20 Ιουλίου 2016

Η ενετική εισαγωγή του φέουδου στην Κρήτη.

Η ενετική εισαγωγή του φέουδου, πρόγονου του μετοχιού.
Με τον όρο φέουδο για τη δυτική Ευρώπη, από τον 8ο αι. και έπειτα, ορίζεται η γη (ή μια υπηρεσία, δικαίωμα ή αξίωμα) που
παραχωρείται από κάποια αρχή (αυτοκράτορας, επίσκοπος, κόμης κ.ά.) προς ένα πρόσωπο (feudatarìus - φεουδάρχης) (1) με σκοπό την εκμετάλλευση της και με αντάλλαγμα προς τον παραχωρητή τις αρμόζουσες τιμές και υπηρεσίες (servitù).(2)
Οι Βενετοί στην Κρήτη εφάρμοσαν το φεουδαρχικό σύστημα, που ίσχυε στη Βενετία. Πρωτεύουσα του βασιλείου της Κρήτης
κατέστησαν τον Χάνδακα, Ηράκλειο, Kandia. Αλλά η πρώτη φροντίδα των Ενετών ήταν να χωρισθεί η Κρήτη σε έναν ορισμένο αριθμό από φέουδα, και σταδιακά, ισχυροποιούμενη η κυριαρχία και επεκτεινόμενη προς τα δυτικά διαμερίσματα του νησιού η κατάκτηση, να ξαναμοιραστούν τα νέα εδάφη σε ανάλογο ρυθμό μεγάλων γαιοκτησιών. Οι ομάδες επομένως που ακολούθησαν την ενετική διοίκηση στην Κρήτη, κλήρος, υπάλληλοι, στρατιωτικοί, έπρεπε να αμοιφθούν με καθορισμένη χωρογραφικά για κάθε ομάδα έκταση.(3)
Διοικητικά το νησί από το 1211 διαιρέθηκε, κατά τις επικρατέστερες γνώμες, σε έξι μεγάλα διαμερίσματα (sexteria) κατά μίμηση των έξι συνοικιών της Βενετίας. Η παραπάνω διοικητική διαίρεση του νησιού διατηρήθηκε μέχρι και το τέλος του 13ου αιώνα, οπότε η Κρήτη διαιρέθηκε σε τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα, με επικεφαλής για το καθένα τον Rettora, διοικητή, στο διαμέρισμα των Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Σητείας.
Μέχρι και τον τελευταίο αποικισμό των Ενετών στην Κρήτη (1252), οπότε ιδρύθηκαν και τα Χανιά, η έκταση της Κρήτης είχε διαιρεθεί σε 394 φέουδα, εκτός του Δημοσίου.(4)
Κατά τον αρχικό χωρισμό η γη που ανήκε σε ένα φέουδο ήταν συνήθως συγκεντρωμένη σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Σταδιακά όμως, με τις σχέσεις συγγένειας που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους αποίκους, τις κληρονομιές, τις ανταλλαγές, τις δωρεές ή τις πωλήσεις γης, το φέουδο κατέληξε να περιλαμβάνει γη που ήταν διασκορπισμένη σε διάφορα σημεία, πολλές φορές σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους.(5)
Στο φέουδο πολλές φορές ανήκαν και μετόχια.
Η οικονομική ιστορία των ελληνικών χωρών που βρέθηκαν μέσα στο πλέγμα της βενετικής κυριαρχίας ισοδυναμεί με μία «ιστορία των κατακτημένων»: κατάκτηση της Ανατολής από τη Δύση, ο αναστραμμένος χριστιανικός κόσμος των Σταυροφοριών, το τέλος της Αυτοκρατορίας, οι μηχανισμοί αποικισμού και πλουτισμού που επινοούνται στη συνέχεια των Σταυροφοριών και των δυτικών διεισδύσεων, η δίψα της λεηλασίας, η επικράτηση των Τούρκων προσδιόρισαν το φαινόμενο της κατάκτησης. Πλήθος θεσμών και μηχανισμών τέθηκαν στην υπηρεσία των στόχων του κατακτητή.(6)
Η πρώτη πλαισίωση της κατάκτησης εξασφαλίζεται με την εισαγωγή του φέουδου ή την υιοθέτηση επιχώριων θεσμών που την εξυπηρετούσαν. Η πολιτική κατάκτηση συνεπάγεται την εισαγωγή ή τη βαθμιαία επινόηση θεσμών διοίκησης και δικαιοσύνης που φυσικά αυτοσυντηρούνται και αποφέρουν εισοδήματα, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία.
Διατιμημένη δικαιοσύνη, αγορανομία, αστυνομία (ποινική, πολιτική) και κυρίως δασμοί, δεκάδες δασμών.
Το σύνολο απαιτεί υπαλληλίες, τεχνικούς, εκπαιδευμένους και γραμματισμένους και φυσικά φόρους: αρχικά προκύπτει η ανάγκη της διανομής της Αυτοκρατορίας που συνεπάγεται η ιδέα της κατάκτησής της.(7)
Η διανομή δεν εξυπηρετείται καλύτερα από όσο την εξυπηρετεί ένας θεσμός όπως είναι το φέουδο, που ουσιαστικά προσφέρει στον κατακτητή ένα εργαλείο οικονομικής και διοικητικής διαχείρισης του κατακτημένου, υποβάλλοντας ιεραρχίες, επίπεδα διοίκησης και δικαιοσύνης, εξασφαλίζοντας την αυτοσυντήρησή του, την άμυνά του. Παράλληλα παραμένει μία σοβαρή μονάδα ανταλλαγής, εξαγοράς, επενδύσεων, ενώ επιτρέπει την εγκατάσταση και τη συγκέντρωση ανθρώπων, τον έλεγχό τους, την επιβίωσή τους με μία στοιχειώδη ασφάλεια. Μονάδα ανταλλαγής και ενδιαφέρουσα επένδυση, το φέουδο μπορεί να προκαλέσει για την απόκτησή του επενδύσεις σε χρήμα που φυσικά είναι σε όφελος του πολιτικού κυρίου του κατόχου του.
Το φέουδο μένει ουσιαστικά στα χέρια του υψηλού κυρίου, εκείνου που έχει το δικαίωμα διοίκησης και, φυσικά, διατηρεί το δικαίωμα να συστήσει νέα φέουδα ή να τα παραχωρήσει.(8)
Το φέουδο επιτρέπει στον κυρίαρχο, αυτός ήταν άλλωστε ο σκοπός των κατακτήσεων, να εγκαταστήσει, δηλαδή να διοχετεύσει τον πλεονάζοντα δημογραφικό δυναμισμό του. Στη συνέχεια του επιτρέπει να ελέγξει αυτούς που εγκαθιστά ή αυτούς που βρίσκει μέσα στο φέουδο ως αγρολήπτες ή παροίκους. Του επιτρέπει φυσικά να εισπράττει δικαιώματα απονομής του φέουδου, όταν αυτό αλλάζει κύριο ή κληρονόμο, και βέβαια δικαιώματα έμμεσα ή άμεσα από τον κάτοχό του, χωρίς να θεωρείται δευτερεύον όφελος η πίστη που του οφείλει ο κάτοχος και μεταφράζεται σε ορισμένες υποχρεώσεις στρατιωτικής φύσης.(9) Κάθε φέουδο είχε τη δική του διοικητική ιστορία, δηλαδή τους διαδοχικούς κατόχους του, τους δικούς του κατακερματισμούς.
Ταυτισμένα τα φέουδα με το όνομα του πρώτου κατόχου τους, αποτελούν τη δύναμη της οικογένειας που τα κρατά διαδοχικά, είτε ως αμοιβή για τις υπηρεσίες της είτε ως κληρονομιά της, αποτελούν μέρος της ιστορίας της ανεξαρτήτως αν αυτή τα εκμεταλλεύεται άμεσα ή τα υπενοικιάζει. Οι λόγιοι και οι ιδιοκτήτες των φέουδων, το Δημόσιο και οι ιστορικοί αργότερα φρόντισαν να διατηρήσουν τη γενεαλογία των διαδοχικών κυρίων, τις σχέσεις δικαίου που συνέδεαν τους ιδιοκτήτες με τους καλλιεργητές, τις επιβιώσεις άλλων μορφών δικαίου που διαιώνιζαν αυτές οι σχέσεις. Αλλά η κατοχή ενός φέουδου δεν αποκλείει για τον κάτοχο άλλα ίδια περιουσιακά στοιχεία που προέρχονται από τη μη φεουδαλική του ή από την απόκτηση άλλων φέουδων.(10)
Η πρόσοδος που προερχόταν από το φέουδο ή από τα δημόσια κτήματα αποτελεί τη βάση της κατάκτησης. Είναι η χαρακτηριστική πρόσοδος μίας εποχής, που την οδήγησε να ταυτιστεί με τον ορισμό του ίδιου του Μεσαίωνα. Από φορολογική άποψη τα δημόσια κτίσματα ανήκουν στην κατηγορία των «ενοικίων» (livelli, gravezze) και η διαχείρισή τους είναι συνδεδεμένη και με μία γενικότερη πολιτική εποικισμού και εγκατάστασης. Η εγκατάσταση πληθυσμών εκτός από τα άμεσα δημογραφικά αποτελέσματα υπόσχεται και εισπρακτικές δυνατότητες.(11)
Τα δημόσια κτήματα παραχωρούνται με εδαφονόμιο (livello) που ισοδυναμεί με διηνεκή εμφύτευση αντί ποσού χρημάτων ή ποσότητας καρπών. Ο ενοικιαστής αποκτά πλήρη κυριότητα (είναι η μόνη διαφορά με την εμφύτευση), ενώ ο εκχωρητής διατηρεί μόνο την ψιλή. Ο θεσμός του livello είναι το καλύτερο εργαλείο για την εγκατάσταση του χωρικού και τη μετατροπή του σε μικρογαιοκτήμονα. Ο ίδιος ο θεσμός οδηγεί στον κατακερματισμό του φέουδου όταν εφαρμόζεται στο έδαφος του φέουδου.(12)
Η γραφειοκρατική ταξινόμηση των φέουδων (πρόνοιες, μπαρουνίες, feudi στην Κέρκυρα, φέουδα στην Κρήτη) είναι γνωστή. Χωρίστηκαν σε άμεσα και προσφερτά.
Τα προσφερτά (oblati) εμαφανίστηκαν μετά το 1647 και αντιπροσώπευαν κατά κάποιο τρόπο μία ανωμαλία στο σύστημα, αφού προϋπέθεταν από το μέρος εκείνου που ενδιαφερόταν να αποκτήσει έναν τίτλο την προσφορά ακίνητης περιουσίας προς το δημόσιο αξίας 4.000-5.000 δουκάτων. Η προσφορά συνοδευόταν και από ένα χρηματικό ποσό. Βρισκόμαστε στην περίοδο του Κρητικού πολέμου και οι ανάγκες χρημάτων ήταν μεγάλες. Τα άμεσα χωρίζονται σε στρατιωτικά και εκκλησιαστικά (jus patronatus): τα πρώτα προϋποθέτουν στρατιωτικές υποχρεώσεις εκ μέρους του κατόχου τους, τα δεύτερα αντιπαροχή για κοινωφελείς σκοπούς. Όσα από τα άμεσα φέουδα δεν είναι εδαφικά, είναι πολλές φορές μονοπώλια, δικαιώματα στη δεκάτη(13) προϊόντων, σε άλλους φόρους ή στην εκμετάλλευση ιχθυοτροφείων και αλυκών ή, σπανιότερα, ομάδες φορολογουμένων.(14)
Ο φεουδάρχης με τη σειρά του παραχωρεί είτε ακαλλιέργητη γη σε εμφύτευση ή πάκτωση με αντάλλαγμα την πληρωμή ενός κανόνα, το «σολιάτικο» (σε χρήματα ή σε είδος), είτε καλλιεργημένη σε ελεύθερους αγρολήπτες ή σε παροίκους.(15)

Παραπομπές
1)Φεουδάρχης (feudatarìus): Ο κάτοχος ενός φέουδου και στην ευρύτερη έννοια, ο γαιοκτήμονας. [Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος - 14ος αι., Αθήνα 1997, σελ.44]
2) Ό.π., σελ.49
3) Γιάννης Εμμ. Ανδρουλάκης, Η επαρχία Κισάμου μέσα από την ιστορία της Κρήτης (1125π.Χ.-1922μ.Χ), Ηράκλειο 1997, σελ.82-83
4) Ό.π., σελ.83
5) Χαράλαμπος Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος - 14ος αι., Αθήνα 1997, σελ.50
6)Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σελ.276
7) Ό.π., σελ.276
8) Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σελ.276-277
9) Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σελ.277
10) Ό.π., σελ.178
39)Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σελ.277-278
11) Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος,
Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σελ.278
12) Στις οθωμανικές περιοχές το μεγαλύτερο τμήμα τους καταβάλλει στο κράτος μία
αναλογική πρόσοδο σε είδος, τη δεκάτη, την οποία το τελευταίο την εκχωρεί μαζί
με άλλες σε τρίτους έναντι προσφοράς υπηρεσιών, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά
στρατιωτικών.
13) Σπύρος Ασδραχάς, Ελληνική Οικονομική Ιστορία, ΙΕ’-ΙΘ’ αιώνας, Τόμος πρώτος, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2003, σελ.278-279
14) Ό.π., σελ.279

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από την ερευνητική εργασία της Αγγελικής Χριστάκη :
Το  μετόχι  ως  συνιστώσα παραγωγής  του  αγροτικού χώρου στην Κρήτη.
Η περίπτωση του μετοχιού Ησυχάκη στον Αλικιανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως