Μίρκα Παλιούρα
Η αγγλο-γερμανίδα βαρόνη Marie Espérance von Schwartz (1818-1899) γνωστή και με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ελπίς Μέλαινα, κόρη και σύζυγος εύπορων τραπεζιτών και εμπόρων, προσωπικότητα αντισυμβατική και άκρως ενδιαφέρουσα, με κλασική μόρφωση και φιλολογικά ενδιαφέροντα, συγγραφική δραστηριότητα, πολιτική, φιλανθρωπική και φιλοζωική δράση, οπαδός της εναλλακτικής φυσικής ιατρικής και χορτοφάγος, πραγματοποιούσε μια περιήγηση από τα Χανιά προς το ανατολικό τμήμα της Κρήτης
αναζητώντας το «νέο και αυθεντικό» (Μέλαινα 2008: κβ΄), όπως και σε όλες τις περιηγήσεις της σε διάφορες περιοχές του νησιού κατά τη μακρόχρονη παραμονή της στην Κρήτη, περίπου επί 25 χρόνια. Διέμενε μόνιμα στα Χανιά, όπου είχε επαφή με τους προξένους των ξένων χωρών, με τους Κρητικούς οπλαρχηγούς, καθώς και με τον Οθωμανό Διοικητή του νησιού. Τα μνημονικά της ίχνη είναι παρόντα στην κατοικία της στη Χαλέπα που σώζεται μέχρι σήμερα (Μέλαινα 2008: κβ΄).
Τον Αύγουστο του 1869 η Schwartz αποφάσισε να περιοδεύσει προς το ανατολικό τμήμα του νησιού. Ήταν τότε 51 ετών. Λόγω των προβλημάτων που είχε στο παρελθόν με την υγεία της συνοδευόταν από έναν Ελβετό γιατρό (Παλιούρα 2011: 538, υποσημ. 36), που έμενε στην Κρήτη μαζί της.
Η Schwartz είχε πραγματοποιήσει κατά το πρώτο ταξίδι της στην Κρήτη, το 1866, μία σύντομη εξόρμηση προς την πεδιάδα της Μεσαράς στις αρχές Ιουλίου, φτάνοντας στη Γόρτυνα στις 12 του μηνός, όπου ο νεαρός Γερμανός ζωγράφος που τη συνόδευε, ο Joseph Winckler (1839-1877) (Thieme-Becker 1992: 66-67), σχεδίασε εκ του φυσικού αποτυπώνοντας κυρίως τη γεωμορφολογία και τα μνημεία της περιοχής
Η Schwartz σημειώνει ότι επιδίωξε να «αναπαραστήσει» το τοπίο δίνοντάς του αξιακή σημασία, πιστεύοντας ότι μέσω του σχεδίου σώζεται «από τη λησμονιά» και ότι ο μελλοντικός θεατής θα αποκτήσει «κατά προσέγγιση μία ιδέα εκείνου του παραδείσου.» (Μέλαινα 2008: 143). Γι αυτό και χρηματοδότησε την παραμονή του ζωγράφου στην Κρήτη και αγόρασε στη συνέχεια τα σχέδια που προορίζονταν να συνοδεύσουν τη μελλοντική έκδοση των κειμένων της, που κυκλοφόρησαν τελικά το 1892 υπό τον τίτλο Erlebnisse und Beobachtungen eines mehr als 20jährigen Aufenthaltes auf Kreta (Melena 1892).
Από αυτή την περιήγηση το μόνο έργο του Winckler που σχετίζεται με τη Μεσαρά είναι μια άποψη της Γόρτυνας. Το συγκεκριμένο έργο με τη μικρή σε κλίμακα ανθρώπινη μορφή και την προφανή ροπή στην ερειπιογραφία (Γέμτου 2000) προβάλλει τον ρομαντικό απόηχο της εποχής του και αποτελεί ένα τυπικό δείγμα αντίστοιχων έργων, απότοκων του περιηγητισμού.Το αξιοπρόσεκτο καραβάνι σταμάτησε ακριβώς κάτω από τον μεγάλο απότομο βράχο, το Χαράκι, που δεσπόζει στην είσοδο του χωριού και ξεπέζεψε στη σκιά, βρίσκοντας εκεί καταφύγιο από τον αυγουστιάτικο ήλιο. Ο φιλόξενος και προοδευτικός καϊμακάμης του τόπου, δηλαδή ο Οθωμανός διοικητής της επαρχίας Μονοφατσίου με έδρα τον Χάρακα, Μπαϋράμ μπέης, έτρεξε να προϋπαντήσει την ξένη και τη συνοδεία της και διέταξε να τους δοθούν τρόφιμα -ψωμί, αυγά, γάλα, τυρί και νεροκάρδαμο- για το μεσημεριανό τους γεύμα στην ύπαιθρο. Ποια ήταν όμως η ξένη κυρία που ταξίδευε με στρατιωτική συνοδεία και έχαιρε προσοχής και περιποίησης από τους τοπικούς καϊμακάμηδες στο ταξίδι της;
Ένα μεσημέρι του Αυγούστου του 1869 ένα μικρό παράξενο καραβάνι έφθασε από το χωμάτινο, τότε, μονοπάτι στο χωριό Χάρακας, στις υπώρειες των Αστερουσίων, στην πεδιάδα της Μεσαράς. Αποτελούνταν από έφιππους άντρες και μία γυναίκα. Οθωμανοί στρατιώτες, με επικεφαλής τον Μουσταφά αγά, πλαισίωναν τρία άτομα, έναν Ελβετό γιατρό, τη βαρόνη Marie Espérance von Schwartz και έναν Κρητικό υπηρέτη, τον Μάρκο.
Η Schwartz βασίστηκε στο ημερολόγιο που κρατούσε κατά τις μετακινήσεις της, και όπου η περιγραφή του τοπίου, των ανθρώπων και των γεγονότων αποτελεί τον πυρήνα της αφηγηματικής ροής του κειμένου, που δεν εμπίπτει αυστηρά στο είδος της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας αλλά αποτελεί, επίσης, σημαντική ιστορική πηγή. Διανθίζεται συχνά από παρατηρήσεις της συγγραφέως, όπου διαφαίνεται το σπινθηροβόλο πνεύμα και το διεισδυτικό της βλέμμα.
Κατά τη δεύτερη αυτή περιήγησή της στη Μεσαρά -που η Schwartz επιχείρησε ενάντια στη θέληση του Οθωμανού Διοικητή της Κρήτης γι αυτό και υποχρεώθηκε να υποστεί την στρατιωτική συνοδεία- χρησιμοποίησε το ατμόπλοιο της γραμμής από τα Χανιά μέχρι το Ηράκλειο και στη συνέχεια κατευθύνθηκε οδικώς ανατολικά. Μετέφερε μαζί της σκηνές, στρώματα, τυλιγμένα χαλιά, σέλες, ταξιδιωτικά σακίδια, καλάθια με τρόφιμα, ακόμη και νερό σε στάμνες (Μέλαινα 2008: 336), λόγω της κατάστασης του νησιού κατά την πολυτάραχη περίοδο 1866-1869. Έφθασε αρχικά μέχρι τον Άγιο Νικόλαο, έχοντας ως στόχο να προσεγγίσει τη μονή Τοπλού, αλλά λόγω έλλειψης ανεφοδιασμού αναγκάστηκε να στραφεί νότια προς την Ιεράπετρα και κατόπιν δυτικά έως τον κόλπο της Μεσαράς. Από την Ιεράπετρα κατευθύνθηκε προς το χωριό Πεύκος, διέσχισε τον ποταμό Αναποδάρη, όπου διανυκτέρευσε, πέρασε από τα Καστελλιανά και το Ροτάσι και έφθασε στον Χάρακα (Μέλαινα 2008: 403-4). Η αναφορά της στα Αστερούσια όρη είναι σύντομη καθώς σημειώνει στο κείμενό της: «Η οροσειρά που υψώνεται απόκρημνη από την ακτή και αποτελεί το όριο της πεδιάδας της Μεσαράς στα νότια, μας στερεί τη θέα προς το Λιβυκό πέλαγος, τα συμπαθητικά χωριά όμως που ξεφυτρώνουν όμορφα σαν οάσεις της ερήμου στην κατάξερη γη, είναι χάρμα οφθαλμών». (Μέλαινα 2008: 405).
Η Schwartz και η συνοδεία της προχωρούσαν καθημερινά καταβάλλοντας προσπάθεια για να βρουν τα απαραίτητα τρόφιμα και το κατάλληλο μέρος για να στήσουν τις σκηνές και να διανυκτερεύσουν. Τα συχνά περιστατικά που αντιμετώπιζαν και συνδέονταν με την κατάσταση των υποζυγίων τους, με τα εμπόδια στην πορεία τους, με την επιδρομή άγριων σκύλων στις προμήθειές τους, με την αδυναμία να βρουν τρόφιμα αλλά και με την αρνητική στάση ορισμένων κατοίκων ή αξιωματούχων, προβάλλουν τον βαθμό δυσκολίας της μετακίνησης στο νησί κατά τη συγκεκριμένη ταραγμένη περίοδο. Ενδεικτικό της δυσκολίας μετακίνησης στην ενδοχώρα αποτελεί το γεγονός ότι από τον Αναποδάρη ποταμό έως τον Χάρακα χρειάστηκαν μισή μέρα για να φθάσουν.
Η Schwartz διατυπώνει μια ιστορική πληροφορία όταν σημειώνει ότι η πεδιάδα της Μεσαράς είχε πληγεί όσο κανένα άλλο τμήμα του νησιού κατά τις ταραχές της δεκαετίας του 1820 λόγω της έλλειψης ψηλών βουνών, με αποτέλεσμα οι εξεγερμένοι να μην έχουν ασφαλή καταφύγια (Μέλαινα 2008: 403, 406). Παρατηρεί επιπλέον ότι στη Μεσαρά είδε για πρώτη φορά κατεδαφισμένο τζαμί (Μέλαινα 2008: 406), αφού κατά τη διάρκεια των περιηγήσεών της στο νησί έβλεπε παντού κατεστραμμένες εκκλησίες και παρεκκλήσια από τα τουρκικά πυρά. Οι πληροφορίες της είναι ποικίλου περιεχομένου και διαμορφώνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα του τόπου. Κάνει συνεχείς αναφορές κυρίως στη χλωρίδα: «χρυσές λεμονιές», «βαθυκόκκινες ροδιές», πικροδάφνες, κυπαρίσσια και φοίνικες (Μέλαινα 2008: 405) δημιουργούν το φυσικό τοπίο στο οποίο ζουν άνθρωποι διαφορετικής καταγωγής και θρησκείας βιώνοντας μια καθημερινότητα όπου συναντώνται και ταυτόχρονα χωρίζονται. Σ’ αυτή την καθημερινότητα η Schwartz καταγράφει ήθη, έθιμα, ακόμη και διατροφικές συνήθειες, όπως π.χ. την κατανάλωση της μπάμιας (Μέλαινα 2008: 403).
Στον Χάρακα αφιερώνει στο κείμενό της δύο ολόκληρες σελίδες. Κάνει ιδιαίτερη μνεία στη «γνήσια ανατολίτικη φιλοξενία» του καϊμακάμη και στην αγαστή του σχέση με τους χριστιανούς κατοίκους του χωριού, που αποτελούν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού του (Μέλαινα 2008: 405).
Μετά τη μεσημεριανή ανάπαυση κάτω από το Χαράκι, η Schwartz, ως όφειλε, ανταπέδωσε την επίσκεψη στον καϊμακάμη και με τους συντρόφους της και τη συνοδεία του ιδίου και ομάδας στρατιωτών και υπαλλήλων συνέχισε το ταξίδι προς τα δυτικά και κατευθύνθηκε προς το χωριό Διονύσι, όπου, αφού αποχαιρέτησε τον καϊμακάμη, συνέχισε μέχρι το χωριό Βαγιωνιά για να διανυκτερεύσει. Την επομένη το πρωί, Κυριακή, κατευθύνθηκε στα ερείπια της Γόρτυνας και του ναού του Αγίου Τίτου, αφού πέρασε από το χωριό Άγιοι Δέκα και το κοντινό σπήλαιο, τον υποτιθέμενο Λαβύρινθο.
Το μεσημέρι σταμάτησε στο χωριό Πόμπια, όπου αυτή και η συνοδεία της έγιναν δεκτοί από τον Έλληνα γραμματέα του καϊμακάμη της επαρχίας Καινούργιο Καστέλι. Η παρατήρηση της Schwartz σχετικά με την εγγύτητα των εδρών των καϊμακάμηδων σχολιάστηκε από τον Έλληνα γραμματέα που εξήγησε ότι οι αξιωματούχοι αυτοί είχαν διοριστεί πρόσφατα, λόγω της τελευταίας εξέγερσης, όμως σύμφωνα με τον ίδιο ο θεσμός δεν θα άντεχε στο χρόνο λόγω του μεγάλου αριθμού υπαλλήλων που απαιτούνταν και του κόστους της μισθοδοσίας (Μέλαινα 2008: 408-9).
Η πρόθεση της Schwartz να επισκεφθεί τους Καλούς Λιμένες διακόπηκε από την αναγκαστική επίσκεψή της στον καϊμακάμη, που, όπως αναφέρει η ίδια, ήταν φανατικός εχθρός των χριστιανών. Η άσχημη υποδοχή της από αυτόν, παρότι συνοδευόταν από στρατιωτική συνοδεία υπό τον Μουσταφά αγά, προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη διοικητική κατάσταση στο νησί και τις λεπτές ισορροπίες που όφειλε να τηρεί ένας ξένος, ακόμη κι αν διέθετε ισχυρές συστατικές επιστολές.
Η παρουσία του οπλαρχηγού Μιχαήλ Κόρακα κατά την επίσκεψη στον καϊμακάμη και η έντονη αντιπαράθεσή του με αυτόν (Μέλαινα 2008: 410) μαρτυρεί την έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε ακόμη στο νησί.
Παρά τις αντιρρήσεις της, με τη συνοδεία πλέον του καϊμακάμη συνέχισε τη διαδρομή και σε απόσταση πέντε περίπου μιλίων από την Πόμπια η Schwartz αντικρίζοντας τις νότιες απόκρημνες ακτές του νησιού σημειώνει: «ονειρική τοπογραφία» (Μέλαινα 2008: 411), ενώ λόγω της προχωρημένης ώρας διανυκτέρευσε στην κοντινή μονή της Οδηγήτριας. Εκεί η περιηγήτρια διαπιστώνει τον τυραννικό τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο καϊμακάμης στους μοναχούς (Μέλαινα 2008: 412) και στον ηγούμενο (1845-1870), που ταυτίζεται από το μοναχολόγιο της μονής με τον Γεράσιμο Μανιδάκη (; – 1905) (Τσικνάκης 1998: 61. Μοναχολόγιο Ι. Μ. Οδηγήτριας: 8-11). Η έλευση του καπετάν Κόρακα επανέφερε την αντιπαράθεση των δύο ανδρών.
Την επομένη το πρωί η Schwartz με τη συνοδεία του καπετάν Κόρακα και του καϊμακάμη έφθασε στους Καλούς Λιμένες. Σημειώνει την ιστορία της αποβίβασης του Αποστόλου Παύλου, ενώ το παρελθόν συνδέεται με το παρόν μέσω των αναμνήσεων του Μιχαήλ Κόρακα σχετικά με τον, ερειπωμένο πλέον, ναό, όπου είχε τελεστεί το μυστήριο του γάμου του πενήντα χρόνια πριν (Μέλαινα 2008: 419).
Μετά τη σύντομη επίσκεψη στο απέναντι νησάκι Μεγαλόνησος (Μέλαινα 2008: 420), όλη η συνοδεία το μεσημέρι επέστρεψε στη μονή της Οδηγήτριας, της οποίας την αρχιτεκτονική, όπως και την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα περιγράφει γλαφυρά η περιηγήτρια. Εκεί της εξιστόρησαν την πρόσφατη συνεισφορά της μονής στον κρητικό απελευθερωτικό αγώνα και την τύχη του γνωστού χαΐνη “Ξωπατέρα” (Μέλαινα 2008: 421-22), ενώ η ίδια αναφέρεται στις βιαιότητες των Τούρκων κατά τις εξεγέρσεις καθώς και στη βελτίωση της θέσης των χριστιανών κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια (Μέλαινα 2008: 422-23).
Την επόμενη μέρα, παρεκκλίνοντας λίγο προς τα δυτικά, επισκέφθηκε τα Μάταλα και τρεις ώρες αργότερα έφθασε στο μικρό χωριό Αγία Φωτιά στην περιοχή της αρχαίας Φαιστού. Οι παρατηρήσεις της Schwartz σχετικά με την κακή όψη των κατοίκων του χωριού συνδέεται με τα ανθυγιεινά νερά του γειτονικού ποταμού Ληθαίου.
Κατόπιν, συνέχισε μέχρι την πεδιάδα στο Τυμπάκι, όπου ξεκουράστηκε το μεσημέρι σε έναν ελαιώνα. Η καχυποψία του καϊμακάμη απέναντι στον Μιχαήλ Κόρακα αποδίδεται από την περιηγήτρια στις ερωτήσεις του τελευταίου για τον Γαριβάλδη και τη φωτογραφία που η Schwartz του χάρισε (Μέλαινα 2008: 426). Μετά το μεσημέρι η συνοδεία, χωρίς πλέον τους δύο αντιπάλους, έφθασε στην Ιδη, στο χωριό Αποδούλου με τελικό προορισμό τα Χανιά. Στο σημείο αυτό το κείμενο του βιβλίου τελειώνει με την παράθεση ενός αποσπάσματος από την Οδύσσεια, που προκαλεί σαφείς συνειρμούς. Η συγγραφέας παραδίδει ένα κείμενο που χαρακτηρίζεται αναμφισβήτητα από ιδιαίτερο ύφος, καθώς η αφήγηση δεν εστιάζει στα συναισθήματα και στον εσωτερικό της κόσμο αλλά στα εξωτερικά δρώμενα. Πρόκειται για μια όχι τόσο γυναικεία επιλογή (Monicat 1996: 128-29), σε σχέση με αντίστοιχα κείμενα άλλων περιηγητριών. Η συνεχής αναφορά στο μυθολογικό και ιστορικό παρελθόν του νησιού και κατ’ επέκταση και της περιοχής της Μεσαράς από τη συγγραφέα, προδίδουν μία αξιομνημόνευτη γνώση των κλασικών συγγραφέων σε συνδυασμό με πλήθος πληροφοριών από συγχρόνους της περιηγητές και μελετητές.
Όμως τι αναζητά τελικά η Schwartz στο ταξίδι της; Τι αναζητά μια γυναίκα που ταξιδεύει εν μέσω κινδύνων και κακουχιών και γράφει πυρετωδώς; Η αναζήτηση της εμπειρίας, της γνώσης, των έντονων συγκινήσεων και του απροσδόκητου υπήρξαν πάντα στοιχεία που συνέβαλαν στην απόφαση ενός περιηγητή να ταξιδέψει. Αναμφισβήτητα κάποια από αυτά ενστερνίζεται σιωπηλά και η Schwartz. Η ιδιαιτερότητά της όμως δεν συνδέεται μόνο με το φύλο της αλλά και με την μακρόχρονη παραμονή της στο νησί και τα λογοτεχνικά της ενδιαφέροντα. Είναι ενδεικτικό ότι τέσσερα βιβλία της αφορούν την Κρήτη (Melena 1867, 1870, 1874, 1892).
Στην έκδοση που εξετάζουμε η αυθεντικότητα του τόπου και ο τρόπος ζωής των κατοίκων προσεγγίζονται εν μέρει μέσα από μία ρομαντική οπτική. Αρχικά φαίνεται ότι το κείμενο βρίθει από εξιδανικεύσεις μαζί με επιτόπιες παρατηρήσεις και συμπεράσματα. Στη συνέχεια όμως η στερεοτυπική αρχική εικόνα θρυμματίζεται σταδιακά, αποκαλύπτοντας και άλλες διαστάσεις μιας πιο πραγματικής ζωής, ενισχύοντας την αξιόπιστη αφήγηση και το ελκυστικό ύφος. Το κρητικό τοπίο και τα κοινωνικά, πολιτιστικά και πολιτικά συμφραζόμενά του προσφέρουν στη Schwartz έναν χώρο «στοιχειωμένο από τη φαντασίωση», ένα χώρο ελευθερίας που λειτουργεί ως μια ουτοπία και ταυτόχρονα ως μια ετεροτοπία, έναν καθρέπτη που αντανακλά τον εαυτό της εκεί όπου δεν βρίσκεται (Foucault 1984). Παράλληλα, σ’ αυτό τον χώρο δραστηριοποιείται χωρίς να δεσμεύεται από τις κοινωνικές συμβάσεις της θέσης και της εποχής της. Η Schwartz επιχειρεί να καταργήσει τη συμβατική εικόνα της γυναίκας και, υποστηρίζοντας τη θέση της ως υποκειμένου, διεκδικεί μια θέση στον επικρατούντα δημόσιο γραπτό ανδρικό λόγο.
Η περιηγήτρια προσεγγίζει τον χώρο της Κρήτης ως έναν ισχυρό αντίποδα στον πολιτισμό της Ευρώπης, ως μια άλλη Αρκαδία, που ανταποκρίνεται στις άρρητες προσδοκίες της για έναν χαμένο παράδεισο. Και παρόλο που η Schwartz είχε σταδιακά απομυθοποιήσει τους ανθρώπους και τον τόπο όταν τo κείμενό της εκδόθηκε το 1892, η αρχική εξιδανίκευση διατηρείται στον γραπτό λόγο, όπως τη βίωσε είκοσι πέντε περίπου χρόνια πριν.
Η επιλογή της αυτή πιθανότατα οφείλεται στην προχωρημένη της ηλικία -το 1892 ήταν εβδομήντα τεσσάρων ετών- και στην ανάγκη της να ξαναζήσει, μέσα από την ετεροχρονία του κειμένου, τα χρόνια της παραμονής της στην Κρήτη. Αυτό επιτυγχάνεται μέσα από τις αφηγηματικές αναδρομές στα γεγονότα και την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής.
Στο πλαίσιο αυτό η Μεσαρά, αυτό το κομμάτι παραδείσου, αποτελεί για τη Schwartz έναν «χώρο μυθικής και ταυτόχρονα πραγματικής διεκδίκησης» (Foucault 1984), όπου αναζητά στοιχεία αυθεντικότητας και αποτυπώνει τις προσωπικές της προβολές στον τόπο που φέρει ακόμη μυθολογικές αναφορές και όπου οι άνθρωποι διασώζουν κατ’ αυτήν έναν μοναδικό και ανόθευτο τρόπο ζωής.
Βιβλιογραφία
Γέμτου Ε. 2000. Η επίδραση της αρχαιότητας στην ελληνική ζωγραφική του 19ου και 20ού αιώνα: Η ελληνική ερειπιογραφία (διδ. διατριβή), Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Αρχαιολογίας και ιστορίας, Αθήνα.
Μοναχολόγιο Ιεράς Μονής Οδηγήτριας.
Μέλαινα, Ε. 2008. Περιηγήσεις στην Κρήτη 1866-1870, μτφ.-εισαγ.-σχόλια Ιωάννα Μυλωνάκη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Τσικνάκης Γ.Ν. 1998. Ιερά Μονή Οδηγήτριας & τα παρεκκλήσια της, έκδοση Γ?. Πετροκεφάλι Ηρακλείου Κρήτης.
Παλιούρα Μ., 2011. “Γυναίκες περιηγήτριες στα Χανιά κατά τον 19ο αιώνα”. Στο: Πεπραγμένα Ι? Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Χανιά, 2006). Χανιά: Φιλολογικός Σύλλογος “Ο Χρυσόστομος”, Τόμος Γ4, Νεοελληνική περίοδος, 521-546. Br?mmer F. 1908. Schwartz, Marie Esperance von. In: Allgemeine Deutsche Biographie (ADB). Leipzig: Duncker & Humblot, Band 54, S. 277 f.
Foucault M. 1984. ´Des espaces autres (1967) H?t?rotopies´. Το κείμενο γράφτηκε στην Τυνησία το 1967 και δημοσιεύτηκε την άνοιξη του 1984. Μισέλ Φουκώ, Ομιλίες και Γραπτά 1984, Περί αλλοτινών χώρων (διάλεξη στη Λέσχη Αρχιτεκτονικών Μελετών, 14 Μαρτίου 1967), Architecture, Mouvement, Continuite, τεύχος 5ο, Οκτώβριος 1984, 46-49.
Melena E. 1867. Die Insel Kreta unter der ottomanischen Verwaltung, Wien: Arnold Hilberg?s Verlag.
Melena E. 1870. Von Rom nach Kreta. Reiseskizze, Jena: A. Neuenhahn.
Melena E. 1874. Kreta-Biene oder kretische Volkslieder, Sagen, Liebes-, Denk- und Sittenspr?che.
Melena E. 1892. Erlebnisse und Beobachtungen eines mehr als 20j?hrigen Aufenthaltes auf Kreta, Hannover: Schmorl & von Seefeld Nachf.
Monicat 1996. Itin?raires de l??criture au f?minin: voyageuses du 19e si?cle. Amsterdam / Atlanta: Rodopi.
Stoetzer E. P., 2008. (Ur-Urenkel von Elpis Melena), Prolog zu ´Elpis Melena, Erlebnisse und Beobachtungen eines mehr als 20j?hrigen Aufenthalts auf Kreta´, Neuausgabe.
Thieme-Becker, Kunstler-Lexikon. 1992. τ. 36, Leipzig: E. A. Seemann Verlag (ανατύπωση).
Ιστότοποι:
http://el.wikipedia.org/Μιχαήλ_Κόρακας (τελευταία επίσκεψη: 6.11.2012). http://de.wikipedia.org/wiki/Marie_Esp%C3%A9rance_von_Schwartz
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Χανιώτικα νέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως