3 Απριλίου 2016

Η γέφυρα του Κερίτη

Τόπος της Ιστορίας - της Μάχης και της Αντίστασης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
Εκεί, στη Γέφυρα, στη Γέφυρα του Κερίτη, όπως λέμε, που είναι ποτισμένα τα θεμέλια της με το αίμα 118 ανθρώπων που την 1η Αυγούστου 1941 εκτελέσανε οι Γερμανοί εκεί που κατά τη διάρκεια της κατοχής η κοιλάδα του πλήρωσε στη Γερμανική θηριωδία με τον θάνατο 397 ανθρώπων.
Ο κάμπος, τότε, ήταν ανοιχτός από δέντρα στο μεγαλύτερο μέρος της έκτασής του. Είχε ελάχιστα δέντρα. Οι διάφορες ιδιοκτησίες χωρίζονταν με κάποιους δέτες και χαντάκια και κάποια χαμόκλαδα.
Αυτά ήταν τα μετερίζια που χρησιμοποιούσαν οι αγωνιστές για να προστατευτούν από τα μυδράλια και τα πολυβόλα των αεροπλάνων και των αλεξιπτωτιστών. Εκεί, στον ανοιχτό κάμπο, παίχτηκε το παιχνίδι της αναμέτρησης και του μεγαλείου, της δόξας του αδούλωτου ανθρώπου με τη φωτιά και το σίδερο της χαμηλής και σκοτεινής ανθρώπινης βαρβαρότητας.
Εκεί αναμετρήθηκε ο άνθρωπος στη βαθύτερη οντότητά του και δοκιμάστηκαν οι ιστορικές καταβολές του. Εκεί ο άνθρωπος της Κρήτης -εκείνης της εποχής- απέδειξε, στον κόσμο ολόκληρο, το ύψος της μεγαλοσύνης του και πόσο ψηλά μπορεί να ανεβάσει το μπόι του ανθρώπου και, από την άλλη, σε πόσο κατήφορο μπορεί να ξεπέσει και να κατρακυλήσει την ψυχική του ύπαρξη.
Η Γέφυρα ήταν το καταφύγιο που προστάτευε όσους προλάβαιναν να κρυφτούν στους θόλους της, να βάλουν εκεί και τους τραυματίες τους, μέχρι να μπορέσουν οι δικοί τους να τους παραλάβουν και να τους προσφέρουν κάποια βοήθεια εκείνες τις τραγικές στιγμές. Εκεί κουβαλούσαν και τους σκοτωμένους για να τους παραλάβουν κι αυτούς, οι δικοί τους.
Όταν υπήρχε ανάπαυλα της μάχης, ανέβαιναν στη Γέφυρα και αγνάντευαν τον κάμπο για παρατηρήσεις προκειμένου να σκεφθούν την επόμενη δράση τους.
Εκεί, γύρω στη Γέφυρα, κατέβαιναν οι χωριάτες από τα γύρω χωριά και από τα πιο πάνω, επίσης, για να παλέψουν, καθένας με τον τρόπο του, και με ό,τι μέσα είχαν στη διάθεσή τους, εκείνους τους ουρανοκατέβατους εχθρούς του τόπου. Στη νότια μεριά του κεντρικού δρόμου, από τη Γέφυρα μέχρι εκεί που σήμερα είναι οι στρατώνες, ήταν η κύρια αμυντική γραμμή.
Αν κάποιος έχανε την αντοχή του, γυρνούσε μέχρι τη Γέφυρα για να προφυλαχθεί από τις επιδρομές των αεροπλάνων.
Η Γέφυρα ήταν το καταφύγιο στις στιγμές αυτές. Την 1η Αυγούστου που έγινε η τρίτη εκτέλεση εκεί, δίπλα στη Γέφυρα, σε τρεις λάκκους εβάλανε τους 108 που εκτελέσανε εκείνη την ημέρα γιατί τους άλλους 10 ακόμη που εκτελέσανε την ίδια μέρα, τους σκοτώσανε κατά τις ώρες της σύλληψής τους.
Από εκεί, από τη Γέφυρα, καθώς περνάς, αγναντεύεις τον κάμπο από τη μια, γεμάτος σήμερα, με πορτοκαλιές και λεμονιές και από την άλλη τα Λευκά Όρη, σαν τεράστιο στεφάνι, που αγκαλιάζουν ολόκληρο τον νότιο ορίζοντα. Εκεί σμίγουν οι λεμονανθοί και οι πορτοκαλανθοί με τ’ αρώματα της μαλοτήρας και του δίκταμου και πλημμυρίζουν την καρδιά και το νου σου απ’ αυτόν τον φυσικό πλούτο που συνεπαίρνει! Ακόμη συνεπαίρνει την ψυχή σου ο ηρωικός αέρας που αναδύεται από την ποτισμένη γη με το αίμα τόσων ανθρώπων που κείτουνται αιώνια συντροφιά στη Γέφυρα και στη γύρω περιοχή.
Σιωπηλή ιστορία σήμερα, αυτή η Γέφυρα, είναι μια αιώνια προσφορά στο σήμερα και στο αύριο, γιατί, για έναν αιώνα, η ύπαρξή της, απάλλαξε τον άνθρωπο της περιοχής αλλά και άλλους ακόμη, από την ταλαιπωρία του κινδύνου και της δυσκολίας που υπήρχε για να περάσεις τον ποταμό και να πας στην πόλη ή να επιστρέψεις στο χωριό σου που τότε, ο ποταμός κατέβαζε πολλά νερά τους χειμερινούς μήνες. Έπρεπε, τότε, να βγάλεις τα στιβάνια σου και να βουτήξεις στον ποταμό ή να νοικιάσεις κάποιον από τους αχθοφόρους που συχνάζανε εκεί, και έκαναν αυτή την εξυπηρέτηση με κάποια αμοιβή. Πολλές φορές δεν ήταν και λίγες οι δυσκολίες, γιατί πολλά ζώα φοβούνταν να πατήσουν στο νερό. Ευτυχώς που την ταλαιπωρία αυτή την έζησε και ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος που για να περάσει τον ποταμό κόντεψε να τον ρίξει στο νερό το άλογο που είχε καβαλικέψει. Όμως του έμεινε αξέχαστο αυτό που έπαθε και υποσχέθηκε αμέσως στον τότε δήμαρχο Αλικιανού, που ήταν παρών, ότι: «Κύριε Δήμαρχε σας υπόσχομαι ότι από αύριο που θα επιστρέψω στην Αθήνα θα φροντίσω να παραγγείλω στις αρμόδιες υπηρεσίες να αρχίσει αμέσως η κατασκευή της γέφυρας», (βρισκόμαστε στο 1910). Όπως και έγινε και αμέσως ξεκίνησε η κατασκευή της και σε δύο χρόνια, ακριβώς, έγιναν τα εγκαίνια με μεγάλους πανηγυρισμούς και με την παρουσία του Βενιζέλου επίσης. Την ώρα όμως των εγκαινίων ο Βενιζέλος ειδοποιήθηκε ότι πέθανε ο πεθερός του και αμέσως αποχώρησε των εγκαινίων και αναχώρησε για την Αθήνα προκειμένου να παραβρεθεί στην κηδεία.
Μια μεγάλη θλίψη επεκράτησε στους παρευρισκόμενους που είχαν ετοιμάσει πλούσια τραπέζια για το γεγονός. Ο κόσμος αμέσως αναχώρησε για τα σπίτια τους και εγκατέλειψαν τους πανηγυρισμούς και τα τραπέζια. Κι έμεινε στην ιστορία κι αυτό το επεισόδιο που συνδέεται με τη Γέφυρα.
Και όπως έγινε γνωστό από ανθρώπους της εποχής εκείνης, εκεί, στις όχθες του ποταμού, γινόταν κάθε φιλική και επίσημη υποδοχή φίλων, συγγενών, πολιτικών κ.λπ. το ίδιο και όταν αποχαιρετούσαν κάποιους.
Όταν ο Χριστοδουλάκης(*) έφευγε εθελοντής για τη Μακεδονία συγκεντρώθηκαν εκεί οι συγγενείς και οι φίλοι του, η γυναίκα του με παιδί στην κοιλιά της και με άλλο παιδί στην αγκαλιά της, πέφτει πάνω του και του λέει: «Πού πας άντρα μου και με αφήνεις με αυτά τα μικρά παιδιά, έρημη και μόνη και με τόση φτώχεια στο σπίτι μας;». Και κείνος της λέει: «Ακου γυναίκα. Εμένα κείνο που με νοιάζει είναι να βρεθώ εκεί που είναι το χρέος μου. Να βρεθώ εκεί που είναι άντρες. Αυτό ξέρω! γυναίκα». Έτσι ήταν τότε!

*Ο Χριστοδουλάκης “αγκαλιάζεται” από τη Μακεδονική γη. Η γυναίκα του βιοπαλεύει στον Αλικιανό και η φτώχεια βασιλεύει στο σπίτι τους. Τα παιδιά της δεν χάρηκαν ποτέ τον πατέρα τους. Η ζωή τους ήταν ένας αιώνιος γολγοθάς… Αυτά για την πατρίδα… φίλοι μου.
Για την Ελλάδα, αγαπητοί μου.
Ας είναι… Ό,τι θες μπορείς να… πεις.
Κι εμείς… και οι χωριανοί του Χριστοδουλάκη, παραμένουμε μ’ ένα μεγάλο χρέος ανεξόφλητο όχι μόνο στο χθες, μα και στο σήμερα.
Ως πότε;

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από την εφημερίδα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως