέρες. Ανάμεσα στους χωρικούς αυτούς συγκαταλέγονται και μερικοί ευγενείς, που είχαν ξεπέσει. Και αυτό που φόβιζε τους άλλους ευγενείς και ιππότες ήταν μήπως τα όπλα που έπαιρναν οι χωρικοί τα στρέψουν κάποια μέρα εναντίον τους. Κατά την γνώμη του Mocenigo η μαχητική τους αξία είναι μικρή: δεν πειθαρχούν, δεν γυμνάζονται στα όπλα με προθυμία, δεν τα συντηρούν, αλλά τ' αφήνουν να καταστρέφωνται• τα φροντίζουν μόνον όταν πρόκηται να γίνη επιθεώρηση. Οι περισσότεροι δεν έχουν σπαθί και δεν γνωρίζουν την χρήση των αρκεβουζίων. Επομένως ο στρατός αυτός μάλλον σύγχυση και βλάβη θα φέρη παρά ωφέλεια. Γενικά οι χωρικοί αυτοί απεχθάνονται τα όπλα και φαίνονται δειλοί. Ο Mocenigo όμως αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει ορθά την κατάσταση: οι Κρητικοί αντιδρούν παθητικά η και ενεργητικά εναντίον των ξένων κυριάρχων, γιατί τους μεταχειρίζονται σαν σκλάβους και σαν όργανά τους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Γι' αυτό πιστεύει τι η δειλία τους δεν είναι φυσικό ελάττωμά τους, όπως νομίζουν μερικοί. Ίσα - ίσα στο παρελθόν οι Κρητικοί είχαν την φήμη πολεμιστών και ευφυών ανθρώπων. Επομένως η εξαθλίωση, στην οποία τους έφεραν οι ιππότες, τους έκανε ν' αδιαφορούν για την υπεράσπιση του νησιού, και να ποθούν μία αλλαγή του κυριάρχου, η οποία ίσως να μετέβαλλε την σημερινή τους κατάσταση και να τους βοηθούσε να ζήσουν καλύτερα. Έπειτα, παρατηρούσε ο Mocenigo, πως την σύγχρονη εποχή οι Βενετοί, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη, φρόντιζαν να υπερασπίσουν το νησί με ξένα στρατεύματα και έτσι άφηναν τους εντόπιους άνδρες στο περιθώριο• φυσικό λοιπόν ήταν να ξεπέσουν σε μια νωθρότητα και αδιαφορία για τα στρατιωτικά και να μην είναι κατάλληλοι για την στρατιωτική εκπαίδευση. Αλλά σ' αυτό φταίουν οι υπαξιωματικοί και κυρίως οι καπιτάνοι, που έχουν παραμελήσει τα καθήκοντά τους.
Καλύτερος είναι ο στρατός των πόλεων, αλλά χρειάζεται μεγαλύτερη πειθαρχία και εκγύμναση. Απαραίτητες ιδίως είναι οι συχνές επιθεωρήσεις, τις οποίες απεχθάνονται οι κάτοικοι. «Δεν είναι δυνατόν, παρατηρεί λίγο αργότερα, στα 1594, ο Pasqualigo, ούτε για φαινομενική επίδειξη, να οδηγηθή στις παραλίες η πολιτοφυλακή, ούτε και οι προνομιούχοι, γιατί ισχυρίζονται πως ενδιαφέρονται περισσότερο να θερίσουν τα κριθάρια, τα κουκιά, τα σιτάρια και να κρατήσουν τ' αμπέλια παρά να κάνουν γυμνάσια για την άμυνα από τις αποβάσεις». 
Το άλλο σκέλος των δυνάμεων της ξηράς του νησιού, το ιππικό, το πιο αποτελεσματικό όπλο της εποχής, παρά την φήμη του, δεν είναι επίσης στο ύψος του. Από τα 1.331 άλογα που είναι υποχρεωμένοι οι φεουδάρχες να συντηρούν υπάρχουν μόνο 1.021 και απ' αυτά 200 είναι άλογα λογχοφόρων (da lanza) και 300 περίπου στρατιωτών κατώτερης αξίας. Τα υπόλοιπα είναι ροντσίνοι, δηλαδή μικρόσωμα και αδύνατα. Οι ιππείς επίσης δεν είναι καθόλου γυμνασμένοι. Κατανέμονται σε 11 ίλες, από τις οποίες 6 στρατωνίζονται στον Χάνδακα, 1 στην Σητεία, 2 στο Ρέθυμνο και 2 στα Χανιά. Οι ελλείψεις του στρατιωτικού σώματος οφείλονται κυρίως στην αδιαφορία των φεουδαρχών, οι οποίοι - αν εξαιρέση κανείς ορισμένους - δεν αισθάνονται κανένα ενδιαφέρον η κλίση προς την εκγύμνασή τους και την προετοιμασία τους εμπρός σε ενδεχόμενα πολεμικά απρόοπτα. Το ζήτημα αυτό ανησυχεί τον Mocenigo, ο οποίος προβάλλει και συζητεί διάφορες σκέψεις για την βελτίωση του ιππικού. Τελικά καταλήγει στην απόφαση να συμμεριστή την γνώμη πολλών, ότι για να οργανώσουν το ιππικό, δεν πρέπει να στηριχθούν στους ευγενείς, αλλά να βρουν κάποιον άλλο τρόπο. Και αυτός είναι: «Να αντικαταστήσωμεν τους 400 ίππους των φεουδαρχών δια ισαρίθμων ιππέων (stradioti) και να υποχρεώσωμεν τους φεουδάρχας να καταβάλουν ανάλογον ποσόν χρημάτων. Κατά τα άλλα, να διατηρηθούν τα φέουδα, χωρίς να επέλθη μεταβολή τις εις αυτά. Εκ του μέτρου τούτου, εξ όσων ηδυνήθην να εννοήσω, θα ευχαριστηθούν οι περισσότεροι των εγγενών, οι οποίοι ευχαρίστως θα καταβάλουν τα χρήματα, και μάλιστα εάν τα ποσά ταύτα πληρωθούν δι' αναλόγου ποσότητος σίτου και κριθής, κυρίως δε κατά τον χρόνον της συγκομιδής». Ο Mocenigo προτείνει επίσης και άλλα συμπληρωματικά μέτρα για την αναδιοργάνωση του ιππικού και για τον εφοδιασμό του με άλογα καλής ράτσας. Δεν γνωρίζουμε όμως ποια από τα μέτρα αυτά έγιναν δεκτά και ποια τελικά πραγματοποιήθηκαν. Το θέμα μένει προς διερεύνηση. 
Επίσης χαμηλό είναι και το ηθικό του ιταλικού στρατού, των 3.000 μισθοφόρων, οι οποίοι υπηρετούν στα 8 κάστρα του νησιού (4 στην ξηρά, Χανιά, Ρέθυμνο, Χάνδακα, Παλαιόκαστρο, και 4 σε νησάκια που δεσπόζουν τα λιμάνια), τα οποία θα πρέπει να επισκευάζωνται κατά καιρούς και ν' ανεφοδιάζωνται με τα απαραίτητα τρόφιμα και πολεμοφόδια. Οι περισσότεροι διοικητές των κάστρων είναι ξένοι, μη Βενετοί. «Οι περισσότεροι τούτων, γράφει ο Mocenigo, δια να είπωμεν την αλήθειαν, είναι πτωχοί, άσημοι, δεν εμπνέουν εμπιστοσύνην, στερούνται στρατιωτικής εμπειρίας, και δεν είναι δοκιμασμένοι μέχρι σήμερα». Επίσης οι καπιτάνοι είναι πολύ φτωχοί και, επειδή ο μισθός δεν τους επαρκεί, φροντίζουν να βρίσκουν άλλους τρόπους πλουτισμού.
Έτσι π. χ. έχουν γραμμένους στους λόχους των καταστηματάρχες, υπηρέτες ορισμένων προσώπων κ. α., οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν προσφέρουν καμιά υπηρεσία. Οι καπιτάνοι με αυτούς δικαιολογούν 4 - 6 λίρες τον μήνα και μαζί τους κάνουν εμπόριο όπλων και υφασμάτων, πράγμα που τους εξευτελίζει στα μάτια του κόσμου. Οι ίδιοι κάτι αφαιρούν και από τον γλίσχρο μισθό των στρατιωτών, οι οποίοι για όλους αυτούς τους λόγους τους μισούν φοβερά. 
Έπειτα οι στρατιώτες μισθοφόροι των φρουρών της Κρήτης δεν είναι οι κατάλληλοι, γιατί η Κρήτη θεωρείται ως εσχατιά της δημοκρατίας και τόπος εξορίας. Γι' αυτό οι καλοί στρατιώτες δεν δέχονται να στρατολογηθούν για τον τόπον αυτόν. Οι περισσότεροί τους είναι άνθρωποι του σχοινιού και του παλουκιού και κάνουν ποικίλες παρανομίες, ενώ οι αξιωματικοί τους, επειδή και οι ίδιοι ενέχονται σε άλλου είδους κακές πράξεις, καμώνονται πως δεν βλέπουν τα παραπτώματά τους η είναι ελαστικοί και επιεικείς, όταν πρόκηται να τους τιμωρήσουν. Άλλωστε παράδειγμα των στρατιωτών είναι οι ίδιοι οι καπιτάνοι.
Η σύνθεση των λόχων είναι η εξής: 150 πεζοί στρατιώτες (fanti), ο δεκανέας (caporali) με μισθό διπλάσιο από τον αντίστοιχο του στρατιώτη (ανάμεσα στους δεκανείς συμπεριλαμβάνεται και ο λοχίας με τριπλάσιο μισθό), σημαιοφόρος (alfiere) με παχυλό μισθό. 
Οι στρατιωτικές δαπάνες και γενικά η κατοχή της κτήσης αυτής στοιχίζει στην Βενετία τεράστια ποσά. Συγκεκριμένα μεταξύ 1586 - 1588 τα ετήσια έσοδά της ανεβαίνουν σε 72.617 δουκάτα κατά μέσον όρο, ενώ τα έξοδα είναι τρομερά: 210.173 δουκάτα κάθε χρόνο. Τα έσοδα προέρχονται από τα λιβέλα (έγγειοι πρόσοδοι), από τα μισθώματα καταστημάτων, από την είσπραξη σταριού ορισμένων περιοχών, όπως π. χ. του Λασιθιού, από τους τελωνειακούς δασμούς και από τις αλυκές. Δεν επιβάλλεται ούτε δεκάτη, ούτε και άλλοι φόροι.
Από τα έξοδα ένα μέρος αφορά τις τακτικές δαπάνες, δηλαδή τα έξοδα των δημόσιων υπηρεσιών, τις συντάξεις, τα έξοδα του στρατού, του ιταλικού και του ντόπιου, των πυροβολητών και των 4 γαλερών της φρουράς, ενώ το άλλο τις έκτακτες, δηλαδή τα έξοδα για τα ναυπηγεία, τα διάφορα στρατιωτικά κτίρια κ. λ.. Το κακό είναι ότι τα έξοδα είναι συνεχή και αυξάνονται με το πέρασμα των χρόνων, ενώ τα έσοδα όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στην αύξηση, αλλά με δυσκολία κρατιούνται στο ίδιο επίπεδο. Την αιτία του φαινομένου αυτού δεν μπορεί να την εξηγήση ο Mocenigo. Έχει όμως την γνώμη ότι η αύξηση των εξόδων οφείλεται στην έλλειψη ικανών διοικητικών υπαλλήλων και στην κακή διαχείριση των ταμείων, ενώ η στασιμότητα των εσόδων στην διακοπή των εμπορικών συναλλαγών με την Αγγλία, που άλλοτε έκαναν εξαγωγή μεγάλων ποσών κρασιού. Οι δασμοί του προϊόντος αυτού αποτελούσαν το σπουδαιότερο έσοδο. 
Κατόπιν ο Mocenigo εξετάζει διεξοδικά τα μέσα, τα αμυντικά ερείσματα (κάστρα, τάφροι, υπόνομοι κ.λ.), καθώς την τακτική, με την οποία θ' αντιμετωπίσουν οι Βενετοί τον εχθρό, αν τολμήση και κατορθώση ν' αποβιβαστή στο νησί.
2. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, αποκαλυπτικές θα έλεγα, είναι οι ειδήσεις του Mocenigo, που αναφέρονται στην κοινωνική κατάσταση μέσα στην Κρήτη. Και στην εποχή αυτή, όπως και στην προηγούμενη, συνεχίζεται η βαθμιαία αφομοίωση των εγγενών Βενετών, εξ αιτίας των μεικτών γάμων και, όπως ορθά αναλύει ο Mocenigo, «λόγω της ισχυράς επιδράσεως των ηθών του τόπου, λόγω σεβασμού προς την εθιμοτυπίαν και προς τας γυναίκας των, αι οποίαι εκτός της ελληνικής γλώσσης, την οποίαν ομιλούν, ακολουθούν κατά το πλείστον και το ορθόδοξον δόγμα». Και προσθέτει τα εξής χαρακτηριστικά, που δείχνουν την τεράστια αφομοιωτική δύναμη του Κρητικού περιβάλλοντος: «Εάν δεν υπήρχεν η απαγόρευσις, κατά την οποίαν οι ευγενείς Βενετοί, οι ζώντες ελληνοπρεπώς, θα χάνουν τα προνόμια της τάξεώς των, πιστεύω ότι ελάχιστοι θα ηκολούθουν το λατινικόν δόγμα».
Η αφομοιωτική αυτή δύναμη των Κρητικών εντυπωσιάζει τον ερευνητή, αν σκεφθή κανείς ότι ο ισχυρός πολιτιστικός παράγοντας της εποχής εκείνης, ο ορθόδοξος κλήρος, βρισκόταν σε χαμηλό πνευματικό και ηθικό επίπεδο. Αρκετοί υποψήφιοι ιερείς μολονότι δεν ήταν κατάλληλοι, έρχονται να χειροτονηθούν μόνο και μόνο γιατί ήθελαν να εξαιρεθούν από την στράτευση και από τις δημόσιες αγγαρείες και άλλες υποχρεώσεις. Έπειτα δεν ήταν δύσκολο ν' αποσπάσουν την έγκριση των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, αρκεί να έδιναν μερικά τσεκίνια στον πρωτοπαπά και στον γραμματέα της λατινικής επισκοπής. Ακόμη και η χειροτονία από τον ορθόδοξο επίσκοπο δεν παρουσίαζε δυσκολίες: πήγαιναν σε επισκοπικές έδρες της Μ. Ασίας, όπου χειροτονούνταν οπωσδήποτε, και έτσι γλύτωναν από την αυστηρή εξέταση, στην οποία θα υποβάλλονταν στην Ζάκυνθο και Κεφαλληνία από τον εκεί ορθόδοξο επίσκοπο, για να διαπιστωθή αν ήταν οι κατάλληλοι για το λειτούργημα. Πραγματικά οι υποψήφιοι αυτοί ιερείς, και αν ακόμη τους έκρινε κανείς με σχετική επιείκεια, θα ήταν αδύνατο ν' ανταποκριθούν στην αποστολή τους: οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και αμαθείς, ενώ άλλοι διατηρούσαν ερωμένες, μεθούσαν, χαρτόπαιζαν, βλαστημούσαν και με μεγάλη επιπολαιότητα και απερισκεψία πάντρευαν η έδιναν διαζύγια. Μερικοί μάλιστα ήταν τόσο αγράμματοι, ώστε στην πραγματικότητα να μην ιερουργούν, αλλά να «μουρμουρίζουν και σουσουρίζουν κατά την θείαν μυσταγωγίαν». Για ν' αποφευχθή λοιπόν η τελευταία αυτή αταξία, προτείνει ο Mocenigo να περισυλλεγούν και να εκδοθούν σ' ένα βιβλίο όλες οι διατάξεις του ορθόδοξου δόγματος, «η ακολουθία της θείας λειτουργίας, οι θρησκευτικοί κανόνες, ο τρόπος των ιεροπραξιών και η τέλεσις των θείων μυστηρίων, το τυπικόν των εκκλησιών και των εκκλησιαστικών ακολουθιών».
Οι αγράμματοι όμως αυτοί ιερείς εξακολουθούσαν να ενσαρκώνουν την αντίσταση εναντίον των κατακτητών και του καθολικού κλήρου: «δεν υπάρχει αμφιβολία, λέγει ο Mocenigo, ότι όσον αμαθείς και κακοήθεις είναι οι ιερείς ούτοι, τόσον περισσότερον εξερεθίζουν τον λαόν, υποδαυλίζουν τας αιτίας των διαφορών, των αντιθέσεων και του μίσους μεταξύ του ενός και του άλλου δόγματος».
Ο λαός σέβεται τους αντιπροσώπους του θεού, οποιοιδήποτε και αν είναι αυτοί, και φοβάται ιδίως τους αφορισμούς των. Υπερβολικά, νομίζω, είναι όσα γενικά αναφέρει ο Mocenigo σχετικά με την θρησκευτική κατάστασή του: ότι λίγοι - και αυτοί χωρικοί - πηγαίνουν στις εκκλησίες, ότι ελάχιστοι εξομολογούνται, ότι δεν ξέρουν ούτε τον σταυρό τους να κάνουν, ότι δεν έχουν στα σπίτια τους καμιά σχεδόν εικόνα του Χριστού, της Παναγίας η και άλλων αγίων και ότι οι γυναίκες ακόμη, που θα έπρεπε να δείχνουν μεγαλύτερη ευλάβεια, σπάνια εκκλησιάζονται, σχεδόν καμιά φορά τον χρόνο.
Τότε όμως πως δικαιολογείται την εποχή περίπου αυτή, στα 1596, να ονομάζη τους Κρητικούς ο συμπατριώτης τους Μελέτιος ο Πηγάς «της ορθοδόξου πίστεως γνησίους παίδας»;
Ως προς την σύνθεση της Κρητικής κοινωνίας ο Mocenigo μας δίνει τις παρακάτω ενδιαφέρουσες ειδήσεις. Οι ευγενείς, τόσον οι Βενετοί όσο και οι Κρητικοί, αλληλομισούται, αλλά και αυτοί πάλι είναι μισητοί από τους χωρικούς, γιατί δεν φέρονται καθόλου καλά απέναντί τους. Το μίσος βέβαια των χωρικών είναι μεγαλύτερο απέναντι των ευγενών Βενετών, γιατί αυτοί αντιπροσωπεύουν την τάξη των κατακτητών και ανήκουν σε διαφορετικό δόγμα. Έπειτα είναι πιο πιεστικοί από τους Έλληνες ευγενείς.
Όταν οι ευγενείς πρόκηται να εγκαταστήσουν χωρικούς στα κτήματά τους, τους δίνουν μια έκταση εκχερσωμένη και γόνιμη, αλλά κοντά σ' αυτήν και διπλάσια η τριπλάσια χέρσα. Αυτήν, μολονότι οι αγρότες πληρώνουν την εντριτεία (terzaria), αναγκάζονται να την αφήσουν ακαλλιέργητη, γιατί βρίσκεται πολύ μακριά από το χωριό τους η και γιατί αποδίδει ελάχιστα.
Έπειτα συμβαίνει και το άλλο: πολλοί φεουδάρχες την χέρσα αυτή έκταση την παίρνουν πίσω, μόλις την ιδούν καλλιεργημένη η αυξάνουν το μίσθωμα. Μερικοί μάλιστα κάνουν την αύξηση αυτή αδιαφορώντας για τις συνήθειες του τόπου και περιφρονώντας τους αντιπροσώπους, τους δικαστικούς άρχοντες. «Οι περισσότεροι χωρικοί, όπως σημειώνει και ο Pasqualigo, είναι φτωχοί και ζητιάνοι και κοιμούνται τον περισσότερο καιρό πάνω στο χώμα».
Λίγοι σχετικά ήταν οι χωρικοί που είχαν αποκτήσει δικά τους χωράφια και σπίτια με την μακροχρόνια κατοχή και με τις συνεχείς μισθώσεις. Αυτοί, ονομαζόμενοι γονικάροι, ζουν υποφερτά, γιατί δεν επιβαρύνονται με τις βαριές υποχρεώσεις των άλλων χωρικών, που ήταν στην απόλυτη διάθεση των εγγενών. 
Ουσιαστικά οι χωρικοί είναι δουλοπάροικοι, γιατί όχι μόνο δεν είναι κύριοι των γαιών τους, αλλά ούτε και των σωμάτων τους. Οι ευγενείς (ιππότες) τους ορίζουν, όπως αυτοί θέλουν: δεν τους επιτρέπουν π. χ. να πουλούν τα προϊόντα (σιτάρι, κρασί, λάδι, τυρί κ. λ.) από τα δικά τους μερίδια, χωρίς την άδειά τους. Ο σκοπός τους είναι να διαθέσουν πρώτα τα δικά τους προϊόντα σε καλή βέβαια τιμή, όπως συνήθως έκαναν οι Τούρκοι μπέηδες και σπαχήδες στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ακόμη και οι γυναίκες ορισμένων ιπποτών θέλουν και αυτές ν' απομυζούν τις γυναίκες των παροίκων, να ζητούν όρνιθες, αυγά, φρούτα κ. λ. Έπειτα όσα προϊόντα πουλούν στους ιππότες, τα πουλούν με την τιμή που ορίζουν αυτοί. Αν πάλι οι ιππότες δεν μπορούν να διαθέσουν ορισμένα προϊόντα στην πόλη, καταναγκάζουν τους χωρικούς να τ' αγοράσουν, έστω και αν αυτοί δεν έχουν καμιά ανάγκη απ' αυτά. Και ορίζουν βέβαια την τιμή, με την οποία πουλιέται η καλύτερη ποιότητα και μάλιστα στην τρέχουσα τιμή κατά την εποχή της συγκομιδής. Το αντίτιμο, επειδή είναι αδύνατο να το εισπράξουν σε ρευστό χρήμα, το παίρνουν σε λάδι, κρασί κ. λ.
Ακόμη οι ευγενείς νοίκιαζαν τους αγρούς των ως «τριτάρικους», οπότε ο αγρότης, που διέθετε σπόρο και εργασία, έπαιρνε το 1/3 της εσοδείας από τα σιτηρά, κρασί, λάδι και ξυλεία, αλλ' όμως ήταν αναγκασμένος να δίνη τόσα δώρα (regalie), ώστε ουσιαστικά πλήρωνε διπλό νοίκι. Κοντά σ' αυτά, εκείνοι που είχαν υποζύγια έπρεπε να κάνουν υποχρεωτικά τρεις ημερήσιες αγγαρείες, που τις ακριβοπλήρωναν αν επιχειρούσαν να τις εξαγοράσουν. Όσοι πάλι δεν είχαν ζώα και ήθελαν να εξαγοράσουν τις αγγαρείες, υποχρεώνονταν να πληρώνουν τα διπλά, δηλαδή 3 ημερομίσθια για τους εαυτούς των και 3 τα ζώα. Εκτός όμως απ' αυτές τις αγγαρείες, υπήρχαν και άλλες επίσης υποχρεωτικές, όταν π. χ. οι φεουδάρχες ήθελαν να στείλουν στην πόλη επιστολή η πράγματα η όταν πήγαιναν κυνήγι, οπότε ξεσήκωναν 30 - 50 η και περισσότερους χωρικούς και τους καταπονούσαν όλη την ημέρα «για ένα κομμάτι ψωμί», που κάποτε δεν το έδιναν και αυτό. Επίσης τους έπαιρναν μαζί τους, όταν ήθελαν οι ίδιοι η οι γυναίκες τους να πάγουν στο αγρόκτημά τους η να γυρίσουν πίσω στην πόλη. 
Μερικοί φεουδάρχες έφταναν να μη τους αφήνουν ήσυχους ούτε και στις παραμικρές τους προσπάθειες για την συντήρηση της ζωής τους: δεν τους επέτρεπαν να στήνουν παγίδες για τα πουλιά η να κυνηγούν χωρίς την άδειά τους• τους απαγόρευαν να ψαρεύουν, αν δεν παραχωρούσαν ένα μερίδιο από τα ψάρια που θα έπιαναν. Άλλοι πάλι δεν τους άφηναν να κόβουν ούτε τ' αγκάθια των αγρών η να καίουν τους φούρνους των χωρίς την σχετική άδεια. Πολλές επίσης καταχρήσεις και αυθαιρεσίες έκαναν μερικοί ευγενείς σε βάρος των χωρικών και κατά την έκθλιψη των σταφυλιών στα πατητήρια. Χώρια τα υποχρεωτικά δώρα που τους έπαιρναν με διάφορες προφάσεις. Ακόμη όταν ο χωρικός έσφαζε η πουλούσε ένα γουρούνι, ήταν υποχρεωμένος να δώση ένα χοιρομέρι η να πληρώση την αξία του: για κάθε γέννα έδινε γουρουνάκι.
Το θράσος και η κακότητα ορισμένων φτάνει ως το σημείο να υποβλέπουν και να ατιμάζουν τις γυναίκες των κατοίκων. Αλίμονο μάλιστα στους γονείς, αδελφούς η συζύγους, που θα ήθελαν ν' αντισταθούν να παραπονεθούν. Αμέσως διώχνονται από τα σπίτια και τους αγρούς τους και δεν βρίσκουν πουθενά άσυλο: δεν θα γίνουν δεκτοί σε κανενός άλλου φεουδάρχη το κτήμα, επειδή ο καθένας είναι αλληλέγγυος με τον άλλο. Έπειτα οι ιππότες φροντίζουν να συντηρούν στα χωριά μερικούς κακοποιούς, οι οποίοι ανακατώνονται στην ζωή των χωρικών, γνωρίζουν τις διαφορές μεταξύ τους και έτσι μπορούν να τους τρομοκρατούν, όταν θέλουν. Αναγκάζονται λοιπόν οι δυστυχισμένοι χωρικοί να κάνουν πως δεν βλέπουν, δεν αντιδρούν και υποφέρουν κάθε ατιμία. Επομένως σπάνια οι ατιμαζόμενοι εγείρουν αγωγές• αλλά και στην περίπτωση αυτή, καμιά αγωγή δεν φτάνει στα δικαστήρια, γιατί οι φεουδάρχες, οι οποίοι έχουν μεγάλη δύναμη μέσα στον Χάνδακα, επεμβαίνουν στις εργασίες των ανακριτικών γραφείων και στην διεξαγωγή των δικών. Έτσι τελικά η οι δίκες παρελκύονται η οι χωρικοί καταφοβισμένοι αποσύρουν τις αγωγές.
Χειρότερη είναι η κατάσταση εκείνων των χωρικών που ζουν μέσα σε κτήματα που ανήκουν σ' ένα μόνον ιππότη, γιατί αυτός είναι ανεξέλεγκτος. «Επειδή, γράφει σχετικά στην έκθεσή του ο Mocenigo, ουδείς ευρίσκεται εκεί, ο οποίος τυχόν θα έβλεπε η θα παρηκολούθει τας ανοσιουργίας των δια να τον σεβασθούν, διαπράττουν άνευ φόβου η προσποιήσεως εκείνο το οποίον υπαγορεύει εις αυτούς η συνείδησίς των και μόνον». Καλύτερη είναι η θέση εκείνων που κατοικούν σε χωριά που τα εξουσιάζουν πολλοί φεουδάρχες, γιατί ο ένας ντρέπεται τον άλλο και έτσι είναι λιγότερο ακόλαστοι και άσεμνοι και «προβαίνουν εις τας τοιαύτας πράξεις μετά τινος προφυλάξεως». 
Υπάρχουν βέβαια και ιππότες που μεταχειρίζονται ηπιώτερα τους χωρικούς, επειδή σέβονται τους εαυτούς των και κρίνουν τα πράγματα καλύτερα, αλλά πάλιν «υπερβάλλουν εν τη διαπράξει τινών εκ των προαναφερομένων ατόπων, ουχί διότι είναι εκ φύσεως κακοί, αλλά εξ απομιμήσεως των άλλων, και λόγω συνηθειών, αι οποίαι, εάν εις την παλαιοτέραν εποχήν ίσως ηδύναντο να θεωρηθούν χρήσιμοι και καλαί, σήμερον διατηρούμεναι διαφθείρουν τον λαόν εις τρόπον, ώστε να θεωρούνται χείρισται και λίαν επιζήμιαι».
Τα τελευταία αυτά είναι ενδιαφέροντα, γιατί επισημαίνουν την βαθμιαία αλλαγή του φεουδαλικού πνεύματος και των συνηθειών του μεσαίωνα και τα έκδηλα αποτελέσματα της επιτολής των νέων χρόνων. 
Αλλά οι ιππότες δεν είναι οι μόνοι που εκμεταλλεύονται τους χωρικούς και τους καταπιέζουν. Ακολουθούν οι ποικίλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καστελλάνοι, καπιτάνοι, γραμματείς και άλλοι κατώτεροι λειτουργοί, οι οποίοι χρηματίζονται με αχόρταγη απληστία. Κύρια αιτία των εκβιασμών σε βάρος του λαού είναι ότι αυτοί που εκλέγονται για τις δημόσιες υπηρεσίες - και είναι κυρίως Βενετοί - από τις τοπικές αρχές (reggimento), δεν υπηρετούν οι, ίδιοι, αλλά πουλούν τις θέσεις η τις παραχωρούν σε άλλους παίρνοντας τα μισά η τις νοικιάζουν με αποτέλεσμα, ώστε οι αντικαταστάτες τους να καταπιέζουν τον λαό και να μηχανεύωνται πως να βγάλουν όσα μπορούν περισσότερα. Και δεν ντρέπονται να δικαιολογούνται λέγοντας, ότι την ευθύνη για τα ανομήματά τους την έχουν αυτοί, που τους νοικιάζουν τις υπηρεσίες. Έτσι με προφάσεις για δήθεν ανυπακοή και παράβαση νόμων καταδικάζουν τους κατοίκους για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Και αυτοί μέσα στην ανέχεια και στην απελπισία τους, για να βρουν τα απαραίτητα χρήματα, αναγκάζονται να ενεχυριάζουν η και να πουλούν τα διάφορα σκεύη τους. «Εκ της ενεχυριάσεως ταύτης, γράφει ο Mocenigo, δημιουργούνται ακολούθως έξοδα υπέρ των υπαλλήλων και των άλλων λειτουργών. Τοιουτοτρόπως οι χωρικοί η χάνουν το ενέχυρον, το οποίον πωλείται, η αναλαμβάνοντες του το πληρώνουν διπλάσια δια τον κυρίως φόρον και δια τα έξοδα, εκτός του τόκου, τον οποίον υποχρεούνται να πληρώνουν δια να εξευρίσκουν τα χρήματα, τα οποία πολλοί εκ των ιπποτών τους δανείζουν μόνον εντόκως, υποχρεούντες αυτούς να τους υποθηκεύουν όλα τα εισοδήματά των». Αν αυτά που ενεχυριάζουν η πουλούν είναι πολύτιμα, κυρίως ασημικά, τότε προθυμοποιούνται να τ' αγοράσουν οι ίδιοι οι υπάλληλοι προσφέροντας βέβαια εξευτελιστικές τιμές.
Τα δικαστήρια είναι αδύνατο ν' ανακουφίσουν τους χωρικούς, γιατί - ανάμεσα σε άλλα αίτια - οι ποινές που επιβάλλουν στους ενόχους δεν ήταν ανάλογες προς τα αδικήματα και τα εγκλήματά τους.
Οι χωρικοί ακόμη ήταν υποχρεωμένοι να δίνουν τρόφιμα στους δημοσίους υπαλλήλους που περνούσαν από τα χωριά τους, καθώς επίσης βρώμη και άχυρα στους stradioti. Οι υποχρεώσεις αυτές έδιναν λαβή σ' ένα σωρό νέους εκβιασμούς σε βάρος των χωρικών. 
Κοντά σε όλα αυτά ας προστεθούν και οι αγγαρείες για το δημόσιο, δηλαδή η επιστράτευση των χωρικών για την κατασκευή οχυρωματικών έργων στις πόλεις. Επειδή όμως πολλοί κατοικούσαν πολύ μακριά από αυτές, ως 50 μίλια, έχαναν από τις εργάσιμες μέρες τους όχι μόνο τις ημέρες των αγγαρειών, αλλά και άλλες που ξόδευαν για το «πήγαινε κι' έλα». Για να υπολογίση κανείς τις ζημίες για τις αγροτικές κοινότητες, ας σημειώση ότι από μερικές οικογένειες έφευγαν για αγγαρείες ο πατέρας με τα 3, 4, η και 5 αγόρια. Οι αγγαρείες αυτές ήταν τόσο μεγάλη επιβάρυνση, ώστε οι χωρικοί κοίταζαν με κάθε τρόπο να τις αποφύγουν καταβάλλοντας σε χρήμα το τίμημα της αντίστοιχης εργασίας. Και γι' αυτό ήταν πρόθυμοι όχι μόνο να στερηθούν το ψωμί τους, αλλά να δώσουν και το αίμα ακόμη της καρδιάς τους, που λέγει ο λόγος. Και δεν ήταν δυνατόν να μη συγκινηθή κάθε ευαίσθητος άνθρωπος ως τα μύχια της ψυχής του, αν τους έβλεπε να έρχωνται να πληρώνουν το τίμημα των αγγαρειών, που για πολλούς ήταν το μόνο ρευστό χρήμα που είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν στο σπίτι τους. Οι αγγαρείες αυτές εξαγοραζόμενες έδιναν στο δημόσιο 15 δουκάτα τον χρόνο κατά οικογένεια , ποσό αρκετά σοβαρό για μια αγροτική οικογένεια της εποχής εκείνης. Και να σκεφθή κανείς ότι οι χωρικοί αυτοί έχυναν άφθονο τον ιδρώτα και εργάζονταν με άλλους για να υψώσουν τείχη, που δεν θα ασφάλιζαν τους εαυτούς των και τις οικογένειές τους, αλλά τους κατοίκους των πόλεων, οι οποίοι όμως δεν επιβαρύνονταν γι' αυτά ούτε με χρήματα ούτε και με αγγαρείες. Αυτοί πλήρωναν μόνον ένα μικρό φόρο επιτηδεύματος, που δεν τον κατέβαλλαν πάντοτε. Και όμως οι χωρικοί σε κατάσταση πολέμου θα έμεναν στην ύπαιθρο, εκτεθειμένοι στην διάθεση του εχθρού. Η τραγική αυτή πραγματικότητα, που τους ήταν συνειδητή, τους πίκραινε και τους αναστάτωνε.
Και ο Mocenigo, που συγκινείται και αγανακτεί για την κατάσταση αυτή, γράφει στην βενετική γερουσία, ότι πρέπει πρώτα να φροντίσουν να τελειώσουν τα οχυρωματικά έργα, για να μπορέσουν έτσι ν' απαλλάξουν τους χωρικούς από το τόσο ενοχλητικό και μεγάλο βάρος των αγγαρειών, «γιατί, προσθέτει, όστις δεν είδε την αθλιότητα του λαού εκείνου δεν δύναται να την πιστεύση».
Τέλος, «εάν τούτο, όπως γράφει ο Mocenigo, είναι κατ' αριθμόν το τελευταίον κακόν», βαρύτατο ήταν και το αντισήκωμα που πλήρωναν οι κάτοικοι για να μην επιστρατευθούν. Και ευχάριστα πλήρωναν, όσοι μπορούσαν, το αναγκαίο ποσό, για να γλυτώσουν από την βαριά εργασία των γαλερών και να υπηρετήση κάποιος άλλος στη θέση τους (andiscari).
Οι χωρικοί λοιπόν υποφέρουν περισσότερο από όλους, γιατί βασανίζονται και επιβαρύνονται από όλους. Ο Mocenigo πιστεύει ότι λίγοι λαοί ζουν κάτω από χειρότερες συνθήκες. Ανησυχεί λοιπόν πολύ, γιατί ξέρει ότι ο αντίκτυπος της ανωμαλίας αυτής θα έχη δυσάρεστα αποτελέσματα σε στιγμές κρίσιμες για την Βενετία. Άλλωστε πρόσφατη ήταν η πείρα τους από την Κύπρο, όπου οι διαδόσεις για την κακοδιοίκηση και τις καταπιέσεις των χωρικών ήταν μια από τις κύριες αιτίες που παρακίνησαν τους Τούρκους στην εκστρατεία για την κατάληψη του νησιού.
Η κατάσταση όμως αυτή έχει φοβερά αποτελέσματα στις ψυχές των δουλοπαροίκων. Το μίσος τους βαθαίνει τόσο περισσότερο, όσο τους αφαιρείται η δυνατότητα να εκδικηθούν. Θεόφτωχοι, καταπονημένοι και ατιμασμένοι βλέπουν ότι δεν έχουν κανένα λόγο να μην εύχωνται και να μην ποθούν την αλλαγή των κυρίων τους, έστω και αν οι νέοι θα ήταν αλλόθρησκοι. Μερικοί μάλιστα δεν κρύβουν τα αισθήματά τους αυτά και τα εξωτερικεύουν λέγοντας: «Στο τέλος θα προτιμήσουμε να πάμε να βρούμε εκείνους τους σκύλους», εννοώντας ότι θα πάγουν στις τουρκικές χώρες ίσως θα συνταχθούν μαζί τους.
Πάντως γεγονός είναι ότι τεχνίτες της Κρήτης εκπατρίζονται την εποχή αυτή σε άλλες χώρες και κυρίως στην Κωνσταντινούπολη. «Δια τούτο, σημειώνει ο Mocenigo, εφ' όσον υπάρχει ακόμη καιρός, παρίσταται ανάγκη να ευρεθή ο τρόπος, δια του οποίου θ' ανακουφισθή και θα καθησυχάση ο λαός ούτος, να έχη την διάθεσιν, οσάκις παραστή ανάγκη, να προσφέρη υπηρεσίαν τινά. Διότι δεν δύναταί τις να πιστεύση, ότι οι ευγενείς ιππόται θα δυνηθούν εν καιρώ πολέμου να αναγκάσουν τον λαόν να υπηρετήση εις τα κάτεργα (εις τας γαλέρας), ως έπραξαν άλλοτε, προς μεγάλον έπαινον αυτών, οι πρόγονοί των. Το κύρος όμως εκείνο, το οποίον εις άλλους χρόνους επήγαζεν εκ της αγάπης, την οποίαν έτρεφον οι χωρικοί προς τους κυρίους των, οι οποίοι τους μετεχειρίζοντο καλύτερον, δέον να θεωρηθή εξ ολοκλήρου απολεσθέν. Αυτοί ούτοι οι ευγενείς, ως οι ίδιοι ομολογούν, δεν θα τολμήσουν τότε ούτε εις τα χωρία των να μεταβούν, έχοντες υπ' όψει όσα δύνανται να πάθουν, δικαίως εκ μέρους των χωρικών. Θα φοβηθούν δηλαδή ότι οι χωρικοί θα επωφεληθούν της ευκαιρίας να εκδικηθούν δια του αίματος και της ζωής των ιπποτών τας αδικίας εκείνας τας οποίας διέπραξαν εις βάρος των, και αίτινες, ιδίως μετά τον τελευταίον πόλεμον, ηυξήθησαν και εδιπλασιάσθηκαν, ως φαίνεται, λόγω της έκτοτε ασκουμένης υπό των ιπποτών τούτων συναλλαγής. Συναλλαγής την οποίαν ελάχιστοι εκ τούτων ήσκουν προηγουμένως, διότι τότε εθεωρείτο τούτο αισχρόν, ενώ σήμερον ολίγοι είναι οι μη ασκούντες ταύτην, και κυρίως εις τα χωρία και εις βάρος των χωρικών των, εις τας οικίας των οποίων δεν βλέπει τις πλέον ούτε τα αργυρά εκείνα σκεύη (tazze e boccali d'argento), ούτε τα χρυσά κοσμήματα και τας βαρυτίμους ενδυμασίας, τας οποίας εχρησιμοποίουν παλαιότερον αι γυναίκες των. Πάντα ταύτα τα έχουν αποστραγγίσει οι ιππόται, διπλασιάζοντες ούτω τα εισοδήματά των, όπως επίσης αποστραγγίζουν και παν ο,τι δύνανται να αποκτήσουν οι χωρικοί». 
Ο Mocenigo αναφέρει ότι σε πολλούς ευγενείς συνέστησε να φέρωνται με καλοσύνη και αγάπη στους χωρικούς για το ίδιο το συμφέρον τους και για την διατήρηση του «Βασιλείου της Κρήτης» (που έχει τόση σημασία για την ίδια την ύπαρξη της Βενετίας) και μερικούς αναγκάστηκε να τιμωρήση προς παραδειγματισμό, ιδίως εκείνους που επιβαρύνονταν για κατάχρηση του δημοσίου χρήματος. Σημειώνει ακόμη ότι τιμώρησε σκληρότατα μερικούς από τους καστελλάνους που χρηματίζονταν και εκβίαζαν τον λαό, καθώς και ότι εξέδωσε τις αναγκαίες, κατά την κρίση του, διαταγές για την εξάλειψη τον περιορισμό των ποικίλων αυθαιρεσιών και καταπιέσεων σε βάρος του λαού.
Ύστερ' από όλα αυτά ο Mocenigo προβαίνει σε υποδείξεις ριζοσπαστικών μέτρων στην γερουσία για την βελτίωση της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης στην Κρήτη: προτείνει να καταργηθούν οι αγγαρείες και να παραχωρηθούν στους χωρικούς, έστω και λίγο καλλιεργήσιμο έδαφος αγρού, αμπέλια, η άλλου είδους κτήματα, για να ενδιαφερθούν γι' αυτά και να είναι έτοιμοι να χύσουν το αίμα τους υπερασπίζοντας το νησί. Ενώ έτσι, όπως έχουν τα πράγματα, με την αλλαγή κυριάρχου, δεν θα είχαν να χάσουν τίποτε άλλο εκτός από την σκλαβιά και την αθλιότητα.
Προτείνει ακόμη να έλθη στην Κρήτη τριμελής επιτροπή από εκλεκτούς ευγενείς που να γνωρίζουν την μεγαλόνησο και να περιοδεύση από χωριό σε χωριό, για ν' αντιληφθή επί τόπου τους όρους ζωής των χωρικών και να λάβη άμεσα και ριζικά μέτρα, για να τους απαλλάξη από τους εκβιασμούς και τις καταπιέσεις των ιπποτών. Τα μέτρα αυτά, που θ' αφορούν την καταβολή ενός νόμιμου και λογικού ενοικίου των χωρικών, χωρίς την δυνατότητα ν' αυξηθή στο μέλλον, θα φανούν σκληρά βέβαια στους ιππότες, αλλά δεν πρέπει να λησμονούν ότι όλ' αυτά αποβλέπουν τελικά στα συμφέροντα τόσον αυτών των ιδίων, όσον και της Βενετίας. Πρέπει ακόμη να έχουν υπ' όψη - και ο φτωχός λαός το γνωρίζει καλά - ότι τα χωριά τα παραχώρησε η δημοκρατία στους ιππότες με τον όρο να φέρωνται καλά προς τους χωρικούς. Σχετικά με την διοίκηση των χωριών προτείνει ο Mocenigo να «υπαχθούν τα χωρία ταύτα εις κοινότητας, καθ' ον τρόπον θα ενόμιζον ούτοι (δηλ. οι τρεις ευγενείς της επιτροπής) καλύτερον προς τον σκοπόν να δυνηθούν ούτω να επικοινωνούν (να συνεδριάζουν) οσάκις θα παρίστατο ανάγκη, και να αναθέτουν την εντολήν εις εκείνον, τον οποίον θα έκρινον καταλληλότερον, όστις, εν ονόματι όλων των αδικουμένων, θα δύναται να επιδιώκη την, δια καταλλήλων μέσων, ανακούφισιν αυτών εκ των καταπιέσεων των εντοπίων Αρχών και των λοιπών αρχόντων ως συμβαίνει εις τα χωρία της Ιταλίας. Δια του τρόπου τούτου θα δύνανται να υποστηρίζουν το δίκαιόν των με περισσότερον θάρρος, δεν θα φοβούνται τόσον την ισχύν των αρχόντων (gradi), και θα δύνανται καλύτερον ν' αντεπεξέρχωνται εις τα απαιτηθησόμενα έξοδα. Πάντες δε, και οι ιππόται και οι λοιποί άρχοντες, θα είναι περισσότερον επιφυλακτικοί, οσάκις θα πρόκηται να προβούν εις καταπιέσεις και βασανιστήρια εις βάρος των χωρικών τούτων». 
Όπως βλέπουμε, με ευθυκρισία και διορατικότητα παρατηρεί ο Mocenigo τα σημάδια της αλλαγής των καιρών και την ανάγκη της εισαγωγής πολλών μεταρρυθμίσεων, στρατιωτικών, πολιτικών και κυρίως κοινωνικών, προσαρμοσμένων προς τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται. Σε πολλά σημεία της μακριάς του έκθεσης υπογραμμίζει την αναγκαιότητα αυτή, για να μπορέσουν οι Βενετοί να προσελκύσουν την συμπάθεια των Κρητικών και ιδίως των χωρικών, για να τους συναγείρουν ομόθυμους σε ενδεχόμενη εισβολή των Τούρκων.
Η αμυντική όμως δύναμη της Κρήτης μειώθηκε τόσο στα 1592 - 1593 εξ αιτίας της πανούκλας, που προκάλεσε τον θάνατο χιλιάδων κατοίκων του Χάνδακα και χωρικών της περιοχής του, ώστε ο Pasqualigo να σκέπτεται και να προτείνη στον δόγη τον εποικισμό της πόλης με 2 - 4 οικογένειες εμπόρων χωρικών, των γονικάρων, από κάθε χωριό. Από την απογραφή του νησιού που έγινε μετά την λήξη της επιδημίας, δηλαδή μετά τον Ιούλιο του 1593 η στα 1594, ο πληθυσμός του νησιού ανέβαινε σε 203.123 άτομα κατανεμημένος ως εξής στις 4 διοικητικές περιφέρειες με τα αντίστοιχα κέντρα του: του Χάνδακα 86.075, Χανιών 49.461, Ρεθύμνου 50.594 και Σητείας 16.813. Αν λάβουμε υπ' όψη ότι στα 1571 η Κρήτη αριθμούσε 160.000, πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο πληθυσμός της - παρά την θραύση της επιδημίας - σημείωσε σημαντική αύξηση μέσα σε 20 χρόνια.
ΠΗΓΗ 
Το καταπληκτικό έργο του Απόστολου Βακαλόπουλου Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ' τομ., Θεσσαλονίκη 1968.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως