13 Σεπτεμβρίου 2020

Το εγκώμιο του τσούκου.

Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς...τσούκους;  
Με επίκεντρο τον λαϊκό πολιτισμό της Κρήτης. Πολυσκεύος και πολυεργαλείο 
σημάδεψε την εξέλιξη του πολιτισμού για χιλιάδες χρόνια. 
Το φτηνό υλικό που άλλαξε την ιστορία.
 (Η πολύτιμη συνεισφορά της νεροκολοκύθας)
Κείμενο: Νίκος Ψιλάκης
Πάνε χρόνια από τότε που είδα τον τελευταίο καφετζή να κρατά μια κολοκύθα γεμάτη κρασί και να σερβίρει τους πελάτες του. Πάνε χρόνια κι από τότε που είδα για τελευταία φορά φλασκιά και τσούκους μέσα σε βούργες, κρεμασμένα στις ζώνες των ανθρώπων ή στα σκαρβέλια των γαϊδάρων. Κι αν γράφω τούτες τις γραμμές, δεν είναι (μόνο) για να πλέξω το εγκώμιο... του τσούκου, αλλά για να μεταφέρω μερικές απλές σκέψεις σχετικά με τις διαδοχικές εξελίξεις του υλικού πολιτισμού και την ταχύτητα με την οποία μεταπίπτει το πολύτιμο σε ασήμαντο, φτηνό, ευτελές. Μετά την εμφάνιση του πλαστικού, και μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, το πιο πολύτιμο υλικό του προβιομηχανικού κόσμου απαξιώθηκε και πέρασε σε μιαν άλλη εννοιολογική κατηγορία: στην κατηγορία των «αζήτητων». Γιατί η νεροκολοκύθα (ο κρητικός τσούκος) υπήρξε ένα από τα πιο χρηστικά φυτικά είδη όλων των εποχών. Άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πολυ-σκεύος! Ή και πολυ-εργαλείο ακόμη. Κι αν διαφωνεί κανείς, ας ρωτήσει τους παλιούς ψαράδες πώς έφτιαχναν τις σημαδούρες κατά την προ του πλαστικού εποχή, τους κρασοπαραγωγούς πώς έφτιαχναν τα χωνιά τους, τους ελαιουργούς πώς διαχώριζαν το λάδι από τον κατσίγαρο.
Πώς θα ήταν ο κόσμος... χωρίς τσούκους;
Ο λόγος, λοιπόν, για τον τσούκο. Και το φλασκί. Χωρίς αυτά δεν μπορούσε να πορευτεί το νοικοκυριό της Κρήτης, όπως και πολλών άλλων περιοχών του κόσμου, από την Ανατολή ώς τη Δύση κι από τον Βορρά ώς το Νότο. Γιατί το ταπεινό νεροκολόκυθο (της κοινής νεοελληνικής) είναι από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν από όλες σχεδόν τις ανθρώπινες κοινωνίες και σε όλες σχεδόν τις εποχές. Μόνο στα μεταπολεμικά χρόνια άρχισε να χάνει την αίγλη του. Κι αφού πέρασαν μερικές δεκαετίες απαξίωσης, ο νεωτερικός πολιτισμός άρχισε να το αξιολογεί και πάλι, αλλά με διαφορετικούς όρους: από χρηστικό είδος έγινε διακοσμητικό υλικό. Ίσως επειδή παραπέμπει σε μοδάτες έννοιες όπως «οικολογία», «περιβάλλον». Ίσως επειδή η διακοσμητική χρήση του ταιριάζει με την τάση επιστροφής στη φύση. Η ιστορία της κολοκύθας περιγράφει με απλά νοήματα την εξέλιξη της τεχνολογίας. Σ' ένα μεγάλο βαθμό, δηλαδή, περιγράφει την ιστορία της ανθρωπότητας. Η βιομηχανία του πλαστικού ήταν ο τυφώνας που τα παρέσυρε όλα. Κατάργησε επαγγέλματα, εξαφάνισε οικοτεχνικές δραστηριότητες, άλλαξε τη βιοτεχνία. Με λίγα λόγια, άλλαξε τις ζωές των ανθρώπων. Ας φανταστούμε πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς όλα αυτά τα πολύπλοκα είδη, από τα χρηστικά σκεύη μέχρι τα λεγόμενα (... στη νεοελληνική, παρακαλώ) «γκατζετάκια», τα οποία διευκόλυναν το εμπόριο, τις μεταφορές, την κυκλοφορία νέων προϊόντων και, γενικά, έκαναν τις ζωές των ανθρώπων πιο εύκολες και πιο άνετες. Άλλωστε, αυτός είναι ο ρόλος της τεχνολογίας: να εξανθρωπίζει τον χώρο και να ευκολύνει τη ζωή. Δηλαδή, αυτό ακριβώς που κατάφερε κάποτε και... ο (περιφρονημένος σήμερα) τσούκος: έκαμε τη ζωή του ανθρώπου πιο εύκολη!
Ονομάτων επίσκεψις: ελαφρόμυαλοι τσούκοι (και τσουκιές - παρλαπίπες!)
Επιχειρούμε, λοιπόν, ένα ταξίδι με επίκεντρο την Κρήτη της προβιομηχανικής εποχής και οδηγό τον κοινότατο, φτηνότατο και χρησιμότατο... τσούκο. Μόνο που το ταξίδι αυτό δεν μπορεί να σταματήσει στην Κρήτη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Μού έλεγε φίλος που έχει ζήσει στην Αιθιοπία πως γοητεύτηκε βλέποντας τις κοπελιές, («τις μαυρούλες») σε χωριό της πολύπαθης αυτής χώρας να φοράνε καπέλα φτιαγμένα με νεροκολοκύθες, τσούκους δηλαδή. Όλες οι κοπέλες του χωριού τα φορούσαν. Έφταναν, λέει, κάτω από τα αυτιά και ξεχώριζαν μόνο τα μαλλιά, όταν ήταν κάπως μακριά (ελάχιστες μακρυμαλλούσες συνάντησε), και τα μεγάλα αφρικάνικα χείλη.
Αρχίζομε, λοιπόν, από τη λέξη και τις διαφορετικές νοηματοδοτήσεις της. Αν αποκαλούσες παλιότερα κάποιον Κρητικό... τσούκο μπορεί να σου έσπαγε το κεφάλι. Προσβολή βαρύτατη! Στα όρια της ύβρης ή του χλευασμού. Τσούκος είναι ο αλαφρόμυαλος, το άδειο κεφάλι, ο ανόητος, ο ξεροκέφαλος. Ή ακόμη και... το αργοκίνητο μυαλό, ο βλάκας. Αυτή η σημασία (αργόστροφος, βλαξ) είναι και η πιο συνηθισμένη. Κανένα πρόβλημα, όμως, αν μιλούσες για τσούκους - σκεύη, τσούκους - δοχεία ρακής και κρασιού, τσούκους - αλατσερά! Η λέξη είναι κατάλοιπο της ιταλικής. Φαντάζομαι ότι μας ξέμεινε από την εποχή της Ενετοκρατίας. Προέρχεται από το zucca - zuccini, λέξεις που περιγράφουν την κολοκυθιά και το κολοκύθι. Το επίσημο όνομα του φυτού, το επιστημονικό, είναι Legenaria siceraria. Στην Ελλάδα την ξέρουν οι περισσότεροι ως νεροκολοκυθιά. Και το δοχείο που κατασκευάζεται απ' αυτήν ακούγεται ως φλάσκα, φλασκί, τσότρα, νεροκολόκυθο, παγούρι. Πιθανώς υπάρχουν και άλλες ιδιωματικές ονομασίες. Εδώ στην Κρήτη υπάρχει σαφής διάκριση ανάμεσα στον τσούκο και το φλασκί. Το φυτό που κάνει τους τσούκους το λέμε τσουκιά. Κι επειδή η γλώσσα μας πλάθεται μέσα από μεταφορές και παρομοιώσεις, η λέξη τσουκιά δηλώνει και... την αρλούμπα, την παρλαπίπα, την ανοησία: «Σταμάτα μωρέ να λες τσουκιές» (από τις τελευταίες χρήσεις της λέξης που έχω ακούσει).
Ανδρισμού... απόκρυψις!
Δεν έχω πάει στην Αιθιοπία και είναι κρίμα που ο φίλος μου δεν έχει λόξα με τις φωτογραφίες (όπως... η αφεντιά μου) για να μας έδειχνε με εικόνα πώς είναι τα (αισθησιακά κατά την άποψή του) καπέλα που φορούν οι νεαρές Αφρικανές. Τα περιέγραψε όμως: Κόβουν τη νεροκολοκύθα στα δυο σχηματίζοντας δυο ημισφαιρικά τμήματα. Το ένα, αυτό που περιλαμβάνει τον μακρύ λαιμό, το κρατούν για άλλες χρήσεις. Πολλές φορές, όμως, το ένα κομμάτι είναι πολύ μεγαλύτερο από ημισφαίριο για να μπορεί να καλύπτει μεγαλύτερο μέρος της κεφαλής. «Φαντάσου το σαν κράνος του στρατού», είπε. Κι αν θέλουν, κι αν έχουν διαθέσιμα χρώματα, τα βάφουν κι είναι μια χαρά! Φαντάζομαι πως ο καυτός ήλιος της Αιθιοπίας έκαμε τους ανθρώπους ευρηματικούς. Άντε να δουλεύεις στα χωράφια και να σε χτυπούν οι πυρωμένες ακτίνες κατακέφαλα.
Η κουβέντα για τις «άλλες χρήσεις» της... μισής νεροκολοκύθας, δηλαδή του τμήματος που περιλαμβάνει το λαιμό, με προβλημάτισε. Αλλά την απορία μού την έλυσε ο ίδιος: «Ας πούμε, σκέψου ότι μπορείς να φτιάξεις μια ωραία θήκη για το ανδρικό μόριο». Δηλαδή να κυκλοφορείς γυμνός και μόνο η... ανομολόγητη να βρίσκεται χωμένη μέσα σε μια... πεοθήκη! Δεν ξέρω αν αυτό συνηθίζεται στην συμπαθέστατη χώρα που λέγεται Αιθιοπία, αλλά μια διαδικτυακή έρευνα μού έλυσε την απορία. Μάλιστα, υπάρχουν (ή τουλάχιστον υπήρχαν παλιότερα, για σήμερα δεν ξέρω) πεοθήκες φτιαγμένες από τον λαιμό του τσούκου. Όχι, όμως, στην Αιθιοπία, σε άλλους πολιτισμούς στην Ινδονησία, στη Γουινέα... Εντόπισα δε, και σχετικές φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες. Το στήσιμό τους με κάνει να υποθέσω πως προέρχονται από φολκλορικές εκδηλώσεις (οι αναβιώσεις εθίμων, ενδυμασιών, τελετουργιών είναι παγκόσμια μόδα). Φαίνεται πως η δίψα των ανθρώπων για το εξωτικό δεν θα σταματήσει ποτέ.
Μουσικές από νεροκολοκύθες
Έχοντας μεγαλώσει στο μεταίχμιο, ανάμεσα στην προβιομηχανική εποχή και... τη μετανεωτερική (η δεκαετία του 1970 υπήρξε καταλύτης για τον παλιό κόσμο στην Κρήτη), προσπάθησα να βρω μαρτυρίες για άλλες χρήσεις του τσούκου σε παλιότερες εποχές. Κι έμεινα έκπληκτος! Η δική μου μνήμη δεν με βοηθούσε όσο θα περίμενα, η φυσική εμπειρία μου είχε μείνει στα απλά και κοινά: τσούκοι αντί για μπουκάλια ρακής, φλασκάκια για τους βοσκούς και τους αγρότες... (Είχα, βλέπετε, ξεχάσει τους Ιούδες και τις αποκριάτικες μάσκες. Αλλά γι' αυτά... παρακάτω). Κάποιοι άλλοι, όμως, μεγαλύτερης ηλικίας είχαν ανατραφεί με τον ήχο της προ-νεωτερικής κουδουνίστρας: Ένα «αποζούζουρο» της τσουκιάς (καρπός που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει επαρκώς και ως εκ τούτου ωρίμασε χωρίς να αυξηθεί πολύ το μέγεθός του) χρησιμοποιήθηκε ως κουδουνίστρα σε πολλές περιοχές του νησιού, σύμφωνα με μαρτυρίες από τον Αποκόρωνα και από το Οροπέδιο Λασιθίου. (Και μια... φυτολογική λεπτομέρεια: οι νεροκολοκύθες που δεν μεγαλώνουν πολύ είναι οι λεγόμενες κορφίτες, αυτές που βγαίνουν στην κορυφή του βλαστού). Το ξυλώδες νεροκολόκυθο είναι γεμάτο καρπούς, επίσης ξυλώδεις. Αν το ξεράνεις και το φροντίσεις, έχεις μιαν υπέροχη φυσική κουδουνίστρα! Ίσως γι' αυτό τον λόγο να χρησιμοποιήθηκε σε πολλές περιοχές ως αυτοσχέδιο μουσικό όργανο. Μόνο που κάποιοι άλλοι λαοί φαίνεται να έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από μουσικά όργανα κατασκευασμένα με νεροκολόκυθα. Τι ταμπούρλα και τι πνευστά δεν έχουν κατασκευαστεί με το πιο απλό και το πιο ταπεινό υλικό που χάρισε η φύση στον άνθρωπο! Ξεχωριστή, μάλιστα, είναι η σχετική παράδοση ανάμεσα σε λαούς της δυτικής Αφρικής και της λατινικής Αμερικής. Οι μαράκες είναι από τα πιο γνωστά μουσικά όργανα που κατασκευάζονταν με κολοκύθες. Στην Κρήτη, πάντως, έχω δει μαντολίνο κατασκευασμένο με τσούκο. Υπέροχο!
Μια ψεύτικη... νεκροκεφαλή
Δανειζόμενος τις εμπειρίες των μεγαλύτερων προσπάθησα να συντάξω έναν κατάλογο χρήσεων της νεροκολοκύθας στον δικό μας πολιτισμό. Είμαι σίγουρος ότι κανένας κατάλογος δεν μπορεί να είναι πλήρης επειδή η ανθρώπινη ευρηματικότητα μας επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ας πούμε, ότι ένας Κρητικός από το Αμάρι (μακαρίτης πια) έφτιαχνε με τα μικρά νεροκολόκυθα φίμωτρα για τα οικόσιτα ζώα του; Μουστούχες ή μουστρούχες όπως λέγονται στην Κρήτη. Τα τρυπούσε με καυτό σίδερο για να αναπνέουν τα ζώα, τα έκοβε στο μέγεθος της μουσούδας του ζώου και... τα ζωγράφιζε, όπως κάνανε κάποτε με όλα τα χρηστικά είδη (θυμηθείτε, ρόκες, σαΐτες υφαντικής, ξύλινα κουτάλια, όλα σκαλισμένα και κεντημένα. Η ομορφιά δεν έλειψε ποτέ από τις ζωές των απλών ανθρώπων). Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί κάποιον παλιό μπακάλη να βάζει ρύζι ή άλλα είδη που πουλούσε (χύμα πάντα) με σέσουλα φτιαγμένη από νεροκολόκυθο; Κι όμως, γινόταν! Είπαμε, η ανθρώπινη φαντασία και η ανθρώπινη επινοητικότητα δεν έχουν όρια. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί, ακόμη, την ιστορία που άκουσα πριν από χρόνια με πρωταγωνιστές... μια νεροκολοκύθα, έναν ατρόμητο «ήρωα» κι ένα νεκροταφείο; Τα χρόνια εκείνα τα στοιχήματα έδιναν κι έπαιρναν. Ο ανταγωνισμός και η κοινωνική καταξίωση δεν ήταν αμελητέες προτεραιότητες για τις μικρές κοινωνίες. Κάποιοι, λοιπόν, σκαρφίστηκαν ένα τολμηρό τέχνασμα: έφτιαξαν με νεροκολοκύθα ένα ανθρώπινο καυκάλι, μια νεκροκεφαλή. Δεν είναι και δύσκολο, φαντάζομαι. Δυο κόγχες για τα μάτια, μια πάνω σιαγόνα, κάμποσα δόντια εύκολα κόβεται ο τσούκος όταν έχεις λεπτό πριονάκι, σαν αυτά που χρησιμοποιούνται στη χειροτεχνία. Τοποθέτησαν τον τσούκο πάνω σ' έναν τάφο κι έβαλαν μέσα ένα λυχναράκι που μόλις έβγαζε φλόγα. Φανταστείτε, λοιπόν, μια θεοσκότεινη νύχτα και μια νεκροκεφαλή που φωτιζόταν αχνά μόνο το εσωτερικό της. Η ιστορία μιλά για κάποιο στοίχημα που χάθηκε (ο λεγάμενος δεν τόλμησε να πλησιάσει, έτσι λένε).
Χωνιά, ταμπακέρες, μπαρουτόφλασκα...
Να θυμηθούμε μερικές ακόμη χρήσεις; Μπαρουτόφλασκα. Γινόταν με μικρά νεροκολόκυθα. Την είχαν πάντα οι παλιοί κυνηγοί στις βούργιες τους για να μεταφέρουν τα σκάγια και τα μπαρούτια (τα όπλα ήταν τότε εμπροσθογεμή). Σωσίβια. Τα μεγάλα νεροκολόκυθα χρησιμοποιούνταν κατά την προβιομηχανική εποχή όπως τα σημερινά σωσίβια. Χωνιά (μπίριες). Για όλα τα υγρά, αλλά περισσότερο για τον μούστο. Οι παραγωγοί κρασιού απέφευγαν να έρθει ο μούστος σε επαφή με μεταλλικά σκεύη ή και μεταλλικά εργαλεία. «Αέρας». Είναι το εργαλείο εκείνο με το οποίο έπαιρναν οι ελαιουργοί την «πανωλαδιά», στον πρώτο διαχωριστήρα της ιστορίας, που ήταν στηριγμένος στην αξιοποίηση του ειδικού βάρους των υγρών: το λάδι έχει μικρότερο ειδικό βάρος και επιπλέει στο νερό. Παλιότερα το έπαιρναν με ειδικά κατασκευασμένη νεροκολοκύθα. Αργότερα αντικαταστάθηκε με μεταλλικό εργαλείο (τον «αέρα»). Ταμπακέρες. Ακόμη και σήμερα κατασκευάζονται ιδιότυπες ταμπακέρες με λαιμούς τσούκου, όχι τόσο για χρήση όσο για χειροτεχνική δραστηριότητα ή για σουβενίρ.
Τα αλατσερά
Με το αλατσερό τα πράματα είναι σχετικά πιο εύκολα. Το έλεγαν και αλατσοκαύκι. Την περιγραφή του τη δανείζομαι από τον σπουδαίο Νεαπολίτη λόγιο και λεξικογράφο Μανώλη Πιτυκάκη: «Το δοχείο που φυλάσσεται το αλάτι. Όχι ή αλατιέρα της κοινής. Τα παλιά αλατσερά κατασκευάζονταν συνήθως από ένα είδος μη εδώδιμου κολοκύθας, αλλά και από το φυτό κολοκύνθη η λαγηνοφόρος, που αφού αποξηραίνετο και άδειαζαν το περιεχόμενό της, τη χρησιμοποιούσαν για να τοποθετούν το αλάτι, που έτσι προφυλασσόταν από την υγρασία. Στη μέση περίπου έκοβαν ένα τρίγωνο, διαστάσεων όσο να χωρεί το χέρι, το συνέδεναν πάλι στη θέση του, με ένα σπάγκο, έτσι που να μπορούσε ν' ανοιγοκλείνει η τριγωνική οπή και το κρεμούσαν στο τζάκι». Είχα δει ένα ωραίο αλατσερό στον ερειπωμένο μεσαιωνικό οικισμό Βόιλα, στο οροπέδιο των Αρμενοχαντράδων Σητείας. Με τον καλό φίλο Λυκειάρχη Δημ. Παπαδάκη είχαμε πάει ώς εκεί πριν από κάμποσα χρόνια (μέσα δεκαετίας του 90) και είχαμε πετύχει ανοικτή την τελευταία αποθήκη του ενετικού χωριού. Ένας ηλικιωμένος αγρότης είχε εκεί τα ζωντανά του και όλη την παλιά οικοσκευή: χτένια αργαλειών, καμπανούς, ζυγάλετρα, κοφίνια, σωμάρια. Πάνω στο μποτζάλε του παλιού πατητηριού ήταν αφημένο το αλατσερό. Αληθινό κομψοτέχνημα! Και στον τοίχο κρεμόταν η παλιά πιρουνοθήκη. Και τα δυο ήταν φτιαγμένα με νεροκολόκυθα. Ως θήκη για τα πιρούνια και τα κουτάλια χρησιμοποιούσαν μια κολοκύθα μεσαίου μεγέθους, την έκοβαν έτσι που να σχηματίζει στενότερη προεξοχή (γλώσσα) προς τα πάνω κι από κει την κρεμούσαν στον τοίχο.
Φλάσκες σαν νταμιτζάνες
Κι επειδή χρωστάμε μια διευκρίνιση, ας πούμε ότι το φλασκί είναι διαφορετικό από τον τσούκο. Είναι στρογγυλό και πεπλατυσμένο. Ας πούμε, σαν τα αλουμινένια παγούρια του στρατού. Ήταν το πιο συνηθισμένο εργαλείο του κάθε ταξιδιώτη. Αν έβλεπε κανείς τους παλιούς πανηγυριώτες, αυτούς που ταξίδευαν καβάλα σε γαϊδουρομούλαρα, με τα σωμάρια στολισμένα, πάντα καλυμμένα με πατανίες, δεν μπορούσε παρά να προσέξει τις φλάσκες που κρέμονταν από τα σκαρβέλια ή που μεταφέρονταν μέσα σε ντορβάδες για να κρατιέται το νερό δροσερό (τα προσκυνηματικά ταξίδια γίνονταν συνήθως καλοκαίρι). Ο Πιτυκάκης προσδιορίζει και το μέγεθος του φλασκιού: «ενώ η περίμετρός του είναι γύρω στα 0,65 μ. το πάχος του δεν υπερβαίνει τα 0,15 μ.» Για να μην σπα εύκολα το κάλυπταν ολόγυρα με θηλιές κατασκευασμένες με μαλακό ξύλο, όπως ακριβώς έκαναν και με τις γυάλινες νταμιτζάνες. Ένα από τα πιο ωραία φλασκιά που είδα ήταν στα Αστερούσια. Το κρατούσε κάποιος βοσκός στις αρχές της δεκαετίας του 90 (πείτε τον, αν θέλετε, «απροσάρμοστο», αλλά αποστρεφόταν τα πλαστικά μπουκάλια που είχαν κατακτήσει τον κόσμο στο μεταξύ. Όλα κι όλα, το κρασί του το έπινε από φλασκάκι). Το είχε ντύσει με πλεκτό κατασκευασμένο από αφράτο. Άλλοι φτιάχνανε καλύμματα με βούρλα ή ξύλο λυγιάς. Στην Κρήτη ήταν παλαιότατο σκεύος μεταφοράς υγρών, κυρίως νερού ή κρασιού, για ατομική κυρίως χρήση. Συγκινητική είναι η εικόνα που μεταφέρει ο Τζουάνες Παπαδόπουλος περιγράφοντας τους χωρικούς του 17ου αιώνα: «Όταν έρχονταν από τα χωριά τους στην πόλη, είχαν στο χέρι τους ένα κοντό ραβδί, που τους έφτανε ώς τη μέση ή και λίγο πιο πάνω, κι ένα δισάκι, που κρεμόταν από την πλάτη τους μ' ένα τραχύ κορδόνι περασμένο στους ώμους, και σ' αυτό το δισάκι είχαν κρίθινο ψωμί που έτρωγαν συνήθως, τυρί, μυζήθρα ή κάτι τέτοιο για προσφάι κι ένα φλασκάκι κρασί, γιατί δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν στα κρασοπουλιά για να πιούν...». Μαύρες εποχές ήταν τότε για τους χωρικούς. Αλλά, τουλάχιστον ένα φλασκάκι κρασί μπορούσαν να το έχουν.
Το φλασκάκι του ερωτόκριτου και η φλάσκα του Καζαντζάκη
Στην αναγεννησιακή λογοτεχνία της Κρήτης συναντάμε αναφορές για φλασκιά: Στον ερωτόκριτο: Σ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει και λέγει του, όντα του φανεί, τη στόρηση ν' αλλάξει... Στη Βοσκοπούλα: Είχε και ξιδωτό κρασί δαμάκι σ' ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι και συγκερνά και με καλεί και πίνει κι απ' έκει για να πιω κι εγώ μου δίνει... Και στα νεότερα χρόνια. Καζαντζάκης: Είπε, κι ο πονηρός αφεντικός ανοίγει το ταγάρι, ψωμί, κρασί και πέρδικα ψητή χαρούμενα ανασέρνει και το λιμάρο τάγισε κορμί, μην του λιγομαριάσει. Tην πέρδικα όλη ξεκοκκάλισε, τη φλάσκα του αναγέρνει...
Ιούδες και μάσκες
Eίναι αυτές που χαρακτηρίσαμε πριν ως «παιγνιώδεις χρήσεις».
Με τους τσούκους φτιάχνανε κάποτε τόσον οι μεγάλοι όσο και τα παιδιά μερικούς από τους πιο εκφραστικούς τύπους μάσκας που γνωρίζομε σήμερα. Το σχήμα τους βοηθούσε. Άλλοτε ο λαιμός της κολοκύθας χρησίμευε ως λαιμός και της μάσκας, άλλοτε αντιμετωπιζόταν ως υπερμεγέθης μύτη, άλλοτε ο συμβολισμός της ήταν καθαρά φαλλικός. Συχνά κολλούσαν πάνω στο καυκάλι του τσούκου μαλλιά προβάτου, άλλοτε έφτιαχναν μουστάκια, πάλι με μαλλιά. Βλέπετε, ο τσούκος δεν κόστιζε. Υπήρχε σε μεγάλη αφθονία στους κήπους και τις αυλές. Είναι εύκολο φυτό, αρκετά παραγωγικό. Από ένα μόνο μπορεί να πάρει κανείς 30 και 40 νεροκολόκυθα. Κάποιο απ' όλα θα περίσσευε και για την αποκριάτικη αμφίεση κατά την εποχή που το αγροτικό νοικοκυριό κατανάλωνε ό,τι (και όσο) παρήγαγε. Οι μάσκες που κατασκευάζονταν με τσούκους μπορούσαν να διατηρηθούν για δυο, τρεις ή και περισσότερες χρονιές. Κι επειδή οι μασκαράδες είχαν ως βασικό μέλημα να μην τους γνωρίσουν οι άλλοι, μπορούσαν να τις μεταποιήσουν, να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν χαρακτηριστικά ή και να τις ανταλλάξουν ακόμη. Δεν ήταν μικρότερης σημασίας η χρήση τσούκων ως φαλλικών συμβόλων κατά την αποκριάτικη περίοδο. Οι μασκαράδες τους χρησιμοποιούσαν σαν... υποκατάστατα του φαλλού και με διάφορα τεχνάσματα τους κρεμούσαν στα σκέλια τους. Πίσω από αυτή τη συνήθεια μπορεί να δει κανείς τον συμβολισμό της γονιμότητας, δηλαδή της ιδέας που κυριαρχούσε και στα αρχαιοελληνικά αγροτικά δρώμενα (τους προπομπούς του θεάτρου), αλλά και στα νεοελληνικά αποκριάτικα έθιμα. Και στο έθιμο της καύσης του Ιούδα κατά τη βραδιά της Ανάστασης είχε ρόλο ο τσούκος. Γινόταν κεφαλή του προδότη και καιγόταν μαζί με το ανθρώπινο ομοίωμα πάνω σε ένα μεγάλο σωρό από ξύλα. Συνήθως τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ζωγραφίζονταν με κάρβουνο.
Συμβολικές χρήσεις. Τσούκοι στους τάφους
Στην αρχαία Αίγυπτο έβαζαν τσούκους μέσα στους τάφους των νεκρών. Κι όπως υποστηρίχτηκε από Έλληνα αρχαιολόγο (Ευρ. Κεφαλίδου), σ' αυτούς οφείλεται το σχήμα των περίεργων κτερισμάτων που τοποθετούνταν σε ελληνικούς τάφους από τα αρχαϊκά χρόνια (900 π. Χ.) μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια και που μας είναι γνωστά με την ονομασία φορμίσκοι. Συμβολισμοί και τελετουργικές συμπεριφορές καθορίζουν κάθε φορά τη χρήση του κάθε αντικειμένου, ιδιαίτερα σε έναν πολιτισμό που πίστεψε στην ιδέα της συνέχειας. Η ζωή συνεχίζεται μετά τον θάνατο. Κι όπως έχει υποστηρίξει η εν λόγω αρχαιολόγος, η τεράστια αντοχή των σπόρων του τσούκου είναι πιθανόν να δημιούργησαν στον άνθρωπο συνειρμούς σχετικούς με τη συνέχεια της ζωής.
Είναι αλήθεια ότι ο σπόρος μπορεί να μείνει πολλά χρόνια θαμμένος στη γη μέχρι να βρει τις κατάλληλες συνθήκες να γεννήσει μια καινούργια ζωή, να πετάξει φύλλα και κλαδιά. Όπως ο νεκρός δηλαδή! Και κάτι ακόμη, που νομίζω ότι συγκλίνει στο ίδιο συμπέρασμα: το σχήμα του φαλλού μπορεί να θυμίζει την ιδέα της γονιμότητας και της ανα-δημιουργίας της ζωής, όπως συμβαίνει με όλα τα σύμβολα που διατηρήθηκαν ως εθιμικές πρακτικές στον νεοελληνικό πολιτισμό (π.χ. τα αυγά στους τάφους, τα κλαδιά της ελιάς και τόσα άλλα).
Οι σύγχρονες κατασκευές και τα κυπριακά «κολότζια»
Στον παραδοσιακό πολιτισμό οι έννοιες τέχνη και τεχνική δεν διαχωρίζονταν. Το χρηστικό είδος έπρεπε να είναι και ωραίο. Οι άνθρωποι «κεντούσαν» με πολύπλοκα γεωμετρικά και άλλα σχέδια τα πιρούνια, τα κουτάλια, τις ρόκες, τις σαΐτες. Δεν διαχώριζαν την αισθητική από την καθημερινότητα, δεν έκαναν τέχνη για την τέχνη. Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κρήτη οι τσούκοι και τα φλασκιά ήταν κι αυτά κεντημένα. Όχι όλα, ποτέ δεν ήταν ίδια όλα τα πράγματα. Πάντα προσπαθούσαν οι άνθρωποι να διακρίνονται από τους άλλους. Και διακρίνονταν από τα έργα τους. Το καλό υφαντό μαρτυρούσε την καλή νοικοκερά. Η καλή κατσούνα, τον μερακλή. Το καλό φλασκί έδειχνε κι αυτό πιτηδιοσύνη, νοικοκυροσύνη. Πολλές φορές οι νεαροί του παλιού καιρού είχαν δυο και τρία φλασκιά. Ένα για τις καθημερινές εξορμήσεις τους (κεντημένο συνήθως) κι ένα για τις επίσημες εμφανίσεις τους, τα πανηγύρια και τις εκδρομές, δηλαδή. Σ' αυτά έβαζαν όλο τους το μεράκι. Γιατί η τέχνη του τσούκου και του φλασκιού ήταν αντρική υπόθεση. Όπως κάθονταν οι γυναίκες στα πεζούλια και στις βεγγέρες κι έπλεκαν ή κεντούσαν, έτσι κάθονταν κι οι άντρες και έφτιαχναν χίλια δυο σκεύη με τους τσούκους. Πρώτα τους ξέραιναν για να είναι πιο γεροί. Μετά άνοιγαν τους λαιμούς κι έβαζαν μέσα τζουγκρωτές πέτρες, δονούσαν τους τσούκους σαν κουδουνίστρες μέχρι να ξεκολλήσουν οι σπόροι από τις μεμβράνες και να τους πετάξουν. Τότε ακριβώς έκαναν και τη διαδικασία της επιλογής... γενετικού υλικού: οι σπόροι από τους καλοφτιαγμένους τσούκους φυλάσσονταν σαν σπορικοί (άλλοι με μακρούς λαιμούς, άλλοι με κοντούς ή γαμψούς, ανάλογα με τις συνήθειες, τα γούστα και τα αντικείμενα που χρειάζονταν κάθε φορά). Μετά τον καθαρισμό του τσούκου, ακολουθούσε η απόσμηση. Έβαζαν μέσα ξίδι και το άφηναν για λίγες ημέρες. Το «κέντημα» γινόταν με σουγιά ή μαχαιράκι, πολύ καλά ακονισμένο. Έφτιαχναν σχέδια, συνήθως γεωμετρικά. Κρίμα που δεν έχουν σωθεί τόσοι τσούκοι ώστε να μπορούσαν να μελετηθούν τα μοτίβα τους. Από μια μικρή εμπειρία μπορώ να υποστηρίξω ότι δεν ήταν και πολύ διαφορετικά από αυτά που βλέπομε σε κουτάλες, σαΐτες, καρέκλες. Κάθε περιοχή είχε και τους δικούς της αισθητικούς κανόνες... Κι αφού τέλειωνε το σχέδιο, περνούσαν με φούμο τον τσούκο και τον καθάριζαν καλά. Το μαύρο χρώμα έμενε μόνο μέσα στις
γραμμές του σχεδίου, αφού δεν μπορούσε να σταθεί στο άλλο τμήμα, το υαλώδες. Άλλοι έχωναν για κάμποσες ημέρες τους κεντημένους τσούκους στα στράφυλα (στέμφυλα) κι έπαιρναν ένα γλυκύ κρασάτο χρώμα. Σήμερα υπάρχουν τεχνίτες που κάνουν πολύ ωραία δουλειά με νεροκολόκυθα. Άλλοι φτιάχνουν φωτιστικά, άλλοι ενθυμήματα (σουβενίρ), άλλοι ζωγραφίζουν εξαιρετικές εικόνες λαϊκής τέχνης πάνω σ' αυτά. Δυο καλά παραδείγματα έχω υπ' όψη μου: του παλιού δασκάλου Στέλιου Μαραζάκη στην Κερά (πολυτάλαντος και πολυκάτεχος ο Στέλιος!) και ενός καλού τεχνίτη στη Νίβρυτο. Οι τελευταίοι που φτιάχνουν φλάσκες στον ελλαδικό χώρο είναι οι τεχνίτες της Κύπρου. Εξαιρετικοί από κάθε άποψη! Φρόντισαν να κάμουν τα ταπεινά «κολότζια τους (έτσι λένε τους τσούκους στην Κύπρο) φορέα ενός πολιτισμού με βαθιές ρίζες στο χρόνο. Και, παράλληλα, να προσφέρουν στους επισκέπτες του νησιού ένα σπουδαίο ενθύμημα, δηλαδή ένα πολιτισμικό τεκμήριο μεγάλης αισθητικής αξίας. Τους συνάντησα στο κέντρο χειροτεχνίας της Λεμεσού, τους (τις) φωτογράφισα κι απόκτησα δυο ωραία κολότζια για να μου θυμίζουν την πολιτισμική ενότητα του Ελληνισμού!

ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το
ΥΠΕΡ X
Το κείμενο συμπληρώνεται με Φωτογραφίες: του Νίκου και της  Έφη Ψιλάκη τις οποίες δυστυχώς δεν κατάφερα να ανεβάσω.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως