Μάρκος Μουσούρος
Έλληνας φιλόλογος και
εκδότης, ο επιφανέστερος ίσως της αναγεννησιακής περιόδου, γεννημένος στο
Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε αρχικά στον Χάνδακα, στο σχολείο της Αγίας
Αικατερίνης του Σινά και αργότερα στην Ιταλία. Το 1486 έφυγε για τη Φλωρεντία
όπου μαθήτευσε κοντά στο μεγάλο Έλληνα λόγιο Ιανό Λάσκαρι.
Από το 1494 εγκαταστάθηκε στη
Βενετία, όπου γνωρίστηκε με τον εκδότη ουμανιστή Άλδο Μανούτιο, ο οποίος
εντυπωσιάστηκε από τις τεράστιες γνώσεις του Μάρκου Μουσούρου για την κλασική
ελληνική γραμματεία
. Ο Μανούτιος συνεργάστηκε έκτοτε στενά με τον Μουσούρο στις εκδόσεις Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών. Με επιμέλεια του Μάρκου Μουσούρου εκδόθηκαν τα έργα του Αριστοφάνη το 1498, καθώς και δυο τόμοι με τίτλο Έλληνες επιστολογράφοι το επόμενο έτος.
. Ο Μανούτιος συνεργάστηκε έκτοτε στενά με τον Μουσούρο στις εκδόσεις Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών. Με επιμέλεια του Μάρκου Μουσούρου εκδόθηκαν τα έργα του Αριστοφάνη το 1498, καθώς και δυο τόμοι με τίτλο Έλληνες επιστολογράφοι το επόμενο έτος.
Ο Μουσούρος έγινε γρήγορα
διάσημος. Δίδαξε ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Πάντοβας και στην
Πλατωνική Ακαδημία της Βενετίας, όπου εγκαταστάθηκε συνδεόμενος με την ανώτερη
κοινωνική τάξη της πόλης. Εξέδωσε τραγωδίες του Ευριπίδη το 1503 και το 1513 τα
άπαντα του Πλάτωνα. Φλεγόμενος από το πάθος του για την απελευθέρωση της
Ελλάδας από τους Τούρκους, προσπάθησε να πείσει τον πάπα Λέοντα I’ να παρέμβει στους Ευρωπαίους ώστε να βοηθήσουν προς
το σκοπό αυτό. Η φήμη του στην Ιταλία ήταν τεράστια και ανέλαβε την οργάνωση
της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία. Πέθανε στη Ρώμη το 1517.
Ο Πέτρος Μπέμπο (Pietro Bembo),
(Βενετός καρδινάλιος και φίλος του Μάρκου Μουσούρου), λέει στους Βενετούς
αριστοκράτες: «Γειτονεύουμε με τους Έλληνες και κατέχουμε όχι λίγες από τις
πόλεις και τα νησιά τους, γι’ αυτό και έχετε στη διάθεσή σας και ανθρώπους
και βιβλία για να διδαχθείτε…».
Ο επιφανέστατος Έλληνας
φιλόλογος της Αναγέννησης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο (π. 1470) και πέθανε στη Ρώμη
το 1517. Από μικρός είχε δείξει την κλίση του στα γράμματα και αρχικά σπούδασε
την ελληνική γλώσσα στο σχολείο της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, στον Χάνδακα.
Κατόπιν πήγε στη Φλωρεντία (1486), όπου σπούδασε δίπλα στον Ιανό Λάσκαρι.
Τα λατινικά και τα ελληνικά
τα έμαθε σε εκπληκτικό βαθμό τελειότητας. Επανήλθε για λίγο καιρό στην Κρήτη,
αλλά το 1494 είχε επιστρέψει στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Βενετία.
Εκεί γνώρισε τον
εκδότη-τυπογράφο Άλδο Μανούτιο, ο οποίος εκτίμησε τις γνώσεις του νεαρού Μάρκου
Μουσούρου και τον προσέλαβε ως βοηθό του και επιστημονικό επόπτη στα έργα που
εξέδιδε στο τυπογραφείο του. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μουσούρος είχε αποκτήσει
αρκετή εμπειρία και το 1497 δημοσιεύτηκε από αυτό το τυπογραφείο το Dictionarium graecum copiosissimum με
επίγραμμα του Μουσούρου. Το επόμενο έτος (1498) δημοσιεύθηκαν με επιστασία του
Μουσούρου εννέα κωμωδίες του Αριστοφάνη και το Μάρτιο του 1499, σε δυο τόμους,
οι Έλληνες Επιστολογράφοι.Το έργο περιελάμβανε μια συλλογή επιστολών που
αποδίδονταν σε είκοσι έξι κλασικούς και πρώιμους χριστιανούς συγγραφείς.
Πλέον, η φήμη του Μουσούρου
ως εκδότη, επιστημονικού επόπτη και γνώστη της αρχαίας ελληνικής και της
λατινικής γλώσσας άρχισε να διαδίδεται έξω από τη Βενετία, σε όλη την
ουμανιστική Ιταλία. Στις αρχές του 1500, έπειτα από σύσταση του Άλδου
Μανούτιου, πήγε στο Κάρπι, μια κωμόπολη κοντά στη Φεράρα, και δίδαξε ελληνικά
και λατινικά τον δούκα Αλμπέρτο Πίο (Alberto
Ρίο), ο οποίος έκτοτε έγινε και στενός του φίλος. Η ήσυχη ζωή σε αυτή την
κωμόπολη γρήγορα έκανε τον Μουσούρο να επιθυμήσει πάλι την κοσμοπολίτικη
Βενετία, στην οποία και επέστρεψε σύντομα.
Αυτό τον καιρό (1500) είχε
ιδρυθεί από τους Άλδο Μανούτιο, Ιωάννη Γρηγορόπουλο (στενό φίλο του Μουσούρου)
και Σκιπίωνα Καρτερόμαχο η λεγόμενη Νέα Ακαδημία, η οποία ήταν μια εταιρεία
λογίων της Βενετίας για την προαγωγή των ελληνικών σπουδών. Εκεί πήγαινε
αρκετές φορές και ο Μουσούρος και δίδασκε αρκετά συχνά τα ελληνικά. Μέλη της
Ακαδημίας αυτής ήταν περίπου σαράντα Έλληνες και Ιταλοί ουμανιστές και όλοι μιλούσαν
τα ελληνικά. Η εταιρεία είχε σκοπό, πέρα από τα άλλα, τη μελέτη των εκδόσεων
των αρχαίων συγγραφέων.
Στη Βενετία ο Μουσούρος
άρχισε να αποκτά φιλίες με μέλη της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να εκτιμηθούν ακόμη περισσότερο οι εξαιρετικές του ικανότητες από
αυτή την ίδια τη διοίκηση της Βενετίας. Έτσι, η Βενετική Γερουσία του απένειμε
το αξίωμα «Publica Graecarum Literarum Officina»
(1503). Στην ουσία επρόκειτο για το αξίωμα του Λογοκριτού για τα ελληνικά
βιβλία που τυπώνονταν στη Βενετία, σύμφωνα με το οποίο κάθε ελληνικό βιβλίο
που εκδιδόταν στη Βενετία και στις κτήσεις της έπρεπε να έχει την έγκριση του
ότι ήταν σύμφωνο με τη θρησκεία και την ηθική. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι
το 1516. Το 1503-1504 ο Άλδος Μανούτιος εξέδωσε δεκαεπτά τραγωδίες του
Ευριπίδη των οποίων την έκδοση επιμελήθηκε πάλι ο Μουσούρος.
Η Βενετική Γερουσία πρέπει να
είχε μείνει αρκετά ευχαριστημένη μαζί του, γιατί τον διόρισε (1504) καθηγητή
της ελληνικής γλώσσας στη Βενετία και αργότερα καθηγητή των ελληνικών στο
πανεπιστήμιο της Πάντοβας (1506). Εκεί δίδασκε το πρωί ελληνική γραμματική και
το απόγευμα Όμηρο, Ησίοδο, θεόκριτο και άλλους. Επιπλέον, δίδασκε μετάφραση από
τα ελληνικά στα λατινικά και αντίστροφα. Κατά τα έτη 1509-1516 η Βενετία ενεπλάκη
σε σκληρό πόλεμο με εχθρούς της μέσα στην Ιταλία. Έτσι, ο Μουσούρος αναγκάστηκε
να εγκαταλείψει την Πάντοβα (1509) και επανήλθε στη Βενετία. Χάρη σης
ενέργειες του φίλου του και γραμματέα της Γερουσίας Φραγκίσκου Φατζιουόλι (Francenco Fagiuoli)
ιδρύθηκε πάλι στη Βενετία η έδρα των ελληνικών και ο Μουσούρος έγινε καθηγητής
(1512).
Ο ακάματος Άλδος Μανούτιος,
παρά τις δυσκολίες που είχε λόγω του πολέμου, δεν σταμάτησε ποτέ το έργο του.
Έτσι εξέδωσε με τον Μουσούρο μια γραμματική ελληνικών του Μανουήλ Χρυσολωρά,
γνωστή με τον τίτλο Ερωτήματα (1512). Το επόμενο έτος (Σεπτέμβριος του 1513) ο
Μανούτιος με τον Μουσούρο εξέδωσαν ίσως το σημαντικότερο από τα έργα τους, τα
Άπαντα του Πλάτωνα, με αφιέρωση του Μουσούρου στο φιλόμουσο πάπα Λέοντα Ι’
(1513-1521).
Αυτός ήταν γιος του φιλέλληνα
και φιλομαθή Λαυρεντίου των Μεδίκων της Φλωρεντίας, ο οποίος κατά τον
προηγούμενο αιώνα είχε δάσκαλο τον περίφημο Έλληνα φιλόλογο και φιλόσοφο
Ιωάννη Αργυρόπουλο. Ο Μουσούρος, φλεγόμενος από ελληνικά αισθήματα και
επιθυμώντας την απελευθέρωση της Ελλάδας, συνέθεσε στα αρχαία ελληνικά μια ωδή
αφιερωμένη στον Πλάτωνα και τη δημοσίευσε στην αρχή της πρώτης έκδοσης των
έργων του αρχαίου φιλοσόφου. Με αυτή την ωδή απευθυνόταν στο φίλο του πάπα
Λέοντα Ι’, τον επαινούσε και, δια στόματος Πλάτωνα, του ζητούσε να βοηθήσει
στην απελευθέρωση των Ελλήνων, αφού έπειθε τους Ευρωπαίους άρχοντες να
μονοιάσουν.
Τα επόμενα έτη ο Μανούτιος με
τον Μουσούρο εξέδωσαν τον Ησύχιο και τον Αθηναίο (1514) και τον Θεόκριτο
(1515). Το βενετικό κράτος εκτιμούσε απεριόριστα πλέον τον Μάρκο Μουσούρο και
το 1515 η Βενετική Γερουσία παρέδωσε σε αυτόν και στο Βενετό λόγιο Μπατίστα
Ενιάτσιο (Battista Egnazzio) οχτακόσια χειρόγραφα του Βησσαρίωνα (1403-1472) για
να τα ταξινομήσουν, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα τμήματα της βιβλιοθήκης που
τότε ιδρύθηκε στην πλατεία του Αγίου Μάρκου και που σήμερα ονομάζεται Μαρκιανή.
Αυτό το έτος μια τραγωδία
συντάραξε τη ζωή του Μουσούρου, καθώς το Φεβρουάριο πέθανε ο συνεργάτης του
Άλδος Μανούτιος.
Έτσι, ο Μουσούρος αποφάσισε
να μεταναστεύσει στη Ρώμη (μέσα του 1516) ώστε να βοηθήσει το δάσκαλό του Ιανό
Λάσκαρι, στην οργάνωση του Ελληνικού Γυμνασίου και στη διδασκαλία των ελληνικών
σε αυτό, σκοπό για τον οποίο τον είχε προσκαλέσει ήδη από το 1513 ο πάπας Λέων
Ι’.
Στη Ρώμη ο Μουσούρος,
παράλληλα με τη διδασκαλία, συνέχισε την επιμελημένη έκδοση και άλλων κλασικών.
Από το τυπογραφείο του Βερνάρδου Τζιούντα (Bernardo Giunta)
στη Φλωρεντία, εξέδωσε τα Αλιευτικά του Οιππιανού (Ιούλιος 1515), δεκάξι λόγους
του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και τον Παυσανία με αφιερωματική επιστολή στον
Ιανό Λάσκαρι (1516). Ο Μάρκος Μουσούρος δεν επέστρεψε ποτέ στη Βενετία.
Στη Ρώμη είχε γίνει και
ιερέας, είχε διορισθεί από τον πάπα Λέοντα Ι’ ως επίσκοπος Ιεράπετρας Κρήτης
και αργότερα Μονεμβασίας, αλλά δεν πρόφτασε ποτέ να πάει εκεί. Ύστερα από
δίμηνη ασθένεια απεβίωσε ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου 1517 στη Ρώμη, όπου και
τάφηκε στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντε Πάτσε (Santa Maria
de Pace).
Η είδηση του θανάτου του
προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και θλίψη σε όλη την Ιταλία, ιδιαίτερα στους κόλπους
των ουμανιστών. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν αρκετοί επίσκοποι, ο πρεσβευτής
της Πορτογαλίας στη Ρώμη, ο πρεσβευτής της Βενετίας Μάρκος Μίνιο (Marco Minio),
οι αντιπρόσωποι του καρδινάλιου Ιουλίου των Μεδίκων (Jules de Mediéis) και
μελλοντικού πάπα Κλήμη Ζ’, με τον οποίο ο Μουσούρος ήταν πολύ φίλος, και πολλοί
άλλοι.
Σύμφωνα με το διαπρεπή
ερευνητή της ελληνικής μεσαιωνικής ιστορίας Μανούσο Μανούσακα, ο Μάρκος
Μουσούρος ήταν: «…ο μεγαλύτερος φιλόλογος και εκδότης των κλασικών συγγραφέων
που ο Ελληνισμός δώρισε στην Ευρώπη πριν από τον Κοραή». Πράγματι, δεν θα
είχαμε και πολλά να προσθέσουμε σε αυτή την άποψη.
Ο Μουσούρος αφιέρωσε τη ζωή
του στο να υπηρετεί από το πόστο του τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Λιτός, αφιλοχρήματος
και μεγάλος εραστής των γραμμάτων, πίστευε ακράδαντα ότι τα ελληνικά φώτα και
η μόρφωση ήταν τα μόνα εφόδια με τα οποία οι σκλαβωμένοι Έλληνες μπορούσαν σιγά
σιγά να αντιληφθούν την κατάσταση στην οποία ευρίσκονταν και να ελπίζουν σε
κάτι καλύτερο, δηλαδή την απελευθέρωσή τους.
Ίσως και μόνο αυτή η ωδή που
αφιέρωσε το 1513 στον πάπα Λέοντα Ι’ είναι αρκετή απόδειξη της φιλοπατρίας
του. Επιπλέον, το ποίημα αυτό, που είναι άψογο από φιλολογικής απόψεως,
συνετέλεσε τα μέγιστα με τις αλλεπάλληλες εκδόσεις του στο να τραβήξει την
προσοχή των ουμανιστών στη σκλαβωμένη Ελλάδα. Επιπλέον, καλλιέργησε την ιδέα
της ένοπλης επέμβασης σε αυτή από τη μεριά της Ευρώπης για την απελευθέρωση
της.
Πέρα από αυτά, η αξία του
Μάρκου Μουσούρου ως μεγάλου δασκάλου της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας,
με εμβέλεια που ξεπερνούσε τα όρια της ουμανιστικής Ιταλίας, φαίνεται και από
το γεγονός ότι στα μαθήματά του προσέρχονταν αρκετοί φοιτητές, Ιταλοί και
Ευρωπαίοι, μερικοί από τους οποίους αργότερα έγιναν αρκετά γνωστοί.
Κάποια ονόματα είναι ίσως
αρκετά για να πείσουν τον καθένα για αυτό: ο Ιταλός Λάζαρος Μποναμίκο (Bonamico), ο οποίος αργότερα διορίστηκε καθηγητής των
ελληνικών και λατινικών στην Πάντοβα και στη Ρώμη, ο Γιρόλαμος Αλεάντρο (Girolamo Aleandro),
ο οποίος πήγε στο Παρίσι και συνέβαλε στην ίδρυση έδρας για τη διδασκαλία των
ελληνικών, ο Γερμανός δομινικανός μοναχός και λόγιος Ιωάννης Κόνον (Johan Conon), ο
οποίος εισήγαγε τις ελληνικές σπουδές στη Γερμανία, ο Γάλλος λόγιος Ζερμέν ντε
Μπρι (Germain de Brie), ο Γάλλος πρεσβευτής στη
Βενετία Ζαν ντε Πινς (Jean de Pins), ο
Ούγγρος ανθρωπιστής και λόγιος Γιάνους Βέρτεσι (Janus Vertessy), ο
Τσέχος ανθρωπιστής Gelenius, ο Πέτρος Αλτσιόνιο (Pietro Alcionio),
μετέπειτα καθηγητής ελληνικών στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, και βέβαια ο
γνωστός σε όλους Έρασμος, ο οποίος συχνά φιλοξενούσε τον Μουσούρο στο σπίτι
του και συνήθιζε να λέει για το δάσκαλό του ότι είναι «…άνδρας πολυμαθέστατος
και πανεπιστήμονας, κλειδοκράτορας της ελληνικής γλώσσας και θαυμάσιος
ειδήμονας της λατινικής φωνής…».
Αλλά και οι σχολιασμένες
εκδόσεις του Μουσούρου αποκαλύπτουν την απέραντη αρχαιομάθειά του και την
κριτική οξύνοιά του, πράγματα για τα οποία ο Μάρκος Μουσούρος αναγνωρίστηκε
από τους συγχρόνους του και τους μεταγενεστέρους ως ο δεινότερος ελληνιστής
των χρόνων της Αναγέννησης.
Θάνος Κονδύλης.
Διδάκτωρ Μεσαιωνικής Ιστορίας
– Συγγραφέας
Βιβλιογραφία
Κ. Σάθας, Νεοελληνική φιλολογία, Αθήνα
1868, σ.σ. 80-92.
Γ. Καλιτσουνάκης, «Ματθαίος Δεβαρής και τω
εν Ρώμη Ελληνικόν Γυμνάσιον», Αθηνά, 26 (1914), σ.σ. 81-102.
Δ. θερειάνος, Αδαμάντιος Κοραής, σ.σ. 14-22,
Τεργέστη 1889.
Κ. Γιαννακόπουλος, Έλληνες λόγιοι στη
Βενετία. Μελέτες επί της διαδόσεως των ελληνικών γραμμάτων από του Βυζαντίου
στη Δυτική Ευρώπη, Αθήνα 1965.
Γ. Μ. Σηφάκης, «Μάρκου Μουσούρου του Κρητός
ποίημα εις τον Πλάτωνα», Κρητικά Χρονικά, 8 (1954), σ.σ. 366-388.
E. Legrand, Bibliographie Hellénique, XVe et
XVle siecle, Πάρισι 1962, p.p. 108-124
J. Berenger, Ph. Contamine, Fr. Rapp, Γενική
Ιστορία της Ευρώπης. Η Ευρώπη από το 1300 μέχρι το 1600, μτφ.
Π. Παπαδόπουλος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
1980.
A. F. Didot, Alde Manuce et l’
Hellénisme à Venice, Paris 1875.
Man. Manoussacas, «La date de
la morte de Marc Musurus», Studi Veneziani, 12 (1970), σ.σ. 459 – 463.
Ferrajoli Α. «Il ruolo della
corte di Leone X. Prelati domestici», Archivio della Società Romana di Storia
Patria, 39 (1916), σ.σ. 544-545.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από
ARGOLIKOS ARCHIVAL LIBRARY HISTORY AND CULTURE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως