ΚΡΗΤΟΜΙΝΩΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
● Μινωική Κοινωνία και Τέχνη ●
Γραμμική Α και Β, και ο Δίσκος τής Φαιστού ● Κασσιτερούχο Κρατέρωμα
(Μπρούντζος) ● ΤαυροκαθάψιαΟ ΜΙΝΩΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ο κορυφαίος των Αιγαιακών πολιτισμών τής λεγόμενης “εποχής τού χαλκού”,(α) γεννήθηκε στο νησί τής Κρήτης, άκμασε από τον 27ο έως τον 15ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα πέρασε στη λήθη.
Ήρθε ξανά στο φως στις αρχές τού 20ού αιώνα μ.Χ. χάρη στον Βρετανό αρχαιολόγο Arthur Evans. Ο όρος “μινωικός” αναφέρεται στον θρυλικό Μίνωα. Στοιχεία δεν υπάρχουν αλλά θεωρούμε ότι δεν ήταν όνομα, μα τίτλος βασιλικός. Στην Οδύσσεια, που ο Όμηρος συνέθεσε αιώνες μετά από την εξαφάνιση του πολιτισμού αυτού, οι κάτοικοι του νησιού ονομάζονται Ετεοκρήτες (“αληθινοί Κρήτες”). Πιθανότατα υπήρξαν όντως απόγονοι των Μινωιτών. Επιπλέον, το όνομα Μινώα είχε δοθεί σε πολλούς οικισμούς τού Αιγαίου και του Ιονίου, ενώ απαντάται επίσης στη Σικελία και την Χαναάν. Η ρίζα μιν– εμφανίζεται σε ορισμένες γλώσσες τού Αιγαίου, σε τοπωνύμια και στο όνομα κάποιων αυτοχθόνων τού πελάγους που λέγονταν Μινύες. Υποθέτουμε πως οι Κρήτες δεν ήταν Ινδοευρωπαίοι αλλά μεσογειακός λαός, συγγενικός με τους Πελασγούς, ίσως και με τους Μινύες, δηλαδή τους κατοίκους τού Αιγαίου πριν από την έλευση των Ελλήνων.
Η Κρήτη δεν δέχθηκε επιδρομές για πολλούς αιώνες και κατάφερε να αναπτύξει πολιτισμό που διακρινόταν για την προσωπικότητα και την ιδιομορφία του, έναν από τους πιο προηγμένους στη Μεσόγειο κατά την εποχή τού μπρούντζου μαζί με εκείνον της Αιγύπτου. Η Γραμμική Α, η μινωική γραφή, δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Αφορά ενδεχομένως μια γλώσσα τού Αιγαίου που δεν σχετίζεται με τις ινδοευρωπαϊκές.
Ολόκληρη
η περίφημη ζωφόρος τού (μινωικού) Στόλου στο Ακρωτήρι τής Θήρας
|
- (α) Αναζητώντας το λήμμα “εποχή τού χαλκού” στην ελληνική Βικιπαίδεια, ανακατευθύνεσαι στο λήμμα “εποχή τού ορείχαλκου”. Ο όρος “εποχή τού χαλκού”, που χρησιμοποιείται συμβατικά στα ελληνικά, είναι η λανθασμένη απόδοση του αγγλικού Bronze Age: κανονικά, και επί της ουσίας, πρέπει να μιλάμε για εποχή τού μπρούντζου ή, αν θέλετε, του κρατερώματος. Προσπαθώντας ο συντάκτης τού εν λόγω λήμματος να διορθώσει το λάθος, διαπράττει ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, καθώς διακατέχεται από σύγχυση ως προς τα μέταλλα: τον χαλκό, τον ορείχαλκο, είτε των προϊστορικών ή των ιστορικών χρόνων, και το κρατέρωμα-μπρούντζο, που απουσιάζει από το λήμμα του αφού εσφαλμένα το ταυτίζει με τον “ορείχαλκο”. Έτσι όμως προκύπτει τραγέλαφος δεδομένου ότι ο ίδιος μιλά μεν για μια χρονική περίοδο πριν από την εποχή τού σιδήρου, αλλά ο αναγνώστης, μόλις αναζητήσει πληροφορίες περί “ορειχάλκου”, μεταφέρεται στην ελληνιστική εποχή, δηλαδή μετά από την εποχή τού σιδήρου…! Περισσότερες εξηγήσεις στη συνέχεια όταν θα μιλήσουμε για όλα αυτά τα μέταλλα.
“Η Κρήτη ήταν σε ευνοϊκή θέση ως προς τους θαλάσσιους
εμπορικούς δρόμους”,
σχολιάζει ο Eugene Hirschfeld στο κείμενό του “Η χάρη στο Αιγαίο: η τέχνη
των Μινωιτών”. “Κατά τον Θουκυδίδη, ο Μίνωας ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ναυτικό:
‘Ο πρώτος άνθρωπος που ξέρουμε από την παράδοση πως ίδρυσε ναυτικό είναι ο Μίνως. Έγινε κύριος της θάλασσας που τώρα ονομάζεται Ελληνική και κυβέρνησε τις Κυκλάδες, δημιουργώντας στα περισσότερά τους νησιά τις πρώτες αποικίες… κι έτσι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καταστείλει την πειρατεία σε αυτά τα νερά, αναγκαίο βήμα ώστε να εξασφαλίσει τα έσοδα για λογαριασμό του’.
“Με τον εμπορικό τους στόλο, οι Μινωίτες έφτασαν να κυριαρχούν στις θάλασσες, καλύπτοντας αποστάσεις εκατοντάδων μιλίων σε αναζήτηση εμπορεύσιμων αγαθών από την Ισπανία στα δυτικά ως τη Συρία στα ανατολικά…(β) Είναι πιθανόν μέτρο τόσο της γεωγραφικής απομόνωσης των Μινωιτών όσο και της δύναμης του στόλου τους το ότι οι παράκτιες πόλεις τους δεν φαίνεται να χρειαζόταν ιδιαίτερη οχύρωση. Έτσι, η περίοδος ακμής τους ονομάστηκε από τον Arthur Evans Pax Minoica, ‘Μινωική ειρήνη’ – μια εποχή κατά την οποία οι πόλεις δεν χρειάζονταν τείχη.(γ) Φυσικά, όπως και στην Pax Romana, μια τέτοια ειρήνη αν όντως υπήρχε θα ήταν αποτέλεσμα στρατιωτικής ισχύος μάλλον παρά πασιφισμός.”
‘Ο πρώτος άνθρωπος που ξέρουμε από την παράδοση πως ίδρυσε ναυτικό είναι ο Μίνως. Έγινε κύριος της θάλασσας που τώρα ονομάζεται Ελληνική και κυβέρνησε τις Κυκλάδες, δημιουργώντας στα περισσότερά τους νησιά τις πρώτες αποικίες… κι έτσι έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να καταστείλει την πειρατεία σε αυτά τα νερά, αναγκαίο βήμα ώστε να εξασφαλίσει τα έσοδα για λογαριασμό του’.
“Με τον εμπορικό τους στόλο, οι Μινωίτες έφτασαν να κυριαρχούν στις θάλασσες, καλύπτοντας αποστάσεις εκατοντάδων μιλίων σε αναζήτηση εμπορεύσιμων αγαθών από την Ισπανία στα δυτικά ως τη Συρία στα ανατολικά…(β) Είναι πιθανόν μέτρο τόσο της γεωγραφικής απομόνωσης των Μινωιτών όσο και της δύναμης του στόλου τους το ότι οι παράκτιες πόλεις τους δεν φαίνεται να χρειαζόταν ιδιαίτερη οχύρωση. Έτσι, η περίοδος ακμής τους ονομάστηκε από τον Arthur Evans Pax Minoica, ‘Μινωική ειρήνη’ – μια εποχή κατά την οποία οι πόλεις δεν χρειάζονταν τείχη.(γ) Φυσικά, όπως και στην Pax Romana, μια τέτοια ειρήνη αν όντως υπήρχε θα ήταν αποτέλεσμα στρατιωτικής ισχύος μάλλον παρά πασιφισμός.”
- (β) “Δεν πρέπει να υποτιμούμε σε
καμιά περίπτωση την έκταση των επαφών στον αρχαίο κόσμο”, υποσημειώνει ο
Hirschfeld. “Δείτε για παράδειγμα το ναυάγιο της ύστερης εποχής τού
μπρούντζου, με ένα εντυπωσιακά ποικίλο φορτίο διεθνών εμπορευμάτων από
τη βόρεια Ευρώπη, την Αφρική και τη Μεσοποταμία.”
Το πλοίο ήταν παρόμοιο με ελληνορωμαϊκά σκάφη μεταγενέστερης εποχής και βρέθηκε το 1982 από έναν σφουγγαρά στη νοτιοδυτική Τουρκία. Έτσι ήρθε στο φως μια από τις καταπληκτικότερες συλλογές ειδών τής ύστερης εποχής τού μπρούντζου που έχουν βρεθεί στη Μεσόγειο, χρονολογούμενα στα τέλη τού 14ου αιώνα π.Χ. - (γ) Παρόλο που το όραμα του
Evans περί Pax Minoica δέχθηκε πρόσφατα επικρίσεις, φαίνεται πως στο νησί
είχαν γίνει ελάχιστες ένοπλες συγκρούσεις πριν από τη μυκηναϊκή περίοδο που ακολούθησε.
Αρχαιολόγοι τονίζουν πως συχνά οι Μινωίτες παρουσιάζουν όπλα στην τέχνη
τους, αλλά μόνο σε τελετουργικό πλαίσιο. Οι ισχυρισμοί ότι δεν παρήγαγαν
όπλα είναι εσφαλμένοι: τα μινωικά ξίφη ήταν τα καλύτερα σε ολόκληρο το
Αιγαίο. Επίσης, δεν υπάρχουν καθόλου στοιχεία για την ύπαρξη μινωικού
στρατού, ή για επικυριαρχία των Μινωιτών σε λαούς εκτός Κρήτης.
Η τοιχογραφία των δελφινιών στην Κνωσό
“Ως πολιτισμός θαλάσσιων συναλλαγών, δεν αποτελεί έκπληξη
πως οι Μινωίτες μάς άφησαν ορισμένες όμορφες νωπογραφίες πλοίων τους, εκείνων των ξύλινων ιστιοφόρων
που ήταν ανώτερα όλων στη Μεσόγειο. Ίσως λόγω αυτού του στόλου και της
προστασίας των θαλασσών, οι στρατιωτικές παραστάσεις είναι ασυνήθιστες στη
μινωική τέχνη. Ως το 1450 π.Χ., δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως οι Μινωίτες
διεξήγαγαν πολέμους με οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό. Αυτό έρχεται σε πλήρη
αντίθεση με τους συγχρόνους τους: οι πόλεις-κράτη τής Μεσοποταμίας βρισκόταν
διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση, απαθανατίζοντας τα κατορθώματά τους σε έργα όπως
η Στήλη των Γυπών, ενώ οι Αιγύπτιοι κάλυπταν τα
τοιχώματα των τάφων με παραστάσεις στρατιωτικής μεγαλοπρέπειας. Οι Μινωίτες
προτιμούσαν σκηνές ελεύθερου χρόνου ή αθλοπαιδιές. Τους άρεζε να διακοσμούν
τους τοίχους με τοιχογραφίες δελφινιών, λουλουδιών και ψαριών. Η τέχνη τους έχει
χάρη, κίνηση και ζωντάνια που τη διακρίνει από την τέχνη τής Αιγύπτου και της Σουμερίας, και… η δεξιοτεχνία τους δεν έχει ταίρι.”
Ο πολιτισμός αυτός είναι όντως ένα
εκπληκτικό παράδοξο: Μια μεγάλη δύναμη χωρίς στρατιωτική αριστοκρατία· ένα
παλάτι που δεν ήταν βασιλική κατοικία, ούτε και ο άναξ δοξαζόταν· μια θρησκεία
χωρίς μεγαλοπρέπεια, ενώ οι γυναίκες ήταν ίσες με τους άνδρες και ελεύθερες…
Ο πολιτισμός αυτός είναι
όντως ένα εκπληκτικό παράδοξο: Μια μεγάλη δύναμη χωρίς στρατιωτική
αριστοκρατία· ένα παλάτι που δεν ήταν βασιλική κατοικία, ούτε και ο άναξ
δοξαζόταν· μια θρησκεία χωρίς μεγαλοπρέπεια, ενώ οι γυναίκες ήταν ίσες με τους
άνδρες και ελεύθερες:
“Οι Μινωίτες ήταν ικανότατοι αρχιτέκτονες με υψηλή
αισθητική και τα ανάκτορα περιλαμβάνονται στα σπουδαιότερα έργα τής τέχνης
τους. Το πιο γνωστό είναι το ανάκτορο της Κνωσού, που συχνά αποκαλείται το ‘Παλάτι τού Μίνωα’: ένα
πολυώροφο συγκρότημα με διαδρόμους, δωμάτια και σκάλες χτισμένο γύρω από μια
κεντρική αυλή, είχε εντυπωσιακές υδραυλικές εγκαταστάσεις, υπέροχες
νωπογραφίες, κίονες και κήπους. Το μπέρδεμα των επισκεπτών που βρίσκονταν μέσα
σε αυτήν την πολύπλοκη αρχιτεκτονική ενός παλατιού με 1000 και πλέον δωμάτια
πιστεύεται πως ενέπνευσε τον μύθο τού Λαβύρινθου του Μινώταυρου. Η Κνωσός ήταν μια ολόκληρη κοινότητα, κέντρο
θρησκευτικό, παραγωγής αγγείων και αποθήκευσης εμπορικών αγαθών, αλλά και χώρος
εορταστικών εκδηλώσεων. Γι’ αυτόν τον λόγο ο όρος ‘παλάτι’ δεν είναι κατάλληλος
για την περιγραφή αυτών των μινωικών συγκροτημάτων.”
“Ευρισκόμενοι επικεφαλής μιας εμπορικής αυτοκρατορίας, οι Κρήτες βασιλιάδες
ήταν εξαιρετικά πλούσιοι. Συνεπώς, είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι δεν φαίνεται
να είχαν παραγγείλει καθόλου αγάλματα, μνημεία, καταλόγους βασιλέων ή άλλα έργα
ώστε να καυχηθούν για την εξουσία και το αξίωμά τους… Δεν βρίσκουμε τίποτε
ανάλογο με τα επιβλητικά μνημεία των βασιλέων-θεών τής Αιγύπτου. Δεν έχουμε
καμιά καταγραφή είτε για τον βασιλιά Μίνωα ή για οποιοδήποτε άλλο όνομα
μονάρχη, άνδρα ή γυναίκας… Κατά τον ιστορικό R. F. Willetts, η προφανής
μετριοπάθεια της μινωικής αριστοκρατίας μπορεί να εξηγηθεί από τη διαφορά στις
θρησκευτικές προτεραιότητες: οι Μινωίτες δεν είχαν σκοπό να συνδέσουν τον
βασιλιά με τους αθάνατους θεούς, όπως οι Αιγύπτιοι ή οι Μεσοποτάμιοι, αλλά
μάλλον λάτρευαν τη φύση με τον ιδιαίτερο τρόπο που την αντιμετώπιζαν. Από την
άποψη αυτή, οι παραστάσεις που εξυμνούσαν τον βασιλιά ήταν περιττές.”Η Θεά των Φιδιών |
“Οι γυναίκες τού μινωικού πολιτισμού φαίνεται πως
απολάμβαναν θέση υψηλότερη από ό,τι συνηθιζόταν στην εποχή τού μπρούντζου…
Υπηρετούσαν ως διοικητικές υπάλληλοι και ιέρειες… Η σχετική ισότητα των
γυναικών ενδεχομένως να οφείλεται στην απουσία στρατιωτικής απειλής, δίνοντας
πολύ μικρότερη ώθηση στην καλλιέργεια της ιδέας ενός άνδρα πολεμιστή και άρα
μεγαλύτερο ρόλο και σεβασμό στις γυναίκες. Βλέποντας τις εικόνες νεαρών
γυναικών να κάνουν τούμπες πάνω σε ταύρους μαζί με άνδρες, είναι δελεαστικό το
συμπέρασμα πως οι γυναίκες απολάμβαναν μεγάλη ελευθερία… Όσο για τη θρησκεία, η
μινωική τέχνη διαθέτει ειδώλια φαγεντιανής τής ‘θεάς των φιδιών’, και νωπογραφίες… στις οποίες οι
ιέρειες είναι περισσότερες των ιερέων. Δεν έχουν βρεθεί παραστάσεις ανδρών θεών
τού μινωικού πολιτισμού κατά την ακμή του. Η εξέχουσα θέση που είχαν προφανώς
οι γυναίκες στη μινωική θρησκεία μάς κάνει να υποθέτουμε πως η κύρια θεότητα ή
οι θεότητες της μινωικής Κρήτης μπορεί να ήταν θηλυκού γένους, π.χ. θεά γη ή
θεά μητέρα.”
Τι συμπεράσματα βγαίνουν;
“Η μινωική τέχνη δίνει όντως μεγαλύτερη έμφαση στον
αυθορμητισμό και την επινοητικότητα, και είναι λιγότερο θρησκευτική και
τυποποιημένη… λιγότερο περιορισμένη από άκαμπτες συμβάσεις και τη γεωμετρία”, παρατηρεί ο Eugene Hirschfeld. “Η
απουσία μαχών, βασιλιάδων, κομπαστικών επιγραφών και ιστορικών γεγονότων στην
εν λόγω τέχνη είναι κάτι το εκπληκτικό για την εποχή. Πρέπει να αναγνωρίσουμε
τις διαφοροποιήσεις αυτές χωρίς να πέσουμε σε χονδροειδείς διατυπώσεις που
χρησιμοποιούνταν κάποιες φορές στο παρελθόν, όπως το να αντιπαραθέτουμε
καλλιεργημένους Μινωίτες σε βάρβαρους Μυκηναίους. Η πρώτη εξήγηση του Arnold Hauser για τον ιδιαίτερο
χαρακτήρα τής τέχνης των Μινωιτών είναι ο σχετικά περιορισμένος ρόλος τής
θρησκείας στην κοινωνία τους. Τα μινωικά ιερά φαίνεται πως ήταν μικρά, ακόμα
και στα ανάκτορα, βρίσκονταν σε σπίτια ή σε σημεία απόμερα όπως σε λόφους και
σπηλιές. Καμιά σύγκριση με τη μεγάλη λατρεία των νεκρών που βλέπουμε στην
Αίγυπτο, ή τα μεγαλεπήβολα έργα που τη συνόδευαν. Υπήρχε επομένως μικρότερη
ώθηση προς αυστηρά επιβαλλόμενες συμβάσεις. Θαυμάζει επίσης [ο Hauser] τον
αστικό χαρακτήρα τής πολιτιστικής ζωής που εμφανίστηκε με επίκεντρο τα
ανάκτορα: ‘Η ελευθερία τής κρητικής τέχνης μπορεί επίσης να εξηγηθεί εν
μέρει από τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που η αστική ζωή και το εμπόριο έπαιξαν
στην οικονομία τού νησιού… η αστική ζωή δεν ήταν πιθανόν πουθενά τόσο πολύ
ανεπτυγμένη όσο στην Κρήτη’. Το ‘ανάκτορο’ ήταν το κέντρο τής μινωικής ζωής:
του εμπορίου και της γεωργίας, αλλά και της τέχνης. Ήταν ίσως αυτός ο
συνδυασμός τού εμπορίου και της κουλτούρας στο πλαίσιο μιας μακράς εσωτερικής
σταθερότητας που έδωσε στη μινωική τέχνη την αστική της ζωντάνια. Η γεωπολιτική
κατάσταση της Κρήτης ενδεχομένως να άσκησε επίσης κάποιαν επίδραση. Με τη
φυσική προστασία τής θάλασσας και στηριζόμενοι στον στόλο τους, οι Μινωίτες δεν
είχαν σχεδόν καμιάν ανάγκη να φοβούνται εισβολή. Ελλείψει μιας τάξης
πολεμιστών, όχι μόνον τα δικαιώματα των γυναικών ήταν πιο σεβαστά από ό,τι
στους περισσότερους πολιτισμούς τής εποχής τού μπρούντζου, αλλά και η τέχνη
αντιμετώπιζε λιγότερους περιορισμούς επιβαλλόμενους από τον στρατό και τη
θρησκεία.”
“Η απουσία μαχών, βασιλιάδων,
κομπαστικών επιγραφών και ιστορικών γεγονότων στη μινωική τέχνη είναι κάτι το
εκπληκτικό για την εποχή… Ήταν ίσως αυτός ο συνδυασμός τού εμπορίου και της
κουλτούρας στο πλαίσιο μιας μακράς εσωτερικής σταθερότητας που έδωσε στη
μινωική τέχνη την αστική της ζωντάνια.” (Eugene Hirschfeld)
Η επιρροή τού μινωικού πολιτισμού εκτός Κρήτης φαίνεται με τα μινωικά
τεχνουργήματα που εντοπίζουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά από το 1700 π.Χ. ο
υλικός πολιτισμός των Ελλήνων βρέθηκε σε ένα νέο, υψηλότερο επίπεδο λόγω
μινωικών επιρροών. Οι σχέσεις τής Κρήτης με την Αίγυπτο ήταν σημαντικές, καθώς
εξήγαγε διάφορα είδη, όπως αγγεία, και εισήγαγε ποικίλα εμπορεύματα, ιδίως
πάπυρο, μαζί με καλλιτεχνικές ιδέες. Τα αιγυπτιακά ιερογλυφικά
χρησίμευσαν ως πρότυπο για τα μινωικά εικονογράμματα,
από τα οποία προέκυψε η Γραμμική Α. Τα μινωικά ανάκτορα καταλήφθηκαν αργότερα
από τους Μυκηναίους (τέλη 15ου–αρχές 14ου αιώνα π.Χ.), με την προσαρμογή τής
μινωικής γραφής στις ανάγκες τής γλώσσας τους, μιας μορφής ελληνικών, που
γράφονταν πλέον με τη Γραμμική
Β.(δ) Οι Μυκηναίοι προτίμησαν γενικά να προσαρμόσουν αντί
να καταστρέψουν την κρητική κουλτούρα, θρησκεία και τέχνη, διαχειριζόμενοι το
οικονομικό σύστημα και τη γραφειοκρατία των Μινωιτών. Μετά από έναν περίπου
αιώνα μερικής ανάκαμψης, τον 13ο αιώνα π.Χ., οι πιο πολλές κρητικές πόλεις και
τα ανάκτορά τους έπεσαν σε παρακμή. Όταν κάποια στιγμή αργότερα η εποχή τού
μπρούντζου κατέρρευσε, η Κρήτη δεν ένιωσε την αγωνία τού θανάτου.- (δ) “Είναι πολύ πιθανό η γραφή
να εμφανίστηκε στον μινωικό πολιτισμό για τον ίδιο λόγο που αυτό έγινε και
στη Σουμερία: για να κρατούν λογαριασμούς”, λέει ο Hirschfeld. “Μια πρώιμη εικονογραφική γραφή…
αντικαταστάθηκε γύρω στο 1700 π.Χ. από μιαν άλλη που αντιπροσώπευε ήχους,
ήτοι ένα πραγματικό αλφάβητο, γνωστό ως Γραμμική Α… [που] δεν έχει
αποκρυπτογραφηθεί ακόμη… Αν υπάρχει μυθοπλαστική λογοτεχνία μεταξύ των
γραπτών αυτών, δεν μπορούμε να τη διαβάσουμε. Δεν έχουμε καθόλου μινωική
ποίηση, ούτε τραγούδια, ούτε ιστορία, ούτε και ιερή γραφή. Είναι ένας
μεγάλος πολιτισμός, αλλά σιωπηλός… Ένα από τα πιο μυστηριώδη αντικείμενα
της αρχαιολογίας είναι ο Δίσκος τής Φαιστού… Ένας πήλινος δίσκος που
καλύπτεται και στις δύο πλευρές από σπείρες συμβόλων αποτυπωμένων με
σφραγίδες… Τα σύμβολα αυτά δεν ανήκουν σε κανένα από τα συστήματα γραφής
που αναφέρονται παραπάνω.”
Ο δίσκος, πλάτους 15 εκατοστών, είναι μοναδικός επειδή όλα τα σύμβολα φαίνεται να έχουν εντυπωθεί στον πηλό με 45 σφραγίδες, αναπαράγοντας ένα σώμα κειμένου με τους επαναχρησιμοποιήσιμους χαρακτήρες. Ο Γερμανός τυπογράφος και γλωσσολόγος Herbert Brekle υποστηρίζει ότι ο δίσκος είναι ένα πρώιμο έγγραφο κινητών τυπογραφικών στοιχείων επειδή πληροί τα βασικά κριτήρια της τυπογραφίας, ενώ ο Jared Diamond τον περιέγραψε ως “μακράν το παλαιότερο έντυπο έγγραφο στον κόσμο”. Ανακαλύφθηκε από τον Ιταλό αρχαιολόγο Luigi Pernier στο ανάκτορο της Φαιστού το 1908, εξάπτοντας τη φαντασία ερασιτεχνών και επαγγελματιών, κι από τότε έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για την αποκρυπτογράφησή του – αλλ’ εις μάτην… Οι Μινωίτες ήταν έμποροι, και οι πολιτιστικές τους επαφές έφτασαν πολύ πέρα από την Κρήτη – στη χαλκοφόρο Κύπρο και τη Μικρά Ασία, στην Αίγυπτο και τη Χαναάν, στα Βαλκάνια και την περιοχή τού Εύξεινου Πόντου, ιδίως Κολχίδα (Γεωργία/Αμπχαζία), στη Μεσοποταμία ως και το μακρινό Αφγανιστάν. Παραστάσεις στις Θήβες τής Αιγύπτου, από τον 15ο αιώνα π.Χ., απεικονίζουν κάποιους Μινωίτες να φέρουν δώρα. Επιγραφές καταγράφουν αυτούς τους ανθρώπους ως προερχόμενους από τα “νησιά στο μέσον τής θάλασσας” και μάλλον αναφέρονται σε Κρήτες εμπόρους ή επισήμους που έφεραν δώρα από το νησί. Οι μινωικές τεχνικές και τεχνοτροπίες στα κεραμικά απετέλεσαν επίσης πρότυπο για την κυρίως Ελλάδα. Εκτός τής Θήρας, κρητικές αποικίες ιδρύθηκαν στα Κύθηρα, ένα νησί κοντά στην ηπειρωτική χώρα που δέχθηκε μινωικές επιδράσεις κατά την 3η χιλιετία και παρέμεινε μινωικό στον πολιτισμό για χίλια χρόνια, μέχρι την κατάληψή του από τους Μυκηναίους στον 13ο αιώνα, καθώς επίσης στη Μήλο, την Κέα, την Αίγινα, την Ρόδο και τη Μίλητο. Οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν σε τροχιά γύρω από τον κρητικό πολιτισμό.
Οικοδομήματα με πολλά δωμάτια
ανακαλύφθηκαν ακόμα και στις “φτωχές” περιοχές, φανερώνοντας μια κοινωνική
ισότητα και ίση κατανομή τού πλούτου που προερχόταν από το εμπόριο. Υπήρχε
υψηλός βαθμός οργάνωσης, χωρίς ίχνος των στρατιωτικών αριστοκρατιών που
χαρακτήρισαν τους επόμενους πολιτισμούς…
- (ε) Ο μπρούντζος φτιαχνόταν αρχικά με τη φυσική ή τεχνητή κράση χαλκού και αρσενικού. Στα τέλη τής 3ης χιλιετίας το αρσενικό αντικαταστάθηκε από τον κασσίτερο, επειδή η διαδικασία κράσης μπορούσε να ελεγχθεί ευκολότερα και το κράμα ήταν πιο ανθεκτικό. Επίσης, σε αντίθεση με το αρσενικό, ο κασσίτερος δεν είναι τοξικός. Το κασσιτερούχο κρατέρωμα εμφανίζεται στα τέλη τής 4ης χιλιετίας στην Περσία, τη Μεσοποταμία και την Κίνα. Τα μεταλλεύματα χαλκού και κασσίτερου σπάνια γειτονεύουν (ανάμεσα στις λίγες εξαιρέσεις ήταν μια περιοχή τής Περσίας). Άρα, η σοβαρή επεξεργασία μπρούντζου προϋπέθετε ανέκαθεν το εμπόριο. Η κύρια πηγή κασσίτερου στην Ευρώπη ήταν τα κοιτάσματα της Κορνουάλλης στην Αγγλία, που μεταφέρονταν μέχρι και στην ανατολική Μεσόγειο. Αν και το κρατέρωμα είναι γενικά σκληρότερο από τον σφυρήλατο σίδηρο, η εποχή τού μπρούντζου έδωσε τη θέση της στην εποχή τού σιδήρου επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν ευκολότερα να βρουν κι επεξεργαστούν τον σίδηρο, έστω κι αν το μέταλλο ήταν κακής ποιότητας. Γι’ αυτό και το κρατέρωμα ήταν περιζήτητο ακόμη και στην εποχή τού σιδήρου: Ρωμαίοι αξιωματικοί λ.χ. είχαν μπρούντζινα σπαθιά, ενώ οι “πεζικάριοι” σιδερένια. Αρχαιολόγοι υποψιάζονται πως κάποια σοβαρή διαταραχή στην εμπορία κασσίτερου προκάλεσε τη μετάβαση. Οι μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών γύρω στο 1200-1100 π.Χ. περιόρισαν την αποστολή κασσίτερου πέριξ τής Μεσογείου (και από τη Βρετανία), εξαντλώντας τα αποθέματα και αυξάνοντας τις τιμές. Όταν οι άνθρωποι έμαθαν πώς να παράγουν τον χάλυβα, απέκτησαν ένα μέταλλο ανθεκτικότερο του μπρούντζου και με κόψη που διατηρείται πιο πολύ αιχμηρή. Υπάρχουν πολλά κράματα κρατερώματος. Το σύγχρονο είναι συνήθως 88% χαλκός και 12% κασσίτερος. Ιστορικά οι μπρούντζοι έχουν σύνθεση που ποικίλλει πάρα πολύ, καθώς οι περισσότεροι μεταλλουργοί χρησιμοποιούσαν προφανώς ό,τι υλικό είχαν στη διάθεσή τους.
- Ο μπρούντζος συγχέεται πολύ συχνά με τον ορείχαλκο [βλέπε υποσημείωση (α)]. Αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρουν τον ορείχαλκο, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο πως εννοούν το ίδιο μέταλλο με εμάς. Εκείνος ο ορείχαλκος αναφέρεται κυρίως στην ιστορία τής Ατλαντίδας, όπως την αφηγείται ο Πλάτων στον διάλογό του, Κριτίας. Πρώτος ο Ησίοδος λέει στον 7ο αιώνα π.Χ. πως ο Ηρακλής φορούσε ορειχάλκινες κνημίδες, ενώ άλλη αναφορά υπάρχει σε έναν Ομηρικό ύμνο προς την Αφροδίτη. Ο Πλάτωνας λέει ότι το μέταλλο υπολειπόταν σε αξία μόνον έναντι του χρυσού. Στην εποχή του, ωστόσο, ο ορείχαλκος ήταν γνωστός μόνον ως όνομα. Κατά τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, έπαψε να κυκλοφορεί επειδή τα μεταλλεία είχαν εξαντληθεί. Ο διεθνής όρος ορείχαλκος προέρχεται από τα ελληνικά (όρος + χαλκός). Ο ορείχαλκος του Πλάτωνα θεωρείται πως ήταν είτε κράμα χρυσού-χαλκού, ή ένα άγνωστο πλέον μέταλλο ή μυθικό όπως η Ατλαντίδα. Οι Ρωμαίοι μετέγραψαν το orichalcum ως aurichalcum, που μάλλον σημαίνει κυριολεκτικά χρυσός χαλκός. Το κράμα tumbaga των Άνδεων είναι κάτι αντίστοιχο, αφού πρόκειται για κράμα χρυσού-χαλκού. Στην Αινειάδα τού Βιργιλίου γίνεται λόγος για κράμα χρυσού-αργύρου. Σε νεότερα χρόνια, η λέξη ορείχαλκος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τον χαλκοπυρίτη ή το μπράσο (brass), δηλαδή ένα κράμα χαλκού-σιδήρου ή χαλκού-ψευδαργύρου. Το χρώμα τού ορείχαλκου είναι γενικά χρυσοκίτρινο, ενώ εκείνο του μπρούντζου καφέ-κόκκινο.
- Είχα κάποτε στα νιάτα μου την αφελή εντύπωση – βάσει της μηχανιστικής αντίληψης περί διαδοχής των εποχών (όπου αυτή που έπεται είναι “νομοτελειακά ανώτερη” αυτής που προηγήθηκε) – πως η εποχή τού σιδήρου υπήρξε σε όλα ανώτερη της εποχής τού μπρούντζου. Γενικά αυτό ευσταθεί. Υπάρχουν όμως κάποια λογικά κενά, κάποιες παραδοξότητες, κυρίως στην αρχή τής νέας εποχής, αφού θα πρέπει να αποδεχθείς πως οι “σιδερένιοι” Δωριείς ήταν φορείς ανώτερου πολιτισμού συγκριτικά με τους “μπρούντζινους” Αχαιούς. Ανάλογη φενάκη, με την ευκαιρία, είναι και η ιδέα περί “ανωτερότητας” του μονοθεϊσμού έναντι του πολυθεϊσμού, ενώ στην πραγματικότητα είναι τεράστια οπισθοδρόμηση – και ο χριστιανικός σκοταδιστικός Μεσαίωνας το αποδεικνύει: όταν ο καθείς διεκδικεί την αποκλειστικότητα στην αλήθεια, όταν χάνεται η πολυθεϊστική ανεκτικότητα, τότε το αποτέλεσμα είναι η… Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα όχι του Ισραήλ αλλά του μίσους μεταξύ μονοθεϊστών! Υπάρχουν όμως και άλλες “ιστορικές ειρωνείες” στη διαδοχή των εποχών. Αφού η εποχή τού σιδήρου είναι ανώτερη της εποχής τού μπρούντζου, τότε και ο σίδηρος θα έπρεπε να ήταν ανώτερος του κρατερώματος – πράγμα που, όπως είδαμε, δεν ευσταθεί. Τα σιδερένια όπλα, που προέκυψαν εξ ανάγκης, ήταν τα “όπλα των φτωχών”. Έπαψε έτσι το μονοπώλιο των αριστοκρατών στον πόλεμο. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως “εκδημοκρατίστηκε ο πόλεμος”. Είναι όμως “δημοκρατικό” το δικαίωμα του φονεύειν;(!)
Πού έβρισκαν οι Μινωίτες
κασσίτερο, το απαραίτητο συστατικό για την παραγωγή μπρούντζου; … Αναμφίβολα,
τα κρητικά πλοία θα πρέπει να μετέφεραν βρετανικό κασσίτερο. Αν έριχναν και
άγκυρα σε βρετανικά λιμάνια είναι μια άλλη ιστορία.
Το πλεόνασμα της Κρήτης
προερχόταν από το εμπόριο, σε αντίθεση με τη Βαβυλώνα και την Αίγυπτο που βασίζονταν κυρίως στο γεωργικό
πλεόνασμα. Οι Κρήτες ήταν απαράμιλλοι υπερπόντιοι έμποροι, κύριοι των θαλασσών,
διαθέτοντας το πιο προηγμένο ναυτικό που είχε υπάρξει ποτέ ως τότε. Αντάλλασσαν
όχι μόνο τα δικά τους βιοτεχνικά προϊόντα “Made
in Crete”, όπως κεραμικά και μεταλλουργικά, αλλά ενεργούσαν και ως
ενδιάμεσοι, εμπορευόμενοι πρώτες ύλες και τελικά προϊόντα σε όλη τη Μεσόγειο
και όχι μόνον. Οι πολυτιμότερες επανεξαγωγές τους ήταν τα αγγεία, ο χαλκός, ο
κασσίτερος, ο χρυσός και ο άργυρος. Δραστηριοποιούνταν όχι μόνο στην Ανατολή,
αλλά και στη Δύση, ιδρύοντας παντού εμπόρια. Οι προνομιακοί τους
εταίροι στην Ανατολή ήταν σίγουρα οι Αιγύπτιοι, ενώ σημαντικότεροι εταίροι τους
στην Εσπερία θα πρέπει να ήταν οι Ίβηρες, καθώς η χερσόνησος ήταν πλούσια σε
μέταλλα, κυρίως άργυρο, μα και κασσίτερο. Το εμπόριο του κασσίτερου ήταν πολύ
προσοδοφόρο στην εποχή τού μπρούντζου επειδή, όπως έχουμε ήδη δει, πρόκειται
για ένα ουσιαστικό συστατικό τού μπρούντζου, και συγκριτικά σπάνιο: μόνον ο
χρυσός και ο άργυρος σπανίζουν περισσότερο. Επιπλέον οι Ίβηρες προφανώς ήξεραν
την ρότα προς τις Κασσιτερίδες.(ς) - (ς) Οι Κασσιτερίδες, δηλαδή οι Νήσοι τού Κασσίτερου (Cassiterides, ελληνικό τοπωνύμιο που μέσω των λατινικών πέρασε και σε άλλες γλώσσες), πιστεύεται ότι βρίσκονταν κάπου κοντά στις δυτικές ακτές τής Ευρώπης. Αρχαίοι συγγραφείς (Στράβων, Ποσειδώνιος, Διόδωρος Σικελιώτης, κλπ) τις περιέγραψαν ως νησίδες στα ανοικτά τής βορειοδυτικής Ιβηρίας. Ο Διονύσιος ο Περιηγητής τις ανέφερε σε συνδυασμό με τις μυθικές Εσπερίδες. Ο Στησίχορος και ο Στράβων έγραψαν πως οι Εσπερίδες ήταν στη θρυλική Ταρτησσό (όπου θα ταξιδέψουμε σε εύθετο χρόνο). Ωστόσο, η υπόθεση που γίνεται γενικά αποδεκτή τώρα, αγνοώντας όλες τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, είναι πως οι Κασσιτερίδες συνδέονται με τα Βρετανικά Νησιά εν γένει, βάσει των τεράστιων τότε κοιτασμάτων κασσίτερου στην Κορνουάλλη (σήμερα ελάχιστο μετάλλευμα έχει απομείνει εκεί, λόγω υπερεκμετάλλευσης επί χιλιετίες…)Τα μέταλλα ήταν απλώς η απαρχή των πολύ ευρύτερων οικονομικών και πολιτιστικών ανταλλαγών. Πολλοί Ίβηρες εντυπωσιάζονται τώρα από το γεγονός ότι πριν από χιλιετίες οι Μινωίτες είχαν τις δικές τους “ταυρομαχίες”. Στο δίγλωσσο βιβλίο του (στα πορτογαλικά και αγγλικά) Fado – Λυρικές Πηγές και Ποιητική Έμπνευση, ο Mascarenhas Barreto θεωρεί πως οι “pegas” (αλλά και τα μινωικά ταυροκαθάψια, καθώς και άλλα ανάλογα παράτολμα παιχνίδια με τους ταύρους) πιθανόν να προήλθαν από τις νεολιθικές κυνηγετικές τελετουργίες και αναρωτιέται “αν οι λαοί τής Ιβηρικής Χερσονήσου τις είχαν μάθει από τους Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή εάν οι ίδιοι [οι Ίβηρες] ενδεχομένως να ήταν οι δάσκαλοι, δεδομένου πως οι ταύροι μεταφέρονταν στο νησί τής Κρήτης από το φυσικό τους περιβάλλον στη χερσόνησο”(ζ) (βλέπε επίσης Περιήγηση 3η: Ιβήρου Οδύσσεια). Αλλά, όταν κάποιος μιλάει για τέτοιες εκτεταμένες ανταλλαγές που λάμβαναν χώρα κατά την 3η χιλιετία π.Χ., με έθιμα που υιοθετούνταν και ταύρους που μεταφέρονταν σε τόσο μακρινές αποστάσεις, είναι πραγματικά τόσο σημαντικό να γνωρίζουμε ποιος μιμήθηκε ποιον;
Ο Mascarenhas Barreto αναρωτιέται
“αν οι λαοί τής Ιβηρικής Χερσονήσου είχαν μάθει [τα ταυροκαθάψια] από τους
Κρήτες τής 3ης χιλιετίας π.Χ., ή εάν οι ίδιοι [οι Ίβηρες] ενδεχομένως να ήταν
οι δάσκαλοι, δεδομένου ότι οι ταύροι μεταφέρονταν στο νησί τής Κρήτης από το
φυσικό τους περιβάλλον στη χερσόνησο.”
- (ζ) Τα ταυροκαθάψια ήταν ένα μινωικό τελετουργικό σχετικό με τη λατρεία τού ταύρου όπου, σε αντίθεση με την ταυρομαχία, ο ταύρος δεν σκοτωνόταν. Πέρασε στους Μυκηναίους και ονομάστηκε στα ελληνικά ταυροκαθάψια: από τις λέξεις ταῦρος και κάθαψις, ένα σπάνιο ουσιαστικό που απαρτίζεται από το κατα– και ἅπτομαι. Έτσι, ταυροκαθάψια σημαίνει κυριολεκτικά “άγγιγμα του ταύρου”. Παραστάσεις (νωπογραφίες, αγαλματίδια, σφραγίδες) τού τελετουργικού, εκτός της Κρήτης και της Πελοποννήσου, έχουν βρεθεί στη Μικρά Ασία (Σμύρνη και Χαττούσα), στην Χαναάν, την Αίγυπτο, τη Βακτρία, και την Κοιλάδα τού Ινδού.
- Τα ταυροκαθάψια στην Ισπανία ήταν οι λεγόμενες recortes. Οι recortadores συναγωνίζονταν στο να αποφεύγουν και να πηδούν πάνω από ταύρους χωρίς κάπα ή ξίφος. Μερικοί χρησιμοποιούσαν ένα μακρύ κοντάρι κάνοντας στην κυριολεξία άλμα επί κοντώ πάνω από το επιτιθέμενο ζώο, που δεν το συγκρατούσε κανένα σχοινί ή κάτι παρόμοιο για λόγους ασφαλείας. Οι recortes ήταν συνηθισμένες κατά τον 19ο αιώνα. Απεικονίζονται σε χαρακτικά (οξυγραφίες) τού ζωγράφου Francisco Goya.
- Στη γειτονική Πορτογαλία, η δεύτερη φάση τής ταυρομαχίας, η λεγόμενη pega (“λαβή”), είναι αυτή στην οποία αναφέρεται ο Barreto. Οι λεγόμενοι forcados προκαλούσαν τότε το ζώο άμεσα χωρίς προστασία ή όπλο. Ο “κορυφαίος” έκανε τον ταύρο να επιτεθεί για να εκτελέσει μια pega de cara (“λαβή προσώπου”), αρπάζοντας το κεφάλι τού ζώου, ενώ οι σύντροφοί του το περικύκλωναν για να το καθηλώσουν. Ο ταύρος δεν σκοτωνόταν στην αρένα μπροστά στο κοινό, αλλά αργότερα από χασάπη. Μερικοί ταύροι, λόγω εξαιρετικών επιδόσεων, γιατρεύονταν και αφήνονταν ελεύθεροι σε βοσκότοπους ως τον θάνατό τους χρησιμοποιούμενοι για αναπαραγωγή.
- Σε μια “ασφαλέστερη” παραλλαγή αυτού του τελετουργικού στη γαλλική Γασκωνία χρησιμοποιούνταν όχι ταύροι αλλά μοσχάρια, που είχαν επιπλέον μακριά σχοινιά δεμένα στα κέρατα τους για να τα ελέγχουν καθώς κατευθύνονταν προς τους sauteurs (άλτες) και τους écarteurs (εκείνους που προσπαθούσαν να αποφύγουν το ζώο) για να μην ποδοπατηθούν ή χτυπηθούν με τα κέρατα αν αποτύγχαναν σε κάποια προσπάθεια.
- Στη νότια Ινδία, στο Tamil Nadu, υπήρχε ένα σχετικό τελετουργικό, το jallikattu, στη διάρκεια των εορτασμών τής συγκομιδής. Οι συμμετέχοντες πηδούσαν πάνω στον ταύρο, προσπαθώντας να πιάσουν τα χρήματα που υπήρχαν σε πακετάκια δεμένα στα κέρατά του ως έπαθλο. Το έθιμο είναι πανάρχαιο καθώς βρίσκουμε απεικονίσεις του σε βραχογραφίες που χρονολογούνται στον 3ο π.Χ. αιώνα τουλάχιστον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως