La lode
delle donne
Ο Έπαινος των
Γυναικών.
Ανωνύμου.
Ανωνύμου.
Τότες οι
παρατημένες
που’ ναι πάντα πομπεμένες,
πάσιν όλες ’ς τα μπουρδέλια
και γαμούν τες τα
κοπέλια
Πρώτα λέγω τες παρθένες,
δεύτερο τες
παντρεμένες
κ’ ύστερα τες
κουρεμένες,
τες χηράδες τες σπασμένες
(17-20)
ήγουν όταν εν’
μικρά,
που να τα’ θαψαν
νεκρά
Σήμερον τα βλέπεις
τόσα,
και αύριον μόνον
άλλα τόσα
(23-26)
Έχουσιν και πρώτον
τούτο,
το στολίδι έχουν
πλούτος,
και την όψιν τους
να φτιάνουν,
και την ρόκα να την
χάνου.
Και ποτές ουδέ
χορταίνουν
αν ιδρώνουν και να
κρυώνουν,
να στολίζουν το
κορμίν τους
και να χάνουν την
τιμήν τους.
(27-34)
Και άλλον πάντα δε
σκοπούσιν,
μόνον να τες
αγαπούσι
οι άνδρες, όταν τες
θωρούσι
με τα ρούχα, τα
φορούσι.
Και ανοίγουν τα
τραχήλια
δείχνουσιν και τα
βυζούλια,
και τα στήθη και
πλατάρια
δείχνουν τα εις τα
παζάρια.
(119-126)
Και ανοίγουν τα
τραχήλια,
δείχνουσιν και τα
βυζούλια,
και τα στήθη και
πλατάρια,
δείχνουν τα εις τα
παζάρια
(125-128)
Και όταν
πάσιν εις το σπίτι
νύκτα
μέραν έχουν κοίτην:
κάγκελλον
και παραθύρι
όλην την
ζωήν τους φθείρει.
(155-158)
Ουδέ μάναν ουδέ κύρη
ουδέ άλλον
νοικοκύρη,
μόν’ ετούτο έχει
χάριν
να γυρεύει ποίον να
πάρει,
και ας εν’ ράφτης ή
τσαγκάρης
ή καμένος
κατεργάρης
(161-166)
και
άλλου βήχει, χαχανίζει
και
άλλου το κορμί δανείζει.
(167-168)
Και όταν θέλουν να παντρευτούσι
πάσχουν τάχα να
κρυπτούσι,
πιάνουσι να
γιατρευτούσι
και παρθένες να
φανούσι.
Βάνουν, κλείουν και
ματώνουν,
και την τρύπαν τους
ορθώνουν
(187-192)
Kαι άλλες όταν
παντρευτούν,
θέλουν διά να
πομπευτούν,
δοκιμάζουν και
άλλους θέλουν,
να σκολάσουν πλέο
δε θέλουν.
Φαίνεταί της σαν το
μέλι,
και γοργά πάει εις
το μπουρδέλι
(207-210)
Ως να ζει, να την
θωρεί
νύκτα ημέρα ως
ημπορεί,
κ’ έτοιμος με το
σπαθί
να την κρατεί μη
γαμηθεί.
Τότες έναι δυνατό
να μηδέν κερατωθεί
(259-264)
μη με κάμει ωσάν
κοπέλι
και καθίσω εις το μπουρδέλι,
να μηδέν πνιγώ εις
την φούρκα
και να ‘λλοπιστήσω
Τούρκα
ή από κρεμνό να
πέσω
ή άλλον τίποτε να
ποίσω
(527-532)
πάντα τούτο να τους
μέλει,[τους συζύγους]
να γυρεύουν τας
γυναίκας
όπου κάμνουσιν τας
ρόκας
(550-552)
και να σε’ χε πάρει
ο αγέρας
τότες, όταν
εγεννήθης
και όταν παντρευτεί
εβουλήθης.
Όλο και να σε’ χα
χάσει
και μικρή να σε’ χα
θάψει
(554-559)
Αλίμονο ο κακότυχος
εκείνος ο άνδρας, ο
άτυχος,
όπου τον
καβαλλικεύει
η γυναίκα και
αφεντεύει.
Θέλει να τον
εντροπιάζει,
φανερά να τον
πομπιάζει
(659-664)
Και ουδέν θωρεί την
ώραν
να έβγει έξω εις
την χώραν
και να
συχνοχαρχαρίζει
και όλων να
καμμυτζουρίζει
και να συχνοκακανίζει,
και άλλον το κορμί
δανείζει,
και εις τα ρούχα
της μαυρίζει,
και τους καύχους
πάντα χρήζει
(675-682)
Αμή πάσα μία μέσα
εφτιάνεται ωσάν
κουρτέσα,
και κρυφά εκ το παρεθύρι
εγυρεύει, ποίο να
πάρει
εις το σπίτι να το
γδείρει·
δεν ψηφά διά νοικοκύρη
(687-692)
Και αν της τύχης
εχηρεύαν,
ηύρα’ εκείνα, οπού
γυρεύαν.
Και αν ετύχαινε και
αργεύαν
εκείνες τους
εφαρμακεύαν,
κ’ επιδέξια τους
σκοτώναν
κ’ εις το χώμαν
τους εχώναν.
Τότε με τους
καύχους όλες
ζουν καθημερνές και
σκόλες
(709-714)
Τότες οι
παρατημένες
που’ ναι πάντα πομπεμένες,
πάσιν όλες ’ς τα μπουρδέλια
και γαμούν τες τα
κοπέλια
(731-734)
και από πίσω την
στιβάζει
και καλά της τηνε
’μπάζει
(337-338)
μόνο να την καπουλίζει
και θωρείς και
ανασαλιάζει
και τους έξωθεν
μαυλίζει,
σαν γαδάρα
(340-343) Ο έπαινος των γυναικών
ΠΗΓΗ
από τα αποσπάσματα των στίχων:
ΠΗΓΗ
κειμένου:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως