ο Πειραιάς δεν είχε περισσότερους από επτά με οκτώ χιλιάδες ψυχές που
παρακολουθούσαν με αγωνία το ηρωικό δράμα της Κρήτης.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο
ο χαλασμός εξαπλωνόταν και τόσο τα καραβάνια προσφύγων που αποτελούνταν μόνο
από γυναίκες και παιδιά καθώς οι άνδρες έμεναν να πολεμήσουν, κατέφθαναν στην
πειραϊκή γη. Στην αρχή δεν έβρισκαν καράβια για να γλυτώσουν από το τουρκικό
μαχαίρι, καθώς οι δυνατοί της γης, δεν άφηναν τα πλοία τους να προσεγγίσουν
στην Κρήτη, μη τυχόν και παραβιάσουν τάχα την ουδετερότητα! Σιγά σιγά όμως κάθε
μια από αυτές, έδινε οδηγίες στον Πρόξενό της στα Χανιά, πως αν υπάρξει
ευρωπαϊκό καράβι καράβι να μεταφέρει γυναικόπαιδα, τότε κι αυτοί να βάλουν ένα!
Αυτό δυστυχώς που αρνιόντουσαν από φιλανθρωπία το δέχονταν από αντιζηλία! Και ποτέ δεν θα γίνονταν τίποτα, εάν πρώτη δεν γέμιζε
με γυναικόπαιδα και δεν τα έφερνε στον Πειραιά, μια αμερικανική φρεγάτα.
Αμέσως, αγγλικά και ρωσικά πλοία έκαναν το ίδιο και μάλιστα η ρώσικη φρεγάτα,
προκαλούσε τεράστια εντύπωση στους Πειραιώτες με τα μεγάλα γράμματα στην πλώρη
της που έγραφαν "Ο ΜΕΓΑΣ ΝΑΥΑΡΧΟΣ".Μόνο πλοία της Γαλλίας δεν έλαβαν μέρος σε αυτό το έργο, αν και η φρεγάτα ναυαρχίδα της Γαλλίας η "Μαζισιέν" στέκονταν μπροστά στο Τελωνείο Πειραιά και διαρκώς ξεκουράζονταν! Δεν θα ξεχάσουμε να αναφέρουμε βέβαια και το γαλλικό πολεμικό τροχήλατο πλοίο "Φορμπαίν" που πηγαινοερχόταν Πειραιά - Χανιά έχοντας οδηγίες να πνίξει τον ελληνικό ξεσηκωμό!
Με την αμερικάνικη φρεγάτα λοιπόν αρχικά και τα
αγγλορωσικά πολεμικά μετέπειτα, κατέφθαναν στον Πειραιά πάνω από τρεις χιλιάδες
γυναικόπαιδα. Κι αυτοί σε μια πόλη που δεν ήταν καν κωμόπολη. Κι όμως ζήτημα
στέγης δεν είχε παρουσιασθεί. Κανείς δεν είχε μείνει στον δρόμο! Κάθε καρδιά
Πειραιώτη είχε γίνει και ένα λαμπρό παλάτι! Και ο Δήμος Πειραιά ακόμα, βοηθούσε
να γλυκάνει την δυστυχία, καθώς εκείνες τις δύσκολες ώρες είχε για Δήμαρχο τον Λουκά
Ράλλη, που ο ίδιος προσωπικά γνώριζε πολλά από τις σφαγές της Χίου. Ίσως
γιαυτό ήταν γενναίος στην φιλανθρωπία, δίνοντας τεράστια ποσά από την τσέπη
του! Αλλά και κάθε Πειραιώτης έψαχνε να βρει τρόπους, να μην μείνει πίσω στην
προσφορά. Και τα παιδιά ακόμα, έχοντας την καθοδήγηση του Καθηγητή του
Γυμνασίου Πειραιά, Αντώνιου Αντωνιάδη, που η ψυχή του δονούνταν δύο
φορές, καθώς ήταν Κρητικός και Πειραιώτης μαζί, αλλά και δραματικός ποιητής
οργάνωνε διαρκώς παραστάσεις για τους κρητικούς πρόσφυγες. Και ήταν μάλιστα και
οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις του Πειραιά. Και οι "Μαρίες Τερέζες"
έτσι έλεγαν οι Πειραιώτες τα τάληρα της εποχής εκείνης, έκαναν μεγάλο θόρυβο
καθώς έπεφταν, καθώς ήταν μεταλλικά τάληρα, φτιαγμένα από καθαρό ασήμι!
Αλλά και για όσο καιρό διαρκούσε το κρητικό ντουφέκι
να αντιλαλεί στα οροπέδια, τόσο καιρό και οι Πειραιώτες βρίσκονταν σε μια
διαρκή κατάσταση νευρικής επιστράτευσης, καθώς Πειραιώτες ήταν αυτοί που
επάνδρωναν τα πληρώματα των πλοίων, που έστελνε η ελεύθερη Ελλάδα, με
εθελοντές, φορτωμένα με εφόδια, τρόφιμα και πυρομαχικά, στην επαναστατημένη
Κρήτη. Και κατόρθωναν αυτοί, με μικρά και αδύνατα σκάφη, να σπάζουν τους
αποκλεισμούς, από τον πανίσχυρο τότε Τουρκικό στόλο του Σουλτάν Αζίζ, να
ξεφορτώνουν χωρίς τα σημερινά μέσα, τόννους ολόκληρους σε έρημες ακτές κι
ύστερα με τον ίδιο ή μεγαλύτερο κίνδυνο να επιστρέψουν πίσω στον Πειραιά ή στην
Σύρα. Και με πρώτο από όλα το μικρό βαποράκι το "Πανελλήνιο" που
εκτελούσε τέτοιες αποστολές με την σέσουλα! Και πίσω του τα "Ύδρα",
το "Αρκάδι", το "Κρήτη" και το "Ένωσις". Κι όσο
και εάν τα καταδίωκαν βαριά πολεμικά σκάφη και καταδρομικά με ανώτερη ταχύτητα,
τα ατρόμητα αυτά μικρά βαποράκια, πάντα κατάφερναν να ξεφύγουν καθώς τρύπωναν
σε άγρια βράχια και τραχιές ακτές μέσα σε άγριες τρικυμίες αδιαφορώντας για την
καταστροφή. Και αφού ξεφόρτωναν χιλιάδες δέματα, σακιά, άλευρα, όπλα, κασέλες
με πυρομαχικά, αποβίβαζαν σώματα εθελοντών και έπειτα έπαιρναν όσους περίμεναν
στις ακτές, γυναικόπαιδα και τραυματίεςκαιτουςέφερνανστονΠειραιά.
Σήμερα δυστυχώς κανένα από αυτά τα κατορθώματα δεν είναι γνωστό, αλλά με τέτοιες πράξεις έχει γραφτεί η ιστορία του Έθνους μας η σκεπασμένη από τους θρύλους. Αυτές οι φλούδες λοιπόν από ψιλή λαμαρίνα, που υπερβολικά κάποιος θα τις έλεγε πλοία, πότε τρύπωναν για να ξεφύγουν στα Αντικύθηρα, πότε σε βράχους που εξείχαν στην θάλασσα και ποιος Θεός ξέρει άραγε που βρίσκονται σήμερα τα ημερολόγια των Κυβερνητών τους που εξιστορούν την δόξα των ναυτικών μας.
Και για κάθε πειραιώτικο καράβι που αργούσε να γυρίσει, η καθυστέρηση έδινε τροφή σε πένθιμες σκέψεις, πως έπεσε στην τρικυμία ή πως το βούλιαξαν οι Τούρκοι ή πως το πρόδωσαν σε κάποια κρητική παραλία. Και όταν συνέβαινε αυτό, αρκετά συχνά μάλιστα, οι Πειραιώτες περπατούσαν στους δρόμους σκυφτοί, ακόμα και τα μαγαζιά ήσαν μισοανοιχτά και ένα πένθος βουβό ξαπλωνόταν στην πόλη. Τα πειραϊκά Καφενεία πολύ λίγους έβλεπαν, τούτες τις ώρες καθώς εργαζόμενοι και χασομέρηδες ανέβαιναν στο ψηλότερο μέρος της Πειραϊκής Χερσονήσου, στον Σηματογραφικό Σταθμό Πειραιά, κι αγνάντευαν την θάλασσα μήπως και δουν κάποιον καπνό πλοίου! Κι όσο περνούσαν οι μέρες, αυτό γίνονταν ακόμα και τη νύχτα! Ο περισσότερος όμως κόσμος μαζεύονταν κάτω στην Πλατεία Θεμιστοκλέους, εκεί που λίγο αργότερα θα γίνει το Δημαρχείο και που τότε δεν υπήρχε παρά μόνο η προτομή του Θεμιστοκλή πάνω σε μια ψηλή στήλη. Εκεί γεμάτοι νεύρα από την αγωνία περπατούσαν οι οικογένειες των πληρωμάτων σε μια ατέλειωτη διαδρομή Πλατεία Θεμιστοκλέους, Τινάνειο, Αγία Τριάδα την μικρή και ταπεινή ακόμα εκκλησία, και ξανά πίσω στην πλατεία. Και όταν κάποιος εκτός Πειραιά τους έβλεπε όλους αυτούς να αγναντεύουν, ρωτούσε παράξενα τι τάχα καρτερούν; Και να η απάντηση. Καθώς οι Πειραιώτες ναυτικοί γνώριζαν πως από την πόλη τους καρτερούν, όταν ζύγωναν στον Πειραιά, αν είχαν πετυχημένη αποστολή, αν ήταν μέρα σημαιοστολίζονταν κι αν ήταν νύχτα άναβαν βεγγαλικά. Και για να είναι σίγουρος ο Σηματογραφικός της Πειραϊκής πως τα είδαν όλοι, τα αναπαρήγαγε κι αυτός με την σειρά του! Το τι ακολουθούσε τέτοιες επιστροφές, δεν περιγράφεται!
Σήμερα δυστυχώς κανένα από αυτά τα κατορθώματα δεν είναι γνωστό, αλλά με τέτοιες πράξεις έχει γραφτεί η ιστορία του Έθνους μας η σκεπασμένη από τους θρύλους. Αυτές οι φλούδες λοιπόν από ψιλή λαμαρίνα, που υπερβολικά κάποιος θα τις έλεγε πλοία, πότε τρύπωναν για να ξεφύγουν στα Αντικύθηρα, πότε σε βράχους που εξείχαν στην θάλασσα και ποιος Θεός ξέρει άραγε που βρίσκονται σήμερα τα ημερολόγια των Κυβερνητών τους που εξιστορούν την δόξα των ναυτικών μας.
Και για κάθε πειραιώτικο καράβι που αργούσε να γυρίσει, η καθυστέρηση έδινε τροφή σε πένθιμες σκέψεις, πως έπεσε στην τρικυμία ή πως το βούλιαξαν οι Τούρκοι ή πως το πρόδωσαν σε κάποια κρητική παραλία. Και όταν συνέβαινε αυτό, αρκετά συχνά μάλιστα, οι Πειραιώτες περπατούσαν στους δρόμους σκυφτοί, ακόμα και τα μαγαζιά ήσαν μισοανοιχτά και ένα πένθος βουβό ξαπλωνόταν στην πόλη. Τα πειραϊκά Καφενεία πολύ λίγους έβλεπαν, τούτες τις ώρες καθώς εργαζόμενοι και χασομέρηδες ανέβαιναν στο ψηλότερο μέρος της Πειραϊκής Χερσονήσου, στον Σηματογραφικό Σταθμό Πειραιά, κι αγνάντευαν την θάλασσα μήπως και δουν κάποιον καπνό πλοίου! Κι όσο περνούσαν οι μέρες, αυτό γίνονταν ακόμα και τη νύχτα! Ο περισσότερος όμως κόσμος μαζεύονταν κάτω στην Πλατεία Θεμιστοκλέους, εκεί που λίγο αργότερα θα γίνει το Δημαρχείο και που τότε δεν υπήρχε παρά μόνο η προτομή του Θεμιστοκλή πάνω σε μια ψηλή στήλη. Εκεί γεμάτοι νεύρα από την αγωνία περπατούσαν οι οικογένειες των πληρωμάτων σε μια ατέλειωτη διαδρομή Πλατεία Θεμιστοκλέους, Τινάνειο, Αγία Τριάδα την μικρή και ταπεινή ακόμα εκκλησία, και ξανά πίσω στην πλατεία. Και όταν κάποιος εκτός Πειραιά τους έβλεπε όλους αυτούς να αγναντεύουν, ρωτούσε παράξενα τι τάχα καρτερούν; Και να η απάντηση. Καθώς οι Πειραιώτες ναυτικοί γνώριζαν πως από την πόλη τους καρτερούν, όταν ζύγωναν στον Πειραιά, αν είχαν πετυχημένη αποστολή, αν ήταν μέρα σημαιοστολίζονταν κι αν ήταν νύχτα άναβαν βεγγαλικά. Και για να είναι σίγουρος ο Σηματογραφικός της Πειραϊκής πως τα είδαν όλοι, τα αναπαρήγαγε κι αυτός με την σειρά του! Το τι ακολουθούσε τέτοιες επιστροφές, δεν περιγράφεται!
Όμως μια φορά το βαποράκι "Ένωσις"
έφυγε για κάποιες ακτές της Δυτικής Κρήτης γεμάτο εθελοντές, κυρίως
υπαξιωματικούς του πυροβολικού, που κατέβαιναν Κρήτη έχοντας μαζί τους δύο
ορειβατικά πυροβόλα. Είχαν περάσει δώδεκα ημέρες και νέα δεν υπήρχαν. Αν και
ήταν σχεδόν βέβαιο πως το πλοίο είχε καταποντιστεί, κόσμος ακόμα περίμενε στον
Σηματογραφικό και στην Πλατεία Θεμιστοκλέους. Και κόσμος ανάμεικτος από όλες
τις τάξεις καθώς στις ναυτικές οικογένειες δεν συμβαίνει το ίδιο με τις
στεριανές. Και οι πόρτες της Αγίας Τριάδας διάπλατα ανοιχτές για να
προσεύχονται γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά. Ξαφνικά από τον Σηματογραφικό,
που τώρα λέγεται της Νέας
Καλλίπολης, διαγράφηκαν τρεις στήλες φωτός από βολίδες, που έσχιζαν το
σκοτάδι της νύχτας. Κι όλος ο Πειραιάς δονήθηκε από μια ζητωκραυγή λες κι
έβγαινε από ένα στόμα μονάχα! Πλοίο στον ορίζοντα. Τότε όλος ο κόσμος έτρεξε
στα σκαλιά της Αγίας Τριάδας, που ήταν ήδη γεμάτη! Κόσμος που δεν έμπαινε στον
πνιγμό, αλλά μπήκε στην χαρά να ευχαριστήσει για το θαύμα. Το ίδιο και στον
Άγιο Νικόλαο των Υδραίων, που κατέληξε το λεφούσι κόσμου που βρίσκονταν στον
Σηματογραφικό. Και ενώ ακόμα κρατούσαν οι λειτουργίες φουντάρισε η
"Ένωσις" στο λιμάνι.
Τα νέα έλεγαν πως αφού ξεφόρτωσε στην Κρήτη τους εθελοντές, τα όπλα και τα πυρομαχικά, καθώς ετοιμάζονταν να βγει από τον μικρό όρμο, το μπλοκάρισαν τέσσερα τουρκικά! Ένα εξ αυτών ήταν το καταδρομικό "Ιτζετίν" (τροχοφόρο ατμήλατο) που ξεπερνούσε σε ταχύτητα την "Ένωσις". Όμως τα Ελληνικό κατάφερε να ξεγλιστρήσει με ελιγμούς και τρόπους που μόνο τα ελληνικά θαλασσοπούλια ξέρουν. Τρύπωσαν σε κάποιον όρμο των Αντικυθήρων και μόλις ξέσπασε άγρια τρικυμία, οι Τούρκοι τράβηξαν για λιμάνι και τότε μόνο η "Ένωσις" βγήκε στο πέλαγος για Πειραιά. Ήξεραν καλά πως οι Τούρκοι δεν θα έβγαιναν να κυνηγήσουν στην καταιγίδα.
Και αφού αυτά έγιναν γνωστά, ανέβηκε στο πάνω σκαλί της Αγίας Τριάδας, ο Θεόδωρος Αφεντούλης, που ήξερε σε τέτοιες περιπτώσεις να κορυφώνει τον ενθουσιασμό του κόσμου. Και ήταν παράξενη αντίθεση για τον Καθηγητή Φαρμακολογίας να διαθέτει εκτός από μεγάλη διάνοια και μεγάλη καρδιά και την ακλόνητη πίστη του στο εθνικό μεγαλείο.
Απόσπασμα "Από το ημερολόγιο της ζωής μου" του Εμμανουήλ Στυλ. Λυκούδη (1925).
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο
http://pireorama.blogspot.gr/2014/12/blog-post_22.html
Τα νέα έλεγαν πως αφού ξεφόρτωσε στην Κρήτη τους εθελοντές, τα όπλα και τα πυρομαχικά, καθώς ετοιμάζονταν να βγει από τον μικρό όρμο, το μπλοκάρισαν τέσσερα τουρκικά! Ένα εξ αυτών ήταν το καταδρομικό "Ιτζετίν" (τροχοφόρο ατμήλατο) που ξεπερνούσε σε ταχύτητα την "Ένωσις". Όμως τα Ελληνικό κατάφερε να ξεγλιστρήσει με ελιγμούς και τρόπους που μόνο τα ελληνικά θαλασσοπούλια ξέρουν. Τρύπωσαν σε κάποιον όρμο των Αντικυθήρων και μόλις ξέσπασε άγρια τρικυμία, οι Τούρκοι τράβηξαν για λιμάνι και τότε μόνο η "Ένωσις" βγήκε στο πέλαγος για Πειραιά. Ήξεραν καλά πως οι Τούρκοι δεν θα έβγαιναν να κυνηγήσουν στην καταιγίδα.
Και αφού αυτά έγιναν γνωστά, ανέβηκε στο πάνω σκαλί της Αγίας Τριάδας, ο Θεόδωρος Αφεντούλης, που ήξερε σε τέτοιες περιπτώσεις να κορυφώνει τον ενθουσιασμό του κόσμου. Και ήταν παράξενη αντίθεση για τον Καθηγητή Φαρμακολογίας να διαθέτει εκτός από μεγάλη διάνοια και μεγάλη καρδιά και την ακλόνητη πίστη του στο εθνικό μεγαλείο.
Απόσπασμα "Από το ημερολόγιο της ζωής μου" του Εμμανουήλ Στυλ. Λυκούδη (1925).
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από το ιστολόγιο
http://pireorama.blogspot.gr/2014/12/blog-post_22.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως