Ο θρήνος για τον
Κρανιωτάκη σε ποίημα ανώνυμου ποιητή
Ο θάνατος του Κρανιωτάκη θρηνήθηκε σε ποίημα ανώνυμου
ποιητή. Ο ποιητής -όπως σημειώνει η κ. Θεοδοσία Αργυράκη – Ασαργιωτάκη- που
ύμνησε τον Εμμανουήλ Κρανιωτάκη με το μακροσκελές ποίημά του εξιστορεί την όλη
δράση του τιμημένου αυτού παλικαριού στην επανάσταση του 1866. Το τραγούδι του
Κρανιωτάκη βρέθηκε σε χειρόγραφο του ιερέα Νικηφόρου Νικηφοράκη το 1914. Ο
κάτοχος του χειρογράφου παρέδωσε το ποίημα, γραμμένο σε γραφομηχανή ποίημα στον
αείμνηστο Νικόδημο Κριτσωτάκη, ο οποίος το δημοσίευσε στο πλαίσιο της μελέτης
του «Ο θάνατος του επαναστάτη Εμμανουήλ Κρανιωτάκη» (1982).
Το ποίημα είναι το παρακάτω:
Άσμα τραγούδι του αρχηγού Εμμ. Κρανιωτάκη εκ του χωρίου Κράσι της Επαρχίας Πεδιάδος φονευθέντος εις το πεδiον της μάχης την 2αν Μαρτίου γεννωμένης το 1868 ημέρα Σάββατο εις Γούβες.
Το ποίημα είναι το παρακάτω:
Άσμα τραγούδι του αρχηγού Εμμ. Κρανιωτάκη εκ του χωρίου Κράσι της Επαρχίας Πεδιάδος φονευθέντος εις το πεδiον της μάχης την 2αν Μαρτίου γεννωμένης το 1868 ημέρα Σάββατο εις Γούβες.
Πάσα ταχιά με τη δροσιά π’ ανοίγει το
λουλούδι
Αφουγκραστείτε να σας πω λυπητερόν τραγούδι
Τραγούδι να το μάθετε τραγούδι να το λέτε
Τον Κρανιωτάκη αρχηγό καθημερνώς να κλαίτε
Ως τρέχει το κρυγιό νερό και μπαίνει μες τ’ αυλάκι
Αφουγκραστείτε να σας πω γι’ αυτόν τον Κρανιωτάκη
Αφουγκραστείτε να σας πω λυπητερόν τραγούδι
Τραγούδι να το μάθετε τραγούδι να το λέτε
Τον Κρανιωτάκη αρχηγό καθημερνώς να κλαίτε
Ως τρέχει το κρυγιό νερό και μπαίνει μες τ’ αυλάκι
Αφουγκραστείτε να σας πω γι’ αυτόν τον Κρανιωτάκη
Τρεις χρόνους εκινδύνευε στην Κρήτη αρματωμένος
Για να του δώσει ο βασιλιάς ό,τι είχε ζητημένον
Γραφαίς γραφαίς και γράμματα έστελνε στην Αθήνα
Πως αποθαίνουν Κρητικοί στην Κρήτη από την πείνα
Μια Μπέφτη μέρα έκαμε συνέλευσιν στο Κράσι
Να κατεβ’ απού το Μοχό στση Γούβες να περάσει
Αποκειδά εμίσεψε προπατηκτός πηγαίνει
Στον κάτω κάμπο στάθηκε και τ’ αλογ’ ανημένει
Καβαληκεύει αποκειδά περνά την, την Σταλίδα
Τέθοια αντρειοσύνη λεβεδιά ποτέ μου δεν την είδα
Γνέφει στην Χερησόνησον μηνά του Κωνσταντίνο
Να περιμαζώξη τον στρατόν να κατεβή κι εκείνος
Μάτωνε μίλια δώδεκα κι αργήσανε λιγάκι
Ο Κρανιωτάκης καρτερεί κ’ είναι να πχή φαρμάκι
Πεζέφνει και ξομένει κει την Παρασκήν το βράδυ
Και μαύρον όνειρον’ δενε πως ήτανε στον άδη
Απού το Κράσιν μίσεψεν άστρον λαμπρόν εφάνη
Ρίχνει τσι σπίθες χαχαλιές την λαύραν σαν καμίνι
Ετότε το λογιάσανε κανείς πως θ’απομείνη
Στο σπίτι πούχεν τ’ άλογον δεμένον ξεστρωμένων
Οληνυκτίς επάλευεν και τόχε χαλασμένον
Και σαν αγρήμι εγρίευε σαν το θεριό παλεύει
Τον σκοτωμόν τ’ αφεντικού ήνιοθεν κι αγριεύει
Ελάστε στρατιώτες μου οπίσω να συρούμεν
Λίγο ασκέρι μ’ ακλουθά και θε ν’ αφανισθούμε
Έλα σημαιοφόρε μου Στέφανε τ’ όνομα σου
Έπαρε τη σημαία σου και βάλε τ’ άρματα σου
Βάστα σημαιοφόρε μου και κάμε το σταυρό σου
Επικαλέσου το Χριστόν να είναι βοηθός σου
Τότε καβαλικέψανε κι έπαιξαν την τουρμπέταν
Και του Κρανιώτη τ’ άλογο σαν το πουλί επέτα
Αποκειδά μισέψανε όλ’ οι καπεταναίοι
Όταν αποδιαφότανε ήσανε τσακισμένοι
Πέφτουν οι μπάλλες σαν βροχή τη γη συχνοτρομάζουν
Ο ουρανός εβρόντηξε τον κόσμον ανταριάζουν
Σύρνει ο Κρανιώτης μια φωνή εκεινηδά την ώρα
Πόρισε Τζεμαλή αγά απόξω στη σοχώραν
Πόρισε Τζεμαλή αγά κι άφησε τ’ άρματα σου
Έτσι που τ’ άφησα και γω κ’ εσήμωσα κοντά σου
Σύρε Χοχλίδη τ’ άλογο και πάτησε τση σκάλες
Κι έβγα να παίξωμεν οι δυο ένα ζευγάρι μπάλαις
Μα δε του πληλοΐθηκε και του ξαναφωνιάζει
Πόρισε Τζεμαλή αγά όξω και μη σε γνιάζει
Τότε γυρίζει τ’ άλογο και στο χωριό νταλτίζει
Το αίμα τση καρδούλας μου μεσ’ ανεγουργουρίζει
Και δίδει μέσα στο χωριό και ανταλέττι κάνει
Οι τούρκοι ως τον είδανε τρομάρα τους επιάνει
Λέγει τους ο μεγάλος τως βλέπω και θα χαθούμε
Πρεμαζοχτήτε ογρήγορα στα σπήθια να χωθούμε
Και ο Κρανιώτης έκαμε μες στο χωριό νταλέτι
Η μπάλα τούρθε στα νεφρά κι εβγήκ’ απού το μπέτη
Άμα τον ηύρεν η μπαλιά κλίνει ντελόγο κάτω
Ω τι κακ’ ώρα πούτονε εκείνο το Σαββάτο
Αφότου εγκρεμίστηκε κατ’ απού τη φοράδα
Έσυρεν όμορφη φωνή με τόση νοστιμάδα
Μα το θεό μας χρισθιανοί ελάτε πάρετε με
Και πέρα κε στ’ απόκολο αποκολόσετε με
Αν δεν μπορείτε αφήτε με πάρτε την κεφαλήν μου
Να μην το πάνε σύσσωμον στην πόλιν το κορμί μου
Μηνύσετε τση μάνας μου τση πολυπικραμένης
Που στέκεται ολόγνιαστη στη σκάλα κι ανημένει
Να ξεβαρκάρω να με δη να με γλυκοφίληση
Και να μου πη παιδάκι μου και να με κανακίση
Μηνύσετέ τσης νάρθη δα πριχού να με σκεπάσουν
Να δώση χρήματα κεριά πολλά να μου ανάψουν
Και ποιος να γράψη γράμματα να πέψη στην Αθήνα
Να πέψουνε του αρχηγού το μαρμαρένιο μνήμα
Αφήνω σας παραγγελιά ό,τι καιρός γυρίση
Όσοι κι αν είσθε χρισθιανοί κανείς να μη μουτίση
Κι ακόμη παραγγέλνω σας καλά να μου θυμάσθε
Εγ’ αποθαίνω χάνομαι κι όλοι μου συγχωράτε
Και τότε τον επαίρνουνε και τον αποκολώνουν
φαίρνουνε τη φοράδα του κι`απάνω τον φορτώνουν
Βάνουν βουλή να τον επάν στο Κράσι να τον θάψουν
Να μαζωχτούνε τα χωριά τον αρχηγό να κλάψουν
Όταν τον επερνούσανε εις το κουτουλουφάρι
Οι στρατιώτες τούπανε κρασί να τως επάρη
Ποιος μας εκατάρησθηκε τούτην την εβδομάδα
Να κατεβεί το αίμα του να λούση τη φοράδα
Αποκειδά μισέψανε και φτάνουνε στα Μάλια
Και κλίν’ η κεφαλή στη γη ποιος είδε τέθοια χάλια
Εκεί τον έστεσαν ορθό όταν τον επερνούσαν
Ετούτο του το κάμανε γιατί τον προσκυνούσαν
Κι αποκειδά μισέψανε και παν τόνε στο Κράσι
Ω ουρανέ και βρόντιξε κι ο κόσμος ας χαλάση
Θεέ μεγαλοδύναμε όλοι σε προσκυνούμε
Για όλοι να ποθάνωμε για να λευθερωθούμε
Ω ουρανέ και βρόντιξε κι ήλιε σημάδι ρήξε
Και στου Χοχλίδι το κορμί αστροπελέκι ρήξε
Νάχε μαυρίσει ο ουρανός κι η ώρα να βουλήση
Όταν εκίνησ’ ο αρχηγός να πα να πολεμήση
Κρίμα στο νέο να χαθή τον καπετάν Κρανιώτη
Κρανιώτης πληρεξούσιος σ’ όλη τη χρισθιανότη
Κρανιώτης και ο Γουβιανός είναι οι παινεμένοι
Μιαν ώρα σκοτωθήκανε κι είναι μακαρισμένοι
Νέος Μιχάλης που τ’ Αβδού Κρανιώτης που το Κράσι
Στη γλώσσα και την αντριά και ποιος θα τους περάση
Μα όσοι κι αν τ’ ακούσετε συγχωρεμούς να πήτε
Για να του δώσει ο βασιλιάς ό,τι είχε ζητημένον
Γραφαίς γραφαίς και γράμματα έστελνε στην Αθήνα
Πως αποθαίνουν Κρητικοί στην Κρήτη από την πείνα
Μια Μπέφτη μέρα έκαμε συνέλευσιν στο Κράσι
Να κατεβ’ απού το Μοχό στση Γούβες να περάσει
Αποκειδά εμίσεψε προπατηκτός πηγαίνει
Στον κάτω κάμπο στάθηκε και τ’ αλογ’ ανημένει
Καβαληκεύει αποκειδά περνά την, την Σταλίδα
Τέθοια αντρειοσύνη λεβεδιά ποτέ μου δεν την είδα
Γνέφει στην Χερησόνησον μηνά του Κωνσταντίνο
Να περιμαζώξη τον στρατόν να κατεβή κι εκείνος
Μάτωνε μίλια δώδεκα κι αργήσανε λιγάκι
Ο Κρανιωτάκης καρτερεί κ’ είναι να πχή φαρμάκι
Πεζέφνει και ξομένει κει την Παρασκήν το βράδυ
Και μαύρον όνειρον’ δενε πως ήτανε στον άδη
Απού το Κράσιν μίσεψεν άστρον λαμπρόν εφάνη
Ρίχνει τσι σπίθες χαχαλιές την λαύραν σαν καμίνι
Ετότε το λογιάσανε κανείς πως θ’απομείνη
Στο σπίτι πούχεν τ’ άλογον δεμένον ξεστρωμένων
Οληνυκτίς επάλευεν και τόχε χαλασμένον
Και σαν αγρήμι εγρίευε σαν το θεριό παλεύει
Τον σκοτωμόν τ’ αφεντικού ήνιοθεν κι αγριεύει
Ελάστε στρατιώτες μου οπίσω να συρούμεν
Λίγο ασκέρι μ’ ακλουθά και θε ν’ αφανισθούμε
Έλα σημαιοφόρε μου Στέφανε τ’ όνομα σου
Έπαρε τη σημαία σου και βάλε τ’ άρματα σου
Βάστα σημαιοφόρε μου και κάμε το σταυρό σου
Επικαλέσου το Χριστόν να είναι βοηθός σου
Τότε καβαλικέψανε κι έπαιξαν την τουρμπέταν
Και του Κρανιώτη τ’ άλογο σαν το πουλί επέτα
Αποκειδά μισέψανε όλ’ οι καπεταναίοι
Όταν αποδιαφότανε ήσανε τσακισμένοι
Πέφτουν οι μπάλλες σαν βροχή τη γη συχνοτρομάζουν
Ο ουρανός εβρόντηξε τον κόσμον ανταριάζουν
Σύρνει ο Κρανιώτης μια φωνή εκεινηδά την ώρα
Πόρισε Τζεμαλή αγά απόξω στη σοχώραν
Πόρισε Τζεμαλή αγά κι άφησε τ’ άρματα σου
Έτσι που τ’ άφησα και γω κ’ εσήμωσα κοντά σου
Σύρε Χοχλίδη τ’ άλογο και πάτησε τση σκάλες
Κι έβγα να παίξωμεν οι δυο ένα ζευγάρι μπάλαις
Μα δε του πληλοΐθηκε και του ξαναφωνιάζει
Πόρισε Τζεμαλή αγά όξω και μη σε γνιάζει
Τότε γυρίζει τ’ άλογο και στο χωριό νταλτίζει
Το αίμα τση καρδούλας μου μεσ’ ανεγουργουρίζει
Και δίδει μέσα στο χωριό και ανταλέττι κάνει
Οι τούρκοι ως τον είδανε τρομάρα τους επιάνει
Λέγει τους ο μεγάλος τως βλέπω και θα χαθούμε
Πρεμαζοχτήτε ογρήγορα στα σπήθια να χωθούμε
Και ο Κρανιώτης έκαμε μες στο χωριό νταλέτι
Η μπάλα τούρθε στα νεφρά κι εβγήκ’ απού το μπέτη
Άμα τον ηύρεν η μπαλιά κλίνει ντελόγο κάτω
Ω τι κακ’ ώρα πούτονε εκείνο το Σαββάτο
Αφότου εγκρεμίστηκε κατ’ απού τη φοράδα
Έσυρεν όμορφη φωνή με τόση νοστιμάδα
Μα το θεό μας χρισθιανοί ελάτε πάρετε με
Και πέρα κε στ’ απόκολο αποκολόσετε με
Αν δεν μπορείτε αφήτε με πάρτε την κεφαλήν μου
Να μην το πάνε σύσσωμον στην πόλιν το κορμί μου
Μηνύσετε τση μάνας μου τση πολυπικραμένης
Που στέκεται ολόγνιαστη στη σκάλα κι ανημένει
Να ξεβαρκάρω να με δη να με γλυκοφίληση
Και να μου πη παιδάκι μου και να με κανακίση
Μηνύσετέ τσης νάρθη δα πριχού να με σκεπάσουν
Να δώση χρήματα κεριά πολλά να μου ανάψουν
Και ποιος να γράψη γράμματα να πέψη στην Αθήνα
Να πέψουνε του αρχηγού το μαρμαρένιο μνήμα
Αφήνω σας παραγγελιά ό,τι καιρός γυρίση
Όσοι κι αν είσθε χρισθιανοί κανείς να μη μουτίση
Κι ακόμη παραγγέλνω σας καλά να μου θυμάσθε
Εγ’ αποθαίνω χάνομαι κι όλοι μου συγχωράτε
Και τότε τον επαίρνουνε και τον αποκολώνουν
φαίρνουνε τη φοράδα του κι`απάνω τον φορτώνουν
Βάνουν βουλή να τον επάν στο Κράσι να τον θάψουν
Να μαζωχτούνε τα χωριά τον αρχηγό να κλάψουν
Όταν τον επερνούσανε εις το κουτουλουφάρι
Οι στρατιώτες τούπανε κρασί να τως επάρη
Ποιος μας εκατάρησθηκε τούτην την εβδομάδα
Να κατεβεί το αίμα του να λούση τη φοράδα
Αποκειδά μισέψανε και φτάνουνε στα Μάλια
Και κλίν’ η κεφαλή στη γη ποιος είδε τέθοια χάλια
Εκεί τον έστεσαν ορθό όταν τον επερνούσαν
Ετούτο του το κάμανε γιατί τον προσκυνούσαν
Κι αποκειδά μισέψανε και παν τόνε στο Κράσι
Ω ουρανέ και βρόντιξε κι ο κόσμος ας χαλάση
Θεέ μεγαλοδύναμε όλοι σε προσκυνούμε
Για όλοι να ποθάνωμε για να λευθερωθούμε
Ω ουρανέ και βρόντιξε κι ήλιε σημάδι ρήξε
Και στου Χοχλίδι το κορμί αστροπελέκι ρήξε
Νάχε μαυρίσει ο ουρανός κι η ώρα να βουλήση
Όταν εκίνησ’ ο αρχηγός να πα να πολεμήση
Κρίμα στο νέο να χαθή τον καπετάν Κρανιώτη
Κρανιώτης πληρεξούσιος σ’ όλη τη χρισθιανότη
Κρανιώτης και ο Γουβιανός είναι οι παινεμένοι
Μιαν ώρα σκοτωθήκανε κι είναι μακαρισμένοι
Νέος Μιχάλης που τ’ Αβδού Κρανιώτης που το Κράσι
Στη γλώσσα και την αντριά και ποιος θα τους περάση
Μα όσοι κι αν τ’ ακούσετε συγχωρεμούς να πήτε
Γιατ’ άλλους νέους σαν αυτούς δεν θα τους ξαναδήτε.
Σύμφωνα με τον ποιητή ο τραυματισμένος Κρανιωτάκης δεν έμεινε στον τόπο, δεν πέθανε αμέσως, όπως αναφέρουν οι ιστορικοί, αλλά και οι επίσημες εκθέσεις των επαναστατών τις ημέρες εκείνες,αλλά επέζησε, τον μετέφεραν ζωντανό και μάλλον εξέπνευσε στη διαδρομή από το Κουτουλουφάρι μέχρι τα Μάλια .
Κατά τον Κριάρη, ο επαναστάτης Γουβιανάκης σκοτώθηκε στις 2 του Μάρτη 1868. Ο ποιητής επομένως εννοεί εκείνον με το επώνυμο Γουβιανάκης που ήταν από το Αβρού .Ο Τζεμαλής αγάς Χοχλίδης, που αναφέρεται στο ποίημα, καταγόταν από τη Ελιά Πεδιάδος. Ήταν επικεφαλής των Τούρκων στη μάχη των Γουβών.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα Πατρίς, αλλά το κείμενο, πληροφορίες και οι φωτογραφίες. έχουν παραχωρηθεί από την απόγονο του ήρωα και συγγραφέα Θεοδοσία Αργυράκη-Ασαργιωτάκη, στην εφημερίδα για τυπικούς, ηθικούς, και δεοντολογικούς λόγους έχει αναφερθεί.
ΑπάντησηΔιαγραφή