Της Ευγενίας Λαγουδάκη - Σασλή*
Μέρος 1ο
Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος, από τη σύστασή του, είναι αυτό της εγκατάστασης των προσφύγων, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος, από τη σύστασή του, είναι αυτό της εγκατάστασης των προσφύγων, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Το ζήτημα της εγκατάστασης
προσφύγων στην Ελλάδα δεν εμφανίστηκε τότε για πρώτη φορά. Κατά τη διάρκεια της
Ελληνικής Επανάστασης η ελληνική πολιτεία είχε να μεριμνήσει για την
εγκατάσταση προσφύγων από τη Σμύρνη, τη Χίο και τα Ψαρά. Αργότερα, ύστερα από
κάθε εξέγερση στην Κρήτη, όσοι δεν μπορούσαν να ζήσουν κάτω από τον τουρκικό
ζυγό, κατέφευγαν στο ελεύθερο ελληνικό τμήμα. Ο αριθμός των προσφύγων αυτής της
περιόδου ήταν μικρός και με μικρή βοήθεια από μέρους του κράτους
αντιμετωπιζόταν η περίθαλψη και η εγκατάστασή τους.
Ζήτημα εγκατάστασης προσφύγων
με οξύτερη μορφή παρουσιάστηκε το 1906 εξαιτίας της προσφυγής 35.000 ομοεθνών
από τη Βουλγαρία και λήφθηκαν συστηματικά μέτρα για την εγκατάστασή τους.
Από το 1914 άρχισε νέα εισροή
προσφύγων λόγω των διωγμών των ελληνικών πληθυσμών στην Τουρκία. Από το 1917
προστέθηκαν εκούσιοι πρόσφυγες από τη Ρωσία και από το 1919 άρχισε η προσέλευση
μεταναστών από τη Βουλγαρία, αποτέλεσμα της Συνθήκης του Νεϊγύ. Το σύνολό τους,
υπολογισμένων και όσων μετά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ήλθαν από τη Μακεδονία που
περιήλθε στους Βουλγάρους, υπολογίζεται σε 500.000 περίπου. Η εγκατάσταση των
πληθυσμών αυτών έγινε με βραδύτητα εξαιτίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των
εσωτερικών ανωμαλιών.
Όσο όμως σημαντικές κι αν
ήσαν οι εισροές αυτές ομοεθνών προσφύγων δεν μπορούν να συγκριθούν με τα κύματα
των προσφύγων που κατέκλυσαν τη χώρα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο αριθμός
τους υπολογίζεται 1. 100.000 περίπου.
Η περίθαλψη και η προσωρινή
εγκατάστασή τους αντιμετωπίστηκε αρχικά από τους πόρους του ελληνικού κράτους.
Την ευθύνη ανέλαβαν το Υπουργείο Περιθάλψεως, το οποίο συνέστησε ανά νομούς
Διευθύνσεις Περιθάλψεως, και το Υπουργείο Γεωργίας.
Η βαρύτητα δόθηκε στην
αγροτική εγκατάσταση του προσφυγικού πληθυσμού . Ο τύπος αυτός της εγκατάστασης
καθορίστηκε από τις κυρίαρχες απόψεις για τον χαρακτήρα της ελληνικής
οικονομίας (αγροτική οικονομία) και από την οικονομική δυνατότητα του κράτους
να εγκαταστήσει και να αποκαταστήσει 1.100.000 πρόσφυγες.
Επιπλέον η αγροτικού τύπου
εγκατάσταση στοίχιζε λιγότερα, ήταν ταχύτερη και δεν απαιτούσε
επαναπροσδιορισμό της ελληνικής οικονομίας. Αντίθετα η αστική εγκατάσταση
απαιτούσε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, κυρίως από την ανάπτυξη της
βιομηχανίας (ο δημόσιος τομέας ήταν κορεσμένος ) που θα παρήγαγε προλεταριάτο,
ικανό να προκαλέσει κοινωνικά προβλήματα.
Επίσης το γεγονός ότι τα
περισσότερα κτήματα και οικήματα που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι
βρίσκονταν σε αγροτικές περιοχές, επηρέασε τις επιλογές των ελληνικών
κυβερνήσεων. Τέλος η επιλογή αυτή ανταποκρινόταν και σε γενικότερες
σκοπιμότητες. Μαζί με τους πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν και αρκετοί ακτήμονες στη
Μακεδονία και στην Κρήτη.
Με το Ν. Δ. «Περί αγροτικής
εγκαταστάσεως προσφύγων» καθορίστηκαν οι όροι και ο τρόπος εγκατάστασης,
αρμοδιότητας Υπουργείου Γεωργίας. Τα κτήματα που ανήκαν στο κράτος, στους
δήμους και στις κοινότητες απαλλοτριώθηκαν ή επιτάχτηκαν και διατέθηκαν για την
αγροτική εγκατάσταση των προσφύγων.
Αγροτικής εγκατάστασης δικαιούνταν
όσοι κατάγονταν από αγροτικές κοινότητες (άρρενες ή θήλεις), κλήρου δε
γεωργικού όσοι είχαν ασκήσει ως κύριο επάγγελμα τη γεωργία και τους κλάδους της
στις περιφέρειες από τις οποίες κατάγονταν.
Η εγκατάσταση γινόταν κατά
ομάδες, που συνοικούσαν μέσα στο κτήμα που είχε παραχωρηθεί ή σε γειτονικές
θέσεις και συνοικισμούς. Κάθε ομάδα απαρτιζόταν από δέκα τουλάχιστον
οικογένειες. Με πράξη του προϊσταμένου του Γραφείου Εποικισμού ορίζονταν όσοι
είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν στην ομάδα. Οι αρχηγοί των οικογενειών εξέλεγαν
τριμελές τουλάχιστον συμβούλιο, το οποίο διοικούσε την ομάδα, υπέγραφε πρακτικό
στο οποίο αναφερόταν η σύσταση, η εκλογή του διοικητικού συμβουλίου και η
επωνυμία της ομάδας. Με την κατάθεση του πρακτικού στο Ειρηνοδικείο του τόπου σύστασης
της ομάδας, αυτή συγκροτούνταν σε ίδιο νομικό πρόσωπο που έφερε το όνομά της. Ο
τρόπος αυτός εγκατάστασης ενίσχυε τη συνεκτικότητα της ομάδας, διευκόλυνε τη
διαδικασία της παραχώρησης του κτήματος( το πρωτόκολλο παραχώρησης του κτήματος
υπέγραφαν ο προϊστάμενος Εποικισμού και το διοικητικό συμβούλιο της ομάδας) και
τη μετατροπή της ομάδας σε συνεταιρισμό.
Οι προσφυγικές ομάδες
καταργήθηκαν το 1932 και η διαχείριση των ακινήτων που ανήκαν σ’ αυτές
μεταβιβάστηκε στις οικείες κοινότητες.
Η έκταση και ο τρόπος
διανομής των γεωργικών κλήρων καθοριζόταν με απόφαση της γενικής συνέλευσης της
ομάδας, με πλειοψηφία των 2/3 των παρισταμένων μελών.
Για την αγροτική εγκατάσταση
το Υπουργείο Γεωργίας χορηγούσε 2.000 δρχ. κατ’ έτος σε κάθε αρχηγό οικογένειας
και επιπλέον 400 δρχ. κατ’ άτομο, χωρίς όμως το συνολικό ποσό να υπερβαίνει τις
4.000 δρχ., για αγορά ζώων 2.000 δρχ., για συντήρηση ζώων 2.000 δρχ., για
κατασκευή οικίσκου 3.000 δρχ., για αγορά εργαλείων 600 δρχ. και για αγορά
σπόρου 1.000 δρχ.
Στο Ηράκλειο οι πρώτοι
πρόσφυγες έφτασαν τον Αύγουστο του 1922. Η άφιξη έγινε μαζικότερη τον
Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. 1 Για τη στέγασή τους επιτάχτηκαν
ιδιωτικά και δημόσια κτήρια. Συγκροτήθηκε 16μελής τοπική επιτροπή για την
περίθαλψή τους και δραστηριοποιήθηκαν διάφοροι τοπικοί φορείς την παροχή
φαγητού και τη συγκέντρωση χρημάτων. Σημαντικά συνέβαλαν οι διεθνείς
οργανώσεις, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός (American Red Cross ) και τα
Νοσοκομεία Αμερικανίδων Κυριών (American Women’s Hospitals ) που παρείχαν είδη
διατροφής, ρουχισμού, ιατρική φροντίδα και ιατρικό υλικό.
Ο συγχρωτισμός χιλιάδων
προσφύγων και η έλλειψη βασικών κανόνων υγιεινής προκάλεσαν έξαρση μολυσματικών
ασθενειών: οστρακιάς, ευλογιάς και εξανθηματικού τύφου. Για λόγους προληπτικούς
αποφασίστηκε η αραίωση του προσφυγικού πληθυσμού σε διάφορα κτήρια της πόλης
και την ύπαιθρο. Τέλος Οκτωβρίου του 1922 ο Γεώργιος Φανουράκης, διευθυντής
Περιθάλψεως Ηρακλείου, επισκέφθηκε τη Μεσαρά για να καθορίσει τον αριθμό των
προσφύγων που θα μετακινούνταν εκεί. Σχηματίστηκαν τοπικές επιτροπές για την
περίθαλψή τους και βρέθηκαν οικήματα για τη στέγασή τους. Σύμφωνα με στοιχεία
που δόθηκαν στη δημοσιότητα, μέχρι τέλος Μαρτίου 1923, απορροφήθηκαν 2.500
πρόσφυγες στην ύπαιθρο.
Από τον Αύγουστο του 1923 η
μέριμνα για την εγκατάσταση των προσφύγων του νομού ανατέθηκε σε 4μελή
επιτροπή, η οποία συστάθηκε με απόφαση του Γενικού Διοικητή Κρήτης. Τα
καθήκοντα της Εποικιστικής Υπηρεσίας ανατέθηκαν στον Διευθυντή Περιθάλψεως. Στη
διάθεση της επιτροπής τέθηκαν 100.000 δρχ. για επιδιόρθωση μουσουλμανικών
οικημάτων και άλλες 100.000 δρχ. για τις μετακινήσεις των προσφύγων.
Καταρτίστηκαν τέσσερα συνεργεία για να επιδιορθώσουν τα μουσουλμανικά οικήματα
στα χωριά Κελιά, Ρουσοχώρια, Αρκαλοχώρι και Λαράνι. Αργότερα προστέθηκε και ένα πέμπτο για τα
χωριά Στείρωνα, Γουρνιά και Αμουργιέλες.
Η επιτροπή καθόρισε την
εγκατάσταση των προσφυγικών οικογενειών κατά χωριά προέλευσης, ώστε να είναι
ομοχώριες. Ο αρχικός όμως τρόπος αγροτικής εγκατάστασης παρεξέκλινε της γενικής
κατεύθυνσης, της ομαδικής εγκατάστασης, και στο νομό, όπως και στα περισσότερα
μέρη της Κρήτης, οι Υπηρεσίες Εποικισμού ενήργησαν ατομικές εγκαταστάσεις,
πιεζόμενες από το μεγάλο αριθμό των προσφύγων.
Με διαταγή του Υπουργού
Γεωργίας η κατάταξη των προσφύγων στις περιφέρειες έγινε ανάλογα με τις
ειδικότητές τους (σιτοπαραγωγοί, καπνοκαλλιεργητές, αμπελουργοί, σηροτρόφοι,
κηπουροί, ποιμένες και ελαιοπαραγωγοί). Γι’ αυτό οι Γεωργικές Υπηρεσίες
πραγματοποίησαν γεωργική απογραφή των προσφύγων. Με την παρουσία του Γραμματέα
του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, Στυλιανού Γρηγορίου,
αποφασίστηκε να παραχωρηθούν τα αγροτικά κτήματα γύρω από το Ηράκλειο σε
αμπελουργούς και ελαιοπαραγωγούς, κατά προτίμηση, και τα ενδότερα μέρη σε
ακτήμονες.
Για την εγκατάσταση των
προσφύγων στο εσωτερικό του νομού Ηρακλείου ήταν ευνοϊκές οι συνθήκες (οι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι είχαν συγκεντρωθεί στο Ηράκλειο
για αναχώρηση). Ο ρυθμός όμως της εγκατάστασης ήταν αργός γιατί οι γαίες
είχαν ενοικιαστεί από ντόπιους και έπρεπε να ολοκληρωθεί η περίοδος συγκομιδής
της εσοδείας.
Επειδή παρατηρούνταν
απροθυμία μετακίνησης προς το εσωτερικό του νομού ο Γενικός Διοικητή της Κρήτης
συνέστησε στους Νομάρχες να χρησιμοποιήσουν πιεστικά μέτρα (έξωση από τα
οικήματα που κατείχαν οι προσφυγικές οικογένειες, παύση προσφυγικού επιδόματος
και αποκλεισμό από τη μέριμνα της εγκατάστασης ),αν δεν αποδώσουν τα μέτρα για
εγκατάσταση στην ύπαιθρο στα μουσουλμανικά χωριά.
Τους τελευταίους μήνες του
1923 διατέθηκαν συνολικά 1.998.187 δρχ. από τα οποία δαπανήθηκαν 833.669 δρχ.
για την επισκευή 520 οικημάτων σε 32 τέως μουσουλμανικά
χωριά των επαρχιών Τεμένους, Πεδιάδας και Μονοφατσίου, όπου
εγκαταστάθηκαν 549 οικογένειες, 220.650 δρχ. ως δάνεια για τη συντήρηση των
ζώων, 510.667 δρχ. ως δάνεια για τη συντήρηση των οικογενειών των προσφύγων,
354.289 δρχ. για την αγορά αγροτικών εργαλείων και εφοδίων και 69.211 δρχ. για
έξοδα μετακίνησης των προσφύγων. Διατέθηκαν επίσης 6.810 λίρες Αγγλίας για
αγορά ζώων για άροση από την Κύπρο, τα οποία στη συνέχεια παραχωρήθηκαν σε
αγροτικές οικογένειες.
Η Ελλάδα όμως δεν μπορούσε να
αντιμετωπίσει από μόνη της την εγκατάσταση των προσφύγων. Η έκταση των
προσφυγικών αναγκών ήταν τέτοια που χρειάστηκε η διαμεσολάβηση του οργανισμού
της Κοινωνίας των Εθνών, ώστε να εξασφαλιστεί
εξωτερική πίστωση για τη χρηματοδότηση του έργου της αποκατάστασης .
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1923
υπογράφτηκε το Πρωτόκολλο της Γενεύης ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την
Κοινωνία των Εθνών. Βάσει του Πρωτοκόλλου η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να
ιδρύσει την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π) η οποία επωμίσθηκε το έργο
της εγκατάστασης των προσφύγων. Η Ε.Α.Π. ήταν νομικό πρόσωπο, δεν εξαρτιόταν
από οποιαδήποτε ελληνική εκτελεστική ή διοικητική αρχή αλλά ήταν αυτόνομος
οργανισμός. Τη διοίκησή της ανέλαβαν δύο Έλληνες, διορισμένοι από την Ελληνική
Κυβέρνηση, και δύο ξένοι, διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών. Ο πρόεδρος
της επιτροπής ήταν Αμερικανός πολίτης, αντιπρόσωπος οργανώσεων περιθάλψεως.
Πρώτος πρόεδρος διορίστηκε ο Henry Morgenthau και μέλη ο εκπρόσωπος της
Τράπεζας της Αγγλίας John Campbell, ο Στέφανος Δέλτας και ο Περικλής
Αργυρόπουλος. Περί τα τέλη του 1930 η Ε.Α.Π. ανέστειλε τις εργασίες της.
Για τον καταμερισμό των
εργασιών της διαίρεσε τις υπηρεσίες της σε 3 διευθύνσεις: α) Διεύθυνση
Οικονομικών β) Διεύθυνση Αγροτικής Εγκατάστασης Προσφύγων και γ) Διεύθυνση
Αστικής Εγκατάστασης Προσφύγων.
Η Διεύθυνση Αγροτικής
Εγκατάστασης, στελεχωμένη από υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, είχε τη
φροντίδα της οργάνωσης και παρακολούθησης ζητημάτων εγκατάστασης των αγροτών
προσφύγων σ’ όλη την Ελλάδα. Για την αρτιότερη οργάνωσή της συστάθηκαν τρεις
Γενικές Διευθύνσεις Εποικισμού: α) Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Μακεδονίας με
έδρα τη Θεσσαλονίκη και 17 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού, β) Γενική Διεύθυνση
Εποικισμού Θράκης με έδρα την Κομοτηνή και 5 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού και γ)
Γενική Διεύθυνση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και 4 Γεωργικά Γραφεία
Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου). Άλλα 14
Εποικιστικά Γραφεία εκτελούσαν την εγκατάσταση των προσφύγων στη Στερεά, στη
Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και τα νησιά. Όλων των Εποικιστικών
Γραφείων προϊστάμενος ήταν γεωπόνος.
Η Ελληνική Κυβέρνηση εκχώρησε
στην Ε.Α.Π. γαίες εκτάσεως 5.000.000 στρεμμάτων προερχόμενες α) από δημόσιες
γαίες, β) από κτήματα ανταλλάξιμων Μουσουλμάνων που περιήλθαν στην κυριότητα
του Ελληνικού Δημοσίου δυνάμει της σύμβασης «Περί ανταλλαγής των ελληνικών και
τουρκικών πληθυσμών», της 30ής Ιανουαρίου 1923, γ) από κτήματα που εξαγοράστηκαν
από Οθωμανούς υπηκόους, δ) από ιδιωτικές γαίες που είχαν απαλλοτριωθεί ή
επιταχθεί δυνάμει της αγροτικής μεταρρύθμισης και δ) από κτήματα Βουλγάρων που
είχαν αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος δυνάμει της συμβάσεως Νεϊγύ που είχε υπογραφεί από την Ελλάδα και τη
Βουλγαρία.
Της διατέθηκαν επίσης δύο εξωτερικά δάνεια, το δάνειο του 1924 και του 1928. Το δάνειο του 1924 ήταν
ονομαστικού κεφαλαίου 12.300.000 λιρών Αγγλίας, με επιτόκιο 7% και έκδοση 88%.
Η υπηρεσία του δανείου θα εξασφαλιζόταν από τις προσόδους των μονοπωλίων των
Νέων Χωρών, δηλ, αλατιού , σπίρτων, τραπου-λόχαρτων, τσιγαρόχαρτου και τις
εισπράξεις των τελωνείων των Χανίων, του Ηρακλείου, της Σάμου, της Χίου, της
Μυτιλήνης και της Σύρου, τον φόρο καπνού και χαρτοσήμων των Νέων Χωρών και τον
φόρο οινοπνεύματος ολόκληρης της Ελλάδας.
Το προσφυγικό δάνειο του 1928
ήταν μέρος του λεγόμενου «σταθεροποιητικού» δανείου που συνάφθηκε για τη
σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, την κάλυψη των ελλειμμάτων του
προϋπολογισμού και τη συνέχιση της εγκατάστασης των προσφύγων. Το ονομαστικό
κεφάλαιο του δανείου ανερχόταν σε 4.070.960 λίρες Αγγλίας και σε 17.000.000
δολάρια με επιτόκιο 6% και έκδοση 91%. Το 1/3 του δανείου διατέθηκε για την
εγκατάσταση των προσφύγων και εισπράχθηκε από την Ε.Α.Π.
Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της
Γενεύης οι αγροτικές προσφυγικές οικογένειες
δικαιούνταν :
α) Παραχώρηση βιώσιμου
γεωργικού κλήρου από τις εκτάσεις που είχε εκχωρήσει το Ελληνικό Δημόσιο στην
Ε.Α.Π για τον σκοπό αυτό. Η έκταση του γεωργικού κλήρου ποίκιλε ανάλογα με το
είδος της καλλιέργειας και την ποιότητα του εδάφους. Οι εγκατεστημένοι αγρότες
εφοδιάζονταν με προσωρινά παραχωρητήρια (τίτλος κατοχής). Ο τίτλος κυριότητος
παραχωρήθηκε αργότερα, αφού έγινε ο κτηματικός χάρτης των κλήρων που
παραχωρήθηκαν, η υλοποίηση της διαδικασίας χρέωσης προσφύγων για την τιμή της
γης, η αποπληρωμή του χρέους και ο συμψηφισμός των αγροτικών αποζημιώσεων.
β) Εξασφάλιση στέγασης με
ανέγερση κατοικιών αγροτικού τύπου. Οι κατοικίες αυτές ανεγείρονταν είτε με
εργολαβίες είτε με το σύστημα της αυτεπιστασίας, οπότε οι κατά τόπους υπηρεσίες
της Ε.Α.Π. παρείχαν τις αναγκαίες οικοδομικές ύλες και χρηματικό δάνειο στους
ενδιαφερόμενους πρόσφυγες. Όπου υπήρχαν μουσουλ-μανικά ανταλλάξιμα ή βουλγαρικά
εγκαταλειμμένα, αυτά, αφού επισκευάζονταν με δαπάνες της Ε.Α.Π, παραχωρούνταν
στους αγροτικά εγκατεστημένους πρόσφυγες.
γ) Εφοδιασμό με τους
απαιτούμενους σπόρους, ζώα (φόρτου, άροσης, αναπαραγωγής), γεωργικά εργαλεία,
λιπάσματα, νομή για τα ζώα και τα απαραίτητα για συντήρηση αυτών των ίδιων
μέχρι των αποτελεσμάτων της πρώτης καλλιέργειας.
Τα οικήματα που
παραχωρήθηκαν, τα εφόδια και τα δάνεια χρεώνονταν στο νομικό πρόσωπο της ομάδας
(συνολική αξία των δανείων σε χρήμα και είδος για τα μέλη της ομάδας) και σε
κάθε μέλος της ομάδας (αξία των ειδών και αντίτιμο χρηματικών δανείων που
έπαιρνε ο αρχηγός της οικογένειας). Έπρεπε να εξοφληθούν σταδιακά με μικρές
τοκοχρεολυτικές δόσεις προς 13%, (8%τόκος και 5% για έξοδα διαχείρισης). Η
χρέωση των κλήρων που παραχωρήθηκαν έγινε αργότερα δεδομένου ότι η ακριβής έκταση
τους ήταν άγνωστη λόγω έλλειψης κτηματικού χάρτη της χώρας.
Η χρέωση των
προσφυγικών οικογενειών με τα έξοδα εγκατάστασης αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για
τη βιωσιμότητά τους. Οξύνθηκε επικίνδυνα το 1930 και το κράτος υποχρεώθηκε να
προβεί το 1937 σε νομοθετική ρύθμιση για τη μείωση των προσφυγικών χρεών γιατί
μετά τη διάλυση της Ε.Α.Π., 1930, τα χρέη αυτά δεν παραγράφτηκαν. Την είσπραξή
τους ανέλαβε η Αγροτική Τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1929.
Η Ε.Α.Π. άρχισε τις εργασίες
της τέλος του 1923 ( το συμβούλιό της συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση στη
Θεσσαλονίκη, στις 11/11/1923). Μέχρι την 1/1/1929 είχαν αποκατασταθεί 551.468
άτομα σε 1954 συνοικισμούς.
Στην Κρήτη η όλη εργασία του
εποικισμού ανατέθηκε στην Επιθεώρηση Εποικισμού Κρήτης με έδρα τα Χανιά και στα
4 Γεωργικά Γραφεία Εποικισμού (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Αγίου Νικολάου).
Επιθεωρητής Εποικισμού Κρήτης διορίστηκε ο Γεώργιος Σερβάκης.
Στο Ηράκλειο η φροντίδα της
εγκατάστασης των προσφύγων, την οποία μέχρι τότε είχε η τοπική υπηρεσία του
Υπουργείου Υγείας, Προνοίας και Αντιλήψεως, ανατέθηκε στη Γεωργική Υπηρεσία,
στις 27/1/1924. Επόπτες Εποικισμού Ηρακλείου διορίστηκαν ο Αδαμάντιος
Κωνσταντινίδης και ο Ιωάννης Νομίδης (1924-1929) και Προϊστάμενος του τοπικού
Γραφείου της Ε.Α.Π. ο Κώστας Μαυρίδης (1929-1930).
Στην εποικιστική περιφέρεια
της Κρήτης παραχωρήθηκαν 154.552 στρέμματα, 91.206 καλλιεργήσιμα και 63.346 μη
καλλιεργήσιμα.
Στον προσφυγικό πληθυσμό της
Κρήτης είχαν διατεθεί, μέχρι το Σεπτέμβριο του 1925, κατά νομούς:
Με το σύστημα που εφαρμόστηκε
για τη διασπορά του αγροτικού πληθυσμού, αυτός είχε κατανεμηθεί στην Κρήτη σε
213 συνοικισμούς, μέχρι την 1/1/1929. Είχαν παραχωρηθεί 4.892 γεωργικοί κλήροι
και είχαν αποκατασταθεί 19.316 άτομα.
Η αγροτική εγκατάσταση στην
ύπαιθρο του νομού Ηρακλείου έγινε τμηματικά, κυρίως σε οικισμούς και χωριά των επαρχιών Μονοφατσίου ( ως επί το πλείστον ), Πεδιάδος, Τεμένους, και Μαλεβιζίου, όπου διέμεναν
οι ανταλλάξιμοι Μουσουλμάνοι. Οι συνοικισμοί που συγκροτήθηκαν ήταν αμιγείς
προσφυγικοί συνοικισμοί ή μικτοί συνοικισμοί. Οι συνοικισμοί και τα χωριά στα
οποία εγκαταστάθηκε ο προσφυγικός πληθυσμός αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα,
κατά επαρχία .2
1. Στον Δήμο Ηρακλείου είχαν
πολιτογραφηθεί 17.309 πρόσφυγες, από τον Νοέμβριο του 1922 μέχρι τον Δεκέμβριο
του 1923, Ευγενία Λαγουδάκη, Ειδικόν Προσφύγων, Δήμος Ηρακλείου 2004.
2. Διάταγμα «Περί
αναγνωρίσεως κοινοτήτων εν Κρήτη», Φ.Ε.Κ. 27/31/1/1925.
Το κείμενο στηρίζεται σε
άρθρο μου που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Παλίμψηστον, τεύχη 19/20, Ηράκλειο
2004-2006.
* Η Ευγενία Λαγουδάκη Σασλή είναι εκπαιδευτικός και
συγγραφέας
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την
εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως