Από το 13ο αιώνα έως τις
αρχές του 20ού, οι Κρήτες πολέμησαν ακατάβλητα για την ελευθερία τους, από το
1204 έως το 1669, εναντίον των Ενετών και έπειτα εναντίον των Τούρκων. «Είκοσι
επτά μεγάλες ή μικρότερες επαναστάσεις σημειώνονται την περίοδο της
Ενετοκρατίας. Από το 1645, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά, έως το 1898
μετράμε 12 επαναστάσεις και κινήματα... Ανώνυμοι και επώνυμοι Κρήτες αγωνιστές
οργάνωναν ένοπλη αντίσταση στους κατακτητές (Ρωμαίους, Αραβες, Βενετούς,
Τούρκους). Ετσι διαμορφώθηκε ο τύπος του Κρητικού επαναστάτη.»*
Μελετώντας
την Ιστορία της Κρήτης και ιδιαίτερα αυτή που αφορά την περίοδο της
Τουρκοκρατίας, διαπίστωσα ότι, εκτός από κάποια συγκεκριμένα πολύ σημαντικά
γεγονότα, όπως το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου στα 1866 ή το φρικτό θάνατο τουΔασκαλογιάννη, στην αποτυχημένη επανάσταση του 1770 κ.λ.π. είναι άγνωστη όχι
μόνο στους Έλληνες, αλλά και στους ίδιους τους Κρητικούς.
Συγκρίνοντας τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την Τουρκοκρατία
στην υπόλοιπη Ελλάδα με εκείνες της Κρήτης, παρατηρούμε ότι στο Μοριά, στη
Ρούμελη, στη Θράκη και στη Μακεδονία, οι Έλληνες είχαν διατηρήσει κάποια
σχετική αυτοδιοίκηση για τα κοινοτικά τους ζητήματα, κάποια ελευθερία για τη
θρησκεία τους και μια σιωπηρή αναγνώριση του δικαιώματος της οπλοφορίας που
τους έδινε τα μέσα να υποστηρίζουν τα αστικά τους δικαιώματα.
τους ομόθρησκούς τους καθώς και οι εκκλησίες τους έμειναν απείραχτες και
οι παπάδες ελεύθεροι και μόνο μετά την αποτυχία της επαναστάσεως του Ορλόφ του
1770 αισθάνθηκαν για λίγο καιρό την πίεση στην εξισλαμιστική προσπάθεια των
Τούρκων σε ένα περιορισμένο τομέα αλλά και σε περιορισμένη ένταση
Είχαν τους προεστούς, τους δημογέροντες, τους κοτζαμπάσηδες, τους κλέφτες και τους αρματολούς, τους αναγνωρισμένους από την εποχή ακόμη της Βενετσιάνικης κατοχής και κανόνιζαν το κάθε τι που ενδιέφερε
Είχαν τους προεστούς, τους δημογέροντες, τους κοτζαμπάσηδες, τους κλέφτες και τους αρματολούς, τους αναγνωρισμένους από την εποχή ακόμη της Βενετσιάνικης κατοχής και κανόνιζαν το κάθε τι που ενδιέφερε
Στην Κρήτη όμως τίποτε από όλα αυτά. Τους Κρητικούς
ανοργάνωτους κλέφτες τους χαρακτήρισε η τουρκική διοίκηση Χαΐνηδες και ασήδες
δηλαδή ανυπότακτους και ενεργούσε συστηματικές εξολοθρευτικές παγανιές για τον
αφανισμό τους, που τον επεδίωκαν πρώτοι από όλους οι τοπικοί τους αντίπαλοι, οι
Τουρκοκρητικοί, γιατί εναντίον τους εστρέφετο ολόκληρη η χαΐνικη δράση.
Στην Κρήτη τα δικαιώματα των χριστιανών αφανίστηκαν όχι τόσο
από την πίεση του πραγματικού κατακτητή, αλλά από την ανάγκη του εξισλαμισμένου
Βενετσιάνου ή Σαρακηνού, που μεταβλήθηκε σε Τούρκο με κατακτητικά δικαιώματα.
Για το λόγο αυτό παρουσιάζεται η έλλειψη των κοτζαμπάσηδων, των προεστών και των
δημογερόντων, που δεν υπήρχαν για να σχηματίσουν τους μελλοντικούς εθνικούς
πυρήνες που χρειαζόταν για το μέλλον τους οι Έλληνες της Κρήτης. Μα ενώ η
έλλειψη τους είχε αυτό το κακό, ο εξισλαμισμός και ο εκτουρκισμός ξεκαθάρισε
την κρητική γενιά. Το ξεκαθάρισμα αυτό που έγινε πάνω στη φωτιά του θανάτου
στην Κρήτη δεν έγινε σε κανένα άλλο υπόδουλο Ελληνικό τμήμα.
Στη σκοτεινή εκείνη
περίοδο θρησκεία και εθνισμός ήσαν κολλημένα σε τέτοιο βαθμό που από την πρώτη
στιγμή που ένας χριστιανός γινότανε μουσουλμάνος, αποκτούσε τουρκική συνείδηση... «Παρά τον εξισλαμισμό τους, ώμος κράτησαν
τα ήθη τα έθιμά και τις βιοτικές τους
συνήθειες ώσπου κατάντησε να μην ξεχωρίζουν ο Έλληνας από τον Τούρκο, παρά μόνο
από το μαύρο κουκούλι του ή το κόκκινο φέσι του.»
Στα πρώτα πενήντα χρόνια από την κατάκτηση της Κρήτης
απόμεινε ελάχιστος αριθμός πληθυσμού. Οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν, ή έφυγαν, ή
τούρκεψαν. Στην Κρήτη δεν είχε δοθεί, μετά την κατάληψή της, κανένα προνόμιο,
καμία διευκόλυνση πολιτική, καμία ελευθερία θρησκευτική, όπως δόθηκαν σε άλλα
τμήματα της Ελλάδας, που πήραν οι Τούρκοι από τους Βυζαντινούς και τους
Βενετσιάνους. Για το λόγο αυτό και ο συγκρατισμός στον εθνισμό τους τόσο στερεά
και δυνατά μόνο σε φυλή εξαιρετική σαν τη φυλή την Κρητική μπορούσε να
παρουσιασθεί. Από τις 600000 που ήσαν
αρχικά απέμειναν μόνο 75000 και όμως το 1813 ο πληθυσμός των χριστιανών είχε
φθάσει τις 110000, όπως αναφέρει ο Ματιέ Ντεμά, λόγω της πολυτεκνίας, που
παρουσίασε στην Κρήτη φαινόμενα πρωτοφανή.
Αλίμονο στο Ελληνικό γένος αν η τυραννία που πίεζε τους
χριστιανούς της Κρήτης πίεζε και τους χριστιανούς του Μοριά, της Ρούμελης και
των νησιών. Αν στο Μοριά και τη Ρούμελη η Τουρκία ακολουθούσε το ίδιο σκληρό
πρόγραμμα του εξισλαμισμού, θα ήταν χαμένη τελειωτικά η φυλή, όχι γιατί η
ψυχική ρώμη των άλλων Ελλήνων ήταν μειωμένη, αλλά γιατί τότε θα λιγόστευαν οι
παράγοντες της μεγάλης ελπίδας που γέννησαν το θαύμα της αναστάσεως της φυλής.
Οι άλλοι Έλληνες δεν είχαν κάμει τόσο μακρά άσκηση αγώνων και εγκαρτερήσεως,
όπως οι Έλληνες της Κρήτης, για κείνο θα χανότανε ευκολότερα. Δεν είχαν οι
άλλοι Έλληνες την άσκηση της εγκαρτερήσεως και των αγώνων των Σαρακηνών, των
κουρσάρων, των Βενετσιάνων.
Και στα μικρά ακόμα Ελληνικά νησιά η κοινοτική αυτοδιοίκηση
και η θρησκευτική ελευθερία άφηνε στους χριστιανούς κάποιο έστω και
περιορισμένο περιθώριο ζωής. Στην Κρήτη αυτό δεν κατόρθωσαν να το πετύχουν παρά
μόνο μετά τη μεγάλη επανάσταση του 1821. Η ζωή τους ως τότε ήταν ένα φρικτό
καμίνι που έλιωνε κάθε ικμάδα ζωής, κάθε πόθο, κάθε επιθυμία, κάθε ελπίδα. Οι
ραγιάδες είχαν άμεση εξάρτηση από τη διοίκηση, αλλά και αμεσότερη από τον
τοπάρχη αγά.
Να γιατί ήταν θαύμα ο κρητικός ηρωισμός που ξεπετάχτηκε
νικητής και δημιουργός μέσα από φλόγες αιώνων και αν αξίζουν τιμή οι κλέφτες,
οι αρματολοί και οι δημιουργοί της μεγάλης επαναστάσεως του 1821, αξίζουν
χιλιαπλάσια οι κρήτες επαναστάτες, που
τραβούσαν το βαρύ τους τροχό με ηρωικό πείσμα αιώνες ολόκληρους, για να
διατηρήσουν τον αισθηματικό τους κόσμο αλέκιαστο και να ξεπηδήσουν μια μέρα
εκδικητές της παλιάς συμφοράς.
Ο Δ. Κόκκινος στις «Ιστορικές Μονογραφίες» του γράφει: «Το
φαινόμενο της επαναστάσεως της Κρήτης είναι μοναδικόν εις την όλην ιστορίαν του
ελληνικού αγώνος. Ήτο μία έγερσις εγκαθείρκτου και αλυσσοδέτου Τιτάνος με μόνην
δύναμιν την ελληνικήν του συνείδησιν την ζωτικότητά του, την φιλοτιμίαν του και
την οργήν του. Και αυτή η δύναμις ήτο αρκετή όχι μόνον διά να αρχίσει η κρητική
επανάστασις αφ’ εαυτής, αλλά και να συνεχισθεί καθ’ όλην την σειράν των ετών
του ελληνικού αγώνος, ακατάβλητος, λάμπουσα εις την όλην ελληνικήν εποποιίαν με
το φώς του αυθορμήτου της, αρρενωπή, σχεδόν αγρία εκ των μαρτυρίων τόσων
αιώνων, καταδυομένη και αναδυομένη διαρκώς εντός κυμάτων αίματος, αντλούσα
ολοένα δυνάμεις από το φοβερόν λουτρό της».« Και όχι μόνον η επανάστασις δεν είχεν
αποτύχει εις την Κρήτην, αλλ’ εις καμμίαν άλλην ελληνικήν χώραν δεν εκρατήθη
τόσον ισχυρά μέχρι τέλους, ενιαία και ακατάβλητος, μολονότι δεν εγνώρισεν ούτε
τας προσπαθείας κυβερνήσεων, ούτε εδέχθη τας βοηθείας και τας οικονομικάς
ενισχύσεις φιλελλήνων, ούτε επροστατεύθη από τον στόλον. Και καμμία άλλη
ελληνική χώρα κατά την επανάστασιν δεν ευρέθη υποχρεωμένη να μάχεται καθ’ όλον
τον αγώνα, όχι μόνον κατά των στρατευμάτων των Τούρκων πασάδων και έπειτα των
στρατηγών του Μεχμέτ Αλή, αλλά και κατά του ιθαγενούς μουσουλμανικού πληθυσμού
του ισαρίθμου σχεδόν προς τον ελληνικόν και αγριωτέρου παντός άλλου και
μαχομένου και αυτού διά τας ιδίας τουεστίας και διά την ιδίαν του γήν».
Και παρακάτω: « Και όχι μόνον η επανάστασις δεν είχεν
αποτύχει εις την Κρήτην, αλλ’ εις καμμίαν άλλην ελληνικήν χώραν δεν εκρατήθη
τόσον ισχυρά μέχρι τέλους, ενιαία και ακατάβλητος, μολονότι δεν εγνώρισεν ούτε
τας προσπαθείας κυβερνήσεων, ούτε εδέχθη τας βοηθείας και τας οικονομικάς
ενισχύσεις φιλελλήνων, ούτε επροστατεύθη από τον στόλον. Και καμμία άλλη
ελληνική χώρα κατά την επανάστασιν δεν ευρέθη υποχρεωμένη να μάχεται καθ’ όλον
τον αγώνα, όχι μόνον κατά των στρατευμάτων των Τούρκων πασάδων και έπειτα των
στρατηγών του Μεχμέτ Αλή, αλλά και κατά του ιθαγενούς μουσουλμανικού πληθυσμού
του ισαρίθμου σχεδόν προς τον ελληνικόν και αγριωτέρου παντός άλλου και
μαχομένου και αυτού διά τας ιδίας τουεστίας και διά την ιδίαν του γήν».
Ο Ναύαρχος Π. Ρεδιάδης που μπορεί να γίνει περισσότερο
πιστευτός αφού δεν είναι Κρητικός έγραψε για τα προεπαναστατικά χρόνια: «Ο
μακρός εξαιρετικώς επαχθής ζυγός διεγείρων πρωτίστως το αίσθημα της
αυτοσυντηρήσεως, η σκληρά καταστολή της τελευταίας επαναστάσεως του
Δασκαλογιάννη (1769), η έλλειψις πάσης εθνικής κατηχήσεως και παιδείας εν Κρήτη
και το υπό των αρχαιοτάτων χρόνων μειωμένον εν Κρήτη ακόμη μετά τον Τρωϊκόν
Πόλεμον αίσθημα της ενότητος της Κρήτης προς την λοιπήν Ελλάδα, την οποίαν
υπενθύμιζε πως μόνον ο ιδιώνυμος σύνδεσμος της νήσου προς το Βυζάντιον, έκαμεν
ώστε την ενότητα της ελληνικής φυλής να μη υπενθυμίζει εν Κρήτη παρά η ταυτότης
της γλώσσης και της ορθοδόξου εκκλησίας. Τα τραγούδια του Ρήγα του Φερραίου και
η προσπάθεια της Φιλικής εταιρείας και του Υψηλάντου υπήρξαν σχεδόν εντελώς
άγνωστα εν Κρήτη. Διά τούτο και είναι άξιοι ιδιαιτέρας τιμής οι Κρητικοί
αγώνες, διότι αρξάμενοι, ούτως ειπείν αυτοτελείς εξειλίχθησαν τόσον ταχέως εις
ιδανικούς πατριωτικούς, ώστε εις την Κρήτην να τύχει ο κλήρος να παράσχει την
ωραιοτέραν εικόνα της Ελληνικής φιλοπατρίας, ήτις συνετήρησε το Κρητικόν
ολοκαύτωμα μέχρι του 1912 και της δυνάμεως ήν ο έρως προς την ελληνικήν
πατρίδα, κέκτηται να αναθάλλη αιφνιδίως και ανελπίστως ζωηρός και ακμαίος…»
Από τους πρώτους Αρχηγούς της Κρητικής Επανάστασης του 1821
ενδεικτικά αναφέρονται οι: Γ. Δεληγιαννάκης, Α. Πρωτοπαπαδάκης, Ρ. Βουρδουμπάς
(Χατζή Ρούσσος Βουρδουμπάς), Α. Παναγιώτου, Γ. Δασκαλάκης, Α. Μανουσέλης, Γ.
Τσουδερός, Μ. Κουρμούλης, Α. Μανουσογιαννάκης (Μανουσαναγνώστης), Γ.Δασκαλάκης
(Τσελεπής).
* (Κώστας Φουρναράκης, «Η πορεία προς την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα»).
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως