16 Ιανουαρίου 2016

Λεονάρδος Ντελλαπόρτας, Διάλογος Ξένου και Αληθείας

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
: Διάλογος Ξένου και Αληθείας (αναφορές στην πόλη του Χάνδακα). 
Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Ντελλαπόρτα είναι τμήμα εκτενέστερου έργου του και όχι αυτόνομο ποίημα.
Στο έργο του Διάλογος Ξένου και Αληθείας (γραμμένο μέσα στη φυλακή, όπου είχε μπει σε μεγάλη ηλικία), εγκιβωτίζεται το αυτοβιογραφικό τμήμα που μας ενδιαφέρει εδώ, και
αποτελεί τρόπον τινά μία «υπεράσπιση-απολογία» του ποιητή απέναντι σε ένα υποτιθέμενο δικαστήριο, γι’ αυτό προβάλλει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα και όχι άλλες πτυχές της ζωής του.
Πηγή: Λεονάρδου Ντελλαπόρτα Ποιήματα (1403/1411), κριτ. έκδ. Μανούσος Μανούσακας, Ακαδημία Αθηνών, Αθηνών1995.
Λεονάρδος Ντελλαπόρτας:
Διάλογος Ξένου και Αληθείας
Κερά μου, αφόντις με ρωτάς και βιάζεσαι να μάθεις
το όνομα, το επινόμι* μου, γενεάν και την πατρίδαν (επίθετο)
και ποίας θρησκείας ο δούλος σου έναι, κερά μου, αφκράσου(άκου)
Λινάρδος έναι το όνομα, το επίκλιν Τελλαμπόρτα
και χριστιανός ορθόδοξος και Κρητικός υπάρχω.
Δεν είμαι από την Σύμβριτον, ουδέ από τους Βολιώνες·
μέσα εις το Κάστρο το λαμπρό της Κρήτης εγεννήθην.
Δεν έμαθα παπλωματάς, δεν έμαθα τσαγγάρης,
ουδέ ζουπάρης* έμαθα, αλλά ουδέ καλαφάτης*· (ράφτης /επισκευαστής πλοίων)
εις το σκολείον εκάθηκα, κερά μου, από μικρόθεν,
έμαθα τάχα γράμματα φράγκικα και ρωμαίκα.
Και, ως πολεμούσι τα παιδία των ευγενών ανθρώπων
και κατ’ ολίγον-ολιγόν προσήφερέ με η τύχη,
φροντίδα μού εσυνέβηκεν να ιδώ, κερά, τα ξένα.
Και, ως ήθελεν το ριζικόν, ο χρόνος ήφερέ με
και το σκαλίν επάτησα της Ευτυχοτυχίας:
νικιάρην* με κατέστεσαν και εποίκαν με αβοκάτον*, (αξιωματούχος /δικηγόρος)
να φανερώνω πάντοτε το δίκαιον εις την κρίσιν
και ν’ αναφέρνω τον κριτήν* τον φράγκικον τον νόμον, (στον δικαστή)
συχνάκις να δημηγορώ, να δείχνω την αλήθειαν
με παραδείγματα σοφών και με κεφάλαια νόμων
και να ενθυμίζω* τον κριτήν, να πολεμώ* το δίκαιον (να υπενθυμίζω στον / να προσπαθώ για)
και αυτός να κρίνει ως ήθελεν, κατά την φρόνεσίν του.
Έζησα χρόνους περισσούς, κερά, εις αυτόν το φίκιν*. (αξίωμα)
Ποτέ να ευρέθην εις εμέν ασήμιν ή χρυσάφιν,
να ποίσω σχίμα* τίποτες εγώ κατά του νόμου, (να παρανομήσω)
’ς ετούτο φέρνω μάρτυραν τον ποιητήν του κόσμου,
οπού έναι Κύριος και Θεός και μόνος καρδιογνώστης,
και πάλιν τους ευγενικούς τους άρχοντας της Χώρας
πως ήμου πάντοτε έτοιμος εις τες υπόθεσές των,
ομοίως και την πτωχολογιάν και τους πτωχούς ανθρώπους,
χηράδες, λέγω, και ορφανά και Χριστιανούς και Εβραίους
το πώς τους εσυβούλευα και πώς τους εδεχόμην
με τες αγκάλες ανοικτές, πάντοτε, ημέραν νύκταν.
Και πάλιν φανερώνω σου, κερά μου, την αλήθειαν:
το λαμπροενδοξότατον Κομούνιν* Βενετίας (κράτος)
και ο μεγαλοευγενέστατος δούκας, λέγω, της Κρήτης
εμέναν επεστείλασιν, κερά μου, αποκρισάρην* (πρεσβευτή, απεσταλμένο)
εν πρώτοις εις τον αμιράν*, τον μέγαν Αμουράτην, (σουλτάνος)
ως για να ποίσω σύνδεσμον αγάπης* και φιλίας (συνθηκολόγηση)
και το ήθελεν η Βενετία με χάριν του Κυρίου
ολότελα το επλέρωσα*, ως ήτον η όρεξί τως, (εκπλήρωσα)
με την τιμήν της Βενετίας, πράγμα να μη με λείψει.
Ένα δείγμα Διπλωματικής αποστολής – απομάκρυνσης από την πόλη.(στίχοι 1312-1358)
Τι θέλω να περιλογώ; Μισσεύω απέ την Κρήτην
εις τα Παλάτια* επόσωσα, ταύτα καβαλλικεύω (πόλη της Μ. Ασίας)
εγώ και τα παιδόπουλα, τούς είχα μετά μένα,
και εις έναν ημερόνυκτον έφτασα εις τον Πετζόνα*. (πρωτεύουσα του Μεντεσέ)
Και να το μάθει ο αμιράς, στέλλει τους άρχοντάς του,
αντίς αυτόν με χαιρετούν κι εγώ αντιχαιρετώ τους,
υγείες και χαιρετίσματα στέλλω κι εγώ προς αύτον.
Ορίζει ταύτα ο αμιράς, εδώκαν με κατόύναν*,(δωμάτιο,διαμέρισμα)
ολίγον ενεπαύθηκα και, βλέπω το, εποσώσαν* (έφτασαν)
άρχοντες εκ τον αμιράν, καλού με να υπηγαίνω.
«Έλα, κελεύεις*», με λαλούν, «ο αμιράς ορίζει».(διατάσσεις)
Εβγαίνω εκ την κατούνα μου μετά τους εδικούς μου
και ώς ού να τρίψεις οφθαλμόν βλέπω τους άρχοντάς του,
ήλθασιν εις απάντησιν, εσυνεπάντηξάν με.
Οκάποτ’ εποσώσαμεν μέσον του παλατίου·
Ευθύς ο μέγας αμιράς σύντομα εμετεστάθην,
απέ το χέριν με κρατεί, κοντά του με καθίζει,
είπαμεν, εσυντύχαμεν αλλήλως τα εδικά μας.
Ουκ έναι χρεία κατά λεπτόν, κερά, να σε δηγούμαι
αυτός το πώς με ετίμησεν εξ όλης του καρδίας,
ότι το τέλος έδειξεν την καθαράν αγάπην
Κοντόν εσυμβιβάστηκαν εις τα ζητήματά μας,
τό ωρεγόμην* και ήθελα όλον επλέρωσά το*,(αυτό πουεπιθυμούσα / το πραγματοποίησα)
καθώς το γράμμα και οι γραφές, οπού ’ναι εις το παλάτιν,
δείχνουσιν την αλήθειαν ώστπερ τη συντυχαίνω.
Μά την αμέτρητον πικρίαν και τους αμέτρους πόνους,
τούς έχω, τούς επόταξα* εξαίφνης και ανελπίστως, (τους οποίους απέκτησα)
ό,τι είχα με τον αμιρά να ποίσω, εις πέντε μέρες
όλον, κερά μου, επλήρωσα, ένα να μη με λείψει
Και ύστερον σιμώνου μου τέσσερις άρχοντές του,
απέ το χέριν με κρατούν, βάνουν με εις περιβόλιν
καλούτσινον, πανέμορφον, να γέμει μύρια δένδρα,
της Παραδείσου απόκομμαν,* της ηδονής κατούνα (κομμάτι,τμήμα)
(ό,τι δενδρόν και οπωρικόν, άνθος του να μυρίζει,
και κρύα νερά γλυκόβρυτα είχεν το περιβόλιν),
εγδύνου με τα ρούχα μου τα φράγκικα τά εφόρουν,
και ανάλλαξέν με* ο αμιράς τούρκικη φορεσίαν, (με έντυσε)
πιρνοκοκκάτον καμουχάν* και απάνω γερανέον*, (με πορφυρό επενδύτη / βαθυγάλαζο)
χρυσοβουλλάτον* έντυμαν και μαντηλίτσια τρία (με χρυσές βούλες)
μεταξοχρυσοκέντητα και ταλαγάνι* ωραίον,(κοντή κάπα με κουκούλα)
λέγω σε, και άλλα τίποτε, τά ουκ έν’ χρεία να λέγω.
Άνδρας, γυναίκας τριάντα επτά, τες είχεν διά σκλαβία,
αυτάς εμέν εχάρισε, εις την Κρήτην έφερά τες,
διότι ήσαν συνανάθροφοι αυτούνοι απέ την Κρήτην.
Ηθέλησεν η τύχη μου, επόσωσα εις την Χώραν*, (στην πόλη του Κάστρου)
έμαθαν τα γενόμενα ο δούκας και η βουλή* του,(οι δύο σύμβουλοι του δούκα της Κρήτης)
εδέχτη με μετά χαράς, μετά τιμής και δόξης
και στα έπραξα ευχαρίστησεν μετά και τους Συμβούλους.

* Το «Κρήτη» στην αρχή και το τέλος του αποσπάσματος μπορεί να δηλώνει την πόλη του Χάνδακα, όπως είναι και ιστορικά τεκμηριωμένο

Λεονάρδος Ντελλαπόρτας: 
Ο ποιητής του 14ου αιώνα Λεονάρδος Ντελλαπόρτας μιλά για τη ζωή του στον Χάνδακα και μακριά απ’ αυτόν.Αστός βενετικής καταγωγής. Γεννήθηκε, ανατράφηκε και μορφώθηκε μέσα στον Χάνδακα. Κάτοχος ελληνικής και ιταλικής παιδείας. Γνώστης της τουρκικής και αραβικής γλώσσας. «Αβοκάτος» (δικηγόρος) στον Χάνδακα στο τέλος της καριέρας του. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σημείωμα Αναφοράς
Copyright Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αναστασία
Μαρκομιχελάκη. «Αποτυπώσεις του τόπου στην παλαιότερη λογοτεχνία.
Ενότητα 2η: Η πόλη πλαίσιο αυτοβιογραφίας (β΄ μέρος) & Ενότητα 3η:
Τοπία του κάτω κόσμου (α΄ μέρος)». Έκδοση: 1.0. Θεσσαλονίκη 2014.
Διαθέσιμο από τη δικτυακή διεύθυνση:http://eclass.auth.gr/courses/OCRS36
ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως