Σύνοψη της ενάλιας και παράκτιας αρχαιολογικής έρευνας στην Κρήτη μέχρι το 2014
Academia.edu
(Overview
of underwater and coastal archaeological research in Crete until 2014)
Εισαγωγικά
Εικ. 1. Κρητικός αμφορέας από
ρωμαϊκό ναυάγιο
στην περιοχή του
Σαμώνιου ακρωτηρίου (κάβο Σίδερο)
|
ροσπόρισης δύναμης και πλουτισμού. Ο νησιώτικος χαρακτήρας, η έντονη, διαχρονική πολιτισμική δραστηριότητα, η καίρια θέση της Κρήτης στο ναυτικό σταυροδρόμι που ένωνε την ανατολική με τη δυτική Μεσόγειο, οι δύσκολες θάλασσες και το άστατο τεκτονικό τοπίο συνέβαλαν ώστε ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπινων καταλοίπων να εντοπίζονται βυθισμένα στις ακτές και τις θάλασσες του νησιού. Στο κείμενο που ακολουθεί θα γίνει προσπάθεια να καταγραφεί χρονολογικά η ιστορία της έρευνας που συνδέεται με τη μελέτη των καταλοίπων αυτών ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σαν κατάλογος βιβλιογραφίας για τον ενδιαφερόμενο να εμβαθύνει στον τομέα της ενάλιας και παράκτιας αρχαιολογίας της Κρήτης.(1)
Αντικείμενο της
σύνοψης είναι η ιστορία της έρευνας η οποία εστιάζεται σε ευρήματα που
βρίσκονται σήμερα βυθισμένα (ναυάγια, λιμενικά και κτιριακά κατάλοιπα), αλλά
και σε δομές που βρίσκονται στην παραλιακή ζώνη και συνδέονται άμεσα με τη
ναυτική δραστηριότητα, είτε γιατί κατασκευάστηκαν εξαρχής στη χέρσο, π.χ.
νεώσοικοι, είτε επειδή βρέθηκαν εκεί συνεπεία τεκτονικών ή άλλων φαινομένων,
όπως λόγου χάρη το λιμάνι της Φαλάσσαρνας στη Δυτική Κρήτη.
1. Το κείμενο αυτό αποτέλεσε το θέμα παρουσίασης στο 11ο
Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο με τίτλο «Η ενάλια αρχαιολογική έρευνα στην Κρήτη
μέχρι σήμερα και οι προοπτικές της», αλλά δυστυχώς δεν κατέστη δυνατή η υποβολή
του για τα πρακτικά του εν λόγω συνεδρίου.
Κρητικά Χρονικά
ΛE´ (2015), 31-52
1926 – Άγ. Θεόδωροι (Νίρου Χάνι)
Πρώτος, ανασκάπτει το 1926, στην περιοχή των Αγ. Θεοδώρων
του Νίρου Χάνι (ή Κοκκίνη Χάνι), ο Σπυρίδων Μαρινάτος (1926, 141-147), τα
κατάλοιπα Υστερομινωικού Ι κτιρίου με φαρδείς τοίχους (~0.80μ.), πηγάδι και
τοίχους γειτονικών κτιρίων που συνεχίζουν μέσα στη θάλασσα. Η παραλία
προστατεύεται βορείως από βραχώδες έξαρμα-ακρωτήρι, με τρεις συνεχόμενες
βραχονησίδες, που παρουσιάζουν έντονα ίχνη λατόμευσης. Προς τα δυτικά, στην
περιοχή γένεσης του ακρωτηρίου, υπάρχει ορθογώνιο λάξευμα, το οποίο
διαχωρίζεται σε δύο μέρη από λωρίδα αλάξευτου βράχου. Ο ανασκαφέας θεώρησε το
ακρωτήρι ως τον καλύτερο φυσικό λιμενοβραχίονα της περιοχής και το μεγάλο
λάξευμα είτε ως λιμάνι είτε ως νεώριο.
1937 – Ναυάγιο Αγ. Γαλήνης
Πρώτο πραγματικό ενάλιο εύρημα που ήρθε στην επιφάνεια στην
Κρήτη αποτελεί το σύνολο του αποκαλούμενου Ναυαγίου της Αγ. Γαλήνης. Πρόκειται
για σύνολο χάλκινων και μεταλλικών αντικειμένων, κυρίως αγαλματίων, τα οποία
αρχικά κατασχέθηκαν από αλιείς το 1937 (Θεοφανείδης 1938 και 1951) ή
συνελέχθηκαν στη συνέχεια από την ίδια περιοχή Αγίας Γαλήνης – Κόκκινου Πύργου
(Leatham and Hood 1958-59, 278-280). Το σύνολο μελετήθηκε πρόσφατα στο πλαίσιο
διδακτορικής διατριβής (Μπροκαλάκης 2012 και 2013) και φαίνεται να ανήκει σε
σκάφος του 3ου μ.Χ. αιώνα, το οποίο μετέφερε πολεμική λεία ή, πιθανότερο,
μεταλλικά αποτυχημένα τέχνεργα και άλλα αντικείμενα για επαναχύτευση.
1939 – Ευρήματα από το λιμάνι Ηρακλείου
Δύο χρόνια αργότερα έρχονται στο φως, προερχόμενα από το
λιμάνι του Ηρακλείου, δύο μπρούτζινα κανόνια και απανθρακωμένα ξύλα σκάφους
(Leatham & Hood 1958-59, 264).
1955 – Έρευνα Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής (Χερσόνησος,
Μόχλος, Ψείρα)
Το 1955 πραγματοποιείται στην Κρήτη η τρίτη στην Ελλάδα
ενάλια έρευνα (20 μετά την τελειοποίηση της συσκευής αυτόνομης κατάδυσης το
1943 από τους Jacques Yves Cousteau και Émile Gagnan, από την Αγγλική
Αρχαιολογική Σχολή (Leath-am – Hood, 1958-59). Παρά τις δύσκολες καιρικές
συνθήκες (μελτέμια) ερευνούν το λιμάνι του Ηρακλείου και τις εκβολές του
Καιράτου χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα. Μελετούν όμως ενδελεχώς τα
κατάλοιπα του Ρωμαϊκού λιμένα της Χερσονήσου και τις εκεί ιχθυοδεξαμενές,
εκτιμώντας την αλλαγή της θαλάσσιας στάθμης από τη Ρωμαϊκή περίοδο στο +1μ.
Αποτυπώνουν τις αντίστοιχες ιχθυοδεξαμενές στον Μόχλο. Ενώ, στη νησίδα Ψείρα
ερευνούν τα κατάλοιπα βυθισμένης ρωμαϊκής προκυμαίας, καθώς και διάσπαρτη
μινωική κεραμική κάτω από την περιοχή του προϊστορικού οικισμού σε βάθος που
φθάνει τα 15μ. Στην Αγ. Γαλήνη επανεντοπίζουν τη θέση προέλευσης των τεχνέργων
και ανελκύουν τμήματα κεραμικής, καθώς και φύλλο μολύβδου, πιθανότατα από την
επιμολύβδωση του σκάφους
(2.) Η πρώτη έγινε στον κόλπο του Μαραθώνα από τους Γάλλους
το 1952 (Braemer – Marcadé 1953) και η δεύτερη στη Χίο από τους Άγγλους το 1954
(Garnett – Boardman 1961).
1962 – Ναυάγιο Ματάλων
Τον Ιούλιο του 1962, οι George Grile και Κωστής Δαβάρας
(Grile – Davaras 1964) καταδύονται και αναζητούν, στην περιοχή μεταξύ του όρμου
των Ματάλων και του Κομμού, ενδείξεις για τα ναυάγια των πλοίων του Μενέλαου
που περιγράφει ο Όμηρος (Οδύσσεια
γʹ 286 κ.ε.) ότι χάθηκαν στη
νότια ακτή της Κρήτης. Δεν εντοπίζουν μυκηναϊκά κατάλοιπα αλλά τρεις
συγκεντρώσεις ρωμαϊκών ροδιακών αμφορέων, καθοδηγούμενοι από τη σχετική πληροφορία
του ντόπιου ψαροντουφεκά Νικόλα Κουργεράκη από τις Μοίρες.
1964 – Ημιβυθισμένα κτιριακά κατάλοιπα στην Αμνισσό
To 1964 o Στυλιανός Αλεξίου ανασκάπτει, στην παραλία δυτικά
του βραχώδους λόφου της Αμνισσού (Καρτερός) και του ιερού του Δία Θενάτα, δύο
συστάδες κτιριακών καταλοίπων τα οποία χρονολογεί στην Υστερομινωική ΙΙΙβ και
Υστερομινωική Ι περίοδο (Αλεξίου 1967 και Alexiou 1992). Το βόρειο τμήμα των
δύο συμπλεγμάτων ήταν βυθισμένο στη θάλασσα.
1967 – Νεώσοικος Σητείας
Το 1967 ο Κ. Δαβάρας δημοσιεύει τα κατάλοιπα (λάξευμα)
νεωσοίκου Ελληνιστικών χρόνων που εντοπίζει ανατολικά της Σητείας στη θέση
Τρυπητή (∆αβάρας 1967). Πρόκειται για λάξευμα διαστάσεων 30×5.5μ. με κλίση 15%.
Ο νεώσοικος χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο και συνδέεται με την
υπερκείμενη πόλη η οποία ήκμασε μεταξύ 4ου και 2ου αι. π.Χ. (βλ. επίσης Μπάικα
2011 και Gerding 2013).
1970-71 – Νεώσοικος Ματάλων
Το λάξευμα ενός νεωσοίκου, στην νότια ακτή του όρμου των
Ματάλων, ερευνάται το 1970 και 1971 από τον κορυφαίο Άγγλο λιμενολόγο David
Blackman (1973). Πρόκειται για ορθογώνιο επικλινές λάξευμα στον φυσικό βράχο,
μήκους 35-38μ., πλάτους 5.85μ. και ύψους 7.6μ., το οποίο έχει σήμερα καταληφθεί,
δυστυχώς, από αυθαίρετες κατασκευές. Το λάξευμα χρονολογείται από τον D.
Blackman στους Αυτοκρατορικούς χρόνους, αν και είναι πιθανή και πρωιμότερη
χρονολόγησή του, όπως προκύπτει από νεότερη έρευνα στον χώρο (Μπάικα 2011,
Baika 2013).
1971 – Ιχθυοδεξαμενές Σητείας
Το 1971, ο Κ. Δαβάρας μελετά ένα σύμπλεγμα δέκα περίπου
ιχθυοδεξαμενών και άλλα ακόμα λαξεύματα στην παραλία της πόλης της Σητείας
βόρεια του λιμανιού, κάτω από το φρούριο της Καζάρμας (Davaras 1974). Τις
αποδίδει στη Ρωμαϊκή περίοδο και συζητά την ιδιαιτερότητά τους λόγω του αριθμού
και των κατασκευαστικών χαρακτηριστικών τουλάχιστον μίας από αυτές, σε σχέση με
τις έως τότε γνωστές ιχθυοδεξαμενές στη Χερσόνησο και στον Μόχλο. Επισημαίνει
τη βιομηχανική παραγωγή την οποία υπονοεί η ύπαρξη του συμπλέγματος και στη
βάση των αρχαιολογικών στοιχείων εκτιμά την αλλαγή της θαλάσσιας στάθμης. Αναφέρεται,
ακόμα, σε μία ή δύο τέτοιες ιχθυοδεξαμενές στον όρμο της Ζάκρου, αλλά χωρίς
περαιτέρω στοιχεία (Davaras 1974, 88 και σημ. 6)
1971 – Παράκτια έρευνα (Αγιοφάραγγο – Λασαία)
Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, μια ομάδα από το
Πανεπιστήμιο του Bristol με επικεφαλής τους David Blackman και Κeith Branigan
ερευνά την ακτή από την περιοχή του Αγιοφάραγγου μέχρι τη Λασαία (Χρυσόστομος)
στη νότια κεντρική Κρήτη. Δίνουν έμφαση στις λιμενικές θέσεις των Καλών
Λιμένων, γνωστών από τις Πράξεις των Αποστόλων (ΚΖ.8) και το ταξίδι του
Αποστόλου Παύλου, μια εξαίσια ναυτική ιστορία που συνδέεται με τη ναυτική
ιστορία της Κρήτης, και της Λασαίας, όπου αποτυπώνουν τον βυθισμένο
λιμενοβραχίονα που ενώνει την ακτή της Κρήτης με τη νησίδα Τράφος και
αναγνωρίζουν ρωμαϊκές δομές στην παραλία.1975 – Ιχθυοδεξαμενή Φέρμας
Ένα χρόνο μετά τη
δημοσίευση του συμπλέγματος των ιχθυοδεξαμενών της Σητείας ο Κ. Δαβάρας
δημοσιεύει μία ακόμα ιχθυοδεξαμενή στην παραλία της Φέρμας, ανατολικά της
Ιεράπετρας (Δαβάρας 1983 [Αρχ. Δελτίο του 1975]). Η λαξευτή κατασκευή της είναι
ιδιαίτερα μεγάλου ύψους και επιμέλειας και εντάσσεται και αυτή στον ρωμαϊκό
χρονολογικό ορίζοντα.
1976 – Αποστολή Cousteau -ΥΠΠΕ
Στο τέλος του 1975 φτάνει στην Ελλάδα, προσκεκλημένος του
Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και του υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών, ο
πλοίαρχος Cousteau με το θρυλικό σκάφος
Καλυψώ, όπου θα παραμείνει για έναν περίπου χρόνο. Υπό την
εποπτεία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας οργώνει το Αιγαίο, ερευνώντας ναυάγια και
βυθισμένες θέσεις. Η Κρήτη δεν θα μπορούσε να μην είναι αντικείμενο των
υποβρύχιων αναζητήσεων. Ερευνώνται θέσεις σε όλη την περίμετρό της, με έμφαση
στην νησίδα Ντία. Στους νότιους όρμους της σημαντικής για την ιστιοφόρο
ναυσιπλοΐα νησίδας εντοπίζονται και περισυλλέγονται μεμονωμένα αντικείμενα και
ανελκύονται τα ορατά στην επιφάνεια του βυθού φορτία τεσσάρων αρχαίων ναυαγίων:
ενός Ρωμαϊκών (1ος -2ος αι. μ.Χ.), ενός Βυζαντινών (8ος -9ος
αι.), ενός Ενετικών (16ος -17ος αι.) και ενός Οθωμανικών (17ος -18ος
αι.) χρόνων.
Οι αμφορείς από τα φορτία αυτά βρίσκονται έκτοτε
αποθηκευμένοι στο φρούριο του Κούλε και προγραμματίζεται να εκτεθούν μετά την
ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης του Φρουρίου. Από τη μελέτη των ημερολογίων
των ερευνών (Χ. Κριτζάς, Λ. Κολώνας, Ν. Παπαδάκης), τα οποία φυλάσσονται στο
αρχείο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, προκύπτει ο αριθμός των τεσσάρων
ναυαγίων, ενώ αρχικά είχε εκτιμηθεί ότι επρόκειτο για έξι ναυάγια.
Παράλληλα με τα ναυάγια διεξάγεται ανασκαφή στον δυτικότερο
όρμο του Αγ. Γεωργίου, η οποία αποδεικνύει τη χρήση του ως ναυτικού καταφυγίου
από τα Προϊστορικά χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Απτή απόδειξη, πέραν της
κεραμικής, ο βυθισμένος λιμενοβραχίονας, πιθανόν των Βυζαντινών χρόνων, που
προστατεύει τον όρμο από τους νοτιάδες.
Στον όρμο του Δερματά, στα βόρεια του Ηρακλείου,
υποδεικνύεται από τον ντόπιο δύτη Μανώλη Βουτσαλά και εντοπίζεται το ναυάγιο
της υποναυαρχίδας La Thérèse
του Γαλλικού στόλου του Λουδοβίκου ΙΔʹ,
η βύθιση της οποίας σήμανε το τέλος της πολιορκίας του Χάνδακα και την
ολοκληρωτική πτώση της Κρήτης στους Οθωμανούς.
Δύο επιπλέον ναυάγια εντοπίζονται στο Σαμώνιο ακρωτήριο
(Κάβο Σίδερο), ένα με φορτίο ρωμαϊκών αμφορέων (Εικ. 1) και ένα με φορτίο κιόνων και
αρχιτεκτονικών μελών των Πρωτοβυζαντινών χρόνων. Ερευνήθηκαν, επιπλέον, οι
περιοχές της Ελούντας, της νησίδας Ψείρας και ο όρμος Μένιες στη χερσόνησο του
Ροδοπού στα Χανιά..
Στοιχεία για τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών εμφανίζονται,
πέραν των ημερολογίων, σε σειρά ντοκιμαντέρ του Ιδρύματος Cousteau (Calypsos
search for Atlantis I, II και Lost relics of the sea) και σε σύντομα
δημοσιεύματα του πρωτοπόρου της ελληνικής υποβρύχιας αρχαιολογίας Κρητικού
αρχαιολόγου Χαράλαμπου Κριτζά (1978: 424-427, 1988α: 8-9, 1988β: 8-12), ο
οποίος είχε διενεργήσει την υποβρύχια ανασκαφή στον όρμο του Αγ. Γεωργίου της
Ντίας και είχε εποπτεύσει σε διάφορα σημεία της ακτίνας δράσης του Καλυψώ.
1976 – Ίδρυση Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων (ΕΕΑ)
Το Φθινόπωρο του 1976, με τη δυναμική που είχε εντείνει η
παρουσία του Cousteau στην Ελλάδα, ιδρύθηκε η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, ο
αρμόδιος κρατικός φορέας (Αρχαιολογική Υπηρεσία) για την προστασία και ανάδειξη
της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Έκτοτε, κάθε ενάλια έρευνα
στην Ελλάδα και συνεπώς στην Κρήτη διευθύνεται ή εποπτεύεται από την Εφορεία
(για συνοπτική αναδρομή στην ελληνική υποβρύχια αρχαιολογία βλ. Θεοδούλου
2011β). Στο πλαίσιο αυτό πραγματοποιούνται στο νησί είτε αυτοψίες για την
κατασκευή έργων ή διερεύνηση πληροφοριών για την ύπαρξη αρχαιοτήτων είτε
εκτεταμένες έρευνες/ανασκαφές σε συγκεκριμένες θέσεις. Οι αυτοψίες αυτές
πυκνώνουν ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1990, αν και δεν υπάρχουν πάντα
σχετικές δημοσιεύσεις.
1978 – Βυθισμένο κτίριο Μαλλίων
Τον Ιούλιο του 1978, έντονη θαλασσοταραχή αποκάλυψε στην
ανατολική πλευρά του όρμου των Μαλλίων βυθισμένο ορθογώνιο κτίριο το οποίο
αποτυπώθηκε μερικώς από τη γαλλική αποστολή που ερευνούσε στην περιοχή του
Ανακτόρου (Guest-Papamanoli – Trecil R. 1978). Το κτίριο καλύφθηκε γρήγορα και
πάλιν από την άμμο με αποτέλεσμα να είναι γνωστό γι’ αυτό μόνο το συγκεκριμένο
σχέδιο, χωρίς περαιτέρω στοιχεία χρονολόγησης ή ερμηνείας.
1985 – Λιμενικό έργο όρμου Κουρεμένου
Σε αυτοψία για την αδειοδότηση λιμενικού έργου στον όρμο
Κουρεμένου, το 1985, κλιμάκιο της ΕΕΑ εντόπισε αρχαία ύφαλη λιθορριπή (Σίμωσι
1988). Πρόκειται για βυθισμένο αρχαίο λιμενοβραχίονα ο οποίος ξεκινάει 10μ.
περίπου από τη σημερινή ακτή και εκτείνεται 60μ. προς νότια. Η άνω επιφάνειά
του βρίσκεται βυθισμένη σήμερα από 1.5 έως 4μ. και στα ανώτερα τμήματά της
διαπιστώνονται προσθήκες ογκολίθων. Με βάση τη μαρτυρία της κεραμικής το έργο
χρονολογήθηκε στη Ρωμαϊκή περίοδο. Εν τούτοις, η απόσταση της έναρξης της
λιθορριπής από την παραλία, ενδεικτική της έντονης αλλαγής στην αρχαία
ακτογραμμή, και το μεγάλο βάθος στο οποίο φθάνει το νοτιότερο άκρο της (-4μ.),
σε συνδυασμό με το γεγονός της παρουσίας των μινωικών θέσεων του Αλαβάστρου και
του Καστριού σε άμεση γειτνίαση ίσως να συνέτειναν και σε πρωιμότερη χρονολόγηση.
1986 – Ανασκαφή στο λιμάνι Φαλάσσαρνας
Η πρώτη εκτεταμένη παράκτια ανασκαφική έρευνα ξεκινά το 1986
στο ανυψωμένο λιμάνι της Φαλάσσαρνας στα Χανιά, από την Χανιώτισσα αρχαιολόγο
Ελπίδα Χατζηδάκη, υπάλληλο τότε της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων, η οποία μετατέθηκε
αμέσως μετά και υπηρέτησε ως αρχαιολόγος και αναπληρώτρια προϊσταμένη της ΕΕΑ,
συνεχίζοντας την ανασκαφή υπό την αιγίδα της ΕΕΑ.
Η ανασκαφή συνεχίζεται κατά διαστήματα μέχρι σήμερα. Το
λιμάνι της αρχαίας Φαλάσσαρνας έχει ανυψωθεί σημαντικά (6.6μ.) και βρίσκεται
σήμερα στη χέρσο, κυρίως εξαιτίας του σεισμού του 365 μ.Χ. Το λιμάνι με τις δύο
τουλάχιστον εσωτερικές λιμενολεκάνες, βρίσκεται σε χρήση από τα μέσα του 4ου
αι. π.Χ. μέχρι και τα Ρωμαϊκά χρόνια, οπότε καταστρέφεται σκόπιμα από τους Ρωμαίους
που θέλησαν έτσι, σύμφωνα με την ανασκαφέα, να τιμωρήσουν και να περιορίσουν
τις πειρατικές δραστηριότητες των Φαλασσαρναίων (Hadjidaki 1988, Χατζηδάκη
1998, Hadjidaki 1996, Hadjidaki – Iniotakis 2000, Hadjidaki 2001, Frost –
Hadjidaki 1990. Επιπλέον βι-βλιογραφία στο http://www.limenoscope.ntua.gr/show_port.cgi?lan=el&id=55])
.
1987 – Έρευνα στο ναυάγιο La Thérèse
Ένα χρόνο αργότερα,
το 1987, ξεκινάει υποβρύχια έρευνα και συνεχίζεται μέχρι το 1994 με διαλείμματα
στο ναυάγιο του La Thérèse στον κόλπο του Δερματά στο Ηράκλειο. Την έρευνα
διευθύνουν η αρχαιολόγος Μαρία Αναγνωστοπούλου και ο αρχιτέκτονας Νίκος Λιανός.
Στη διάρκειά της γίνεται σχεδιαστική αποτύπωση των λειψάνων του ναυαγίου και
ανασκαφική διερεύνηση. Ανελκύονται αντικείμενα (ατομικά, οπλισμός, κεραμική,
κλπ.), από την μελέτη των οποίων γίνονται κατανοητές τόσο η ναυτική διάσταση
του ίδιου του μνημείου, αλλά και της συμβολής της βύθισής του στο ιστορικό
γίγνεσθαι της Κρήτης (Λιανός 1986, Αναγνωστοπούλου-Λιανός 1986, Λιανός 1989,
Lianos 1989, Λιανός Αναγνωστοπούλου 1995, Lianos 1992).
1987 – Περίβολοι Σταλίδας
Την ίδια χρονιά η Δέσποινα Βαλλιάνου (1992) αναφέρει την
ύπαρξη δύο λιθόκτιστων περιβόλων με κονίαμα, οι οποίοι βρίσκονται στη βραχώδη
ακτή δυτικά του ξενοδοχείου ιδιοκτησίας Καράτζη (σήμερα ξενοδοχείο Νανά), ενώ
αναφέρει την ύπαρξη πηγών γλυκού νερού και μινωϊκών λειψάνων στην περιοχή.
Πρόκειται για δύο περιβόλους, εφαπτόμενους ο ένας στον άλλο με διάταξη από τη
στεριά προς τη θάλασσα. Βρίσκονται στην ουσία εντός αιγιαλού ενώ το θαλάσσιο
κύμα εισβάλει μέσα τους σε περιπτώσεις θαλασσοταραχής. Οι περίβολοι
ερμηνεύθηκαν αρχικά ως ιχθυοδεξαμενές (Mandalaki 2013, σημ. 29). Εν τούτοις,
προσεκτικότερη παρατήρηση κατέδειξε ότι πρόκειται για περιβόλους μέσα από τους
οποίους αναβλύζει μεγάλη ποσότητα γλυκού νερού. Συνεπώς, αποτελούν κρηνικές
κατα-σκευές. Ο στόχος της δόμησής τους ήταν να εμποδίζουν την ανάμειξη του
γλυκού με το αλμυρό νερό ώστε να παραμένει εκμεταλλεύσιμο. Η χρονολόγησή τους
είναι δύσκολη χωρίς ενδελεχέστερη έρευνα. Η παρουσία όμως του κονιάματος ίσως
αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο για μεταρωμαϊκή χρονολόγησή τους (Θεοδούλου
2011α).1990 – Παράκτιος Πρωτομινωικός οικισμός Σπηλιάδας Σισίου
Το 1990, κλιμάκιο της ΕΕΑ εντοπίζει και ερευνά, στο πλαίσιο
αυτοψίας για λιμενικό έργο ξενοδοχειακής μονάδας, τα παράκτια και ποντισμένα
κατάλοιπα Πρωτομινωικού ΙΙβ οικισμού (Σίμωσι 2003). Αναφέρονται στην παραλία
λιθοδομές θεμελίων, καθώς και λαξεύματα θεμελίωσης στον φυσικό βράχο, όπως και
στρώματα πηλοχώματος, πιθανά κατάλοιπα πηλοπλίνθων. Κάποια ποντισμένα λαξεύματα
που θεωρούνται ότι ανήκουν σε κατασκευές του οικισμού εντοπίζονται σε βάθος από
1.73 έως 2.33μ. δίνοντας μια ένδειξη για την τεκτονική ιστορία και στις ευστατικές
αλλαγές από την τρίτη χιλιετία π.Χ.
1993 – Νεώσοικοι Κομμού και κρητικοί νεώσοικοι γενικότερα
Το 1993 οι Joseph και Μαρία Shaw ανακοινώνουν στο Πέμπτο
Διεθνές Συμπόσιο για τη Ναυπηγική στην Αρχαιότητα, που διεξαγόταν στο Ναύπλιο,
την ερμηνεία ενός συμπλέγματος στον Κομμό, χρονολογούμενου στην Υστερομινωική Ι
περίοδο, με τέσσερα επιμήκη παράλληλα διαμερίσματα, ως προϊστορικών νεωσοίκων
(Shaw και Shaw 1999).
Αρχικά η ερμηνεία είχε επιφυλακτική υποδοχή, όπως
παραδέχεται σε πρόσφατο συγκριτικό άρθρο του για τους μινωικούς νεωσοίκους ο
Άγγλος ειδικός David Blackman (2011). Παρά ταύτα, ο εντοπισμός και η ανασκαφή
και δεύτερου παρόμοιου συγκροτήματος από τον Αντώνη Βασιλάκη (2010), μεταξύ
2005 και 2007 στις εκβολές του Καιράτου (Κατσαμπά) στο Ηράκλειο, έκανε την
υπόθεση αρκετά πειστικότερη.
Σε αυτή τη συζήτηση μπορούν να ενταχθούν πιθανόν και το
λάξευμα στους Αγ. Θεοδώρους, το βυθισμένο κτίριο των Μαλλίων (βλ. παραπάνω), το
συγκρότημα στην παραλία του σφουγγαρά στα Γουρνιά (Watrous 2012), ως επίσης και
ένα ακόμα κτίριο, μισοβυθισμένο στην παραλία μπροστά από το ξενοδοχείο Ίστρον
στο Καλό Χωριό (Θεοδούλου 2013 και Θεοδούλου, Χρονικά Αρχαιολογικού Δελτίου 2013 [υπό έκδοση]).
Βέβαια, οι Μινωικοί νεώσοικοι διαφέρουν από αυτούς των
ιστορικών χρόνων, καθώς φαίνεται να είναι περισσότερο χώροι αποθήκευσης πλοίων
και της σκευής τους, αλλά σε απόσταση από την παραλία, γεγονός που τους
αποσυνδέει μάλλον και από την απόλυτη χρήση για πολεμικά πλοία, όπως συμβαίνει
με τους νεώσοικους των ιστορικών χρόνων.
Βέβαια, από την Κρήτη δεν λείπουν και μεταγενέστεροι
νεώσοικοι, των ιστορικών χρόνων, οι οποίοι εντοπίζονται σε τρεις θέσεις. Πρώτος
μελετήθηκε αυτός της Σητείας από τον Κ. Δαβάρα (βλ. παραπάνω), ένας δεύτερος
μελετήθηκε από τον David Blackman στα Μάταλα (βλ. επίσης παραπάνω), ενώ ένα
τρίτο σύμπλεγμα νεωσοίκων μελετήθηκε από την Καλλιόπη Μπάικα στα δυτικά της
Φορτέτζας του Ρεθύμνου (Μπάικα 2011, Baika 2013). Στον ίδιο ορίζοντα μπορούν
επίσης να ενταχθούν τα νεώρια της Ενετικής περιόδου που υφίστανται ακόμα στα
Χανιά και το Ηράκλειο.
1995 – Σεισμικές έρευνες στο επιχωμένο λιμάνι της Ιτάνου
Στη διάρκεια των ακαδημαϊκών ετών 1995/96 και 1996/97
διενεργούνται στην περιοχή της αρχαίας Ιτάνου, η οποία κατοικήθηκε από τη
Γεωμετρική μέχρι την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, σεισμικές έρευνες στην περιοχή του
επιχωμένου λιμανιού της στο πλαίσιο των Ασκήσεων Υπαίθρου IV, της Σχολής
Μηχανικών Ορυκτών Πόρων του Πολυτεχνείου Κρήτης. Τα αποτελέσματα σε συνδυασμό
με αε-ροφωτογραφίες και τα αρχαιολογικά στοιχεία διασαφηνίζουν την έκταση και
το βάθος της επίχωσης, καθώς και τη μορφή του λιμανιού και τη σχέση της αρχαίας
πόλης μαζί του (Vafidis et al., 2003 και 2005).
1995 – Διατριβή για τους κρητικούς αμφορείς
Το 1995 εκδίδεται και η διατριβή της Αντιγόνης
Μαραγκού-Lerat για τους κρητικούς εμπορικούς αμφορείς από τα Κλασικά μέχρι τα
αυτοκρατορικά Ρωμαϊκά χρόνια, η οποία ρίχνει φως στις εμπορικές σχέσεις και την
οικονομική δραστηριότητα της Κρήτης, διά μέσου αυτού του πλέον συχνού ευρήματος
των αρχαίων ναυαγίων (Marangou-Lerat 1995).
1996 – Αποτυπώσεις στο λιμάνι Παλαιόχωρας
Τον Φεβρουάριου του 1996 κλιμάκιο της ΕΕΑ αποτυπώνει στην
Παλαιόχωρα Χανίων δύο λιθορριπές σε βάθος από 2.5 έως 3.5μ. και διαστάσεων
28×25μ. και 24×22μ. (Καζιάνης 2001).
1998 – Σωστική ανασκαφή στον Αθερινόλακκο Σητείας
Το 1998 με αφορμή την αυτοψία για το μεγάλο έργο της ΔΕΗ στον
Αθερινόλακκο Σητείας, διεξάγεται σωστική ανασκαφή υπό τη διεύθυνση της Ε.
Χατζηδάκη με τη συμμετοχή του επίσης Κρητικού καταδυόμενου αρχαιολόγου Διονύση
Ευαγγελιστή, σε μεταβυζαντινό ναυάγιο. Ανελκύεται Βυζαντινή κεραμική, δύο
σιδερένια κανόνια και σιδερένια άγκυρα (Δελλαπόρτα 2005 και προσωπική
επικοινωνία με Δ. Ευαγγελιστή).
1999 – Αποτυπώσεις και αυτοψίες: Πλάκα Καπετανιανών,
Γραμβούσα, Σταυρός Ακρωτηρίου
Την επόμενη χρονιά η ίδια αρχαιολόγος διευθύνει την
αποτύπωση καταλοίπων μινωικού λιμενικού έργου και οικισμού στην Πλάκα
Καπετανιανών Ηρακλείου, τα οποία χρονολογεί στην Πρωτομινωική ΙΙ – Μεσομινωνική
ΙΙΙ και τονίζει τη σημασία μικρότερων κέντρων στην άσκηση εμπορίου κατά την
Εποχή του Χαλκού σε αντιδιαστολή με την επικρατούσα αντίληψη για την
αποκλειστική διεξαγωγή του από τα ανάκτορα. Ερευνά επίσης στην περιοχή της
νησίδας Γραμβούσα στα Χανιά, όπου εντοπίζει σύνολο έξι κανονιών, ενώ εντοπίζει
λίθινες άγκυρες στην περιοχή του Σταυρού Ακρωτηρίου (Χατζηδάκη 2004, 2006), οι
οποίες προσομοιάζουν με τις άγκυρες που εντοπίστηκαν στην ανασκαφή του Κομμού
(Shaw 1995).Αντίστοιχα εντοπίζονται στην περιοχή του όρμου Ατζικιάρι στη
Σητεία, από τον Δ. Ευαγγελιστή θραύσματα αγγείων στον αιγιαλό μπροστά από μικρό
σπήλαιο στην ανατολική πλευρά του όρμου, καθώς και συσσωματωμένα όστρακα μεγάλων
αγγείων σε βάθος 11.5μ. (Χατζηδάκη 2006).
2001 – Ελούντα, Σταλός, Παχιά Άμμος, Χερσόνησος
Το 2001 αναφέρονται
ανασκαφές και αποτυπώσεις που διενεργήθηκαν από την Ε. Χατζηδάκη, στην περιοχή
της Ελούντας και σε παράκτιους μινωικούς οικισμούς στον Σταλὀ Χανίων και την Παχιά Άμμο Σητείας
(Δελλαπόρτα 2005 και Δελλαπόρτα 2012), χωρίς όμως περαιτέρω δημοσιευμένα
στοιχεία. Παράλληλα, με άδεια της ΕΕΑ διενεργείται στα δομικά υλικά των λιμενοβραχιόνων
του λιμένα Χερσονήσου, από ομάδα του προγράμματος Roman Maritime Concrete Study
(ROMACONS), έρευνα η οποία συνεχίζεται και το 2007 και η οποία καταλήγει στο
συμπέρασμα ότι πιθανότατα το υδραυλικό συνδετικό κονίαμα που χρησιμοποιήθηκε
περιείχε εισηγμένο pozzolana (= λεπτή σκόνη πυριτίου και αλουμινίου) από τον
κόλπο της Νάπολης, δείχνοντας την ιδιαίτερη σημασία των λιμενικών αυτών
εγκαταστάσεων για τη ρωμαϊκή διοίκηση (Brandon et al. 2009).
2003 – Μινωικό φορτίο Ψείρας
Ανάμεσα στη γενικά έντονη δραστηριότητα που παρουσιάζει η
Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων, με την έναρξη της δεκαετίας (βλ. Θεοδούλου 2011β
και Theodoulou 2015),
ξεκινάει το 2003 γεωφυσική ανίχνευση στην ανατολική Κρήτη υπό τη διεύθυνση της
Ε. Χατζηδάκη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο εντοπισμός στην περιοχή της Ψείρας
κεραμικού συνόλου του 1700 π.Χ., που εκτιμήθηκε ως το φορτίο του πρώτου
ανευρεθέντος μινωικού ναυαγίου. Η έρευνα μετατράπηκε σε ανασκαφή που διήρκεσε
μέχρι το 2010. Ανελκύστηκαν αρκετά ακέραια αγγεία τοπικής παραγωγής, αλλά όχι
δυστυχώς τμήματα του σκαριού του πλοίου (Χατζηδάκη 2002, 2005, Hadjidaki 2005,
Hadjidaki και Betancourt 2005, Μεντόγιαννης 2007, Hadjidaki 2008, Saridaki
2009, Bonn-Muller 2010, Hadjidaki 2011).
2003 – Προβασκάνιο και λύχνος από τη θαλάσσια περιοχή νότια
της Κρήτης
Την ίδια χρονιά παραδίδονται στην ΕΕΑ από το Λιμεναρχείο
Καλύμνου ένας λύχνος και ένα προβασκάνιο (αγγείο με αποτροπαϊκό προσωπείο)
προερχόμενα από τη θαλάσσια περιοχή της νοτιοανατολικής Κρήτης. Ανελκύστηκαν
τυχαία από βάθος 300μ. περίπου, από τα συρόμενα δίχτυα αλιευτικού σκάφους και
φαίνεται να προέρχονται από Ρωμαϊκό ναυάγιο (Θεοδούλου 2012).
2006 – Διατριβή για λιμάνια Κρήτης
Το 2006 ολοκληρώνεται η διδακτορική διατριβή της Χαρίκλειας
Χάμψα (Chariklia Hampsa, 2006) για τα αρχαία λιμάνια της Κρήτης.
2007 –
Danaos Project
Το 2007 o Αμερικανός αρχαιολόγος Shelley Wachsmann του Πανεπιστημίου
Texas A&M, σε συνεργασία με το Ελληνικό Κέντρο
Θαλασσίων Ερευνών και το Ινστιτούτο Μελέτης Αρχαίας και Μεσαιωνικής
Αλεξάνδρειας διεξήγαν υποβρύχια έρευνα στα διεθνή ύδατα νότια της Κρήτης, η
οποία συνεχίστηκε το 2007 και οδήγησε στον εντοπισμό μεμονωμένων αμφορέων,
ένδειξη των ναυτικών δρόμων που περιέβαλλαν την Κρήτη (Wachsmann 2008,
Wachsmann et al. 2009, Wachs-mann 2010 βλ. επίσης: http://inadiscover.com/danaos/
index.html[15 Ιουλ. 2015])
2007 – Σπήλαιο Καθεδρικό
Την ίδια χρονιά διερευνήθηκε από κλιμάκιο της Εφορείας
Παλαιοανθρωπολογίας- Σπηλαιολογίας, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Χρήστου
Αγουρίδη, υποβρύχιο σπήλαιο με αρχαιολογικά κατάλοιπα, στην περιοχή του Καλαθά
Ακρωτηρίου, το οποίο είχε υποδειχθεί την προηγούμενη χρονιά στην Εφορεία
Αρχαιοτήτων Χανίων. Το σπήλαιο, γνωστό στους ντόπιους δύτες ως «Καθεδρικό»,
διαθέτει δύο εισόδους, μία υποβρύχια στα -15/16μ. και μία δεύτερη από τη
στεριά, η οποία έχει σχηματισθεί από την υποχώρηση της οροφής του. Από το
σπήλαιο ανελκύστηκαν αμφορείς, τριποδικές χύτρες, άωτα κωνικά και κωδωνόσχημα
κύπελλα κ.ο.κ. από τη μελέτη των οποίων συνάγεται ότι το σπήλαιο βρισκόταν σε
χρήση κατά τη Μεσομινωική ΙΙΙ έως την Υστερομινωική Ι περίοδο (Αγουρίδης 2012).
2007 – Ναυάγια Διονυσάδων, Ελούντας, Σητείας
Τον Δεκέμβριο του 2007 κλιμάκιο της ΕΕΑ, σε σειρά αυτοψιών,
εντόπισε και αποτύπωσε φωτογραφικά ναυάγιο Ρωμαϊκών χρόνων με κρητικούς
αμφορείς στην περιοχή των νησίδων Διονυσάδες, σκαρί νεότερου ξύλινου σκάφους
στην περιοχή της Ελούντας και ναυάγιο αεροπλάνου του Bʹ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή της Σητείας
(Πρέκα-Αλεξανδρή κ.ά. 2012). Το Ρωμαϊκό φορτίο ταυτίζεται πιθανότατα με το ένα
από τα δύο ναυάγια που είχαν εντοπίσει στην περιοχή του Σαμωνίου άκρου οι δύτες
του πλοιάρχου Cousteau (βλ. παραπάνω).
2008 – Αυτοψίες για έργα σε διάφορες θέσεις
Τον Αύγουστο του 2008 κλιμάκιο της ΕΕΑ εκτέλεσε υποβρύχιες
αυτοψίες στην περιοχή του λιμενίσκου Γεράνι στο Ρέθυμνο, στην εκβολή του
ποταμού Γιόφυρου στο Ηράκλειο, στην περιοχή Χαβάνια και τον όρμο των πρώην
εγκαταστάσεων Μαμιδάκη στον Άγ. Νικόλαο, καθώς και στην περιοχή Κάτω Ζάκρου και
στο νέο λιμάνι Μόχλου χωρίς να εντοπίσει ενάλιες αρχαιότητες. Πραγματοποίησε επίσης
φωτογραφική τεκμηρίωση στην ιχθυοδεξαμενή της Φέρμας και εντόπισε κτιριακά
κατάλοιπα στην περιοχή Καραβοστάσι και Άγ. Παντελεήμονας Καλού Χωριού Λασιθίου,
καθώς και στην περιοχή Κυράς Αρμένων στα Χανιά μεταξύ της παραλίας και της
μικρής νησίδας κάτω από το ενετικό κάστρο Castello Apicorno στον ομώνυμο λόφο
Κάστελλο (Σίμωσι 2014).
2010 – Ίδρυση Γραφείου Εναλίων Αρχαιοτήτων Κρήτης
Ο Σεπτέμβριος του 2010 αποτελεί μια ιδιαίτερη χρονική στιγμή
για την ενάλια αρχαιολογία της Κρήτης, καθώς ενεργοποιείται για πρώτη φορά το
Γραφείο Εναλίων Αρχαιοτήτων Κρήτης με έδρα το Ηράκλειο. Στόχος αφ’ ενός η
διευκόλυνση της διοικητικής διαδικασίας και αφ’ ετέρου η αποτελεσματικότερη
καταγραφή, προστασία και ανάδειξη της ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς του
νησιού. Δυστυχώς στην πορεία μέχρι σήμερα το Γραφείο δεν ενισχύθηκε επαρκώς
ούτε σε προσωπικό –στελεχώνεται μόνο από τον υπογράφοντα–, ούτε διοικητικά,
ούτε σε πόρους και μέσα. Εν τούτοις, η ενάλια έρευνα έχει ενισχυθεί δραστικά.
Πρώτος στόχος τέθηκε η εκπόνηση του αρχαιολογικού χάρτη εναλίων και παρακτίων
αρχαιοτήτων του νησιού, ενώ με δημοσιεύσεις και παρουσιάσεις γίνεται προσπάθεια
κοινωνικοποίησης της αρχαιολογικής πληροφορίας που αφορά γενικά την υποβρύχια
πολιτιστική κληρονομιά με έμφαση στην Κρήτη (βλ. σχετικό κατάλογο στο Θεοδούλου
2013).Στο διοικητικό πλαίσιο δε της απάντησης αιτημάτων φορέων και πολιτών σε
συνδυασμό με την τεκμηρίωση αρχαιοτήτων, πραγματοποιήθηκαν το Φθινόπωρο της
ίδιας χρονιάς αυτοψίες στις περιοχές Χιώνα Παλαιόχωρας όπου υποδείχθηκε
λατομείο μυλολίθων και στην περιοχή των Αλυκών και του Πόρου Ελούντας, για
τεκμηρίωση τόσο των ίδιων των Αλυκών που βρίσκονταν σε λειτουργία από τα
Βυζαντινά χρόνια μέχρι το 1970, όσο και των παράκτιων καταλοίπων της πόλης του
αρχαίου Ολούντος (βλ. Θεοδούλου, Χρονικά Αρχαιολογικού Δελτίου 2010 [υπό
έκδοση] και Θεοδούλου 2013).Ξεκίνησε επίσης προσπάθεια για την ανάληψη
εκτεταμένων υποβρύχιων ερευνών για χαρτογράφηση περιοχών και τον εντοπισμό
ναυαγίων, με αποτέλεσμα την διεξαγωγή δύο τέτοιων ερευνών το 2011 και 2013.
2011 – Αυτοψίες και εκτεταμένη υποβρύχια χαρτογράφηση στον
κόλπο Ηρακλείου
Το 2011 πραγματοποιούνται αυτοψίες/φωτογραφική τεκμηρίωση σε
διάφορα σημεία της Κρήτης. Στην περιοχή του Πόρου Ελούντας εντοπίζεται
βυθισμένο τμήμα του τείχους της πόλης, κτιριακά κατάλοιπα και λιμενικό έργο.
Στον λιμένα Χερσονήσου όπου επανεντοπίζονται τα στοιχεία της αποτύπωσης του
1955 (βλ. παραπάνω), καθώς και επιπλέον δομικά στοιχεία που σχετίζονται πιθανόν
με τις προρωμαϊκές φάσεις της πόλης (Εικ. 2). Δυτικά του λιμανιού της Σητείας εντοπίζονται δύο
αράβδωτοι κίονες. Στις Κάτω Γούβες διερευνάται η περιοχή μπροστά από το
ξενοδοχείο Αμιράντες όπου η Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηρακλείου είχε ανασκάψει στην
παραλία Μινωικά κτίρια (Μανδαλάκη 2013). Στους Αγ. Θεοδώρους αναγνωρίζονται
υποβρύχια κατάλοιπα λατομείου και διερευνάται το λάξευμα που ο Μαρινάτος (βλ.
παραπάνω) θεώρησε νεώριο. Στον μυχό του όρμου της Παναγιάς στην Ντία
εντοπίζονται λαιμοί αμφορέων από τυχαίες αρχαίες απορρίψεις. Ενώ, σε αυτοψίες
στις περιοχές Μόχλου, του ξενοδοχείου Blue Palace στον κόλπο Ελούντας, του
ξενοδοχείου Creta Star στη Σκαλέτα
Ρεθύμνου, στο αλιευτικό καταφύγιο στη Σκαλέτα Ρεθύμνου δεν εντοπίζονται
αρχαιότητες (για τα παραπάνω βλ. Θεοδούλου, Χρονικά Αρχαιολογικού Δελτίου [υπό
έκδοση] και μερικώς στο Θεοδούλου 2013).Την ίδια χρονιά διενεργείται σε
συνεργασία με το αμερικάνικο Woods Hole Oceanographic Institution (WHOI) και το
Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ) εκτεταμένη χαρτογράφηση, με τη χρήση
σύγχρονης τεχνολογίας, στην περιοχή του κόλπου του Ηρακλείου, καθώς και
καταδυτική έρευνα στην Ντία.
Εντοπίστηκαν τέσσερα άγνωστα φορτία ναυαγίων. Πρόκειται για
δύο ναυάγια ρωμαϊκών χρόνων, το ένα με κρητικούς αμφορείς του 1ου-2ου αι. μ.Χ.
και το άλλο με υστερορωμαϊκούς αμφορείς (5ος-7ος αι. μ.Χ.), καθώς και δύο με
βυζαντινούς αμφορείς, το ένα χρονολογούμενο στον 8ο-9ο αι. μ.Χ. και το δεύτερο
μεταγενέστερα. Επανεντοπίστηκε, ακόμα, φορτίο ναυαγίων με ροδιακούς αμφορείς
του 1ου-2ου αι. μ.Χ., το οποίο είχε εντοπίσει και μερικώς ανασκάψει η ομάδα
Cousteau υπό την εποπτεία του Λ. Κολώνα, το 1976 (Εικ. 3). Τέλος, ερευνήθηκαν
και τεκμηριώθηκαν τέσσερις θέσεις αγκυροβολίας με διαρκή χρήση από την
αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τρεις στη Ντία και ο όρμος Αγ. Πελαγίας (βλ.
Θεοδούλου,Χρονικά Αρχαιολογικού Δελτίου 2011
[υπό έκδοση] και Theodoulou
et al. 2013).
2012 – Αυτοψίες/Καταγραφή ευρημάτων έρευνας Cousteau-ΥΠΠΕ 1976
Το 2012 πραγματοποιήθηκαν αυτοψίες στην παραλία Ιεράπετρας,
όπου τεκμηριώθηκε Μεσαιωνικός λιμενοβραχίονας, στις Σίσες Ρεθύμνου όπου
τεκμηριώθηκαν παράκτια και μερικώς ποντισμένα ρωμαϊκά κτιριακά κατάλοιπα και
στην παραλία του Θόλου Καβουσίου, όπου εντοπίζεται ρωμαϊκό κτίριο αποθηκευτικής
χρήσης που ενισχύει την ερμηνεία της λιμενικής χρήσης του όρμου ενδεχομένως σε
σχέση και με τον γειτονικό σύγχρονο οικισμό στη νησίδα Ψείρα. Την ίδια χρονιά
έγινε καταγραφή των ανελκυσθέντων κατά το 1976 από την Ντία φορτίων ναυαγίων,
τα οποία παρέμεναν έκτοτε εντός του φρουρίου του Κούλε στο Ηράκλειο. Στόχος
τότε, ο οποίος βρίσκεται σήμερα σε πορεία υλοποίησης, ήταν η ανάδειξη του
συγκεκριμένου υλικού μέσα από την έκθεσή του στο κοινό (βλ. Θεοδούλου, Χρονικά
Αρχαιολογικού Δελτίου 2011 [υπό έκδοση]), στο πλαίσιο της συντήρησης του
φρουρίου του Κούλε.
Το 2012 δημοσιεύεται επίσης μελέτη του γεωλόγου Νικόλαου
Μουρτζά σχετικά με σειρά λαξευμάτων, τα οποία ερμηνεύει ως ιχθυοδεξαμενές, στην
νότια πλευρά του όρμου των Ματάλων, ως επίσης και δεύτερη μελέτη του που
αναφέρεται στο σύνολο των γνωστών ιχθυοδεξαμενών της Κρήτης ως δεικτών αλλαγής
της στάθμης από τα Ρωμαϊκά χρόνια (Mourtzas 2012α και 2012β). Πραγματοποιείται
επίσης υποβρύχια έρευνα από την ΕΕΑ και το WHOI πέριξ των Αντικυθήρων για τη
διερεύνηση των ναυτικών δρόμων που ένωναν την Κρήτη με την Πελοπόννησο στο
πλαίσιο τριετούς προγράμματος διερεύνησης στη Δυτική Κρήτη, τα Αντικύθηρα και
την ενδιάμεση περιοχή· βλ. Θεοδούλου, Χρονικά
Αρχαιολογικού Δελτίου 2011 [υπό έκδοση] και Foley – Theodoulou 2015).
2013 – Αυτοψίες και υποβρύχια έρευνα στη Δυτική Κρήτη
To 2013 πραγματοποιείται διερεύνηση στην περιοχή της
παραλίας βόρεια του λιμένος Χερσονήσου, κατά μήκος της οδού Ναυάρχου Νεάρχου,
από το Καστρί μέχρι το ξενοδοχείο Creta Maris για τη φωτογραφική αποτύπωση
κτιριακών λειψάνων που είχαν εμφανιστεί στην παραλία μετά από έντονο κυματισμό.
Δυτικότερα, στο ακρωτήριο Τηγάνι, στον Ανισσαρά, τεκμηριώνεται επίσης βυθισμένο
τμήμα αρχαίου λατομείου, καθώς και παράκτιο λατομείο στη δυτική ακτή του όρμου
των Μαλλίων, όπου και τα κατάλοιπα βιοτεχνικής εγκατάστασης (μύλου) των αρχών
του 20ού αιώνα. Άλλο ένα λατομείο τεκμηριώθηκε στην ανατολική ακτή του όρμου
των Ματάλων. Στα Χανιά διεξάγονται δοκιμαστικές τομές στα δυτικά του τελευταίου
ενετικού νεωρίου και εντός του Παλαιού Τελωνείου, από κοινού με την ντόπια
αρχαιολογική Εφορεία, εντοπίζοντας λείψανα από επιπλέον νεώρια και ξύλινα
στοιχεία. Διεξάγονται επίσης αυτοψίες στο Οθωμανικό νεώριο του Τερσανά, στο
Μαράθι, για έργα προστασίας του αρχαιολογικού χώρου, καθώς και στον όρμο Καλό
Χωράφι για την κήρυξή του ως παράκτιου αρχαιολογικού χώρου. Επιπλέον, ελέγχεται
η πληροφορία για την ύπαρξη ποντισμένων σκαλοπατιών και την ερμηνεία των
καταλοίπων ως μινωικού νεωρίου στον όρμο των Γουρνιών. Τεκμηριώνονται
φωτογραφικά τα διάφορα κτιριακά λείψανα στην παραλία της Παχιάς Άμμου και
ελέγχεται η πληροφορία για κτιριακά λείψανα στο Ίστρον που θα μπορούσαν πιθανόν
να αποδοθούν σε άλλο ένα μινωικό νεώριο. Επιπλέον, στο πλαίσιο εποπτείας
καθαρισμού στο λιμάνι της Σπιναλόγκας, γίνεται υποβρύχια αυτοψία περιμετρικά
του νησιού, με αποτέλεσμα την αναγνώριση δομών και στοιχείων που σχετίζονται με
την ιστορία του φρουρίου (Θεοδούλου, Χρονικά Αρχαιολογικού Δελτίου 2013 [υπό
έκδοση]).
Το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς διεξάγεται εκτεταμένη
υποβρύχια αρχαιολογική και γεωλογική έρευνα στην περιοχή των χερσονήσων Ροδοπού
και Γραμβούσας και στον όρμο Κισσάμου. Εντοπίστηκαν οι θέσεις έξι αρχαίων
ναυαγίων: τριών των Ρωμαϊκών χρόνων (1ου αι. π.Χ., 1ου-4ου αι. μ.Χ., 2ου-5ου
αι. μ.Χ.), δύο των Βυζαντινών χρόνων και ενός με αταύτιστους διάτρητους λίθους,
καθώς και τα λείψανα ενός νεότερου και ενός σύγχρονου ναυαγίου. Ιδιαίτερα
σημαντικό είναι το σχεδόν αδιατάραχτο ρωμαϊκό ναυάγιο με φορτίο δομικών λίθων
στη χερσόνησο του Ροδοπού (Εικ. 4). Διερευνήθηκαν επίσης πέντε θέσεις
αγκυροβολίας σε χρήση από την Κλασική περίοδο μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, καθώς
και το ανυψωμένο λιμάνι της Κισσάμου (Μαύρος Μόλος). Στο πλαίσιο της ίδιας
έρευνας χαρτογραφήθηκε ψηφιακά η περίμετρος των Αντικυθήρων και
πραγματοποιήθηκαν δύο επιπλέον καταδύσεις στο Ναυάγιο των Αντικυθήρων
(Θεοδούλου, Χρονικά Αρχαιολογικού
Δελτίου 2013 [υπό έκδοση] και Θεοδούλου 2013).
2014 – Αυτοψίες και γεωφυσική έρευνα στους Αγ. Θεοδώρους
Τέλος, κατά το 2014 πραγματοποιήθηκαν αυτοψίες στις περιοχές
των ακτών Λέντα, όπου εντοπίζονται τα ισχυρά δομικά κατάλοιπα Ρωμαϊκής
κατασκευής, στη νησίδα Χρυσή, όπου εντοπίζονται παράκτια κατάλοιπα και αλυκή ως
επίσης και αχρονολόγητος λιμενοβραχίονας, καθώς και στην περιοχή Λιβάρι
Σητείας, όπου εμφανίζονται ίχνη μινωικών ταφικών συνόλων στη βραχώδη ακτή του
δυτικού ακρωτηρίου. Επίσης, στην περιοχή Τσιφλίκι Ελούντας εντοπίστηκαν
κτιριακά κατάλοιπα σε μικρό βάθος, πιθανόν Ρωμαϊκών χρόνων. Την ίδια χρονιά ξεκίνησαν
έρευνες με γεωφυσικές και σεισμικές μεθόδους στην περιοχή των Αγίων Θεοδώρων
(Νίρου/Κοκκίνη Χάνι) από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και το Ινστιτούτο
Μεσογειακών Σπουδών, οι οποίες, παρά το ότι βρίσκονται σε αρχικό στάδιο,
κατέδειξαν ότι υπάρχουν στην θάλασσα κατάλοιπα σημαντικού κτιριακού
συγκροτήματος, ενώ αναμένεται να ρίξουν φως και στην ερμηνεία του λαξεύματος
(Παπαδόπουλος κ.ά. 2015 – Εικ. 5). Η έρευνα αναμένεται να συνεχιστεί και την
επόμενη χρονιά στην Ελούντα και το Ίστρον.
2. Η πρώτη έγινε στον κόλπο
του Μαραθώνα από τους Γάλλους το 1952 (Braemer – Marcadé 1953) και η δεύτερη
στη Χίο από τους Άγγλους το 1954 (Garnett – Boardman 1961).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Είναι φανερό ότι η πορεία της έρευνας στην Κρήτη ακολουθεί
παράλληλους δρόμους με την ιστορία της υποβρύχιας έρευνας στον ευρύτερο
ελληνικό χώρο και το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Εν τούτοις, μόνο ένα μικρό τμήμα από
το τεράστιο ενάλιο πολιτιστικό της απόθεμα είναι γνωστό. Δεν θα ήταν υπερβολικό
μάλιστα να μιλήσει κανείς για mare incognitum.
Για τη διαχείριση της συγκεκριμένης κατάστασης θα μπορούσαν και έχουν κατά το
δυνατόν δρομολογηθεί οι ακόλουθες δράσεις.
Ένας πρώτος στόχος, ο οποίος έχει τεθεί ως προτεραιότητα από το Γραφείο
της ΕΕΑ στην Κρήτη, είναι η συστηματική καταγραφή της σχετικής πληροφορίας είτε
βιβλιογραφικά, όπως φαίνεται από το παρόν κείμενο, είτε η επί τόπου τεκμηρίωση.
Η έρευνα πεδίου στοχεύει σε δύο ενότητες: την τεκμηρίωση των παράκτιων θέσεων
και την αναζήτηση και αντίστοιχη τεκμηρίωση ναυαγίων σε μικρές ή πιο
εκτεταμένες περιοχές. Εφόσον αυτά επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό, θα μπορούσε
από τις εντοπισμένες και τεκμηριωμένες θέσεις να προκύψουν σημεία όπου η
ανασκαφή θα εμπλούτιζε ακόμα περισσότερο τις γνώσεις μας, απαντώντας σε
συγκεκριμένα επιστημονικά ερωτήματα. Παράλληλα, η ανάδειξη της κληρονομιάς
αυτής που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κοινωνικοποίηση της πληροφορίας που
την αφορά και τη διασύνδεσή της με την οικονομική δραστηριότητα, καθιστώντας
την επισκέψιμη, θα ήταν ο ιδανικός τρόπος προστασίας της. Παρά τις δύσκολες
συγκυρίες οι προοπτικές είναι μεγάλες, ιδιαίτερα μάλιστα εάν η διδασκαλία της
υποβρύχιας αρχαιολογίας στην Ελλάδα, αναγνωριζόταν από ένα από τα ανώτατα
εκπαιδευτικά ιδρύματα της Κρήτης, ώστε η αντιμετώπιση της ιδιαίτερης ενάλιας
πολιτιστικής κληρονομιάς του νησιού να αντιμετωπιζόταν σφαιρικά σε
εκπαιδευτικό, επιστημονικό, κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο ως μία ευκαιρία για το
ίδιο το νησί.
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αlexiou, S. (1992) «Areale H, G, F, E:
Bericht uber die Ausgrabungen der Jahre 1963 und 1967» Amnisos (textband),
Berlin, Gebr. Mann Verlag, 189-192.
Baika, K.
(2013) «Rethymnon/Arsinoe», in D. Blackman, B. Rankov, K. Baika, H. Gerd-ing
and J. Pakkanen (eds),
Shipsheds
of the Ancient Mediterranean ,
Cambridge, Cam-bridge University Press, 501-508.
Blackman,
D. and Branigan, K. (1975) «An Archaeological Survey on the South Coast of
Crete, between the Ayiofarango and Chrisostomos»,
The Annual
of the British School at Athens 70, 17-36.
Blackman,
D. (1973) «The neosoikos at Matala». Proceedings of the 3rd International
Creto-logical Congress, Rethymnon 18-23 Sept. 1971, v. Aʹ, Athens, 14-21.
Blackman,
D. (2011) «Minoan shipsheds», Skyllis 11.2, 4-11.
Braemer, B.
and Marcadé, J. (1953) «Céramique antique et pièces d’ancres trouvées en mer à
la pointe de la Kynosoura (Baie de Marthon)»,
Bullentin
de Correspondance Hellé-nique 77, 139-154.
Brandon,
C., Hohlfelder, R., Oleson, P. and Stern C. (2009) «The Roman Maritime
Con-crete Study (ROMACONS): the harbour of Chersonisos in Crete and its Italian
connection», Méditerranée 104 [οnline: http://mediterranee.revues.org/ 1952
(19-7-15)].
Brokalakis,
G. (2012) Il relitto de Aghia Galini, Sapienza Universita di Roma, Scuola di
dottorato in Archeologia - Curriculum classico –
XXIV ciclo
(αδημοσίευτη).
Davaras, C.
(1974) «Rock cut fish tanks in eastern Crete», Annual of the British School
at Athens 69, 87-93.
Foley,
B. and Theodoulou, T. (2015) «Return to Antikythera», Ημερίδα
Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων «Βουτιά στα
περασμένα»–Υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα 1976-2014, Αθήνα, 6-3-15 (υπό έκδοση).
Frost, F.
and Hadjidaki, E. (1990) «Excavations at the Harbor of Phalasarna in Crete: the
1988 Season» Hesperia 59.3, 513-527.
Garnett, R.
and Boardman, J. (1961) «Underwater Reconnaissance off the island of Chios», 1954,Annual of the British School at Athens
56, 102-113.
Gerding, H.
(2013) «Matalon», in D. Blackman, B. Rankov, K. Baika, H. Gerding and J.
Pakkanen (eds), Shipsheds of the Ancient Mediterranean, Cambridge, Cambridge
Uni- versity Press, 389-392.Grile, G. and Davaras, C. (1964) «The possible site
of Menelaus’ shipwrecks», Κρητικά
Χρονικά 17, 47-49.
Guest-Papamanoli,
A. and Trecil, R. (1978) «Mallia. Bâtiment immergé», Bulletin de Correspondance
Hellénique 103, 668-669.
Hadjidaki,
E. and Iniotakis, Η. (2000) «Hellenistic Ceramics from Phalasarna found from
1986-1990», Ancient World 31.1, 54-73.
Hadjidaki,
E. (1988) «Preliminary Report of Excavation at the Harbour of Phalasarna in
West Crete», American Journal of Archaeology 92, 463-79.
Hadjidaki,
E. (1996) «The Hellenistic Harbour of Phalasarna in Western Crete: A
Com-parison with the Hellenistic Inner Harbour of Sraton’s Tower», in A. Raban
Α. and K. Holum (eds.),
Caesarea
Maritima: Retrospective aer two millennia,
Documenta Et Monumenta Orientis Antiqui
21, 53-64.
Hadjidaki,
E. (2001) «The Roman Destruction of Phalasarna», BAR international series 940,
155-66.
Hadjidaki,
E. (2004) «A Possible Minoan Harbor on South Crete», in L. P. Day, M. S. Mook,
and J. D. Muhly (eds.),
Crete
Beyond the Palaces: Proceedings of the Crete 2000 Conference, Philadelphia 2004,
53-60.
Hampsa,
Hariklia (2006) I porti antichi di Creta , Tesi Dottorato, Università degli
Studi di Salerno (αδημοσίευτη).
Leatham, J.
and Hood, S. (1958/59) «Sub-Marine Exploration in Crete, 1955», Annual of the
British School at Athens, 263-273.
Lianos, N.
(1992) «“La érèse” e ultime ricerche storicoarcheologiche», V Rassegna di
archeologia subacquea, Giardini Naxos, 19/21-10-90
, Atti.
Messina, 237-44.Lianos, Ν. (1989) «Underwater investigation of the 17th century
wreck of “La Thérèse”»,Enalia Annual 1, 6-7.
Mandalaki,
S. (2013) «Roman fish tanks of Chersonesos», στο A. Matalas and N. Xirotiris
(eds), Fish and Seafood. Anthropological Perspectives from the Past and the
Present , 28th ICAF Proceedings, Kamilari 2009, Heraklion, 139-149.
Mourtzas,
N. (2012α) «Archaeological indicators for sea level change and coastal
neo-tectonic deformation: the submerged roman fish tanks of the gulf of Matala,
Crete, Greece», Journal of Archaeological Science 39.4, 884-895.
Mourtzas,
Ν. (2012β) «Fish tanks of eastern Crete (Greece) as indicators of the Roman sea
level», Journal of Archaeological Science 39, 2392-2408.
Shaw, J.
and Shaw, Maria (1999) «A proposal for Bronze Age Aegean ship-sheds in Crete»,
in H. Tzalas (ed), Tropis V – 5th International Symposium on ship construction
in an-tiquity, Nauplia 1993, Athens, 369-381.
Shaw, J.
(1995) «Two three-holed stone anchors from Kommos, Crete: eir type and
ori-gin» International Journal of Nautical Archaeology
24.4, 279-291.
Theodoulou,
T. (2015) “Overview of Underwater Archaeological Research with Advanced
Technologies in Greece”, Best Practices of GeoInformatic Technologies for the
Mapping of Archaeolandscapes, RESTECH I
Project, Rethymnon, Institute of Mediterranean Studies (υπό έκδοση).
Theodoulou,
T., Foley, B., Evaggelistis, D., Koutsouflakis, G., Sakellariou, D. and Tourtas
A. (2013) «Crete Project 2011: Underwater archaeological survey at the area
between Herakleion and Dia. A preliminary report», Γʹ Παγκρήτια Συνάντηση για
το Αρχαιολογικό Έργο στην Κρήτη, Ρέθυμνο 5/8-12-13, Πανεπιστήμιο Κρήτης – ΚΕʹ ΕΠΚΑ – 28η ΕΒΑ (υπό έκδοση).
Vafidis, A.,
Manakou, M., Kritikakis, G., Voganatsis, D., Sarris, A. and Kalpaxis . (2003)
«Mapping the ancient port at the archaeological site of Itanos (Greece) using
shallow seismic methods», Archaeological Prospection 10, 163-173.
Vadis,
Α., Economou, N., Ganiatsos, Y., Manakou, M., Poulioudis, G., Sourlas, G.,
Vronta-ki, E., Sarris, A., Guy, M. and Kalpaxis, . (2005) «Integrated
geophysical studies at ancient Itanos (Greece)», Journal of Archaeological
Science 32, 1023-1036.
Watrous, V.
(2012) « The harbor complex of the Minoan town at Gournia», American Journal of Archaeology 116.3, 521-541.
Αγουρίδης, Χ. (2012) «Υποβρύχια έρευνα στο σπήλαιο “Καθεδρικό”
στο Ακρωτήρι Χανίων» Ενάλια XI,
86-91.
Αλεξίου, Στ. (1967) «Κρήτη. Ανασκαφαί», Αρχαιολογικό Δελτίο
19 (1964), 438-440.
Αναγνωστοπούλου, M. και Λιανός, N.
(1986) «Υποβρύχια έρευνα στον Κόλπο του Δερματά, Ηράκλειο Κρήτης», Αρχαιολογικά
Ανάλεκτα εξ Αθηνών ΧΙΧ, 63-70.
Βαλλιάνου, Δ. (1992) «Χερσόνησος. Περιοχή ξενοδοχείου
Καράτζη», Αρχαιολογικό Δελτίο 42.Β2 (1987), 534.
Βασιλάκης, Α. (2010) «Υστερομινωικοί νεώσοικοι Κατσαμπά
Ηρακλείου», στο Μ. Ανδριανάκης και Ι. Τζαχίλη (επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης
1. Πρακτικά 1ης Συνάντησης, Ρέθυμνο, 28/30-11-08, Πανεπιστήμιο Κρήτης – 28η
ΕΒΑ –ΑΙΚΣ, Ρέθυμνο, 285-293.
Δαβάρας, Κ. (1967) «Είς νεώσοικος παρά την Σητείαν», Αρχαιολογική
Εφημερίς 106, 84-90.
Δαβάρας, Κ. (1983) «Λαξευτή ιχθυοδεξαμενή στα Φέρμα
Ιεράπετρας», Αρχαιολογικό Δελτίο30
(1975), 149-154.
Δελλαπόρτα, Κ. (2005) «Οι δραστηριότητες της Εφορείας
Εναλίων Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού», ΙΕΝΑΕ. Τριάντα χρόνια
υποβρύχιας έρευνας. Από το Πε-λαγονήσι στην Κορακιά, Διημερίδα στη μνήμη του
ιδρυτή τουΙΕΝΑΕ Νίκου Τσούχλου, Αθήνα, 20/22-5-05 (υπό έκδοση).
Δελλαπόρτα, Κ. (2012) «Νήσος Κρήτη. Νομός Λασιθίου»,
Αρχαιολογικό Δελτίο 56 (2001-2004), 555.
Θεοδούλου, Θ. (2011α) «Γεωλογικές αλλαγές και αρχαία
κατάλοιπα στις ακτές της Κρήτης», Θερινό Σεμινάριο: Υλικά δομής των αρχαίων και
Γεωμορφολογική εξέλιξη της Δ. Κρήτης κατά τους Προϊστορικούς & Ιστορικούς
χρόνους
, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος,
Κίσσαμος, 25-29/8/11, 43-49.
Θεοδούλου, Θ. (2011β) «Συνοπτική αναδρομή στην υποβρύχια
αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα», Αριάδνη 17, 13-84.
Θεοδούλου, Θ. (2012) «Προβασκάνιο και λύχνος από τη θαλάσσια
περιοχή της νοτιοανατολικής Κρήτης», Ανδριανάκης Μ., Βαρθαλίτου Π., Τσαχίλη Ι.
(επιμ.), Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 2.
Πρακτικά της 2ης Συνάντησης, 26/28-11-10, Ρέθυμνο,
Πανεπιστήμιο Κρήτης – 28η ΕΒΑ – ΑΙΚΣ, Ρέθυμνο, 98-102
.Θεοδούλου, Θ. (2013) «Υποβρύχια και παράκτια αρχαιολογική
έρευνα στην Κρήτη, κατά την τριετία 2011-2013. Πεπραγμένα του Γραφείου Εναλίων
Αρχαιοτήτων Κρήτης»,Γʹ
Παγκρήτια Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στην Κρήτη, Ρέθυμνο 5/8-12-13
, Πανεπιστήμιο Κρήτης –ΚΕʹ
ΕΠΚΑ – 28ηΕΒΑ (υπό έκδοση).
Θεοφανείδης, Β. (1938) «Ειδήσεις», Επετηρίς της Εταιρείας
Κρητικών Σπουδών 1, 610-611.
Θεοφανείδης,
Β. (1951) «Αρχαιολογικά χρονικά», Αρχαιολογική Εφημερίς 1948-1949, 1-6
.Καζιάνης, Δ. (2001) «Νομός Χανίων. Παλαιόχωρα», Αρχαιολογικό
Δελτίο 51 (1996), 726.
Κριτζάς, Χ. (1978) «Η υποβρύχια αρχαιολογία στην Ελλάδα», Rackl H.-W., Βουτιά στα περασμένα, Αθήνα, Gutenberg, 414-429.
Κριτζάς, Χ. (1988α) «Δία, σκιαγραφία μιας ερημονήσου», Ναυτική
Παράδοση 1.2, 8-9.
Κριτζάς, Χ. (1988β) «Υποβρύχια αρχαιολογία στην Ελλάδα», Ναυτική
παράδοση 1.6, 8-12.
Λιανός, Ν. και Αναγνωστοπούλου, Μ. (1995) «Η ανατίναξη του
γαλλικού πολεμικού πλοίου La Thérèse και η σημασία του στην έκβαση του
Κρητικού Πολέμου (1669)»,
Πεπραγμένα του Ζʹ
Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο, 25/31-8-91, τ. Β2, 439-444.
Λιανός, Ν. (1986) «Έρευνα και μελέτη γαλλικού ναυαγίου του
17ου αι. “La érèse”» Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών XIX, 45-62.Λιανός, Ν. (1989)
«Υποβρύχια έρευνα στο γαλλικό ναυάγιο του 17ου αι. “La Thérèse”», Ενάλια 1.Β, 8-9.
Μανδαλάκη, Σ. και Βελεγράκη, Μ. (2013) «Παλαιοανακτορική
εγκατάσταση στο χώρο του ξενοδοχείου “AMIRANDES” στις Κάτω Γούβες Δήμου Χερσονήσου»,Γʹ Παγκρήτια Συνάντηση για το
Αρχαιολογικό Έργο στην Κρήτη, Ρέθυμνο 5/8-12-13, Πανεπιστήμιο Κρήτης –ΚΕʹ ΕΠΚΑ – 28η ΕΒΑ
(υπό έκδοση).
Μπάικα, Κ. (2011) «Χερσαία και υποβρύχια έρευνα των λαξευτών
νεωσοίκων της Κρήτης (αρχαία Ρίθυμνα, Τρυπητός Σητείας, Μάταλα)» στο 11ο
Κρητολογικό Συνέδριο, Ρέθυμνο 21-27 Οκτ. 2011 (υπό έκδοση).
Μπροκαλάκης, Γ. (2013) «Το ναυάγιο της Αγίας Γαλήνης», Γʹ Παγκρήτια Συνάντηση για το
Αρχαιολογικό Έργο στην Κρήτη, Ρέθυμνο 5/8-12-13, Πανεπιστήμιο Κρήτης –ΚΕʹ ΕΠΚΑ – 28ηΕΒΑ (υπό έκδοση).
Παπαδόπουλος, Ν., Θεοδούλου, Θ., Σιμυρδάνης, Κ., Moffat, I.
και Κρητικάκης, Κ. (2015) «Χαρτογράφηση παράκτιων αρχαιολογικών θέσεων με
μεθόδους γεωπληροφορικής: Η περίπτωση των Αγίων Θεοδώρων, Ηρακλείου», Ημερίδα
Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων «Βουτιά στα περασμένα»– Υποβρύχια αρχαιολογική έρευνα 1976-2014,
Αθήνα, 6-3-15 (υπό έκδοση).
Πρέκα-Αλεξανδρή, Κ., Θεοδούλου, Θ., Αργύρη, Ξ. και
Μεντόγιαννης, Β. (2012) «Προκαταρτική έρευνα σε τρία άγνωστα ναυάγια στη βορειοανατολική
ακτή της Κρήτης», Ανδριανάκης Μ., Βαρθαλίτου Π., Τσαχίλη Ι. (επιμ.), Αρχαιολογικό
Έργο Κρήτης 2. Πρακτικά της 2ης Συνάντησης, 26/28-11-10, Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο
Κρήτης – 28η ΕΒΑ –ΑΙΚΣ, Ρέθυμνο, 103-111.
Σίμωσι, Α. (1988) «Υποβρύχια προκαταρτική έρευνα στον όρμο
Κουρεμένου στο Παλαίκα-στρο Σητείας», Κρητική Εστία Δ.2, 19-29.
Σίμωσι, A.
(2003) «Ένας παράλιος Μινωικός οικισμός στη Σπηλιάδα Σεισίου», Ενάλια VII, 57-65.Σίμωσι, Α. (2014)
«Κρήτη»,
Αρχαιολογικό Δελτίο 63 (2008), 1409-1410.
Χατζηδάκη, Ε. (1998) «Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων. Φαλάσαρνα»,
Αρχαιολογικό Δελτίο 48 (1993), 588-591.
Χατζηδάκη, Ε. (2006) «Νομός Χανίων, Νομός Ηρακλείου, Νομός
Λασιθίου»,Αρχαιολογικό Δελτίο 54 (1999), 1017-1019.
Εικ. 2. Βυθισμένη κρηπίδα
προκυμαίας ή τείχους, πιθανότατα ελληνιστικών χρόνων, στο εσωτερικό της
λιμενολεκάνης του ρωμαϊκού λιμένα Χερσονήσου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως