ΔΙΗΓΗΣΙΣ
ΔΙΑ ΣΤΟΙΧΩΝ
ΤΟΥ ΔΕΙΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ
εν τη νήσω Κρήτης γενομένου, η οποία περιέχει την
σκληρότητα και αιχμαλωσίαν και φόνον, όταν εκυ-
ρίευσαν οι Αγαρηνοί την δυστυχισμένην χώρα
των Χανιώ και Ρεθύμνου, και ότι συνέβη εις το
ΜεγάλονΚάστρον* και εις τες αρμάδες
και εις τα νησία απού τους αχμε’
έως αχξθ’**,όπου του εδώκανε
το Μεγάλο Κάστρο* και εγίνη
η αγάπη. Συνθεμένη
εν συντομία
ΠΑΡΑ ΜΑΡΙΝΟΥ ΤΖΑΝΕ
ΤΟΥ ΛΕΓΟΜΕΝΟΥ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗ
του Ρεθυμναίου εκ Κρήτης
Con Licenza de’ Superiori e Privilegio
ΔΙΑ ΣΤΟΙΧΩΝ
ΤΟΥ ΔΕΙΝΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ
εν τη νήσω Κρήτης γενομένου, η οποία περιέχει την
σκληρότητα και αιχμαλωσίαν και φόνον, όταν εκυ-
ρίευσαν οι Αγαρηνοί την δυστυχισμένην χώρα
των Χανιώ και Ρεθύμνου, και ότι συνέβη εις το
ΜεγάλονΚάστρον* και εις τες αρμάδες
και εις τα νησία απού τους αχμε’
έως αχξθ’**,όπου του εδώκανε
το Μεγάλο Κάστρο* και εγίνη
η αγάπη. Συνθεμένη
εν συντομία
ΠΑΡΑ ΜΑΡΙΝΟΥ ΤΖΑΝΕ
ΤΟΥ ΛΕΓΟΜΕΝΟΥ ΜΠΟΥΝΙΑΛΗ
του Ρεθυμναίου εκ Κρήτης
Con Licenza de’ Superiori e Privilegio
*Μεγάλο
Κάστρο, το σημερινό Ηράκλειο
**
αχμέ=1645, αχξθ’=1669
Το έργο
του, που εκδόθηκε
το 1681, γράφτηκε
κατά την παραμονή
του συγγραφέα στη
Βενετία και πέρα από τις
προσωπικές του εμπειρίες,
πολλές πληροφορίες συλλέχθηκαν
από τους φυγάδες
Κρητικούς που μετ την
κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, κατέφυγαν στην Βενετία. Εν συντομία το
έργο του ονομάσθηκε Κρητικός
πόλεμος, ονομασία που έχει καθιερωθεί για όλες τις εκδόσεις που αναφέρονται στα
ταραγμένα αυτά χρόνια
της σύγκρουσης των Ενετών με τους Τούρκους από το 1645 που κατελήφθησαν τα
Χανιά, μέχρι το 1669 που
παραδόθηκε το Ηράκλειο. Το ποίημα αποτελείται από 12.000 στίχους στους οποίους,
εκτός των γεγονότων
της
Κρήτης , περιγράφονται και άλλα γεγονότα του Ε’ Βενετοτουρκικού πολέμου.
Η μορφή
της διήγησης είναι απλοϊκή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα και γλαφυρή, καθώς, πέρα από
τα γεγονότα της εποχής,
περιγράφονται τα δεινά
και οι κακουχίες
που προξένησε ο
πόλεμος στους Κρητικούς.
Κατά τη διήγηση στην
ελληνική γλώσσα συναντώνται
και πολλές ελληνοποιημένες ιταλικές
λέξεις.
Γράφει
στην αρχή της διήγησής του ο Μ. Τζάνες:
Γράφω σε σας να γνωρίσετε, άρχοντες
τιμημένοι,
τον
πόλεμο και τη σκλαβιά, που πάθαν οι καημένοι,
της Κρήτης όλο το νησί, χώρες χωριά και τόποι,
που πέφτανε σαν τα πουλιά με βόλια οι ανθρώποι.
Κι έρχομαι από τα Χανιά τον πόλεμο ν’ αρχίσω
Και να τα πω καταλεπτώς, στον κόσμο να τ’ αφήσω,
να τα διαβάζουνε συχνά κι όλα να τα θυμούνται,
που τόσοι χαθήκανε, να κλαίνε, να θρηνούνται.
Κι αν είναι και φτωχύνανε , κι άλλος πολλά πλουτίζει,
έτσι αποφάσισε ο Θεός που όλους μας ορίζει.
Στις 23 Ιουνίου 1645 οι στρατιά των Τούρκων που κατέπλευσε στην Κρήτη , αποβιβάζεται στο μοναστήρι της Γωνιάς, που βρίσκεται στη βάση της χερσονήσου Σπάθα (Ροδωπού). Άμεσα χτυπούν το οχυρό της νησίδας Θοδωρού και την ίδια μέρα πολιορκούν τα Χανιά από στεριά και θάλασσα.
«Και το πουρνό εφεύγουνε από τους Ναβαρίνους
Να πα να δώσου στα Χανιά φόνους πολλούς και θρήνους
Στον κάβο Σπάθα φτάσανε και στις Γωνιές εμπήκαν.
Κι οι βίγλες ανάβουνε φωτιές, τη νύκτα για να δούσι
πως έρχουνται πλεούμενα, στην Κρήτη για να βγούσι. »
της Κρήτης όλο το νησί, χώρες χωριά και τόποι,
που πέφτανε σαν τα πουλιά με βόλια οι ανθρώποι.
Κι έρχομαι από τα Χανιά τον πόλεμο ν’ αρχίσω
Και να τα πω καταλεπτώς, στον κόσμο να τ’ αφήσω,
να τα διαβάζουνε συχνά κι όλα να τα θυμούνται,
που τόσοι χαθήκανε, να κλαίνε, να θρηνούνται.
Κι αν είναι και φτωχύνανε , κι άλλος πολλά πλουτίζει,
έτσι αποφάσισε ο Θεός που όλους μας ορίζει.
Στις 23 Ιουνίου 1645 οι στρατιά των Τούρκων που κατέπλευσε στην Κρήτη , αποβιβάζεται στο μοναστήρι της Γωνιάς, που βρίσκεται στη βάση της χερσονήσου Σπάθα (Ροδωπού). Άμεσα χτυπούν το οχυρό της νησίδας Θοδωρού και την ίδια μέρα πολιορκούν τα Χανιά από στεριά και θάλασσα.
«Και το πουρνό εφεύγουνε από τους Ναβαρίνους
Να πα να δώσου στα Χανιά φόνους πολλούς και θρήνους
Στον κάβο Σπάθα φτάσανε και στις Γωνιές εμπήκαν.
Κι οι βίγλες ανάβουνε φωτιές, τη νύκτα για να δούσι
πως έρχουνται πλεούμενα, στην Κρήτη για να βγούσι. »
Στη συνέχεια
οι Τούρκοι κατέλαβαν
το νησάκι Θοδωρού,
όπου ο Ενετοί
ανατινάχτηκαν παρασύροντας
μαζί τους και τους εισβολείς.
«Στους
χίλιους εξακόσιους, έτος σαράντα πέντε,
στου Ιουνίου δεκατρείς, τουρκομανιά ιδέτε,
απ’ άρχισε ο πόλεμος, άπονος στους ανθρώπους,
και σύγχυση εγίνηκε σ’ όλους εκεί τους τόπους,
καθώς βγήκαν εις τα Θοδωρού και πολεμήσαν
κι οι Φράγκοι προσκυνήσαν,
Κ’ οι Τούρκοι σαν τα πιάσανε, εχαίρονταν ομάδι,
κι οι Φράγκοι ανάψαν τη μινάδα* και καήκανε οι Τούρκοι και οι
σολντάδοι*»
Κι ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, ο ποιητής του Κρητκού Πολέμου, θα μοιρολογεί :
«Από κακό σ’ χειρότερο έπεσασαν οι μαύροι
και δεν κατέχουσι να που, Τούρκοι είν’ καλλιά ή Φράγκοι»
στου Ιουνίου δεκατρείς, τουρκομανιά ιδέτε,
απ’ άρχισε ο πόλεμος, άπονος στους ανθρώπους,
και σύγχυση εγίνηκε σ’ όλους εκεί τους τόπους,
καθώς βγήκαν εις τα Θοδωρού και πολεμήσαν
κι οι Φράγκοι προσκυνήσαν,
Κ’ οι Τούρκοι σαν τα πιάσανε, εχαίρονταν ομάδι,
κι οι Φράγκοι ανάψαν τη μινάδα* και καήκανε οι Τούρκοι και οι
σολντάδοι*»
Κι ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, ο ποιητής του Κρητκού Πολέμου, θα μοιρολογεί :
«Από κακό σ’ χειρότερο έπεσασαν οι μαύροι
και δεν κατέχουσι να που, Τούρκοι είν’ καλλιά ή Φράγκοι»
Οι
Τούρκοι μετά την κατάληψη της νήσου Θοδωρού
στρατοπέδευσαν γύρω από τα Χανιά, τοποθέτησαν τα κανόνια τους και άρχισαν να σφυροκοπούν την πόλη.
στρατοπέδευσαν γύρω από τα Χανιά, τοποθέτησαν τα κανόνια τους και άρχισαν να σφυροκοπούν την πόλη.
Μα μόλις
τ’ αποθέσανε τα θαυμαστά κανόνια,
τ’ ανάψανε και τα βόλια τους έριχναν στα μπαστόνια*
τ’ ανάψανε και τα βόλια τους έριχναν στα μπαστόνια*
και
μουγκισμός* εγίνηκε στις μπάλες που πετούσαν,
όπου τις πέτρες των σπιτιών έσπαζαν κι χαλούσαν.
Φόβος και τρόμος ήτανε τα βόλια όπου πηγαίναν
στη χώρα και τους Χριστιανούς χτυπούσαν και πεθαίναν.
...
όπου τις πέτρες των σπιτιών έσπαζαν κι χαλούσαν.
Φόβος και τρόμος ήτανε τα βόλια όπου πηγαίναν
στη χώρα και τους Χριστιανούς χτυπούσαν και πεθαίναν.
...
Κι ο
Τούρκος καστελώνεται*, τριντζέρες* είχε κτίσει
Εις τα Χανιά αντικριστά, τον πόλεμο ν’ αρχίσει.
Έστησε τα καστέλια του τριγύρω κι αρματώνει,
τα βόλια μέσα να πετά, να βρέχουν σαν το χιόνι.
Σαΐτες αναρίθμητες στη χώρα να πετούσι,
Μέσα στις ρούγες να’ ρχονται, πολλοί να σκοτωθούσι.
Μ’ αρχίσανε και τα Χανιά να ρίχνουνε λουμπάρδες*,
κι οι μπάλες σκοτώνανε μπέηδες και κεχαγιάδες
...
Εις τα Χανιά αντικριστά, τον πόλεμο ν’ αρχίσει.
Έστησε τα καστέλια του τριγύρω κι αρματώνει,
τα βόλια μέσα να πετά, να βρέχουν σαν το χιόνι.
Σαΐτες αναρίθμητες στη χώρα να πετούσι,
Μέσα στις ρούγες να’ ρχονται, πολλοί να σκοτωθούσι.
Μ’ αρχίσανε και τα Χανιά να ρίχνουνε λουμπάρδες*,
κι οι μπάλες σκοτώνανε μπέηδες και κεχαγιάδες
...
«Λουμπάρδες
δεν επαύανε από τη μια μεριά κι από την άλλη
Κι έπεφταν Τούρκοι, Χριστιανοί κι ήταν ζημιά μεγάλη..
Κι έπεφταν Τούρκοι, Χριστιανοί κι ήταν ζημιά μεγάλη..
...
Ολονυκτίς
ακούγανε πίφερες*, νακαράδες*,
τύμπανα και λαλήματα και κτύπους από τις λουμπάρδες.
Νύκτα δεν εκοιμούντανε, μέρα δεν εσιγούσαν,
Μα ρίχτα τόσες λουμπαρδιές μέσα και τη χαλούσα,
Κι ερίχνασι τ’ αρχοντικά, τους τοίχους εγκρεμίζαν,
και τρυπούσαν τις εκκλησιές, την χώραν αφανίζαν.
Όπου τα βόλια τα πολλά, των τουφεκιών οι κτύποι,
τύμπανα και λαλήματα και κτύπους από τις λουμπάρδες.
Νύκτα δεν εκοιμούντανε, μέρα δεν εσιγούσαν,
Μα ρίχτα τόσες λουμπαρδιές μέσα και τη χαλούσα,
Κι ερίχνασι τ’ αρχοντικά, τους τοίχους εγκρεμίζαν,
και τρυπούσαν τις εκκλησιές, την χώραν αφανίζαν.
Όπου τα βόλια τα πολλά, των τουφεκιών οι κτύποι,
δίνανε
και των ίδιων Τουρκών μεγάλη λύπη,
κι
άλλους εφονεύανε και άλλοι αποθαίναν
κι από
τον φόβο τον πολύ συχνά στον Αδη πηαίναν.
Ποτάμι
δάκρυα να κυλούν, να λένε μοιρολόγια
σε κάθε
σπίτι χαμηλό και με ψηλά ανώγεια,
σε μάχη
όπου αρκομπουζές* και κομματιές εβρέχα
ωσάν το χιόνι κ’ αίματα σαν το ποτάμι ετρέχα.
ωσάν το χιόνι κ’ αίματα σαν το ποτάμι ετρέχα.
...
Κορμιά
να δεις αμέτρητα πούσανε κομμένα,
Χέρια, μεριά και κεφαλές πως ήταν χωρισμένα
Χέρια, μεριά και κεφαλές πως ήταν χωρισμένα
...
Κι ο
Τούρκος πόλεμο έδιδε με μάνητα* μεγάλη,
που πέφταν οι γιανίτσαροι κι άρχοντες μέσα πάλι.
Τούρκοι πολλοί αποθάνασι, κομμάτια τους εχώνα,
Που δεν το πάθαινε ποτέ τούτο, εις τον αιώνα.
Ύπνο δεν εχορταίνασιν η μια μεριά κ’ η άλλη,
Κι από την τόσην αγρυπνιά τούς πόναε το κεφάλι,
και σαϊτιές και λουμπαρδιές έπεφταν ωσάν τ’ άστρα.
Ταμπούρλα να χτυπούσανε, νάκαρα να λαλούσι
τους Τούρκους ν’ αναγκάζουσι απάνω ν’ ανεβούσι
Ω ήλιε λαμπρότατε, τώρα ας σκοτεινιαστούσι,
οι λάμψες σου, να μη δουν φόνους που θα γενούσι,
και θάνατε σκληρότατε, φύγε κι εσύ και κρύψου
και μη φανεί στους Χριστιανούς σήμερο η μπόρεση σου.
που πέφταν οι γιανίτσαροι κι άρχοντες μέσα πάλι.
Τούρκοι πολλοί αποθάνασι, κομμάτια τους εχώνα,
Που δεν το πάθαινε ποτέ τούτο, εις τον αιώνα.
Ύπνο δεν εχορταίνασιν η μια μεριά κ’ η άλλη,
Κι από την τόσην αγρυπνιά τούς πόναε το κεφάλι,
και σαϊτιές και λουμπαρδιές έπεφταν ωσάν τ’ άστρα.
Ταμπούρλα να χτυπούσανε, νάκαρα να λαλούσι
τους Τούρκους ν’ αναγκάζουσι απάνω ν’ ανεβούσι
Ω ήλιε λαμπρότατε, τώρα ας σκοτεινιαστούσι,
οι λάμψες σου, να μη δουν φόνους που θα γενούσι,
και θάνατε σκληρότατε, φύγε κι εσύ και κρύψου
και μη φανεί στους Χριστιανούς σήμερο η μπόρεση σου.
...
Και Τούρκος ένας ήταν μπρος και γιανίτσαρος σέρνει
στο Σαν Φραντζέσκο μπροστά στην εκκλησιά τους φέρνει.
Και Τούρκος ένας ήταν μπρος και γιανίτσαρος σέρνει
στο Σαν Φραντζέσκο μπροστά στην εκκλησιά τους φέρνει.
Αναδημοσίευση
αποσπασμάτων από το Περιήγηση στα Χανιά του Αντώνη Καλογήρου
Το
Σεπτέμβριο του 1646, η πόλη του Ρεθύμνου πολιορκείται ασφυκτικά. Ο Τζάνε
Μπουνιαλής, ο ποιητής του Κρητικού Πολέμου, αυτόπτης μάρτυρας, μας περιγράφει
τις τραγικές στιγμές. Οι Βενετοί μεταφέρουν μεγάλο μέρος του άμαχου πληθυσμού
στο Χάντακα με άθλιες συνθήκες, κατά τον ποιητή:
Και
συντροφιές
εσμίγασι κι όλο μοιρολογούντα,
κ’ οι μπάλες εσφυρίζασι κ’ εκείνες εφοβούντα.
εσμίγασι κι όλο μοιρολογούντα,
κ’ οι μπάλες εσφυρίζασι κ’ εκείνες εφοβούντα.
Οι άντρες τσι γυναίκες τως επαίρνασι
κ’εμπαίνα
σ’ στι βάρκες κ’ εναυλώνα τσι και μετ’ αυτές
επηαίνα.
Στα περιγιάλια εκάθουνταν πολλές κ’
εκαρτερούσα
τες βάρκες να σιμώσουσι και τσι παρακαλούσα·
σκούδα, τσεκίνια δίδασι κ’ ελέγαν: Πάρετέ μας
σ’ τες βάρκες σας, κ’ εις τα Φρασκιά αμέτε,
ρίξετέ μας.
Κ’ εμπαίνασινε βιαστικά κ’ ήτανε πρικαμένες
κίτρινες κι ανεγνώριστες, ήτον κι
αρρωστημένες
. . .
Κ’ εις
τα Φρασκιά τσ’ επήγασι, βγαίνου, τον τόπο πιάσα,
κ’ έπιασι πλήσιο το νερό πολλότατοι κ’
εσκάσα·
κι άλλοι στο Κάστρο πήγασι, βάνου τσι σ’ τσ’
αρσανάδες,
κι αγκαλιαστά αποθάνασι τέκνα με τσι
μανάδες.
Το Ρέθυμνο
παραδίδεται στους Τούρκους με τη συνθήκη της 13ης Νοεμβρίου 1646. Μεγάλο μέρος
του πληθυσμού που είχε απομείνει εκπατρίζεται, μαζί με τον ποιητή, που με
δάκρυά στα μάτια αποχαιρετά την πατρίδα του, το Ρέθυμνο, λέγοντας:
Πατρίδα
μου, μισεύγω σου, ψυχή μου και καρδιά μου,
και τ’ όνομά σου μοναχάς θ’ ακούεται στ’ αυτιά μου·
γιατί δε στέκω να θωρώ, πατρίδα, τον καημό σου,
και ποιά καρδιά να μην ραγεί στον αποχωρισμό σου.
Πατρίδα μου, μισεύγω σου, ψυχή μου και καρδιά μου,
και τ’ όνομά σου μοναχάς θ’ ακούεται στ’ αυτιά μου·
γιατί δε στέκω να θωρώ, πατρίδα, τον καημό σου,
και ποιά καρδιά να μην ραγεί στον αποχωρισμό σου.
και τ’ όνομά σου μοναχάς θ’ ακούεται στ’ αυτιά μου·
γιατί δε στέκω να θωρώ, πατρίδα, τον καημό σου,
και ποιά καρδιά να μην ραγεί στον αποχωρισμό σου.
Πατρίδα μου, μισεύγω σου, ψυχή μου και καρδιά μου,
και τ’ όνομά σου μοναχάς θ’ ακούεται στ’ αυτιά μου·
γιατί δε στέκω να θωρώ, πατρίδα, τον καημό σου,
και ποιά καρδιά να μην ραγεί στον αποχωρισμό σου.
Η
22χρονη πολιορκία του Μ. Κάστρου περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια από τον
ποιητή του Κρητικού Πολέμου, που μετά τον
εκπατρισμό του από το Ρέθυμνο, το 1646, περνώντας από το Χάνδακα και την
Κέρκυρα, εγκαταστάθηκε στη Βενετία και εκεί δούλεψε το μεγάλο αυτό έργο των
12.000 περίπου ομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων στίχων. Ένα έργο που στην
ουσία αποτελεί την κύρια ιστορική πηγή ολόκληρου του πολέμου. Παρά το ότι είναι
ένα ποίημα, ένα λογοτεχνικό έργο δηλαδή, δεν απέχει σχεδόν καθόλου από τις
άλλες ιστορικές πηγές εκείνης της
εποχής. Οι πρώτοι του στίχοι για την πολιορκία του Χάνδακα είναι οι εξής:
Ποια
χέρα γρηγορότρεχη, με δίχως να σκοντάψει,
να δηγηθεί τα βάσανα του Χάνδακος, να γράψει,
ή ποιών φρονίμων λογισμός ή ποιητές μεγάλοι,
ή φιλοσόφων μάθησις ογιά ν’ αναθιβάλει
μάχην είκοσι δυό χρονών και τές ματοχυσίες,
το χαλασμόν οπού ‘καμε μέσα στές εκκλησίες.
να δηγηθεί τα βάσανα του Χάνδακος, να γράψει,
ή ποιών φρονίμων λογισμός ή ποιητές μεγάλοι,
ή φιλοσόφων μάθησις ογιά ν’ αναθιβάλει
μάχην είκοσι δυό χρονών και τές ματοχυσίες,
το χαλασμόν οπού ‘καμε μέσα στές εκκλησίες.
Βροχή
τσι πέτρες ρίχνει μου, τσι μπάλες σαν χαλάζι
αστροπελέκι
λουμπαρδιές και να μηδέν σκολάζη.
Αφάνισέ
μου τσ’ εκκλησιές, τσι πύργους είχε ρίξει,
Ωσάν
σιφούνι έτρεχε να με καταρουφήξη.
…
Άνθρωπος
δεν επήγαινε στο σπίτι να κοιμάται
Ουδέ
ποθές να προπατή και να μηδέν φοβάται.
Όλη
θλιμμένη βρίσκομαι, γιατί ’μαι στολισμένη
Κορμιά
νεκρά τω χριστιανώ και καταματωμένη
Κορμιά
εθώριες ξαπλωτά κομμάτια καμωμένα,
Κεφάλια,
χέρια και μερά κι’ ήτανε χωρισμένα.
…
Αν
μαζωκτούν οι Κρητικοί όλοι, δεν είναι, κρίνω,
δέκα
χιλιάδες ζωντανοί ’που τον καιρόν εκείνο,
γιατί
εσκοτωθήκασι, γιατί εσκλαβωθήκαν,
στες
χώρες οι κακότυχοι εδιαμοιραστήκαν.
Κι αν
σμίξουν δεν γνωρίζουνται, μόνον οπού ρωτούσαν
«Από
ποιόν τόπο ξένε μου, είσαι; «με δεν μπορούσαν
άλλο να
συντυχαίνουσι, μα «από την Κρήτη» λέσι
κι ο εις
το χέρι τ’ αλλονού επιάνουσι και κλαίσι…
Αναδημοσίευση στίχων απο :Τα αποτυπώματα της πολιορκίας τουΧάνδακα…
Ώφου*,
καημένοι Κρητικοί, και πού 'ναι τ' άλογά σας
και πού
'ναι τα μουλάρια σας και τα λαγωνικά σας;
Γή* πού
'ναι τα γεράκια σας και πού 'ναι οι λογισμοί σας
και πού
'ν' τα σπίτια τα ψηλά, πού 'ν' οι γραμματικοί σας;
Πού 'ναι
τα λάδια, τα κρασά, τα στάρια, τα μετάξα,
γή πού
'ν' τα περιβόλια σας, τα μοναστήρια τ' άξα;
Στ'
άλογα να καθίζετε κι εις τα χωριά να μπείτε,
να ξεκαλοκαιρεύσετε*,
περίσσα* να χαρείτε!
Oι
βρύσες πού 'ναι, τα νερά, κι οι ανθισμένοι κήποι,
π' όσοι
κι αν τα κοιτάζανε ποτέ δεν είχαν λύπη;
Τα ρόδα,
τα τριαντάφυλλα κι οι μυρισμένοι κρίνοι
κι οι
δούλοι οι εμπιστικοί* τάχατες πού 'ν' εκείνοι,
να
πιάσουν όμορφο χορό με τέχνες να πηδούνε
κι άλλοι
να ρίκτουν τουφεκιές κι άλλοι να τραγουδούνε;
Βιολιά
να παίζουν, τσίτερες*, λαγούτα να λαλούσι,
οληνυκτίς
να χαίρουνται και να μην κοιμηθούσι;
Τ'
αηδόνια να σφυρίζουνε κι ομπρός τως να πετούσι,
και
γιάντα* τούτα οι Κρητικοί όλα να στερευτούσι;
...
Τώρα
σπαχήδες* τα 'χουνε, γιανίτσαροι* τα 'ρίζου*,
κι οι
Τούρκοι στα περβόλια τως πάνε και σιργιανίζου.*
Αναδημοσίευση στίχων απο :Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
*Μινάδα – όρυγμα με εκρηκτικά
Σολντάδος
- μισθοφόρο
Μπαστόνι
– προμαχώνας
Μουγκισμός
– μούγκρισμα
Καστέλι
- καστελώνεται – οχυρό, έφτιαξε οχυρά
Τριντζέρες
- χαρακώματα
Λουμπάρδες
- κανόνια
Πίφερες
– πνευστά όργανα
Νακαράδες
– τύμπανα
Αρκομπουζές
– τουφεκιές
Μίνα –
υπόνομος με εκρηκτικά
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως