12 Μαρτίου 2015

Πρινιάς η αρχαία Ριζηνία

Στις νοτιοανατολικές παρυφές του ορεινού όγκου της Ίδης βρίσκεται το σύγχρονο χωριό Πρινιάς, κοντά στο οποίο έχουν εντοπιστεί αξιόλογες εγκαταστάσεις της Εποχής του Χαλκού, που μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή ήδη από τα τέλη της 3ης χιλιετίας.
Η πρωιμότατη, αλλά και μακρόχρονη κατάληψη του χώρου (τουλάχιστον ως τη Ρωμαιοκρατία), πιθανώς οφείλεται στην εξέχουσα στρατηγική και οικονομική σημασία του, καθώς από εκεί διέρχεται η κύρια οδός επικοινωνίας ανάμεσα στην πεδιάδα του Ηρακλείου και τη Μεσαρά κι επίσης τη βόρεια και νότια ακτή του νησιού. Από τον 11ο αι. π.Χ., η επιδίωξη ελέγχου του δρόμου αυτού, φαίνεται ότι οδήγησε τους ντόπιους να ιδρύσουν έναν οικισμό στο ύψωμα Πατέλα, περίπου 2 χλμ. βορειοανατολικά του χωριού.
Η θέση είναι φυσικά οχυρή, δεσπόζοντας στο τοπίο, με απρόσκοπτη ορατότητα προς κάθε κατεύθυνση και συγχρόνως ικανοποιητικά προστατευμένη, αφού οι πλαγιές του βουνού είναι αρκετά απότομες, επιτρέποντας την πρόσβαση στην κορυφή του μόνο από τα δυτικά. Τα γεωμορφολογικά δεδομένα εξασφάλιζαν την εποπτεία της γύρω περιοχής, ενίσχυαν την άμυνα της εγκατάστασης και συνέβαλλαν στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξή της, καθιστώντας την ενδιάμεσο σταθμό στην κίνηση αγαθών, ιδεών και ανθρώπων.
 Η αναζήτηση των αρχαίων καταλοίπων της ξεκίνησε το 1894 από το Halbherr και συνεχίστηκε το 1906-8 από τον Pernier, ο οποίος, ανασκάπτοντας τη σχεδόν τριγωνική κι επίπεδη κορυφή της Πατέλας (διαστάσεων 560 Χ 235 μ.), έφερε στο φως τους δυο γνωστούς Αρχαϊκούς ναούς και το Ελληνιστικό οχυρό. Τα εντυπωσιακά ευρήματα προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των μελετητών, που ταύτισαν την πόλη των Ιστορικών Χρόνων (παρά τις αντιρρήσεις[1]), με τη Ριζηνία ή Ριττηνία των επιγραφών και της μαρτυρίας του Στεφάνου Βυζαντίου. Ωστόσο, η συστηματικότερη διερεύνησή της καθυστέρησε πολύ, αφού πραγματοποιήθηκε αρκετές δεκαετίες αργότερα (1969-1978) και πάλι από Ιταλούς αρχαιολόγους, με επικεφαλή τον Rizza[2]. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ανασκαφών αποκαλύφθηκαν ορισμένα εκτεταμένα τμήματα του οικισμού, καθώς και το νεκροταφείο του, περίπου 500 μ. βορειοδυτικότερα, στη «Σιδεροσπηλιά». Τα αρχαιότερα λείψανα ανάγονται στην Προανακτορική περίοδο και τα υστερότερα στην Ελληνορωμαϊκή. Όμως, ο κύριος όγκος τους χρονολογείται από το τέλος του 13ου αι. ως τα μέσα του 6ου (οπότε φαίνεται ότι επήλθε κάποια καταστροφή) και ανήκει σε τρεις διαδοχικές φάσεις: ΥΜ ΙΙΙ-ΥποΜ, ΠΓ και Γ-Α. Η ανέγερση των δυο ναών, η διακόσμησή τους με ανάγλυφα υψηλής τέχνης, οι επιτύμβιες στήλες με τις παραστάσεις πολεμιστών και γυναικείων μορφών και μερικά κτερίσματα, καταδεικνύουν τη λαμπρότητα της Αρχαϊκής πόλης.
[1] Ο Faure Ρ. διαφωνεί με την ταύτιση αυτή (1963, σ. 22-24).
 [2] Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης του υλικού, η ανασκαφική διερεύνηση του χώρου συνεχίστηκε και πάλι από το Πανεπιστήμιο της Κατάνια, στα 1989-1991.




Η Αρχαία Ριζινία
Ο αρχαίος οικισμός βρίσκεται  στην καρδιά του νησιού της Κρήτης, στις ανατολικές πλαγιές του ορεινού όγκου του όρους Ίδη ή Ψηλορείτης.
 Είναι σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο 650 μέτρων και οι εντόπιοι το  αποκαλούν ‘Πατέλλα του Πρινιά» ή ‘Πατέλα’.
Οι ανασκαφές στην αρχαία πόλη έχουν φέρει στο φως αστικά δομημένα τετράγωνα που χωρίζονται από δρόμους και σχηματίζουν την εικόνα μιας  τραπεζοειδούς πλατείας, όπου φιλοξενείται και ένα μνημειακός ιστορικός ναός όπου σε αυτόν βρέθηκαν γλυπτά θεϊκών μορφών.
Η ανακάλυψη της πόλης έγινε το 1906-1908 από την ΙταλικήΑρχαιολογική Σχολή. Στην αρχή εντοπίστηκαν τα ερείπια της και καθορίστηκε ως μια σπουδαία πόλη της Κρήτης.
 Αρχικά υπήρχε η γνώμη πως ήταν η Απολλωνία. Μία επιγραφή, όμως, που βρέθηκε στο χώρο της αρχαίας πόλης έφερε τα γράμματα (Ι)ΖΕΝΙ(Α), η οποία επιβεβαιώνει την ύπαρξη της αρχαίας πόλης Ριζηνία, την οποία αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος: Ριζηνία πόλις Κρήτης ή Ριττηνία.
 Η Ριζηνία άκμασε από την Υστερομινωική περίοδο (1600 π.Χ.) μέχρι την Ελληνιστική (67 π.Χ.). Αλλά τα πιο σπουδαία μνημεία της, οι ναοί, ανήκουν στην ελληνική αρχαϊκή περίοδο του 7ου-6ου αιώνα π.Χ.
 Η θέση της Ριζηνίας πάνω στην Πατέλλα, στο κέντρο σχεδόν της Κρήτης, ανάμεσα στο δρόμο που ένωνε τις δυο μεγάλες πόλεις, την Κνωσό και τη Γόρτυνα, είχε μεγάλη στρατηγική σημασία.
 Ο κύριος της Ριζηνίας, ήταν κύριος όλης της κοιλάδας, που απλώνεται μπροστά της, βορειοανατολικά. Γι' αυτό φαίνεται να έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις σχέσεις Κνωσού-Γόρτυνας.
 Η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή άρχισε τις εργασίες της εκ νέου το 1969 και συνεχίζει την έρευνα και την εκπαίδευση σε σπουδαστές της κάθε καλοκαίρι.
 Σύμφωνα με τον καθηγητή αρχαιολογίας Dario Palermo από το Πανεπιστήμιο της Κατάνια, το 2012, η ιταλική αποστολή εντόπισε τη νεκρόπολη της αρχαίας πόλης, στο ανατολικό μέρος της Πατέλας που έχει την εντόπια ονομασία ‘Σιδεροσπηλιά’.Στην περιοχή ανακαλύφθηκε και ένα εργαστήριο αγγειοπλαστικής που είχε τρεις κλιβάνους και βοηθητικούς χώρους στο επικλινές ενός λοφίσκου, σε μικρή απόσταση από την Πατέλα. Στοιχεία που βρέθηκαν στην περιοχή ανάγονται στην νεολιθική εποχή και φθάνουν μέχρι τη μεσο-μινωική.
 «Πάνω στο ύψωμα υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο φρούριο Ελληνιστικής εποχής (330-70 π.Χ.). Η βόρεια πλευρά του ήταν 50 μ. και στις γωνίες του είχε πύργους τετράγωνους. Στο ανατολικό τμήμα της Πατέλλας, βρέθηκαν πολλά πήλινα αφιερώματα, όστρακα αγγείων, ειδώλια κ.λπ. Τα σπουδαιότερα είναι ειδώλια λατρείας θεάς με βάση κυλινδρική και με τα χέρια υψωμένα. Βρέθηκε επίσης άγαλμα γυναικείας θεότητας, η οποία κάθεται σε θρόνο.
 Στο ύψωμα της Πατέλας έχει χτισθεί ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα
 Ο ναός της Ρέας Είναι ο βορειότερος από τους δυο ναούς, που αποκαλύφτηκαν στο ανατολικό τμήμα της Πατέλλας. Αποτελείται από τον κυρίως ναό και τον πρόναο.
 Στη μέση του ναού παρατηρείται ένας ορθογώνιος χώρος που περιορίζεται από πλάκες, κάθετα τοποθετημένες. Μέσα σ' αυτό το χώρο γινόταν θυσίες, όπως πιστοποιούν οι στάχτες και τα κόκαλα των θυσιαζομένων ζώων που καίγονταν , και βρέθηκαν στο ψημένο από τη φωτιά δάπεδο του.
 Στην ανατολική πλευρά του θυσιαστηρίου σώζεται η βάση μιας κολόνας, μινωικού τύπου, και στη βορειοδυτική γωνία του ναού άλλη μια παρόμοια, που η θέση της πρέπει να ήταν μάλλον απέναντι στην προηγούμενη, στη μέση της δυτικής πλευράς του θυσιαστηρίου. Στο νοτιοδυτικό τοίχο του ναού βρίσκεται ένα θρανίο από ασβεστόλιθο, όμοιο με εκείνα των μινωικών ιερών».
Ο τύπος αυτός του ναού, όπως και ο ναός του Απόλλωνα της Δρήρου, σχετίζεται μάλλον με το μέγαρο της Υστερομηκυναϊκής Ελλάδας, έργο των Ελλήνων που κατάλαβαν την Κρήτη και κατάστρεψαν το μινωικό πολιτισμό.
Μέσα και γύρω από το ναό βρέθηκαν πολλά γλυπτά από πωρόλιθο, που φυλάσσονται τώρα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Μια σειρά πλάκες από ασβεστόλιθο, που παριστάνουν μια παρέλαση ιππέων πολεμιστών, με την ασπίδα και το δόρυ, εκτιμάται ότι αποτελούσαν το διάζωμα στην πρόσοψη του ναού.
Η αρχαία πόλη που είναι σύγχρονη της Λατώ και της Πολυρρήνιας, αποικίστηκε από Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Στην περιοχή υπάρχουν ίχνη από «τα πρώτα λίθινα κτήρια μετά την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων. Ο πρώτος ναός της πόλης, χρονολογείται γύρω στο 625 π.Χ. και είναι ο αρχαιότερος γνωστός ελληνικός ναός διακοσμημένος με γλυπτά θεϊκών μορφών.
 Ο ναός Β΄ είναι γνωστός για το δαιδαλικό έργο κατασκευής του και φιλοξενούσε «ένα άγαλμα θεάς καθισμένης σε θρόνο φορώντας ένα ένδυμα διακοσμημένο με ζώα, όπως άλογο, λιοντάρι και μία σφίγγα. Η θεά εκπροσωπούσε τη Ρέα ή την Άρτέμιδα ‘ως θεά των ζώων’.



ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως