(Περιώνυμοι Κρήτες
Μουσουλμάνοι)
Ο Ιμπραήμ Αληδάκης Αγάς ήταν τουρκοκρητικός γενίτσαρος που έδρασε πριν και μετά την Κρητική επανάσταση του 1770.Ήταν από τους πλέον διαβόητους τούρκους ζωοκλέφτες και άρπαγες περιουσιών των χριστιανών Κρητικών στην ιστορία της Κρήτης.
Είχε στο ενεργητικό του πάμπολλες κλοπές κοπαδιών, και είχε καταλάβει και καταπατήσει απέραντα κτήματα που παρουσίαζε με ψευδομάρτυρες ως δικά του. Διατηρούσε δε και πολυάριθμη σωματοφυλακή που είχε εγκαταστήσει σε μεγάλο πύργο που είχε οικοδομήσει στο χωριό Εμπρόσνερο Αποκορώνου όπου και διέμενε.
Οι χριστιανοί κρητικοί των γύρω χωριών μη αντέχοντας την συνεχιζόμενη αρπαγή των περιουσιών τους ξεσηκώθηκαν όλοι μαζί και το 1774 τον πολιόρκησαν στον Πύργο που διέμενε μαζί με τους 120 φρουρούς του. Σε αναζήτηση τότε τουρκικού ένοπλου στρατού η τοπική στρατιωτική δύναμη δεν επενέβη, για να καταστείλει την εξέγερση, πιθανώς για να ευνοήσει τον περιορισμό της δύναμης του Αληδάκη Αγά που είχε καταστεί από τα πλούτη του επίφοβος τοπάρχης και για τους Τούρκους.
Έτσι οι Έλληνες χριστιανοί υπό την ηγεσία του ιερέα παπα-Σήφη κατέλαβαν
τον Πύργο και αφού συνέλαβαν τους 120 φρουρούς στη συνέχεια τους κατεγκρέμισαν
μέχρι ενός από τις επάλξεις του Πύργου ενώ τον ίδιο τον Αληδάκη κυριολεκτικά
τον εξόντωσαν τεμαχίζοντάς τον.
Την ισχύ του Ιμπραήμ Αληδάκη Αγά, τις συγκρούσεις του με τους Σφακιανούς
καθώς και την απ΄ αυτούς καταστροφή του πύργου του, περιγράφει σε ένα ωραίο
ποίημά του ο ντόπιος ποιητής, Γεώργιος ΠάτεροςΑπο το ιστορικό αφήγημα του Νίκου Αγγελή
«….Κατά τα τέλη του 1813 ο Αληδάκης, γιός του Ιμπρα’ί’μ Αληδάκη,
αγγάρεψε τους Χριστιανούς της περιοχής, να μεταφέρουν ξύλα από τα βουνά στον
πύργο του, που σήμερα σώζεται ερριπωμένος. Στην διάρκεια της μεταφοράς των
ξύλων, ο Αληδάκης χτύπησε τον γέρο Ξενάκη, παππού του Μαυροθοδωρή, ενώ μέσα
στην αγγαρεία βρισκόταν και ο γιός του γέρου Μανώλης και ο εγγονός Θοδωρής.
Αυτό εξόργησε τον Μανώλη, που γυρίζοντας από την αγγαρεία στο σπίτι του,
οπλίστικε και τράβηξε να βρεί τον Γενίτσαρο, τον πρόφταξε έξω από το μεγάλο
κονάκι του και χωρίς πολλά λόγια τον πυροβολεί. Ο Αληδάκης απλώς τραυματίστηκε,
η σφαίρα πέρασε από το στήθος και την ωμοπλάτη, αλλά ο Γενίτσαρος επέζησε και ο
Μαυροθοδωρής σε ηλικία περίπου δέκα εννέα ετών, με τον πρωτοξάδελφό του και
συνώνυμο επίσης Θοδωρή Ξενάκη, βρέθηκε στο κλέφτικο σώμα του Σφακιανού
Μανουσάκη…..»
Για το ιστορικό γεγονός της δολοφονίας του Αληδάκη αναφέρει:
[ Στο ιστορικό αφήγημα του Νίκου Αγγελή Αναφέρεται ότι ο πατέρας
του Αληδάκη, Ιμπρα’ί’μ Αληδάκης, απόγονος Ενετού εξωμότη έμενε στον πατρικό του
πύργο στο χωριό Εμπρός Νερό, που κρατούσε τη βορεινή πύλη των Σφακίων. Ήταν ο
μεγαλύτερος κτηνοτρόφος της Κρήτης και είχε είκοσι τέσσερα Μιτάτα από την
Καλλικρατιανή Ροδαρέ, μέχρι τα βουνά που βρίσκονται πάνω από την Σούδα
(Μαλάξα). Στον πύργο του μετέφεραν τον Δασκαλογιάννη οι Τούρκοι το 1770 πριν
την μεταφορά του στο Ηράκλειο και στον πύργο του συνέλαβαν και τους υπόλοιπους
Σφακιανούς οπλαρχηγούς της επανάστασης του 1770. Ενώ τρία χρόνια αργότερα
(1774), ο Νιμπριώτης Μανούσακας (Μανούσος Πατακός, άντρας πελώριος και στην όψη
φοβερός όπως λένε οι ιστορικοί ), συγκέντρωσε τους Σφακιανούς στ’Ασκύφου και ο
πύργος πατήθηκε με μια τρομερή έφοδο. Ο Αληδάκης σκοτώθηκε και τα υπάρχοντά του
ανέβηκαν στα Σφακιά. Επίσης στην θάλασσα οι Σφακιανοί τα χρόνια αυτά
συνεργάζονταν στενά με κουρσάρους. Στα λιμάνια τους έπιαναν κάθε βράδυ τα
κουρσάρικα. Στο νησί Γαύδο είχαν κτίσει μεγάλους φούρνους κι έψηναν παξιμάδι
για τα πληρώματα. Ήταν ίσως και ίδιοι κουρσάροι. Και το νάσαι κουρσάρος την
εποχή εκείνη ήταν μεγάλη τιμή. Και καταλήγει ο Αγγελής στο αφήγημά του. Το λόγο
πήραν, αργότερα οι της Μεσσαράς, οι αντάρτες του Αποκόρωνα, Λόγιος,
Ξενοθοδωρής, Τσουδερογιακουμής… Το πνέυμα του Δάσκαλου έβαλε φωτιά στο νησί και
τόκαιγε ένα αιώνα και πάνω, ώσπου ήρθε η λευτεριά και σταμάτησε ο θάνατος].
Την ισχύ του Ιμπραήμ Αληδάκη Αγά, τις συγκρούσεις του με τους Σφακιανούς
καθώς και την απ΄ αυτούς καταστροφή του πύργου του, περιγράφει σε ένα ωραίο
ποίημά του ο ντόπιος ποιητής, Γεώργιος Πάτερος
Μά είπε κ’ η Πατσουροζαμπιά κ’ εμείς θ’ αρματωθούμε,
κ’ η Νικολέτα, κ’ η Χρουσή «θέ νά σας ακλουθούμε,
μαζί νά πολεμήσωμε, μαζί κ’ αν ‘αι χαθούμε,
κ’ εμείς εβαρεθήκαμε τσοί Τούρκους νά γροικούμε»
ούλες μαζί θέ νά ‘ρθωμε φωνιάζ’ η γι’ αρχοντούλα,
μέ τή Λουπασσο-Κατεργιά καί παπαδο-Σοφούλα.
« Γυναίκες, σεις να κάτσετε μαζί με τα παιδιά σας,
μα σας κάτω ‘ς τον Πρόσνερο, δεν έναι η δουλειά σας
ογλήγορα ‘ς τά σπίθια σας, των λεν’ οι πολεμάρχοι,
μα μεις του Πύργου την Τουρκιά την τρώμε και μονάχοι.
- Μα μεις δεν απομένομε, μαζί σας θ’ ακλουθούμε,
τση Ρωμηοσύνης τον οχθρό κ’ εμείς θα πολεμούμε.
- Άς έρθου, σα δε γίνεται, μα η πρώτη των δεν έναι ».
Ολόκληρο το ποίημα
(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως