Συνεπώς, η οργάνωση της γης
προϋπόθετε συγκεκριμένους κανόνες οι οποίοι
μπορούσαν να εξυπηρετηθούν
στο έπακρο μέσα
από συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια όπως είναι τα μετόχια.
Κάθε ιστορική
περίοδος συνοδεύεται από
διαφορετικά χαρακτηριστικά τα οποία αντανακλούν και στην εκμετάλλευση
της γης. Τα μετόχια
δηλαδή, ως χωρικά σύνολα με συγκεκριμένες ιδιότητες και
χαρακτηριστικά εντοπίζονται στις
ιστορικές περιόδους που θα μας απασχολήσουν σε αυτή την εργασία. Η μορφή
τους και η ονομασία τους είναι αυτά που αλλάζουν ανά περίοδο.
Από τη περίοδο της Βυζαντινής
αυτοκρατορίας στην Κρήτη, η γη αποτελούσε τη
κυριότερη πηγή πλούτου
του νησιού, συνεπώς
η καλλιέργειά της αλλά
και η οργάνωση
της με συγκεκριμένες προδιαγραφές αποτέλεσε
πρωτεύον στοιχείο για
τη καλύτερη εκμετάλλευσή της.
Έτσι, συναντάμε τη
‘βυζαντινή πρόνοια’, πρόδρομο των
σημερινών μετοχιών.
Στη συνέχεια, υπό τη Βενετική επικράτεια,
αναπτύχθηκε το φεουδαρχικό
σύστημα και ο θεσμός του ‘φέουδου’ για τη καλύτερη κατανομή της γης. Μέσα στο
φέουδο, που αποτελούσε την ευρύτερη οργάνωση της γης, υπήρχαν μετόχια και άλλα χωρικά
σύνολα όπως τα χωριά.
Κατά τη
περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα
φέουδα μετατράπηκαν σε ‘τσιφλίκια’. Ξεκινώντας από μία πρώιμη
οθωμανική φεουδαρχία, το φεουδαρχικό
σύστημα εξελίχθηκε και
ολοκληρώθηκε μέσα από
την ιδιότυπη μορφή των τσιφλικιών.
Τέλος, από τον 20ο
αιώνα, όπου λήγει και ο τουρκικός ζυγός μέχρι και σήμερα,
εξέλιξη των παραπάνω
αποτελούν τα μετόχια
που διατηρούν στοιχεία από το πέρασμα της ιστορίας αλλά παράλληλα
εξελίσσονται και χρησιμοποιούνται με τα δεδομένα της σύγχρονης καθημερινότητας...
Η βενετική κατοχή της
Κρήτης αρχίζει και τυπικά το 1211, έτος κατά το οποίο εκδίδεται το έγγραφο της
Παραχώρησης
Το χωριό ως θεσμός
Το χωριό αποτελεί
ενιαία παραγωγική μονάδα,
που περιλαμβάνει σιτοπαραγωγική
γη, αμπέλια, ρυάκια, μύλους και τους κατοίκους με
τα αμπέλια, τα περιβόλια, τα δέντρα και τα ζώα τους.
Αυτές οι παραγωγικές μονάδες εκχωρούνταν
στους γαιοκτήτες άλλοτε ολόκληρες και
άλλοτε κατά τμήματα.
Δημιουργείται λοιπόν το ερώτημα
αν το χωριό
εκτός από παραγωγική
μονάδα ήταν και φορολογική, διοικητική και νομική. Η
απάντηση συνδέεται με το ευρύτερο πρόβλημα, ποια ακριβώς ήταν η φύση των
δικαιωμάτων που παραχωρούσε το κράτος στους γαιοκτήτες. Υπάρχουν δύο
τουλάχιστον πιθανές απαντήσεις. Το κράτος μπορεί να είχε παραχωρήσει απλώς τις
προσόδους ορισμένων περιοχών, οπότε ο γαιοκτήτης δεν ήταν στην ουσία παρά μόνο
εισπράκτορας φόρων. Μπορεί ακόμη το κράτος να
είχε παραχωρήσει πραγματική
κατοχή και νομικά
δικαιώματα ιδιοκτησίας στα
χωριά, οπότε ο δικαιούχος
γινόταν κύριος της συγκεκριμένης περιοχής.
Στη 2η περίπτωση, στον
γαιοκτήτη δεν δινόταν απλά και μόνο το δικαίωμα να ιδιοποιείται τους κρατικούς
φόρους που πλήρωναν οι αγρότες, το τέλος, και η απαλλαγή της περιουσίας του από
τον έγγειο φόρο.
Ο
γαιοκτήτης είχε επιπλέον
το δικαίωμα να
ιδιοποιείται τη φεουδαλική
πρόσοδο αυτών των περιοχών. Με άλλα λόγια, πέρα και πάνω από τους
κρατικούς φόρους, έπαιρνε
το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους και το
ανθρώπινο δυναμικό του χωριού.
Στη
βυζαντινή αγροτική κοινότητα
ίσχυε μία ιδιαίτερη
μορφή ιδιοκτησίας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι τον Ι’ αιώνα ο ελεύθερος
(μη εξαρτημένος) Βυζαντινός αγρότης είχε δικαιώματα ιδιοκτησίας στη γη
που καλλιεργούσε, χωρίς
ωστόσο, να έχει
απόλυτο και ανεξέλεγκτο δικαίωμα
μεταβίβασης της περιουσίας.
Τα ζευγολατιά
Μία κατηγορία οικισμών φέρεται με τον προσδιορισμό
«ζευγολατιό» που κυριολεκτώντας οι Βενετοί τους χαρακτηρίζουν ως boarie και οι
Οθωμανοί «τσιφλίκια» πρόκειται
για τα βυζαντινά «ζευγηλατιά», δηλαδή
για ενιαίες εδαφικές
και συγχρόνως οικιστικές μονάδες
που ανήκουν σε
έναν κύριο και
μπορούν να υπάρχουν αυτόνομα
ή στο πλαίσιο
ενός χωριού. Σημαίνονται
με εξαίρεση τις εμπορικές διακινήσεις και, από τον ιζ’ αιώνα, την
ελαιοπαραγωγή.
ή ciftlik είναι μία μονάδα γαιών ικανών να
εξασφαλίσουν τη συντήρηση των
καλλιεργητών τους που
συμπίπτουν με τη
μονοεστιακή οικογένεια, να πραγματοποιούν ένα
υπερπροϊόν προορισμένο να
καλύψει τις φορολογικές υποχρεώσεις των
καλλιεργητών, δηλαδή τη
φεουδαλικού τύπου πρόσοδο,
και να αφήνουν περισσεύματα
απορροφήσιμα από την αγορά ή τους θεσμούς με τους οποίους το κράτος ασκούσε την
πολιτική εφοδιασμού των καταναλωτικών κέντρων. κυριωνυμίες, με
τα ονόματα δηλαδή
των κυρίων τους,
τις περισσότερες φορές. Το
ανθρώπινο δυναμικό τους
αποτελεί μία ένδειξη για τις
διαστάσεις που είχε αυτού του είδους η μεγάλη ή μετρίως μεγάλη
ιδιοκτησία και για την
επίπτωσή της στην οικιστική συγκρότηση του χώρου.
Τα
ζευγολατιά της απογραφής
είναι στο σύνολό
τους μικρού πληθυσμιακού αναστήματος
και τούτο συνάγεται
και από άλλες
σύγχρονες
μαρτυρίες, το ίδιο
υποδεικνύει και η
φορολογική πρόσοδος των τσιφλικιών
που είχαν εκχωρηθεί
ως τιμάρια στον Σινάν
πασά. Βεβαίως, ήταν
πολύ περισσότερα από
όσα καταχωρίζονται στην απογραφή, γιατί, καθώς συνάγεται από αρκετά
παραδείγματα, συνεκφέρονται με τα χωριά στα οποία ανήκουν ή με τα οποία
γειτνιάζουν ή γιατί χαρακτηρίζονται ως χωριά.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από την ερευνητική
εργασία της Αγγελικής Χριστάκη :
Το
μετόχι ως συνιστώσα παραγωγής του
αγροτικού χώρου στην Κρήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως