17 Νοεμβρίου 2016

Υπεράκτιες εταιρείες και στο βάθος αυτονομίες*

Eric John Hobsbawm
...Ο όρος «offshore» μπήκε στο λεξιλόγιο του δημόσιου βίου κάπου στη δεκαετία του '60 για να περιγράψει μια συγκεκριμένη πρακτική των εταιρειών: οι εταιρείες εγγράφονταν στα μητρώα μικρών, ενίοτε μικροσκοπικών κρατών, έχοντας επομένως εκεί τη νόμιμη έδρα τους. Τα κράτη αυτά παρείχαν γενναιόδωρα πλεονεκτήματα από δημοσιονομική άποψη, επιτρέποντας στους επιχειρηματίες να αποφεύγουν τους φόρους και άλλους περιορισμούς που τους επιβάλλονταν στις χώρες τους. Διότι κάθε σοβαρό κράτος, όσο προσηλωμένο κι αν ήταν στην ελευθερία της κερδοφορίας των επιχειρήσεων περί τα μέσα του αιώνα μας, είχε πλέον θεσπίσει ορισμένους ελέγχους και περιορισμούς στη δράση των επιχειρήσεων που λειτουργούσαν νόμιμα, για να προστατεύει τα συμφέροντα του λαού του.
Ένας κατάλληλα διαμορφωμένος περίπλοκος και καινούριος συνδυασμός από νομικά «παραθυράκια» στη νομοθεσία περί εταιρειών και στην εργατική νομοθεσία στα ευγενέστατα αυτά λιλιπούτεια κρατίδια -όπως στο Καραντσάο, στις Παρθένους Νήσους και στο Λιχτενστάιν- μπορούσε να κάνει θαύματα στον ισολογισμό των επιχειρήσεων. Διότι «η ουσία της πρακτικής αυτής έγκειται στο να μεταβάλει τον τεράστιο αυτό αριθμό από νομικά παραθυράκια σε μια βιώσιμη επιχειρηματική δομή άνευ περιοριστικών ρυθμίσεων» (Raw - Page - Hodgson, 1972, σ. 83). Για προφανείς λόγους, η πρακτική αυτή ήταν ιδιαίτερα κατάλληλη για χρηματοπιστωτικές δοσοληψίες, μολονότι ο Παναμάς και η Λιβερία προ πολλού επιδοτούσαν τους πολιτικούς τους με τα έσοδα που αποκόμιζαν εγγράφοντας στα δικά τους νηολόγια τα εμπορικά πλοία άλλων χωρών που οι ιδιοκτήτες τους έβρισκαν ότι η εργατική νομοθεσία καθώς και οι κανονισμοί ασφαλείας για τους εργαζόμενους των δικών τους χωρών ήταν οικονομικά πολύ επαχθείς.

Κάπου στη δεκαετία του '60 δε χρειάστηκε παρά κάποια μικρή καπατσοσύνη για να μεταβάλει το παλαιό διεθνές χρηματιστικό κέντρο, το Σίτυ του Λονδίνου, σε μεγάλο παγκόσμιο κέντρο offshore με την εφεύρεση του «ευρωνομίσματος», δηλαδή κυρίως των «ευρωδολαρίων».

Δολάρια κατατεθειμένα σε μη αμερικανικές τράπεζες που δεν επαναπατρίζονταν, κυρίως για να αποφύγουν τους περιορισμούς της αμερικανικής τραπεζικής νομοθεσίας, έγιναν διαπραγματεύσιμο χρηματιστικό εργαλείο. Αυτά τα ελεύθερης διακύμανσης δολάρια, που σωρεύονταν σε τεράστιες ποσότητες χάρις στις αυξανόμενες αμερικανικές επενδύσεις στο εξωτερικό και τις τεράστιες πολιτικές και στρατιωτικές δαπάνες της αμερικανικής κυβέρνησης, αποτέλεσαν το θεμέλιο για μια εντελώς ανεξέλεγκτη παγκόσμια αγορά, κυρίως για βραχυπρόθεσμα δάνεια. Η αγορά αυτή σημείωσε εκπληκτική άνοδο. Η καθαρή αγορά ευρωνομίσματος ανήλθε από 14 δις δολάρια περίπου το 1964 σ ε 160 δις δολάρια σχεδόν το 1973 και σχεδόν σε 500 δ ις δολάρια πέντε χρόνια αργότερα, όταν η αγορά αυτή έγινε ο κύριος μηχανισμός για τ ην ανακύκληση τ ων τεράστιων κερδών που αποκόμιζαν από τις πωλήσεις πετρελαίου οι χώρες του OPEC, οι οποίες ξαφνικά βρέθηκαν με τόσα χρήματα ώστε δεν ήξεραν πώς να τα ξοδέψουν και πού να τα επενδύσουν

(βλ.εδώ). Οι ΗΠΑ ήταν η πρώτη χώρα που βρέθηκε στο έλεος αυτής της τεράστιας και πολλαπλασιαζόμενης πλημμυρίδας αδέσποτου κεφαλαίου που ξεπλυνόταν κάνοντας το γύρο του κόσμου από νόμισμα σε νόμισμα, επιδιώκοντας γρήγορα κέρδη. Τελικά, όλες οι κυβερνήσεις έπεσαν θύματα, εφόσον έχασαν τον έλεγχο επί των συναλλαγματικών τιμών και επί της παγκόσμιας προσφοράς χρήματος. Στις αρχές της δεκαετίας του '90, ακόμα και η ανάληψη κοινής παρεμβατικής δράσης από τις κυριότερες κεντρικές τράπεζες αποδείχτηκε ανίσχυρη. 
Ήταν αρκετά φυσιολογικό οι εταιρείες να έχουν την έδρα τους σε μια χώρα, αλλά να λειτουργούν σε αρκετές άλλες για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Η λειτουργία τέτοιων «πολυεθνικών» εταιρειών 
δεν ήταν καινούριο φαινόμενο. Οι αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες αύξησαν τις ξένες θυγατρικές τους από επτάμισι χιλιάδες το 1950 σε πάνω από είκοσι τρεις χιλιάδες το 1966, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη και το δυτικό ημισφαίριο (Spero, 1977, σ. 92). Ωστόσο, όλο και περισσότερες εταιρείες άλλων χωρών ακολούθησαν στα ίδια χνάρια. Η μεγάλη γερμανική εταιρεία χημικών Hoechst, επί παραδείγματι, μετά το 1950 εγκατέστησε 117 εργοστασιακές μονάδες σε σαράντα πέντε χώρες, ή συμμετείχε σ' αυτές, σε όλες εκτός από έξι περιπτώσεις (Fröbel - Heinrichs - Kreye, 1986, Tabelle IIIA, σ. 281 κ.ε.). Το καινούριο φαινόμενο εδώ έγκειται μάλλον στην ίδια την κλίμακα των δραστηριοτήτων αυτών των διεθνικών επιχειρήσεων. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, οι αμερικανικές διεθνικές εταιρείες είχαν ήδη στα χέρια τους τα τρία τέταρτα των εξαγωγών των Ηνωμένων Πολιτειών και σχεδόν το ήμισυ των εισαγωγών τους, ενώ διεθνικές επίσης εταιρείες (βρετανικές και ξένες) έλεγχαν πάνω από το 80% των βρετανικών εξαγωγών (UN Transnational,1988, σ. 90).
Κατά μία έννοια, όλα αυτά είναι άσχετα στοιχεία, εφόσον η κύρια λειτουργία τέτοιων εταιρειών ήταν να «ενσωματώνουν αγορές πέρα από τα εθνικά σύνορα», δηλαδή να ανεξαρτητοποιηθούν απ' το κράτος και τους εδαφικούς περιορισμούς του. Το μεγαλύτερο μέρος που εμφανίζουν οι στατιστικές (οι οποίες καταρτίζονται σε εθνική βάση) ως εισαγωγές και εξαγωγές, αποτελεί στην πραγματικότητα εσωτερικό εμπόριο εντός μιας διεθνικής οντότητας, όπως π.χ. της General Motors που λειτουργούσε σε σαράντα χώρες. Η ικανότητα λειτουργίας μ' αυτόν τον τρόπο, φυσιολογικά ενδυνάμωσε την τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, γνωστή απ' τον Καρλ Μαρξ. Στα 1960 είχε ήδη υπολογιστεί ότι οι πωλήσεις των διακοσίων μεγαλύτερων εταιρειών στον (μη σοσιαλιστικό) κόσμο ισοδυναμούσαν με το 17% του ΑΕΠ του τμήματος αυτού του κόσμου, ενώ υποστηρίζεται ότι στα 1984 το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 26%.1

Οι περισσότερες απ' αυτές τις διεθνικές εταιρείες είχαν την έδρα τους σε κράτη σημαντικά «ανεπτυγμένα». Πράγματι, το 85% των «200 μεγάλων» είχαν την έδρα τους στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Βρετανία και τη Γερμανία, ενώ οι υπόλοιπες είχαν την έδρα τους σε άλλες ένδεκα χώρες. Όμως, ακόμα κι αν οι δεσμοί τέτοιων υπεργιγάντων με τις εθνικές κυβερνήσεις τους ήταν πολύ στενοί, προς τα τέλη της Χρυσής Εποχής είναι αμφίβολο αν μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι ταυτίζονταν με τα συμφέροντα της κυβέρνησής τους ή του έθνους τους, με εξαίρεση τις ιαπωνικές εταιρείες και ορισμένες εταιρείες που ανήκαν ουσιαστικά στον κλάδο της αμυντικής βιομηχανίας. Δεν ήταν πλέον τόσο σαφές όσο άλλοτε πως «ό,τι είναι καλό για την General Motors είναι καλό για τις ΗΠΑ», σύμφωνα με τα λόγια εκείνου του μεγιστάνα του Ντητρόιτ που διετέλεσε μέλος της αμερικανικής κυβέρνησης. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι, όταν η εθνική αγορά πλέον ήταν μία ανάμεσα στις εκατό όπου η Mobil Oil, ας πούμε, άπλωσε τις δραστηριότητές της, ή τις 170 άλλες αγορές όπου είχε παρουσία η Daimler-Benz; Η επιχειρηματική λογική θα εξανάγκαζε μια διεθνή εταιρεία πετρελαίου να χαράξει τη στρατηγική και την πολιτική της προς τη χώρα καταγωγής της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που αντιμετώπιζε το θέμα σε σχέση με τη Σαουδική Αραβία ή τη Βενεζουέλα, συγκεκριμένα με κριτήρια το κέρδος και τη ζημία απ' τη μια μεριά ή τη συγκριτική ισχύ της εταιρείας σε σχέση με τη συγκεκριμένη κυβέρνηση απ' την άλλη.

Η τάση των επιχειρηματικών συναλλαγών και των ίδιων των επιχειρήσεων για χειραφέτηση απ' το παραδοσιακό εθνικό κράτος -τάση που δεν περιοριζόταν μόνο σε λίγες γιγαντιαίες εταιρείες- έγινε ακόμα πιο έντονη καθώς η βιομηχανική παραγωγή άρχισε αργά στην αρχή, αλλά με αυξανόμενη ταχύτητα μετέπειτα, να μεταφέρεται έξω απ' τις χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής που υπήρξαν πρωτοπόρες στην εκβιομηχάνιση και την καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι χώρες αυτές βέβαια παρέμειναν η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης που σημειώθηκε στη Χρυσή Εποχή. Στα μέσα της δεκαετίας του '50, οι βιομηχανικές χώρες διέθεταν τα τρία πέμπτα των μεταποιητικών τους εξαγωγών μεταξύ των, στη δε δεκαετία του '70 τα τρία τέταρτα. Όμως τότε τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ο ανεπτυγμένος κόσμος άρχισε να εξάγει περισσότερα μεταποιητικά προϊόντα στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι ο Τρίτος Κόσμος άρχισε να εξάγει μεταποιητικά προϊόντα στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες σε σημαντική κλίμακα. Καθώς οι παραδοσιακές εξαγωγές πρωτογενών προϊόντων από καθυστερημένες περιοχές έχασαν έδαφος (εκτός από τα ορυκτά υγρά καύσιμα μετά την επανάσταση του OPEC), χώρες του Τρίτου Κόσμου άρχισαν ακανόνιστα μεν αλλά ραγδαία να εκβιομηχανίζονται. Στην περίοδο 1970-1983 το μερίδιο του Τρίτου Κόσμου στις παγκόσμιες βιομηχανικές εξαγωγές, που μέχρι τότε παρέμενε σταθερό γύρω στο 5%, υπερδιπλασιάστηκε (Fröbel, κ.ά., 1986, σ. 200).

Επομένως, ένας καινούριος διεθνής καταμερισμός της εργασίας άρχισε να υπονομεύει τον παλαιό. Η γερμανική εταιρεία Volkswagen εγκατέστησε εργοστάσια στην Αργεντινή, τη Βραζιλία (τρία), τον Καναδά, το Εκουαδόρ, την Αίγυπτο, το Μεξικό, τη Νιγηρία, το Περού, τη Νότιο Αφρική και τη Γιουγκοσλαβία - ως συνήθως, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '60. Νέες βιομηχανίες που δημιουργήθηκαν στον Τρίτο Κόσμο προμήθευαν όχι μόνο τις διογκούμενες τοπικές αγορές, αλλά επίσης και την παγκόσμια αγορά. Έκαναν δε εξαγωγές όχι μόνο προϊόντων που παράγονταν εξ ολοκλήρου από την εγχώρια βιομηχανία (όπως κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, η παραγωγή των οποίων στα 1970 είχε ήδη μεταφερθεί από τις παλαιές χώρες στις «αναπτυσσόμενες»), αλλά έγιναν και οι ίδιες μέρος της διεθνικής παραγωγικής μεταποιητικής διαδικασίας.

Αυτή ήταν και η αποφασιστική καινοτομία της Χρυσής Εποχής, μολονότι η διαδικασία ολοκληρώθηκε αργότερα. Και δε θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς την επανάσταση που συντελέστηκε στις μεταφορές και τις επικοινωνίες. Οι εξελίξεις αυτές έκαναν δυνατό και οικονομικά εφικτό το διαχωρισμό της παραγωγής ενός και μοναδικού προϊόντος που, ας πούμε, παράγονταν τώρα στο Χιούστον, τη Σιγκαπούρη και την Ταϊλάνδη, το ημιτελές προϊόν μεταφερόταν αεροπορικώς στα κέντρα αυτά παραγωγής για να πάρει την τελική του μορφή, ενώ ολόκληρη αυτή η διαδικασία ελεγχόταν κεντρικά χάρις στη σύγχρονη τεχνολογία της πληροφορικής. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και μετά, οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής ηλεκτρονικών άρχισαν να αποκτούν παγκόσμια εμβέλεια. Η γραμμή της παραγωγής δεν περνούσε πλέον μέσα από τα γιγαντιαία υπόστεγα του ίδιου εργοστασίου, αλλά διέσχιζε ολόκληρο τον πλανήτη. Μερικές εταιρείες εγκατέστησαν μονάδες στις εξωεδαφικές «ελεύθερες ζώνες παραγωγής» ή offshore μονάδες σε χώρες πάρα πολύ φτωχές που πρόσφεραν όμως το πλεονέκτημα των φθηνών εργατικών χεριών, κυρίως νεαρών γυναικών· κίνηση που αποτέλεσε ένα άλλο καινούριο μηχάνευμα των εταιρειών για να αποφεύγουν τον έλεγχο από ένα και μοναδικό συγκεκριμένο κράτος. Έτσι, ένα απ' τα πρώτα εργοστάσια Manaus εγκαταστάθηκε βαθιά μέσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου, παράγοντας υφαντουργικά προϊόντα παιχνίδια, χαρτικά είδη, ηλεκτρονικές συσκευές και ψηφιακά ρολόγια για αμερικανικές, ολλανδικές και γιαπωνέζικες εταιρείες. 
Όλα αυτά προκάλεσαν μια παράδοξη αλλαγή στην πολιτική δομή της παγκόσμιας οικονομίας. Καθώς ολόκληρος ο πλανήτης έγινε πλέον πραγματικά μια μονάδα (παγκόσμιο χωριό), οι εθνικές οικονομίες των μεγάλων κρατών ανακάλυψαν πόσο οι ίδιες είχαν παραμεριστεί από τέτοια offshore κέντρα παραγωγής, που τα περισσότερα απ' αυτά βρίσκονταν σε μικρά ή λιλιπούτεια μίνι-κράτη. Η ειρωνεία είναι ότι με τη διάλυση των παλαιών αυτοκρατοριών, οι ίδιες είχαν δημιουργήσει αυτά τα μίνι-κράτη για τη δική τους ευκολία. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, στα τέλη του Σύντομου Εικοστού Αιώνα υπήρχαν εβδομήντα μία οικονομίες με πληθυσμό λιγότερο από δυόμισι εκατομμύρια (δεκαοκτώ απ' αυτές με πληθυσμό λιγότερο από 100.000), με άλλα λόγια, αποτελούσαν τα δύο τρίτα όλων των πολιτικών μονάδων που επίσημα θεωρούνταν ως «οικονομίες» (World Development, 1992). Μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τέτοιες μονάδες τις θεωρούσαν οικονομικό αστείο, στην πραγματικότητα δε, δεν θεωρούντο ούτε καν κρατικές οντότητες.2
Ήταν και ασφαλώς εξακολουθούν να είναι ανίκανα να υπερασπίσουν την τυπική τους, κατ' όνομα, ανεξαρτησία που έχουν μέσα στη διεθνή ζούγκλα. Ωστόσο, στη Χρυσή Εποχή έγινε φανερό ότι μπορούσαν να ανθίσουν όπως οι μεγάλες εθνικές οικονομίες, μερικές φορές δε ακόμα καλύτερα, παρέχοντας άμεσα υπηρεσίες απευθείας στην παγκόσμια οικονομία. Γι' αυτόν το λόγο έχουμε και την ανάπτυξη πόλεων-κρατών (όπως το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη) – μορφή πολιτείας που βρίσκουμε να ανθίζει στο Μεσαίωνα. Ορισμένες περιοχές στην έρημο του Περσικού Κόλπου μεταβλήθηκαν σε μεγάλους παίκτες στην παγκόσμια επενδυτική αγορά (Κουβέιτ) και μερικά από τα πολλά offshore καταφύγια για την αποφυγή της κρατικής νομοθεσίας.
Η κατάσταση αυτή θα τροφοδοτούσε τα πολλαπλασιαζόμενα εθνοτικά κινήματα του εθνικισμού που εμφανίστηκαν στα τέλη του εικοστού αιώνα με διάφορα επιχειρήματα, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου πειστικά για τη βιωσιμότητα, ας πούμε, της ανεξαρτησίας της Κορσικής ή των Καναρίων Νήσων. Δεν ήταν πειστικά διότι η μόνη ανεξαρτησία που θα μπορούσε να επιτευχθεί με την απόσχιση, ήταν ο χωρισμός από το έθνος-κράτος με το οποίο τα εδάφη αυτά συνδέονταν προηγουμένως. Από οικονομική άποψη, ο χωρισμός είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα τα έκανε πιο εξαρτημένα από τις διεθνικές εταιρείες που όλο και περισσότερο καθόριζαν τέτοια πράγματα. Για τους πολυεθνικούς γίγαντες, ο πιο βολικός κόσμος είναι ένας κόσμος που κατοικείται από κράτη αναστήματος νάνου ή ένας κόσμος όπου δεν υπάρχουν καθόλου κράτη.                                                --------------------------------------------

1 Θα πρέπει να χρησιμοποιούμε με μεγάλη επιφύλαξη τέτοιες εκτιμήσεις, τις οποίες θα ήταν ίσως καλύτερο να εκλαμβάνουμε ως τάξεις μεγέθους.
2 Μόλις στη δεκαετία του '90, παλαιά κρατίδια της Ευρώπης, όπως η Ανδόρα, το Λιχτενστάιν, το Μονακό και το Σαν Μαρίνο, άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως δυνάμει μέλη των Ηνωμένων Εθνών.




ΠΗΓΗ

Αναδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του

Eric John Hobsbawm



*Ο τίτλος του αποσπάσματος δικός μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως