«Είνε αληθές θαύμα πώς διεσώθημεν…»
Του Αλέκου A. Ανδρικάκη
Την επομένη των γεγονότων, ο
Βενιζέλος συνέταξε εκτενή έκθεσή του προς την Κεντρική Επιτροπή των Κρητών της
Αθήνας, που στην ουσία είχε το συντονισμό των κρητικών αγώνων από το 1866. Η
έκθεση υπάρχει στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, αλλά τμήματά της δεν έχουν
διασωθεί. Έχει καταστραφεί τμήμα κάπου στη μέση του κειμένου, αλλά και ένα
ακόμη στο τέλος. Λίγες ημέρες αργότερα στην εφημερίδα «Νεολόγος» της
Κωνσταντινούπολης δημοσιεύτηκε ένα ανυπόγραφο κείμενο που μοιάζει σε πολλά
σημεία με την έκθεση του Βενιζέλου.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1933, ο γιατρός
και βουλευτής Μιχαήλ Καταπότης από τη Σητεία την αναδημοσίευσε στο ιστορικό
περιοδικό «Μύσων» που εξέδιδε, έχοντας την άδεια του Βενιζέλου, ο οποίος
δέχτηκε ότι ήταν ο συντάκτης αυτής της ανυπόγραφής έκθεσης. Και τα δύο κείμενα
είχαμε δημοσιεύσει στο ένθετο αφιέρωμα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε
κυκλοφορήσει με την «Π» στις 26 Φεβρουαρίου 2009.
Όταν στέλνει την έκθεση στην
Κ.Ε., ήδη η Συνέλευση έχει πάρει απόφαση να αποδεχτεί την αυτονομία, γεγονός
που ο Βενιζέλος χρεώνει προσωπικά στον αντίπαλό του Ιωσήφ Χατζηδάκη.
Ο Βενιζέλος αναφέρεται
αναλυτικά στα γεγονότα αλλά παράλληλα καταθέτει και το πολιτικό πλαίσιο μέσα
στο οποίο θα έπρεπε να γίνει δεκτή η αυτονομία. Κι απ’ αυτό το κείμενο γίνεται
σαφές ότι η αντιπαλότητα ανάμεσα στους Κρήτες πληρεξουσίους δεν ήταν η
αυτονομία ή η ένωση με την Ελλάδα, αλλά απλά ο χρόνος και οι όροι της αποδοχής
της αυτονομίας. Πιθανώς και ο τόπος, καθώς, όπως έχει αναφέρει ο πληρεξούσιος
τότε Χανίων Ιωσήφ Λεκανίδης, οι περί τον Βενιζέλο επεδίωκαν να ληφθεί η απόφαση
της αποδοχής μόνο σε συνέλευση με έδρα το Ακρωτήρι, κι όχι σε συνέλευση με έδρα
ανατολική επαρχία.
Στην αναλυτική έκθεσή του
προς την Κ.Ε. της Αθήνας, αναφέρεται στα βίαια γεγονότα, σημειώνοντας πως δυο φορές το σπίτι που διέμενε πολιορκήθηκε από τον
μαινόμενο όχλο και πληρεξουσίους που ήλεγχε ο Χατζηδάκης, και διασώθηκε χάρη στις ψύχραιμες παρεμβάσεις του
επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου,
Διονυσίου, του επαναστάτη και πληρεξουσίου, Ιωάννη Αϊνικολιώτη, και μερικών ακόμη μετριοπαθών.
«Είνε δε αληθές θαύμα πώς διεσώθημεν εκ της νέας
ταύτης επιθέσεως δια της παρεμβάσεως του Επισκόπου αφ’ ενός και αφ’ ετέρου του
Καπετάν Γιάννη Αϊνικολιώτου και άλλων τινων μετριοπαθεστέρων», αναφέρει
χαρακτηριστικά.
Η μη αποδοχή της αυτονομίας
Στο πολιτικό ζήτημα εξηγεί
ότι δεν θέλησε να συζητηθεί το θέμα της αποδοχής της αυτονομίας όχι μόνο επειδή
έτσι είχε αποφασίσει η Συνέλευση των Αρμένων, που είχε προηγηθεί, αλλά επειδή
δεν είχε ακόμη υπογραφεί η ελληνοτουρκική συνθήκη ειρήνης μετά τον ατυχή πόλεμο
του Μαρτίου – Απριλίου. Κι όπως τόνιζε, αν δεν υπογραφόταν και παρέμενε η
εμπόλεμη κατάσταση, τότε και η Κρήτη θα ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση, γεγονός που
θα προκαλούσε νέα προβλήματα στο νησί.
Αλλά η βασικότερη διαφωνία
του, όπως τουλάχιστο αναφέρεται στην εκτενή επιστολή, στην αποδοχή της
αυτονομίας στη Συνέλευση των Αρχανών, αφορούσε στο γεγονός ότι οι Κρήτες δεν
είχαν διατυπώσει όρους που να είχαν γίνει αποδεκτοί από τις Μεγάλες Δυνάμεις,
ούτε είχε διασφαλιστεί η αποχώρηση του τουρκικού στρατού από το νησί. Και
διατύπωνε έναν ορατό κίνδυνο, αν τελικά παρέμενε ο τουρκικός στρατός: «η παραμονή Τουρκικού στρατού εντός των
πόλεων θ’ αποδείξη πάλιν την αυτονομίαν όνειρον θερινής νυκτός και προ της
παρελεύσεως έτους ίσως θα έχωμεν νέας τοπικάς συμφοράς και νέας εθνικάς
περιπλοκάς».
Ο δημοκρατικά ανώριμος
κρητικός λαός…
Επιπλέον σημείωνε ότι ήταν
επικίνδυνο να δοθεί πλήρης και ανεξέλεγκτη δυνατότητα στις Μεγάλες Δυνάμεις να
καθορίσουν τους όρους της αυτονομίας κι όχι αυτοί να συμφωνηθούν με την
Επαναστατική Συνέλευση. Μάλιστα πρόσθετε ότι από τις διαβουλεύσεις με τους
εκπροσώπους των ΜΕΔ ήταν φανερό ότι αν δεν επιβάλλονταν οι όροι από τους
Κρήτες, τότε τη θέση της τουρκοκρατίας θα έπαιρνε μια νέα περίοδος ξενοκρατίας.
Και δεν έπεσε πολύ έξω, καθώς η περίοδος της αυτονομίας που ακολούθησε (1898
-1913) ήταν στην ουσία ένα πολίτευμα τύποις αυτόνομο, αλλά στην ουσία
ελεγχόμενο απόλυτα από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Στην έκθεση πρόσθετε ότι στην
επιβολή μιας νέας περιόδου ξενοκρατίας συνέτεινε και το ότι δεν προβλεπόταν η
λειτουργία κρητικής βουλής. Στο σημείο αυτό έκανε μια εντυπωσιακή παρατήρηση σε
σχέση με τη δημοκρατική ωριμότητα του κρητικού λαού, την οποία αμφισβητούσε: «Και δεν είμαι μεν ένθερμος θιασώτης του
αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος εις λαόν ως τον ιδικόν μας, αλλ’ απέναντι των
κατά του εθνικού μέλλοντος κινδύνων ους εγκλείει ανεξέλεγκτος ξενοκρατία
απολυταρχική, προτιμώ προδήλως τα κακά του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος».
Μάλιστα για την προσπάθεια
επιβολής της ξενοκρατίας κατηγορούσε τον Χατζημιχάλη
Γιάνναρη, αλλά και άλλους επαναστάτες του νησιού.
Το κείμενο της έκθεσης, που όπως προαναφέραμε δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, έχεις ως εξής:
Το κείμενο της έκθεσης, που όπως προαναφέραμε δεν έχει διασωθεί ολόκληρο, έχεις ως εξής:
«Προς την Κεντρικήν Κρητικήν εν Αθήναις Επιτροπήν
Αξιότιμοι ΚύριοιΜετ’ αλγούσης καρδίας σπεύδω να εκθέσω Υμίν τα χθες εν Αρχάναις γενόμενα.
Τη 9 Ιουλίου κοινή γνώμη των εν Αρμένοις παρόντων πληρεξουσίων ελήφθη η επομένη απόφασις: «Αναβάλλεται επ’ αόριστον η πολιτική συζήτησις. Εν τω μεταξύ εις την υπό της πλειονοψηφίας της Συνελεύσεως ορισθησομένην έδραν θα μεταβή το Προεδρείον και εις τουλάχιστον πληρεξούσιος εξ εκάστης επαρχίας, όπως ασχοληθώσι περί της εσωτερικής τάξεως. Όταν το Προεδρείον μετά των παρόντων πληρεξουσίων κρίνη ότι επέστη η ώρα δια την πολιτικήν συζήτησιν θα προσκαλέση αμέσως προς τούτο και τους απόντας πληρεξουσίους. Προ της προσκλήσεως ταύτης και της παροχής αναλόγου χρόνου προς προσέλευσιν των απόντων ουδεμία πολιτική συζήτησις επιτρέπεται. Θα γίνη δε η συζήτησις αύτη εις μέρος κείμενον πλησίον του τόπου όπου εδρεύουσιν οι ναύαρχοι, πάντων των πληρεξουσίων αναλαμβανόντων την ηθικήν υποχρέωσιν να προσέλθωσιν εις το εν λόγω μέρος. Εάν ότε θα γίνη η πολιτική συζήτησις οι ναύαρχοι εξακολουθώσιν εδρεύοντες εις το Τμήμα Χανίων η συζήτησις θα γίνη ωρισμένως εις Αρμένους».
Μετά την απόφασιν ταύτην γενομένης ψηφοφορίας
προσωρινή έδρα εις ην θα μετέβαινε το Προεδρείον μεθ’ ενός πληρεξουσίου εξ
εκάστης επαρχίας ωρίσθησαν αι Αρχάναι.
Συνεπεία των αποφάσεων τούτων η Συνέλευσις μετετέθη
προσωρινώς εις Αρχάναις, όπου επελήφθη του ζητήματος της επεκτάσεως της
στρατιωτικής ζώνης, ως εζήτη ο εν Ηρακλείω διοικητής των διεθνών στρατευμάτων
Τσερμσάιδ, και της ψηφίσεως οργανώσεως Προσωρινής Κυβερνήσεως της νήσου.
Ταυτοχρόνως επιστάντος του χρόνου της εκλογής του νέου Προεδρείου συνήχθησαν εν
Αρχάναις 70 περίπου πληρεξούσιοι, καθόσον οι οπαδοί της αντιθέτου πολιτικής εν
τη Συνελεύσει έκρινον λυσιτελέστατον προς επικράτησιν των ιδεών των την εκλογήν
Προέδρου ομόφρονος αυτοίς. Εν τούτοις μεθ’ όλας τας καταβληθείσας υπ’ αυτών
προσπαθείας και μολονότι το μέγα μέρος των αντιπροσώπων των Δυτικών επαρχιών, οίτινες
έρρεπον προς την ιδέαν της αναβολής της πολιτικής συζητήσεως απήχον της
Συνελεύσεως, οι οπαδοί της αμέσου δηλώσεως περί αποδοχής της αυτονομίας έχασαν
την εκλογήν.
Μετά την εκλογήν οι πλείστοι των πληρεξουσίων απήλθον
εις τας επαρχίας των βέβαιοι ότι πολιτική συζήτησις δεν ηδύνατο να γίνη προ του
προσκληθώσι πάντες οι πληρεξούσιοι. Τότε δε οι σπεύδοντες εις την άμεσον
δήλωσιν, ων ηγείτο ο ιατρός κ Ιωσ. Χατζηδάκης απελπίσαντες ότι ηδύναντο να
σύρωσι προς τας ιδέας των την πλειονοψηφίαν της Συνελεύσεως απεφάσισαν να
προβώσιν εις εκτέλεσιν των ιδεών των δια πραξικοπήματος. Και πρώτον μεν ήρχισαν
από ημερών να διαβάλωσι συστηματικώς προς τους κατοίκους των Αρχανών τους
τασσομένους με την ιδέαν της αναβολής ως δωροδοκηθέντας παρά της εθνικής
Εταιρίας, παρά της Ελλ. Κυβερνήσεως, και παρά του Δζεβάτ πασσά, ων δωροδοτών
πάντων ο σκοπός κατά τους διαβολείς συνέπιπτεν εις το να αποκρουσθή η
αυτονομία, όπως απέλθη η Ευρώπη εκ της Κρήτης και επιτραπή εις την Τουρκίαν η
εν αίματι καταστολή της επαναστάσεως. Αφού δε εξήγειρον επαρκώς τον
Αρχανιωτικόν όχλον καθ’ ημών, αίφνης κατά την συνεδρίασιν της 9 Αυγούστου καθ’
ην επρόκειτο να συνεχισθή η συζήτησις του περί Προσωρινής διοικητικής
διοργανώσεως νομοσχεδίου ο κ Ιωσ. Χατζηδάκης υποβάλλει πρότασιν όπως διακοπή η
συζήτησις του εν λόγω νομοσχεδίου, αποφασισθή ότι επέστη ο χρόνος της πολιτικής
συζητήσεως και προβή η Συνέλευσις εις την πολιτικήν συζήτησιν. Συζητουμένης
της εν λόγω προτάσεως ένοπλοι εισέβαλον εις την Συνέλευσιν όπως επιτεθώσι κατά
των αποκρουόντων την εν λόγω πρότασιν. Προς στιγμήν η αίθουσα των συνεδριάσεων
εκινδύνευσε να γίνη θέατρον αιματηρών σκηνών, αλλά κατωρθώθη ευτυχώς να λυθή η
συνεδρίασις άνευ τινος απευκταίου. Την επιούσαν ο κ Χατζηδάκης ηξίωσε να
γίνη νέα συνεδρίασις προ του καν γίνη απόπειρα εξωδίκου συνεννοήσεως. Μόλις δε
κατωρθώσαμεν να τους πείσωμεν να περιμένουν μέχρι της επομένης όπως φθάση εις
Αρχάναις ο εξ Αθηνών ερχόμενος Θεοφ. Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου όστις
απολαύων της κοινής εκτιμήσεως πάντων των πληρεξουσίων θα ηδύνατο ίσως να
εξεύρη συμβιβαστικήν τινα λύσιν. Τω όντι την 11ην του μηνός έφθασεν ο Θεοφ.
Επίσκοπος Ρεθύμνης όστις και συνέστησε να περιμένωμεν τουλάχιστον 10 ή 11
ημέρας έτι, εντός των οποίων, ως έλεγεν, ήλπιζεν ότι θα υπογράφετο η
προκαταρκτική ειρήνη και θα έπαυε πάσα αφορμή διαφωνίας μεταξύ των
πληρεξουσίων. Την σύστασιν ταύτην απέρριψεν ασυζητητεί ο κ Χατζηδάκης και οι
περί αυτόν. Τότε εδηλώσαμεν αυτοίς ότι
δεχόμεθα να θεωρηθή ότι επέστη ο χρόνος της πολιτικής συζητήσεως, αλλά τοις
υπεμνήσαμεν ότι κατά τα εν Αρμένοις συμφωνηθέντα έπρεπε να σταλώσι προσκλητήρια
προς πάντες τους πληρεξουσίους όπως εντός ευλόγου προθεσμίας προσέλθωσιν εις
Αρμένους προς συζήτησιν του πολιτικού ζητήματος. Αλλά και τούτο απέκρουσαν
ισχυριζόμενοι ότι κατ’ ουδένα τρόπον θα δεχθούν να επανέλθη η Συνέλευσις εις
Αρμένους. Προβαίνοντες εις την σειράν των υποχωρήσεων προς αποφυγήν διαιρέσεως,
προτείναμεν αυτοίς να ορισθή τουλάχιστον ως έδρα της Συνελεύσεως όπου να γίνη η
πολιτική συζήτησις το Καστέλλι Μυλοποτάμου, ως μέρος κεντρικώτερον και δια να
μη αποδειχθή ότι η εις Αρχάναις προσωρινή μετάθεσις της έδρας έκρυπτεν
επιβουλήν όπως μη επιστρέψη πλέον η έδρα εις τα δυτικά Τμήματα. Να προσκληθώσι
δε δια την νέαν ταύτην έδραν πάντες οι πληρεξούσιοι εντός ευλόγου προθεσμίας.
Προσεθήκαμεν μάλιστα ότι προθύμως εγώ θα παρητούμην της προεδρείας όπως
αναδειχθή Πρόεδρος ο Άγιος Ρεθύμνης και πραϋνθή ούτω η προσωπική μήνις του κ
Χατζηδάκη διότι δις απεκρούσθη ως Πρόεδρος. Αλλ’ ούτε η πρότασις αύτη έγινε
δεκτή. Επί τέλους ο Επίσκοπος Ρεθύμνης προέτεινεν αυτοίς να υποχωρήσωμεν μεν
ημείς καθ’ όλα τα άλλα, να δεχθώμεν δ’
ακόμη να γίνη η πολιτική συζήτησις εν Αρχάναις. Πάντα υπό τον όρον να
προσκληθώσι προηγουμένως εντός ευλόγου προθεσμίας πάντες οι πληρεξούσιοι,
οίτινες γνωρίζοντες ότι πολιτική συζήτησις δεν ηδύνατο να γίνη άνευ
προηγουμένης προσκλήσεώς των εφησύχαζον εις τας επαρχίας των. Αλλ’
απίστευτον ειπείν: και η τελευταία αύτη πρότασις απερρίφθη υπό των περί τον κ
Χατζηδάκην, οίτινες γνωρίζοντες ότι αν προσήρχοντο οι πληρεξούσιοι πασών των
επαρχιών θα ήτο αδύνατον να επιτύχωσι πλειονοψηφίαν, ηξίουν να γίνη εν Αρχάναις
η πολιτική συζήτησις αυθημερόν και υπό μόνον των κατά σύμπτωσιν ευρεθέντων εκεί
πληρεξουσίων.
Η 11η του μηνός κατηναλώθη εις τας αγόνους ταύτας
διαπραγματεύσεις. Την επιούσαν προσήλθον εις την οικίαν όπου διέμενα τρεις
πληρεξούσιοι οίτινες εξ ονόματος των λοιπών με εκάλεσαν να μεταβώ όπως
προεδρεύσω της συνεδριάσεως προς συζήτησιν του πολιτικού ζητήματος. Τοις είπον
ότι την απάντησιν μου θα έδιδα εγγράφως. Έσπευσα δε και έγραψα αυτοίς ότι «αφού κατά την γνώμην των πλειόνων εν
Αρχάναις παρόντων πληρεξουσίων επέστη ο χρόνος της πολιτικής συζητήσεως, εγώ
συμμορφούμενος προς την εν Αρμένοις ληφθείσαν απόφασιν, θεωρώ του λοιπού έδραν
της Συνελεύσεως τους Αρμένους, όπου και μεταβαίνω και όπου καλώ και αυτούς,
θέλω δε καλέσει και τους λοιπούς πληρεξουσίους να προσέλθωσιν εντός 12 ημερών».
Ο Ιωάννης Αϊνικολιώτης, ο
επαναστάτης από το Μονοφάτσι, ήταν από εκείνους που διέσωσαν τον Βενιζέλο, όπως
αναφέρει στην έκθεσή του ο ίδιος.
Εις την ανάγνωσιν του εγγράφου τούτου
όπερ καθιστά πλέον αδύνατον οιανδήποτε νόμιμον ενέργειαν εν Αρχάναις, οι περί
τον κ Χατζηδάκην εξεμάνησαν. Συνελθόντες δε εις την αίθουσαν των
συνεδριάσεων υπό τον αντιπρόεδρον κ Σ. Σαββάκην εξέπεμψαν τον
καταρραδιουργηθέντα όχλον των Αρχανών ένοπλον κατ’ εμού και των λοιπών
ομοφρονούντων, ανερχομένων εις … (σ.σ.: στο σημείο τμήμα του εγγράφου είναι κατεστραμμένο, αλλά ο
αριθμός ήταν 23, σύμφωνα με ανυπόγραφη έκθεση την οποία δημοσίευσε ο «Νεολόγος»
της Κωνσταντινούπολης στις 29 Αυγούστου 1897 κι αργότερα παραδέχτηκε ότι
συνέταξε ο ίδιος ο Βενιζέλος. Κατά τον παρόντα στα γεγονότα πληρεξούσιο
Στυλιανό Παπαντωνάκη, ο οποίος συνόδευε τον Βενιζέλο, ήταν 10) όπως
βία μας απαγάγουν εις την συνεδρίασιν. Και εξ μεν εκ τούτων ανήκοντες εις τας
Ανατολικάς επαρχίας παρεσύρθησαν υπό του λαϊκού ρεύματος και μετέβησαν εις την
συνεδρίασιν, οι δε λοιποί εδηλώσαμεν ότι δεν ήτο δυνατόν να υποκύψωμεν εις βίαν
όπως αθετήσωμεν συμφωνίας συναφθείσας προς τους πληρεξουσίους πασών των
επαρχιών και ων την τήρησιν ανελάβομεν και ως ηθικήν υποχρέωσιν. Επί δύο ώρας ο
οίκος εν ω εμένομεν εξηκολούθει πολιορκούμενος υπό μενομένου όχλου ου την
περαιτέρω ενέργειαν ανέκοπτε μόνη η δήλωσις ημών ότι θα ημυνόμεθα μέχρις
εσχάτων. Επί τέλους μετά δύο ώρας ελύθη η πρώτη πολιορκία δια της παρεμβάσεως
τινών οίτινες ανέλαβον να μας πείσουν να υποκύψωμεν. Αλλ’ ότε ημείς τους
επανελάβομεν την δήλωσιν ότι δεν ήτο δυνατόν να υποκύψωμεν εις βίαν όπως
μετάσχωμεν εις αληθές πραξικόπημα το οποίον θα ήτο η εν απουσία και αγνοία των
9/10 των πληρεξουσίων της Κρήτης συζήτησις του πολιτικού ζητήματος, η επίθεσις
του πλήθους επανελήφθη. Είνε δε αληθές θαύμα πώς διεσώθημεν εκ
της νέας ταύτης επιθέσεως δια της παρεμβάσεως του Επισκόπου αφ’ ενός και αφ’
ετέρου του Καπετάν Γιάννη Αϊνικολιώτου και άλλων τινων μετριοπαθεστέρων. Επί
τέλους επετράπη εις ημάς να απέλθωμεν οι δε αντιφρονούντες γενόμενοι πλέον 49
μετά την πρόσληψιν εξ εκ των ομοφρονούντων ημών, υποκυψάντων ως είρηται ανωτέρω
εις την Αρχανιώτικην οχλοκρατίαν, προέβησαν εις την σύνταξιν του υπομνήματος, ούτινος αντίγραφον θα
στείλωσι βεβαίως Υμίν.
Πριν η προβώ εις την εξέτασιν του περιεχομένου του εν
λόγω υπομνήματος και της εκ τούτου δημιουργουμένης καταστάσεως, αναγκαίον κρίνω
να εκθέσω δια βραχέων, όσον το δυνατόν, τους λόγους ένεκα των οποίων ενομίζομεν
ότι έπρεπε ν’ αναβληθή επί του παρόντος η δήλωσις περί αποδοχής της αυτονομίας
μέχρις υπογραφής της Ελληνοτουρκικής ειρήνης, και μέχρις ου ήθελον γνωσθή αι
βάσεις της αυτονομίας.
Και πρώτον μεν εθεωρούμεν καθήκον τιμής δια τον τόπον
απέναντι του ελευθέρου Βασιλείου να μη ασχοληθώμεν εις την τακτοποίησιν του
ημετέρου ζητήματος πριν η περατωθή ο πόλεμος εις ον χάριν ημών παρεσύρθη το
έθνος. Αποδεχόμενοι από σήμερον την αυτονομίαν εις ποίαν θέσιν θα ευρισκώμεθα
εάν αύριον η κακή τύχη του έθνους μας έφερεν εις ναυάγιον των διαπραγματεύσεων
της ειρήνης και εις εξακολούθησιν του πολέμου;
Δεύτερον δε εθεώρουμεν ότι πολιτικόν συμφέρον ύψιστον
επέβαλε να μη αποδεχθώμεν την αυτονομίαν πριν ίδωμεν αυτήν.
Και πρώτον μεν δεν ανακηρύσσεται εν αυτή η αναλλοίωτος
πίστις εις την εθνικήν ιδέαν και η αποδοχή της αυτονομίας ως προσωρινού σταθμού
εν τη πραγματοποιήσει του εθνικού ιδεώδους αλλ’ η αποδοχή της αυτονομίας
γίνεται καθαρά και ανεπιφύλακτος.
Δεύτερον δε δεν συνδυάζεται αναποσπάστως η αναχώρησις
του Τουρκικού στρατού προς την αποδοχήν της αυτονομίας, αλλ’ η αποδοχή γίνεται
άνευ όρων, εφιστάται δε μόνον η προσοχή των Δυνάμεων επί της ανάγκης να φύγη ο
Τουρκικός στρατός δια να καταστή δυνατή η εφαρμογή της αυτονομίας. Εν ω εφόσον
μάλιστα προ της οριστικής διατυπώσεως των όρων της αυτονομίας ημείς απρόσκλητοι
κάμνομεν δήλωσιν περί αποδοχής της αυτονομίας ωφείλομεν εις την δήλωσιν ταύτην
να περιλάβωμεν το maximum των αξιώσεών μας ελεύθεροι πάντοτε να υποχωρήσωμεν εν
ανάγκη ότε διατυπουμένων των βάσεων της αυτονομίας θα προσεκαλούμεθα υπό των
Δυνάμεων να δηλώσωμεν εάν αποδεχώμεθα αυτάς. Μολονότι η παραμονή Τουρκικού
στρατού εντός των πόλεων θ’ αποδείξη πάλιν την αυτονομίαν όνειρον θερινής
νυκτός και προ της παρελεύσεως έτους ίσως θα έχωμεν νέας τοπικάς συμφοράς και
νέας εθνικάς περιπλοκάς.
Τρίτον. Δεν δηλούται ότι η αποδοχή της αυτονομίας
γίνεται υπό τον όρον ότι αύτη έσται πλήρης οποία προεκηρύχθη, αλλά τουναντίον
δίδεται η διαβεβαίωσις εκ των προτέρων (σ.σ.: η υπογράμμιση από τον ίδιο τον
Βενιζέλο) ότι ο Κρητικός λαός θέλει αποδεχθή πάσας τας αποφάσεις της Ευρώπης.
Και πιθανώς μεν αι υπαγορεύσεις της πρακτικής πολιτικής θα μας αναγκάσουν ίσως
ν’ αποδεχθώμεν πάσαν απόφασιν της Ευρώπης εν σχέσει προς τον τύπον του
πολιτεύματος, αλλ’ επαναλαμβάνω ότι κάμνοντες άνευ προκλήσεως δήλωσιν περί
αποδοχής της αυτονομίας ωφείλομεν να περιλάβωμεν εν αυτή το ανώτατον όριον των
απαιτήσεών μας, ελεύθεροι να κανονίσωμεν τας υποχωρήσεις μας αναλόγως των
περιστάσεων ότε θα προσκληθώμεν ν’ αποδεχθώμεν την οριστικώς υπό των Δυνάμεων
διατυπω- θησομένην αυτονομίαν.
Τέταρτον. Ει και εν τω εγγράφω γίνεται μνεία αυστηράς
εφαρμογής των νόμων υπό Κυβερνήτου δραστηρίου και αμερολήπτου εξυπηρετουμένου
υπό δικαστηρίων εφαρμοζόντων ακριβώς την δικαιοσύνην και υπό επαρκούς δημοσίας
δυνάμεως στρατιωτικώς διωργανουμένης, ουδείς λόγος γίνεται περί Βουλής ουδαμού
του εγγράφου. Είμαι δε εις θέσιν να γνωρίζω ότι η παράλειψις είνε σκόπιμος, του
κ Χατζιδάκη μετά των ομοφρόνων αυτώ ξενολατρών (Γιάνναρη, Ξηρά κλπ)
επιθυμούντων την εν Κρήτη ίδρυσιν ανεξελέγκτου ξενοκρατίας. Και δεν είμαι μεν
ένθερμος θιασώτης του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος εις λαόν ως τον ιδικόν
μας, αλλ’ απέναντι των κατά του εθνικού μέλλοντος κινδύνων ους εγκλείει
ανεξέλεγκτος ξενοκρατία απολυταρχική, προτιμώ προδήλως τα κακά του αντιπροσωπευτικού
πολιτεύματος.
Πέμπτον. Παραδόξως εκρίθη αναγκαίον να (σ.σ.: γίνη; Το έγγραφο στο σημείο αυτό είναι
κατεστραμμένο) εν τω εγγράφω η βεβαίωσις
ότι ο τόπος είναι πλούσιος, εν ω και ανακριβής είνε η βεβαίωσις μετά τας
επισωρευθείσας κατά την τελευταίαν δεκαετίαν επανειλημμένας καταστροφάς. Και
ότε υπό των ναυάρχων εν ιδιαιτέραις συνδιαλέξεσιν ερρίφθη προς βολιδοσκόπησιν η
ιδέα της υπό του Δημοσίου Ταμείου αποζημιώσεως των καταστροφών της τελευταίας
επαναστάσεως, την ιδέαν ταύτην, ήτις πραγματοποιουμένη θα καθίστα επί δεκάδας
ετών δούλον οικονομικώς το Χριστιανικόν στοιχείον προς το Τουρκικόν,
κατεπολεμήσαμεν νικηφόρως ως ηλπίζομεν δια του επιχειρήματος ότι ο τόπος
περιέστη εις τοιαύτην πτωχείαν ώστε, αν επρόκειτο να επιβληθή η πληρωμή
τοιούτων αποζημιώσεων, ούτε εις τας ανάγκας της διοικήσεως αυτού θα επήρκει και
οι μη καταστραφέντες εκ των κατοίκων θα κατεστρέφοντο.
Έκτον, γίνεται ατυχής συσχέτισις των συνεπειών του
Ελληνοτουρκικού πολέμου προς το Κρητικόν ζήτημα ενώ και μετά το πέρας του
πολέμου……
(σ.σ.: ακολουθεί αναφορά στην
επιστολή η οποία δεν έχει διασωθεί. Πιθανώς έχει παραληφθεί μία σελίδα)
….… διατυπουμένην υπό των Δυνάμεων εν ταις γενικωτέραις τουλάχιστον βάσεσιν
αυτής. Η αποδοχή της αυτονομίας και η απεριόριστος εγκατάλειψις της
διαρρυθμίσεως αυτής εις την ευμένειαν των Δυνάμεων εκρίνετο παρ’ ημών
επικίνδυνος κατά τούτο ότι αι Δυνάμεις εξησφαλισμέναι ούτω κατά πάσης
ενδεχομένης αντιδράσεως ημών ηδύναντο να διαρρυθμίσωσι την αυτονομίαν κατά
τρόπον εμβάλλοντα εις κίνδυνον το εθνικόν ημών μέλλον, ή να περικόψωσι αυτήν
και περιορίσωσι κατά τρόπον οικτρόν όπως πραΰνωσι την ανένδοτον αντίδρασιν του
Τουρκικού στοιχείου και του Σουλτάνου.
Και τρίτον (σ.σ.: στο καταστραφέν τμήμα του εγγράφου
υπάρχουν προφανώς τα δύο προηγούμενα σημεία) ενομίζομεν ότι δεν έπρεπεν ημείς
να επισπεύδωμεν την ανακίνησιν του ζητήματός μας προ της λύσεως της
Ελληνοτουρκικής διαφοράς ίνα μη παράσχωμεν αφορμήν εις την Πύλην να επιδιώξη
την ένωσιν του Ελληνικού και Κρητικού ζητήματος επί κινδύνω περιπλοκής
αμφοτέρων.
Η πολιτική ημών αύτη ουδένα ενείχε κίνδυνον, αφ’ ενός
μεν διότι συνεδυάζετο προς την τήρησιν αρίστων μετά των ναυάρχων σχέσεων και
τοιαύτης αλληλογραφίας ήτις επέτρεπεν αυτοίς να ευνοήσουν ότι τηρούντες τας
προς τον τόπον υποσχέσεις των θα τον εύρισκον πρόθυμον να συμπράξη μετ’ αυτών
εις επιτυχίαν του ειρηνευτικού των έργου, και αφ’ ετέρου διότι αυτός ο Κανεβάρο
κατ’ επανάληψιν εδήλωσεν εις επιτροπείας της Συνελεύσεως ότι αι Δυνάμεις δεν θα
επιληφθούν του Κρητικού ζητήματος προ του πέρατος της Ελληνοτουρκικής διαφοράς,
διότι συμφέρον αμφοτέρων των ζητημάτων είνε να λυθώσιν αλληλοδιαδόχως και όχι
ταυτοχρόνως, συνέστησε δε να έχωμεν
υπομονήν και να προσπαθήσωμεν εν τω μεταξύ ν’ ασχοληθώμεν εις την εμπέδωσιν της εσωτερικής τάξεως.
Επί των λόγων τούτων βασιζόμενοι υπεστηρίζομεν την
πολιτικήν ημών ταύτην. Αλλά την υποστήριξιν και τον θρίαμβον της πολιτικής
ταύτης εξηρτώμεν ειλικρινώς εκ της επιδοκιμασίας του τόπου, θα είμεθα δε
έτοιμοι μόλις επειθόμεθα ότι η πολιτική αύτη επιδοκιμάζεται υπό των πολλών να
υποκύψωμεν εις την γνώμην της πλειοψηφίας, παρέχοντες αυτή ελεύθερον το στάδιον
της συμφωνίας προς τας ιδίας αυτάς σκέψεις διεξαγωγής του ζητήματος. Εις τούτο
δε και ότε η πλειοψηφία των κατά σύμπτωσιν εν Αρχάναις ευρεθέντων πληρεξουσίων
εξεδήλωσε την γνώμην ότι επέστη ο χρόνος της πολιτικής συζητήσεως, εγώ ουδαμώς
εδίστασα συμμορφούμενος προς την γνώμην ταύτην να δηλώσω ότι θέλω προσκαλέση
αμέσως πάντας τους πληρεξουσίους συμφώνως προς τα εν Αρμένοις συναποφασισθέντα
να προσέλθωσιν ότι τάχιον εις Αρμένους προς συζήτησιν του πολιτικού ζητήματος,
εξ ης συζητήσεως θα εξηκριβούτο αν η πλειονοψηφία του τόπου ετάσσετο προς την
γνώμην της αμέσου αποδοχής ή προς την γνώμην της αναβολής. Αλλά προδήλως δεν
ήτο δυνατόν να συμπράξωμεν εις στηλιτικά πραξικοπήματα και δεχθώμεν να συζητηθή το πολιτικόν ζήτημα και εις άλλον παρά
τον αποφασισθέντα τόπον και ιδίως άνευ προηγουμένης προσκλήσεως πάντων των
απόντων πληρεξουσίων, υπό μόνων των εν Αρχάναις ευρεθέντων πληρεξουσίων και επί
τέλους και άνευ νομίμου απαρτίας.
Αλλ’ επί τέλους αν οι αντιφρονούντες προβαίνοντες εις
την δια πραξικοπήματος επιβολήν της γνώμης των, διετύπουν τουλάχιστον την
αποδοχήν της αυτονομίας συμφώνως προς το αληθές φρόνημα του τόπου, η ζημία θα
ήτο μικροτέρα. Δυστυχώς το έγγραφον του κ Χατζηδάκη δι ου δηλούται η αποδοχή
της αυτονομίας είνε ατυχές υπό πάσαν έποψιν».
Του Αλέκου A. Ανδρικάκη
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα
ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως