ανομοιοκατάληκτου βυζαντινού κειμένου, και είναι διασκευή του μεσαιωνικού ποιήματος "Συναξάριον του τιμημένου Γαδάρου".
Ο Γάδαρος (λαός) συναντά σ’ ένα λιβάδι το Λύκο (Ευγενής) και την Αλουπού(Μοναχό), που του προτείνουν ένα ταξίδι στην Τάνα για εμπόριο και «επένδυση» των χρημάτων του. Καθ’ οδόν προς την Τάνα η Αλουπού λέει ότι ονειρεύτηκε θύελλα και προτείνει να εξομολογηθούν από τώρα τις αμαρτίες τους, ώστε να εξιλεωθούν σε περίπτωση ναυαγίου. Ο Λύκος και η Αλουπού εξομολογούνται τα εγκλήματά τους και δίνουν άφεση αμαρτιών ο ένας στον άλλο, ενώ ο Γάδαρος επειδή έφαγε κάποτε ένα μαρουλόφυλλο από το φορτίο που κουβαλούσε, καταδικάστηκε από τους δύο άλλους βάσει του «Νομοκάνονα» σε θάνατο. Ο Γάδαρος με ένα του τέχνασμα τους ρίχνει με κλωτσιές στη θάλασσα και σώζεται. Το ποίημα αυτό αγαπήθηκε ιδιαίτερα και τυπώθηκε πολλές φορές.
Στα σατιρικά κρητικά ποιήματα ανήκει και η "Γαδάρου, λύκου και αλουπούς διήγησις χαρίης" σε 540 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, που είναι διασκευή του μεσαιωνικού ποιήματος "Συναξάριον του τιμημένου Γαδάρου". Δημοσιεύτηκε το 1539 στη Βενετία
Το στιχούργημα αυτό είχε μεγάλη επιτυχία και γνώρισε πολλές επανεκδόσεις. Από
τον άγνωστο ποιητή του δε λείπει ο οίστρος και η εξυπνάδα, αφού με ήρωες τα
ζώα, κατά τα δυτικά πρότυπα, σατιρίζει περισσότερο την κοινωνική τάξη που
κυβερνούσε, τους άρχοντες και τους δυνατούς.
"Γαδάρου, λύκου και αλουπούς διήγησις χαρίης.
Ποίημα
του λεγόμενου Πτωχοπρόδρομου (12ος αι.) . Από την Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς
διήγησιν ωραία, όπου βλέποντας η αλεπού κι ο λύκος έναν γάιδαρο, τον οποίο είχε
αφήσει λίγο να ξεκουραστεί το αφεντικό του, μόνο του, τον αναγκάζουν να μπη
μαζί τους σε μια βάρκα, δήθεν για να ταξιδέψουν στην Ανατολή. Ο γάιδαρος αρχικά
τούς λέει ότι τους σκύλους του αφεντικού του
«οι λύκοι κι όλα τα θεριά τρέμουσι σαν το ψάρι». Η αλεπού του απαντά
μεταξύ άλλων (στ. 99-112):
μηδὲν ξυλοσοφᾷς
πολλὰ ὅτι χωριάτης εἶσαι,
στέκου αὐτοῦ καὶ σώπαινε ὡσὰν χοντρὸς,
ὁποῦ ‘σαι.
μηδὲν θαῤῥῇς,
κὺρ γάδαρε, ὅτι εἴμεστεν
ἐργάταις,
ἀπὸ κεινοὺς τοὺς ἄγροικους καὶ τοὺς
κακοὺς χωριάταις.
ἐγῷμαι ἀστρονόμισσα, ἐγῷμαι καὶ μαθεῦτρα.
ἐγῷμαι διδασκάλισσα τοῦ λόγου καὶ τοῦ
μύθου,
κι αὐτὸν τὸν νομοκάνονα ἠξεύρω
τον ἐκ στήθου.
καὶ σὺ γελᾷς μας φανερὰ
ὀμπρὸς ‘σ τὸ πρόσωπόν μας,
ποῦ θέλομε νὰ
σ’ ἔχωμεν ἐδῶ γιὰ ‘πίτροπόν μας.
μὰ τὴν ἀλήθεια, πρέπει σου νὰ παιδευθῇς μεγάλως,
γιατί δὲν ἔχεις
σύστασιν ἀπάνω σου οὐδὲ κάλλος.
ἀλλ’ ἐπειδ’ εἶσ’
ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ
πρᾶμμα,
τὸ πῶς δὲν ἔχεις
φρόνεσιν οὐδὲ κατέχεις γράμμα.
θέλοντας
και μη, ο γάιδαρος τούς ακολουθεί. Όμως στο ταξίδι ξεσπά τρικυμία και,
καταλαβαίνοντας πως ήρθε το τέλος τους, αρχίζουν το καθένα ζώο να εξομολογείται
στα άλλα τις αμαρτίες του. Η αλεπού εξομολογείται, μεταξύ άλλων, τα εξής (στ.
251-310):
καὶ χήρα μιὰ
κακότυχη καλὰ οὐδὲν ἐθώρειε,
νὰ γνέθῃ
δὲν ἐδύνετο, νὰ κάτςῃ δὲν ἠμπόρειε,
καὶ σπίτι δὲν
ἐπόταζεν, ἀμμ’ εἶχε
μιὰν μπαράκα,
εἶχε ὄρνιθα
παχειὰ, τὴν ἔλεγε Καβάκα.
αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ παρὰ τὴν φύσι,
νὰ παραβγῇ
τὴν πόρταν της δὲν ἤθελε ν’ ἀφήσει.
τὴν γρᾶν
ἐπιβουλεύουμουν καὶ θώρουν την σὰν
Χάρο.
‘ς τὸν νοῦν
μου μέσα λόγιασα τὴν ὄρνιθα νὰ πάρω.
βλέπω,
περιεργάζομαι, γάτα καὶ ἦτον γραῖα,
κ’ εἶχε τὴν
τρίχα κόκκινην καὶ τὴν οὐρὰ μακρέα.
ἡ γραῖα τοὖχεν
ὄνομα Περδίτζη νὰ τὸν κράζῃ,
εἰς τὸ
μαλλὶ, εἰς τὴν οὐρὰν, ὅλως ἐμὲν ὁμοιάζει.
ἀγάπα καὶ τὴν ὄρνιθα, ἀγάπα
τὸν Περδίτζη,
κι ὡσὰν παιδιά
της τἄβλεπε, ἀγώρι καὶ
κορίτσι.
κ’ ἕνα βραδὺ
στοχάζομαι πῶς ἔλειπεν ὁ γάτης.
κι ἀντὶς τὸν γάτον πῆγα
‘γὼ καὶ κάθισα κοντά της.
Καὶ βλέπει με ἡ
κακογρᾶ, θαῤῥεῖ, ὁ γάτος εἶναι,
«ἂς τὸν
ταγίσω», λέγει δὰ, «καὶ πεινασμένος εἶναι».
καὶ πιάνει με ἡ
ἄθλια καὶ θὲ νὰ μὲ φιλήσῃ,
νὰ μὲ ταγίσῃ τίποτες καὶ
νὰ μὲ κανακίσῃ,
σὰν εἶχε
τὴν συνήθεια νὰ κάνῃ
μὲ τὸν γάτον,
καὶ μένα ἡ
καρδία μου ἔτρεμε καὶ κλονᾶτον,
μήπως αὐτὴ ἡ κακογρᾶ
λάχῃ καὶ μὲ γνωρίσῃ,
καὶ πιάσῃ
με ‘πὸ τὸν λαιμὸν καὶ σχίσῃ
καὶ μὲ πνίξῃ.
πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάννας μου καὶ
τοῦ καλοῦ πατρός μου
μοῦ βώθησε κ’ ἡ
κακογρᾶ ἐβγῆκεν ἀπομπρός μου.
τότες ἐγὼ σηκόνομαι
μὲ τὴν ‘πιδεξιοςύνν
καὶ σύμονα τῆς
ὄρνιθας μὲ τὴν
ταπεινοςύνην.
εὐθὺς ἁπλόνω, πιάνω την κάτωθεν τῆς τραπέζης,
καὶ λέγει μου ἡ
κακογρᾶ «ἄς τηνε, καὶ μὴ παίζῃς».
ἐγὼ τὴν ἐκωλόσυρνα ἐκείνην τὴν Καβάκα,
καὶ κείνη ἐφτερούγιασε
καὶ κράζει «κάκα, κάκα».
ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθα, ἡ γραῖα
ἀπ’ ὀπίσω
«Περδίτζη
μου, καὶ γύρισε, Περδίτζη, στρέψ’ ὀπίσω.»
κι ἀπὸ τὴν βιά μου τὴν
πολλὴ ἐκόπ’ ἡ δύναμί μου,
ὁ ἵδρωτάς μου ἔτρεχε ἀπ’ ὅλο
τὸ κορμί μου.
λοιπόν ὡσὰν ἀπέσωσα εἰς
τὸ βουνὶ ἀπάνω,
ἐκάθισα ν’ ἀναπαυθῶ,
καμπόσο ν’ άναςάνω,
γιὰ νὰ γροικήσω
καὶ τὴν γρᾶν αὐτὴν τὴν κακομοίραν,
αὐτὴν τὴν κακομάζαλην κατακαϋμένην χήραν.
πολλὰ ἐκείνη ἔκλαψε, μεγάλα ἐλυπήθη,
ὁλονυκτὶς ἐδέρνετο,
ποςῶς δὲν ἐκοιμήθη.
λοιπὸν τῆς
γραίας μ’ ἔπιασαν τὰ λόγια κ’ ᾑ
κατάραις,
καὶ μεταγνώθω τὰ
κακὰ ὁπῶ ‘χω καμωμένα,
καὶ πῶς δὲν ἔχω παντελῶς ἀπ’ αὖτα δουλεμένα.
καὶ ἀναβαίνω ‘ς
τὸ βουνὶ νὰ ‘πῶ τὴν προσευχή
μου,
πρὸς τὰ
κακὰ, τὰ ἔκαμα, νὰ σώσω τὴν
ψυχή μου.
ἐνδύνομαι τὰ ῥάσα μου,
κουρεύομ’ ἀπατή μου,
βαστῶ σταυρὸν
καὶ πατερμᾶ, φορῶ
καὶ το μαντί μου,
καὶ δείχνω μεγαλόσχημη καὶ ‘μοιάζω σὰν
‘γουμένη.
κ' εἰς τὴν
καρδιά μου πονηριὰ ποςῶς δὲν
ἀπομένει».
ἰδὼν ὁ λύκος ἀληθῆ
καὶ καθαρὰν καρδίαν,
τὴν πρὸς
θεὸν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐξαγορίαν,
καὶ σπλαχνικὰ
ἐδάκρυσε καὶ ἐλυπήθηκέ
την,
ἄνοιξε ταῖς ἀγκάλαις του
καὶ προσεδέκτηκέ την.
«ἄμε, σοῦ
λέγω σήμερον, νᾆσαι εὐλογημένη,
κι ἀπ’ ὅλα
σου τὰ κρίματα νᾆσαι συγχωρεμενη».
λέγει καὶ ταῦτα
πρὸς αὐτὴν «κυρία μου μεγάλη,
λαμπάδα
εἶσαι ἀναφτὴ,
μὲ δίχως μανουάλι.
Την
πόρνη και τον Μανασσή εσύ τους εμιμήθης,
τα κρίματά
σου είπες τα, καλά τα εθυμήθης»
Τότες
εστάθησαν ομού, κι οι δύο συβαστήκαν κι απ' όλα τους τα κρίματα αυτοί
συχωρεθήκαν Λέγουσι και τον γάδαρον: «Έλα κι εσύ, καλέ μου, και όλα σου τα
κρίματα στάσου κι ανάγγειλέ μου Ιδές, θυμήσου τα καλά και μην αλησμονήσεις κι
απ' όλα σου τα κρίματα κανένα μην αφήσεις» Ο λύκος τότε παρευθύς εκάθισε κοντά
τους, φέρνει τον νομοκάνοναν, θέτει τον ομπροστά τους Λέγει: «Κυρά συντέκνισσα,
βλέπεσαι μη κοιμάσαι, τα λόγια που σου θέλει πει κάμε να τα θυμάσαι» Ευθύς ο
λύκος έπιασε χαρτί και καλαμάρι, γαδάρου τ' αμαρτήματα εγράφου για να πάρει Σαν
είδεν ο κυρ γάδαρος, δεν είχε τι να ποίσει, και λέγει ταύτα προς αυτούς εν
εξομολογήσει:
«Εμένα ο
αφέντης μου έπιανε κι έστρωνέ με
και μέσα
το μεσάνυκτον στον κήπον έπαιρνέ με
Κι
εφόρτωνέ με λάχανα, σέλινα και αντίδια,
σπανάκια
και μαρούλια, ράπανα και κρεμμύδια,
κι εγώ
από την πείνα μου οπού 'χα σαν το σκύλο
εγύριζα
το στόμα μου κι ήρπουν κομμάτι φύλλο
Αυτός,
σαν ήτον άτυχος, πάντα εβίγλιζέ με
και το
να με ' θελε ιδεί, κακά εράβδιζέ με
Με βέργα
πάντα έδερνε τα δόλια τ' αφτιά μου
και
έδερνε τον κώλον μου κι επόνουν τα πλευρά μου
Κι από
τον πόνον των ραβδών κι εκ του περίσσιου κόπου
αχάμνισάν
μου τα νεφρά κι εσυχνοπορδοκόπου
Τιμή να
έχετε εσείς, αφέντες εδικοί μου,
εμέν
ετούτα φύλαγε η μοίρα η κακή μου,
αλλ'
όμως εγρικήσετε τα αμαρτήματά μου
και
συχωρέσετέ μου τα κι εμέν τα κρίματά μου»
Γρικώντας
ταύτα η αλουπού έσεισε το κεφάλι
και λέγει προς τον γάδαρον με μάνητα μεγάλη :
«Τι τσαμπουνίζεις, γάδαρε, και τι στραβοκωλίζεις και τι ' ν' αυτά τα ψέματα και
τι ' ναι τά σαλίζεις; Στάσου ομπρός μας όμορφα και πες μας την αλήθεια και μη
μας λες, κυρ γάδαρε, αυτά τα παραμύθια Αυτά 'ναι λόγια των κλεπτών και
ψεματολογίες• ου στέργομε, ου θέλομε τέτοιες μυθολογίες» Ως ήκουσεν ο γάδαρος
της αλουπούς τα λόγια, αρχίνησε να δέρνεται, να λέγει μοιρολόγια Και λέγει
τους: «Αφέντες μου, τι έχετε μετά μένα; Και πούρι τόσα κρίματα δεν έχω καμωμένα
Μόνον το μαρουλόφυλλον οπόχω φαγωμένο, και πούρι δεν το έκλεψα, μα ' χω το
δουλεμένο» Ο λύκος δε της αλουπούς εγύρισε και λέγει: «Τι τον ψηφάς τον γάδαρον
α δέρνεται και κλαίγει; Εσύ τον νομοκάνονα άνοιξε, διάβασέ το, το γράμμα οπού
θες ιδεί εσύ ξεδιάλυσέ το» Τότες τον λύκον έκραξε και στάθηκε κοντά της κι
ορίζει και της φέρνουσι τον νόμον ομπροστά της και με πολλήν ευλάβειαν ανοίγει
και διαβάζει και τότες τον κυρ γάδαρον γυρίζει κι ατιμάζει:
«Αφορεσμένε
γάδαρε και τρισκαταραμένε,
αιρετικέ
κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
να φας
το μαρουλόφυλλο εκείνο χωρίς ξίδι!
Και πώς
δεν επνιγήκαμε ετούτο το ταξίδι;
Αλλ'
όμως, ασεβέστατε, κάμε να το κατέχεις:
ο νόμος
καταπώς μιλεί, πλέον ζωήν δεν έχεις
Στο
έβδομον κεφάλαιον το ηύρηκα γραμμένον
να ' ναι
κομμέν' η χέρα σου, το μάτι εβγαλμένον
Και πάλι
στο δωδέκατον κεφάλαιον του νόμου
λέγει να
σε φουρκίσομε εγώ κι ο σύντεκνός μου»
Όμως εδώκασιν
βουλή να τον σκοτώσουν τούτον
κι
εκείνος λέγει μέσα του: «Εδέ κακή ώρα που 'τον!»
Παράμερα
τον έκραξε τον λύκον και του λέγει
κι από
την παραπόνεση αρχίνησε να κλαίγει:
«Αφέντη
λύκε, να σου πω δυο λόγια να γρικήσεις,
επεί μου
' γγίζει θάνατος, σαν έγινε η κρίσις,
το
χάρισμα οπόχω 'γώ δεν θέλω να το κρύψω,
ζώντα
μου θέλω κανενός να του τ' αποκαλύψω
Δεν θέλω
να τ' αφήσω 'γώ το τάλαντον χωσμένον,
μα θέλω
κανενός πτωχού να το ' χω δανεισμένον,
μήπως
και κολαστώ εγώ εις τον καιρόν εκείνο,
γιατί
δεν έν' αμάρτημα μεγάλο εξ αυτείνο
Ήξευρε
το λοιπονεθές, χάρισμα έχω μέγα
οπίσω
εις τον πόδα μου, σαν οι γονείς μού λέγα
Και
όποιος μόνον το ιδεί το χάρισμα που λέγω
όλοι του
οι αντίδικοι φεύγουσι -σου ομνέγω! -,
ακούει,
βλέπει και μακρά, σαράντα μερώ στράτα, κι εισε ροπήν του οφθαλμού γρικάει τα
μαντάτα» Ο λύκος δε, ως ήκουσεν, επίστευσε μοναύτα και τρέχει προς την αλουπού
και λέγει της τα ταύτα Η αλουπού σαν ήκουσε, μη γνους την πονηρίαν και του
γαδάρου την βουλήν, έμεινε σ' απορίαν Και λέγει:
«Αφέντη
σύντεκνε, το χάρισμα εκείνον
γοργά
επιμελήσου το, μίλησε μετά κείνον
και κάμε
τρόπον κι ορδινιά να σου τ' αποκαλύψει,
να σου
το δείξει σήμερον, πάσχισε να μη λείψει
τοιαύτη
χάριν θαυμαστήν, να μη χαθεί εκ του κόσμου,
να την
επάρω ' γώ κι εσύ, οπού ' σαι σύντροφός μου,
γιατί
έχομεν εχθρούς πολλούς οπού κακό μας θέλουν,
να
ξεύρομε τά βούλονται κι εκείνα που μας μέλλουν»
Ο λύκος
τον κυρ γάδαρον έκραξε και μιλά του κι εκείνος τον εγρίκησε πώς στέκει και γελά
του και μουρμουρίζει, λέγει του με τα γλυκά τα λόγια - όλα κεινού του φαίνονταν
καθάρια μοιρολόγια Λέγει: «Αφέντη γάδαρε, τίποτες μη φοβάσαι, να σ' αβιζάρω
τίποτες ήρθα γυρεύοντά σε Εχθές εβάλαμε βουλή με την συντέκνισσά μου, τότες
όντα την έκραξα κι ήλθε εδώ κοντά μου, τα κρίματα να λύσομε οπόχεις καμωμένα
και να τα συχωρέσομε, να ' νιαι συμπαθημένα Παρακαλώ σε, δείξε μου εκείνο που
κατέχεις, το χάρισμα το ακριβό οπού στον πόδαν έχεις» Εκείνος τ' αποκρίθηκε και
έπαψε να κλαίγει:«Μετά χαράς, αφέντη μου, είτι ορίσεις», λέγει•
«Να μην
περάσ' η σήμερον κι εγώ να σου το δείξω,
αλήθεια,
τίποτες κι εγώ θέλω να σου ζητήξω:
αυτήν
την χάριν σαν ιδείς, ευθύς να μ' ευλογήσεις
κι εις
την ζωήν σου κανενός να μην τ' ομολογήσεις» «
Να σ'
ευλογήσω, γάδαρε, και να σε συχωρέσω
και να '
μαι πάντα σκλάβος σου εις πράμα που μπορέσω»
Στον
νουν τους είχαν, το λοιπόν, να λάβουσι την χάριν κι εις αυτεινού τον σφόντυλα
να δέσουσι λιθάρι Και τότες εις την θάλασσαν συζώντανον να ρίξουν και να τον
κωλοσύρουσι, ώστε να τονε πνίξουν, να τονε βγάλουν εις την γην, τότες εισμιό να
πέψουν να 'ρθουσιν όλα τα θεριά να τονε μακελλέψουν, να κόψουσι τα πόδια του,
να τονε ξελαιμίσουν, να τονε σκίσουν στην κοιλιά, να τον παραγεμίσουν, να τονε
κάμουσι ψητόν και τότε να καθίσουν, να φαν, να πιούσι, να χαρούν, ώστε που να
μεθύσουν Εκείνοι ελέγασιν αυτά κι αυτός εποίκεν άλλα κι έκαμε πράματα πολλά,
καμώματα μεγάλα Τέτοια τον εκατάστησε σαν ήθελεν ατός του, λέγει του λύκου ν'
ανεβεί στην πρύμη μοναχός του και έτσι τον ορδίνιασε, γονατιστός να στέκει
τρεις ώρες και να δέεται, να μη σαλέψει απέκει• να λέγει, να παρακαλεί:
«Γάδαρε,
σου πιστεύω,
και δώσ'
κι εμένα χάρισμα σ' εκείνο τό γυρεύω»
Και με
πολλήν ευλάβειαν να λε τα πατερμά του, να πάγει και η αλουπού να στέκεται κοντά
του, όταν στον λύκον κατεβεί η βουλομένη χάρη εκεί κι αυτείνη να βρεθεί, δαμάκι
για να πάρει Τότες ο γάδαρος ευθύς τσιληπουρδά και κρου τον και όχι μόνον μία
φορά, μα δεύτερον και τρίτον Και ρίχνει τον στο πέλαγος, να τονε πνίξει θέλει,
κακά και κακώς έχοντας ωσάν αυτός δεν θέλει Και σαν είδε η κυρ' αλουπού τον
γάδαρον πώς κάνει από τον φόβον τον πολύν αρχίνησε να κλάνει Και τότες ο κυρ
γάδαρος φωνάζει και γκαρίζει και συχνοκατουρεί πυκνά και συχνοπορδαλίζει, συχνά
πηδά, τσιληπουρδά και την οράν σηκώνει, πέφτει, κυλιέται, γέρνεται και
εξωματσουκώνει Γυρεύει και την αλουπού, τρέχει να τηνε σώσει και με το
μπουσδουγάνι του καμπόσες να της δώσει Αυτή σαν είδε κι έγινεν ο γάδαρος
φρενίτης, στο πέλαγος εγκρέμνισε κι έπεσε μοναχή της Επήραν την τα κύματα, στον
λύκον την εβγάλα κι απέ τον φόβον πόλαβε εφώναζε μεγάλα Εκάθισαν ν' αναπαυτούν,
καμπόσο ν' ανασάνουν, γαδάρου τα καμώματα εκεί τ' αναθιβάνουν Ο λύκος την κυρ'
αλουπού ερώτα την να μάθει και λε του πώς ετρόμαξε κι ο νους της πώς επάρθη :
«Όλα του
τα καμώματα στέκομαι και λογιάζω
και δεν
θυμούμαι να τα πω και να τα λογαριάζω
Εκ την
κοιλία του έβγαλε ωσάν απελατίκι μακρύ,
χοντρό
και κόκκινον κι ήτον διχώς μανίκι
Λέγει
μου: «Έλα γλήγορα -τι στέκεις και 'παντέχεις;-,
για να
σου κάμω την δουλειά εκείνη οπού κατέχεις»
Κι
ετρόμαξα σαν το 'κουσα κι έχεσα το βρακί μου,
άφησα
και τα ρούχα μου, γεμάτο το σακί μου,
κι
εγκρέμνισα στο πέλαγος μόνε για να γλυτώσω
εκ την
περίσσα συμφορά κι εκ το κακόν το τόσο»
«Πες
μου, κυρά συντέκνισσα, ο γάδαρος όντα πήδα,
τ'
απελατίκι οπού λες εγώ ποσώς δεν είδα» «
Κυρ
σύντεκνέ μου, κάτεχε εκ την κοιλία του βγήκε
κι
εσείστη κι ελυγίστηκε και πάλι μέσα μπήκε
Θαρρώ
ότ' η κοιλία του να 'ναι αρματοθήκη
κι εις
είτι πόλεμον εμπεί εκείνος να 'χει νίκη•
λουμπάρδες
να 'χει μπρούτζινες, τουφέκια γεμισμένα,
να 'χει
και βόλι' αρίθμητα, δισάκια κρεμασμένα
Η τύχη
μάς εβόθησε να μη μας θανατώσει
και
πάλιν ως το ύστερον ο Θιος να μας γλυτώσει»
Ρωτά τον
και η αλουπού: «Σύντεκνε, πώς υπάγεις;
Και πώς
εταπεινώθηκες και πώς εκατατάγης;»
Λέγει
της: «Μη με ερωτάς και μη μου συντυχαίνεις κι από την σήμερον μερού καλό μη
παντυχαίνεις Θωρείς, κυρά συντέκνισσα, χωρίς τα δόντια είμαι, το 'να μου μάτι
έχασα και τ' άλλο μου πονεί με Ωσάν ετσιληπούρδησε, εξάφνου έδωσέ με και μέσα
εις το κούτελο η κοπανιά ' σωσέ με Εφάνη μου ο ουρανός εχάλασε κι οκόσμος και
άστραψε κι εβρόντησε κι εγίνη μέγας τρόμος Κι όνταν αυτός με χτύπησε την
κοπανιά εκείνη, επρήστη το κεφάλι μου κι ωσάν ασκί εγίνη κι αστράψασι τα μάτια
μου κι ετάραξ' ο μυαλός μου κι ετρόμαξαν τα σωθικά κι εχάθη ο λογισμός μου κι ο
νους μου εσκοτίστηκε, δεν έναι μετά μένα, κι επέσασι τα δόντια μου, δεν έμεινε
κανένα Εγώ, κυρά συντέκνισσα, σ' εσέν εθάρρουν πάντα να ξεύρεις όλες τες
δουλειές κι όλα τα κουντραπάντα Κι εθάρρουν να 'χεις φρόνεση, μυαλόν εις το
κεφάλι και τα καμώματα αυτά κανένα μη σου σφάλει, γιατί καυχάσουν κι έλεγες πως
ήσουνε μαντεύτρα και του κυρ Λέου του Σοφού ήσουν εσύ μαθεύτρα Και δεν μου
λέγεις κι ήσουνε πουτάνα και μεθύστρα και φραντζασμένη και λωβή και μια κακή
μαυλίστρα, οπού με εξεμαύλισες και πήρες με μετά σου και να χαθώ εκόντεψε εκ τα
καμώματά σου Πάντοτ' εσύ μου έλεγες πως έχεις τόση γνώση, και τώρα ο κυρ
γάδαρος εμάς να ταπεινώσει! Δεν έχω για την γνώσιν του ουδέ την πονηρίαν, αμ'
έχω πως εγέλασε εμάς, τα δυο θερία» Εκείνη αποκρίθηκε: «Σύντεκνε, να κατέχεις,
κανένα δίκιο εις αυτό ηξεύρω πως δεν έχεις Η γνώσις έναι πανταχού στον κόσμον
διασπαρμένη κι εις άπαντας η φρόνεσις έναι διασκορπισμένη Καλά και έναι γάδαρος
και καταφρονεμένος, ανέν και κακορίζικος και καταδικασμένος, είδεν ο Θιος την
αδικιά και την κακογνωμιά μας, την ανομίαν την πολλήν και την συκοφαντιά μας,
και νόησιν του έδωσε αντάμα με την γνώση, διχώς να ξεύρει μάθημα και γράμμα ν'
αναγνώσει, και ρήτορας εγίνηκε να μας καταμιτώσει και μες από τα χέρια μας να
φύγει, να γλυτώσει Και όχι μόνον έφυγε, μα κι εκοπάνισέ μας, ανόητους μας έδειξε
κι εκατασβόλωσέ μας Επήρε και τα ρούχα μας και εξεγύμνωσέ μας, επήρε μας και
την τιμήν κι εκατεντρόπιασέ μας» Χαρά σ' εσέν, κυρ γάδαρε, και με την φρόνεσή
σου, γιατί με γνώσιν έφυγες, με την προτίμησή σου Ω γάδαρε, κυρ γάδαρε, γάδαρος
πλιο δεν είσαι, πρέπει σου 'ς τούτο πόκαμες πάντοτε να 'παινείσαι Θαρρώ για
τούτο και πολλοί γάδαρον δεν σε κράζουν, αλλά ως τιμιότερον Νικό σε ονομάζουν
Το όνομα εκέρδισες αυτό με πονηρία και την ζωήν σου έγλυσες απ' αύτα τα θηρία
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το
ιστολόγιο Αντικλείδι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως