Μια συγκλονιστική μαρτυρία στο τέλος του πολέμου στα Χανιά
Του Μανόλη Παντινάκη
Ενα μπουλούκι Χανιωτών, ένα οργισμένο ανθρώπινο κύμα, που στα ρουθούνια του μύριζε ακόμη το αίμα από την εκτέλεση προσφιλών τους προσώπων από τη χιτλερική βαρβαρότητα, ξέσπασε σ’ ένα Γερμανό τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 1945, στα Χανιά. Ηταν από τα απομεινάρια των γερμανικών στρατευμάτων, που ο μεγάλος τους όγκος είχε ήδη εγκαταλείψει την Κρήτη μετά την τετράχρονη κατοχή.
Ηταν αεροπόρος από κάποια μικρή πόλη κοντά στο Βερολίνο, κι έμελε ν’ αφήσει τη ζωή του στη γη που πολέμησε και, μάλιστα, με τον πιο φριχτό τρόπο: Οσο κάποιοι από το μπουλούκι τον κάρφωναν με μαχαίρια και ξιφάκια κι αργοπέθαινε σφαδάζοντας, εκείνος τους ικέτευε με αγωνία, με τα σπαστά ελληνικά του: “πιστόλα, πιστόλα”.
Οι εικόνες εκείνου του μεσημεριού, σόκαραν τον Μανώλη Ζεάκη από τις Μέλαμπες Ρεθύμνου, που παρακολούθησε όλη την εξέλιξη του περιστατικού. Αυτό το περιστατικό το κρατούσε σφιχτά στη μνήμη του εξήντα έξι ολόκληρα χρόνια κι αποφάσισε να τ’ αφήσει να “πετάξει” τώρα στα 88 του χρόνια, πριν το σκεπάσει η πλάκα του τάφου, όταν θα φύγει. Δεν μίλησε ποτέ για τούτη την πράξη, γιατί πονούσε! Μόνο, πριν λίγες μέρες πίεσε την καρδιά του και το αποκάλυψε στο γιο του Μιχάλη...
Ως ανταρτοφύλακας
Ο Μανώλης Ζεάκης βρέθηκε στα Χανιά, γιατί ήταν ένας από τους είκοσι εθελοντές ανταρτοφύλακες, που κάλεσε από το Ρέθυμνο ο διοικητής Χωροφυλακής Κρήτης Αναστάσιος Χομπίτης, στα πλαίσια εφαρμογής των μέτρων τάξης μετά την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα. Υπηρέτησε σ’ αυτή τη μονάδα από τις 7 Μαΐου του ‘45 μέχρι τις 20 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, οπότε και απολύθηκε.
Παραστατική, λεπτομερής και άκρως ενδιαφέρουσα η αφήγησή του, καθώς ξεδιπλώνει την υπόθεση που τον σημάδεψε.
Περιγράφει: “Αυτή η λεπτομέρεια του πολέμου έχει μείνει στο νου μου και θα είναι εκεί καρφωμένη, μέχρι το τέλος της ζωής μου. Ητανε οι πρώτοι μήνες του καλοκαιριού του ‘45 και οι Γερμανοί είχανε χάσει τον πόλεμο. Οσοι, ακόμη, βρισκότανε στο νησί από μήνες, συγκεντρωνότανε στα Χανιά για να φύγουν. Επειδή πολλούς από εκείνους που τολμούσαν και κυκλοφορούσαν στην πόλη τους σκότωναν οι αντάρτες, αποτραβήχτηκαν σε κάποιο χωριό έξω από τα Χανιά...
Εγώ υπηρετούσα ως ανταρτοφύλακας και ήμουν στην ομάδα που συγκροτήθηκε στο Ρέθυμνο, με διαταγή του Χομπίτη. Είχαμε πάρει εντολή να τηρούμε την τάξη και να κάνουμε έρευνες στους πολίτες αν ήταν οπλισμένοι.
Βρέθηκα εκείνη τη μέρα στο παλιό λιμάνι των Χανίων. Εκεί, δίπλα, ήταν ένα καφενείο περί τα πενήντα μέτρα από τη θάλασσα. Ημασταν καμιά δεκαριά ανταρτοφύλακες και περί τα είκοσι άτομα, αντάρτες και πολίτες...
Κάποια στιγμή και ενώ υπήρχε συζήτηση στο καφενείο, άκουσα ένα κοπέλι και φώναξε δυνατά: “Γερμανός είναι τουτοσές!”. Εδειξε έναν άνθρωπο με πολιτικά ντυμένο και ήταν νεαρός, ψηλός και χωρίς τη γερμανική στολή. Διαπιστώσαμε αργότερα ότι ήταν Γερμανός αεροπόρος...”
Το μπουλούκι ξέσπασε
Η φωναχτή πληροφορία που έδωσε το παιδί, ξεσήκωσε αυτόματα τους αντάρτες που βρίσκονταν στο καφενείο. Αρπαξαν καρέκλες και ό,τι βρήκαν μπροστά τους, έβαλαν μαχαίρια και μικρά ξίφη και όρμησαν στο σημείο που βρισκόταν ο μεταμφιεσμένος Γερμανός.
“Αυτός ο άμοιρος”, συνεχίζει στη μαρτυρία του, “είχε κάποια φιλενάδα στα Χανιά κι αυτή τον έκρυβε στο σπίτι της. Μάλλον, περίμενε να καταλαγιάσουν τα πράγματα για να βρει ευκαιρία να φύγει...
Μέσα στην πόλη Γερμανοί δεν κυκλοφορούσαν. Κι αυτός, επειδή πιθανόν κρυβότανε μέρες, βαρέθηκε κι αποφάσισε να βγει μια βόλτα στην πόλη, χωρίς να φορεί τη στολή του. Νόμιζε πως δεν θα τον γνώριζαν! Τώρα, πώς τον γνώρισε το κοπέλι δεν το έμαθα ποτέ...
Με το που άκουσαν οι αντάρτες το παιδί, σηκώθηκαν σαν ελατήρια κι έτρεξαν προς το μέρος που βάδιζε ο Γερμανός, με καρέκλες, μαχαίρια, ξιφάκια κι όσα μέσα έβρισκαν.
Το μίσος του κόσμου, διαπίστωσα, ήτανε τεράστιο, πρωτοφανές! Και ο αεροπόρος, μόλις είδε το μπουλούκι επιτάχυνε το βηματισμό του προς το λιμάνι. Αυτοί, εξαγριωμένοι, του πετούσαν καρέκλες, τον χτυπούσαν και τον κάρφωναν, όσοι κρατούσαν μαχαίρια και ξιφάκια”.
Το μένος και η οργή του κόσμου δεν μπορούσε να περιοριστεί από κανένα και, κατά κανόνα, η επίθεση του όχλου, συνήθως είναι θανατηφόρα: “Βλέποντας αυτές τις σκηνές, συνταράχτηκα, και έπαθα σοκ.
Ακόμη και τώρα που το διηγούμαι ανατριχιάζω! Τον είχαν ήδη τραυματίσει βαριά και, μάλιστα, επειδή δεν άντεχε τους εκλιπαρούσε με τις λέξεις “πιστόλα, πιστόλα”. Δηλαδή, σκοτώστε με το πιστόλι, μη με μαχαιρώνετε και με χτυπάτε άλλο, γιατί υποφέρω...
Δεν άντεξε και κάποια στιγμή, από τις πολλές μαχαιριές και τα χτυπήματα, έπεσε κάτω μέσα σε μια λίμνη αίματος. Το λυπήθηκα, αλήθεια, ο θάνατός του ήτανε μαρτυρικός. Αλλά ποιος μπορούσε να σταματήσει το μπουλούκι; Ακουσα κάποιον να λέει “καλά του κάνουν” και, μάλιστα, ήτανε τόσο ασυγκράτητος ο κόσμος, που ακόμη και νεκρό τον μαχαίρωναν!
Δε θα φύγει από το νου μου, που ένας τον κάρφωνε ενώ ήταν πεσμένος στο έδαφος και το ξιφάκι μπήκε από τη μια μεριά του σώματός του και βγήκε από την άλλη. Φαντάσου! Εμαθα, πως ο αεροπόρος έμεινε εκεί, νεκρός και άταφος, για κάμποσες μέρες. Τι έγινε μετά δεν μου είπαν και το απέφευγα, γιατί αυτές οι εικόνες με συγκλόνισαν...”
Η αντίδραση των Κρητικών στη θέα των Γερμανών, όταν αυτοί αποχωρούσαν από το νησί, ήταν αναμενόμενη. Οι αντάρτες και ο κόσμος, με νωπές ακόμη τις μνήμες των εκτελέσεων, των ολοκαυτωμάτων και των καταστροφών, ήταν φυσικό να φτάσουν σε ακρότητες. Οπως είχαν φτάσει τα προηγούμενα χρόνια, οι βάρβαροι του Χίτλερ. Χιλιάδες άνθρωποι μαυροντύθηκαν και πονούσαν...
Φοβερή ανάρτηση ανα-δημοσίευση, συγχαρητήρια!...ευκαιρία για σκέψη επι των ηθικών διλλημάτων: τι να πεί κανείς σε όλους τους διωγμένους απο τα θηρία και τους απάνθρωπους, να κάνουν ηρεμία; κανείς δεν μπορεί να τους κρίνει..απο την άλλη τη πλήρωσε ένας πιθανόν όχι αθώος αλλά λιγότερο υπεύθυνος στρατιώτης (κανείς δεν ξέρει, πάντως δεν ήταν μάλλον και αθώος) τη στιγμή που οι σκοτεινές κεφαλές γυρίσαν και κάποιοι επιβιώσαντες μπορεί να κάνουν τώρα και τους τιμητές!! χαιρετώ τη Κρήτη, με σεβασμό Ι.Τζανάκος
ΑπάντησηΔιαγραφή