25 Νοεμβρίου 2015

Γετίμ Αλής (Το τραγούδι του Γετίμ Αλή)

(Περιώνυμοι Κρήτες Μουσουλμάνοι)
Ο Αλί Γετίμ  ήταν ένας τρομερός Τουρκοκρητικός γενίτσαρος, από το χωριό Κυριάννα . 
Αυτός κρατούσε κάτω απ’ τον ζυγό του, όλη σχεδόν την επαρχία του Ρεθύμνου. Αρκετές παραλλαγές των κρητικών δημοτικών τραγουδιών αναφέρουν με σχετικές λεπτομέρειες, τόσο τον Αλί Γετίμ, όσο και τα έργα του.
Οι τουρκοκρητικοί Γετίμ Αλής και ο Γλυμίδ Αλής, αναφέρονται ως «θηρία εξαγριωμένα».
Χαρακτηριστική της θηριωδίας του, είναι η δράση του, ανήμερα μιας Μεγάλης Πέμπτης, κάποιου προεπαναστατικού έτους. Είχε πάρει μαζί του τον Στυλιανό Περακάκη από το χωριό Λούτρα για να μεταβούν στο Ρέθυμνο. Στον δρόμο, χωρίς να υπάρχει καμία αιτία, σκοτώνει επτά χριστιανούς που τον υποδέχθηκαν με σεβασμό. Γυρίζοντας στα Λούτρα, την ίδια μέρα, όρμησε και μπήκε στο σπίτι μιας χήρας και πήρε την μοναχοκόρη της, Πανώρια. Η μητέρα της βρίσκονταν εκείνη την ώρα στην εκκλησία και μόλις έμαθε την απαγωγή της κόρης της, έτρεξε να την απελευθερώσει. Ο Αλί Γετίμ όμως, έσφαξε τη γυναίκα και κατόπιν, έδεσε την κόρη της με την ζώνη του, αποσύρθηκε μαζί της σε κάποια ερημική τοποθεσία, κι αφού την βίασε, έφυγε αφήνοντας την κοπέλα νεκρή σε κάποιον λάκκο. Το 1822, οι επαναστάτες έκαναν εκκαθαριστική επιχείρηση εναντίον των Τουρκοκρητικών, στην επαρχία της Μεσαράς. Ο Αλί Γετίμ, με 55 Τούρκους, είχε καταλάβει τότε το Αρκάδι. Οι οπλαρχηγοί όμως, Δεληγιαννάκης, Πωλιογεωργάκης, Μανουσέλης και Μαυροθαλασσίτης, περικύκλωσαν με τους άνδρες τους το μοναστήρι. Τη νύχτα της 17ης Ιανουαρίου του 1822, ο Δεληγιαννάκης μαζί με ακόμα 60 Σφακιανούς, κατόρθωσε να μπει κρυφά στον περίβολο του μοναστηριού, χρησιμοποιώντας μια μυστική μικρή θύρα, που μόνο αυτός γνώριζε. Έγινε τότε γενική έφοδος και ο Αλί Γετίμ, όπως και άλλοι Τούρκοι που είχε μαζί του, σκοτώθηκαν.
Το τραγούδι του Γετίμ Αλή
«Ο Γετίμ Αλής»
Ο Γετίμ Αλής Γλυμήδης και Γιετίμ Αλής το ‘χανε σηκωμένο,
κι’ απού το Κάστρ’ ως τα Χανιά ναμ’ είχανε βγαρμένο˙
ο Γιετιμάκης δέρνεται παρηγοριά δεν έχει
να ‘γδικηθή τσοι Χριστιανούς γυρεύει και ξετρέχει˙
σηκώνετε’ ένα πρόσαργο για ν’ ανεβεί στ’ Αρκάδι,
να πα να βρη το Γούμενο να λειτουργούν ομάδι˙
και σέρνει μιάν εκατοστή Τουρκάκια, Ρεθυμνιώτες
ντελικανήδες τα σκυλιά, και φοβεροί παιγνιώτες.
« – Γούμενε και καλόγεροι, θέλετε να σωθήτε;
γλήγορις να τουρκέψετε, αλλιώς θε να χαθήτε».
Σ’ ένα κελί το Γούμενο μα και τσοί καλογέρους,
με βάρδια μέσα τσ’ έκλεισε, τσοι κακομοιριασμένους.
Σαν εχαροκοπήσασι θέτου να κοιμηθούσι,
το δε ταχυά να σηκωθού κι ό,τι βρου να αρπούσι.
Μα ‘φυγέ ‘νας καλόγερος, γενναίο παλικάρι,
‘που το κουτούτο τα’ Αρκαδιού, και πάει για τα’ Αμάρι˙
που ‘σανε χριστιανοί πολλοί στραθιώτες καπετάνιοι.
Γλακά το γληγορήτερο για να ‘θελε προκάμει
στο Θρόνο εκατέβηκε κ’ εκάθισε λιγάκι,
στη Μπισταή τα’ απάντηξε το πρώτο μπαϊράκι:
ο Χατζηγιώργης, ο Ζερβός κι ο Αμηράς ο Σταύρος,
αυτοί που λευτερώσασι και το νησί της Σάμος.
Η βάρδια που τα’ απάντηξε εις τα’ αρχηγούς τον πχαίνει:
«Που’ έρχεσαι καλόγερε; Τη νύχτα που πηγαίνεις;»
« – Απού τ’ Αρκάδι έρχομαι, ο Γούμενος με πέμπει,
Γιατ’ έφταξε ο Γιετήμ Αλής και είμαστε χαμένοι».
Σερν’ ο Χατζής δριμειά φωνή: «Σταύρο μου, παλικάρι,
ογλήγωρα να τρέξωμε κι εχάθηκε τα’ Αρκάδι».
Δένουσι τον καλόγερο και ούλοι τα’ ακλουθούσι,
και κάνουσιν απόφαση στ’ αμπέλια να σταθούσι˙
εις το Δραγατοκάλυβο εκεί μονομερίζου
και πως θα τσοι πατήσουσι τότες αποφασίζου.
Τοτ’ ο Χατζής με τέσσερεις μπαίνου στο Μοναστήρι
μαζί με τον καλόγερο απ’ ένα παραθύρι˙
πηγαίνουν εις το Γουμενιό που ‘σαν οι καλογέροι,
γονατιστούς τσ’ ευρήκασι κι εκλαίγαν οι καϋμένοι.
Στο δώμα ανεβήκασι με το Ζερβονικόλα,
απού ‘ξερε τα τούρκικα, και των ετουρκολόγα.
Η βάρδια των εφώνιαξε με τούρκικα «που πάτε;»
λεν: «ο Αγάς μας έμπεψε να δούμε μην κοιμάστε».
Κι απής των εσιμώσασι ντελόγκως εχυθήκα
κι εκόψαν των τσοι κεφαλές μουιδέ δεν ακουστήκα.
Εις τα κελιά, στα δώματα, εκειά μονομερίζου,
και ξεσκεπάζου μερικά και σου τσοι συγυρίζου.
«Φωθιά! (φωνιάζ’ ο Γούμενος) χαλάσετε το σπίτι
να ιδούσι πως αλλάζουσιν οι Γούμενοι την πίστι».
Και ξεσκεπάζουν το κελί και κάνουσι μια τρύπα
με λάδι, ρούχα και ρακί ανάφταν και τα ρίχτα.
Και πιάνουν το Γιετίμ Αλή, κόγβουν την κεφαλήν του,
στο Ρέθεμνος την ‘μπέψασι να φαν οι γι-εδικοί του.
Εις το τζαμί την πήγασι να τήνε συντηρούσι
γονατιστοί επέφτασι να τήνε προσκυνούσι.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως