Ο Θρασύβουλος Βιδάκης ήταν αντάρτης και κτηνοτρόφος.
Το ποίημα του γερο Βιδάκη
“ Το θλιβερότερο σκοπό που χω τραγουδισμένα
θα τραγουδήσω αδέλφια μου με μάτια δακρυσμένα.
Και σίντερο ναν η καρδιά βαμμένη με τ΄ ατσάλι
και κείνη θα συγκινηθεί και θα πονέσει πάλι
θα τραγουδήσω αδέλφια μου με μάτια δακρυσμένα.
Και σίντερο ναν η καρδιά βαμμένη με τ΄ ατσάλι
και κείνη θα συγκινηθεί και θα πονέσει πάλι
Θα κλάψει κείνους τσοι γονείς που έβλεπαν τα παιδιά τους
να τους τουφεκίζουνε δίπλα στη μια μεριά τους
Να ναι πατέρας και παιδί να το σφιχταγκαλιάζει
και να τσοι τουφεκίζουνε ποιός δεν αναστενάζει
Αδέρφια δυο και τέσσερα η στη γραμμή στεμμένα
να τα σκοτώνουν Γερμανοί να πέφτουν μαζεμένα
Μανάδες η στη μια μεριά να τζαγκρουνομαδιούνται
και τα παιδιά απέναντι με σφαίρες να χτυπιούνται
Μες του θανάτου τη στιγμή να διπλοχαιρετιούνται
τ’ αδέρφια ν’ αγκαλιάζουνται και να γλυκοφιλιούνται
Όποιος περάσει από σας από τσ Αγυάς τα μέρη
να το διηγάται πάντοτε σε εκείνο που δεν ξέρει
Θα δει το χώμα κόκκινο τα χόρτα ματωμένα
και λάκκους να χουνε κορμιά χιλιάδες κουκλωμένα
Θα δει ένα λάκκο τρομερό, κόκκινο αχνό να βγάζει
το αίμα των παλικαριώ(ν) να αχνίζει και να βράζει
π’ όποιος περάσει και το δει κλαίει κι αναστενάζει
Όποιος περάσει και το δει τότε στο νούν του βάνει
να πάρει το τουφέκι ντου σαν ήρωας να πεθάνει
Στη Θέρισο συνάξανε πολλές ψυχές ελλήνων
όσοι είχαν βρει κληρονομιά των παλαιών εκείνων
και δείξανε των γερμανώ(ν) που ο νούς τους δεν το βάνει
πως είμαστε απόγονοι του Δάσκαλου του Γιάννη
Εις τα σαράντα τέσσερα δώδεκα Νοεμβρίου
αντιβοούσαν τα λαγκά σα χαλασμός Κυρίου
Χιλιάδες δεκατέσσερεις τω γερμανώ τ’ ασκέρι
εβγήκα(ν) να ρημάξουνε στα Κεραμειά τα μέρη
Στον Αϊ Γιώργη στο χωριό σ’ ένα στενό σοκάκι
θωρεί τη μπροστοφυλακή ο Κώστας ο Νταμπάκης
Τους ρίχνει μπούκα και φωθιά τρεις γερμανούς σκοτώνει
συνέχεια πυροβολά σαν το σκυλί ουρλιάζει
κι όσο μπορεί πιο δυνατά στα όπλα αυτός φωνάζει
Φεύγουν τα γυναικόπαιδα πάνω για να σωθούνε
κι όσοι γλιτώσαν την ζωή στον Κώστα το χρωστούνε
Εγλίτωσ’ ούλο το χωριό ξυπνά τη μεραρχία
κι άγαλμα να του στέσουνε θα ‘χει μεγάλη αξία
γιατί ήταν πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία
Στο πόδι ούλο το σύνταγμα στέκουν ταμπουρομένοι
και περιμέναν τον εχθρό πολύ ξαγκριγεμένοι
Κι άρχιξε με το χάραμα η δοξασμένη μάχη
που όποιον αγαπά ο Θεός καλλιά να μην του λάχει
Την Κυριακή πρωί – πρωί μέχρι τις οχτώ η ώρα
τρακόσιοι σκύλοι γερμανοί μπαίνουν στη νεκροφόρα
αέρα τους φωνάζαμε “ελάτε βρε χαμένοι
να πέσουμε σαν ήρωες κι όχι παραδομένοι”
“Έτσι είναι ο θάνατος γλυκής και τον επροτιμούμε
σήμερα την αξία σας στα Κεραμειά θα δούμε.”
Σ’ όσα χωριά προλάβανε οι σκύλοι και πατούσαν
γερόντους και μωρά παιδιά εις την φωθιά πετούσαν
τι άσπλαχνο μαρτύριο οι δυστυχείς τραβούσαν
Θεέ μου Μεγαλοδύναμε με τον Μιχελογιάννη
πολέμησε με τς άντρες του θαύματα που τα κάνει.
Εστάθηκαν απέναντι σε τανκς και σε κανόνια
που ο Χάροντας τσοι θαύμασε και τους χαρίζει χρόνια.
Χτυπούσανε οι γερμανοί με όλμους και κανόνια
μα κάμαμε τζοι μα το Θεό να το θυμούνται χρόνια
εμείς με το τουφέκι μας και με τσοι λίγες σφαίρες
αλληλοβοηθούμεθα στσοι κρίσημες ημέρες.
Στ’ Αλετρουβάρι στο χωριό δίπλα σ’ ένα κορφάλι
είπε ο χάρος την ψυχή του Μήτσου να την πάρει
του Μήτσο του Ρουκουτακιού του αποκωρονιότη
χάρε δεν την λυπήθηκες την έμορφή ντου νιότη.
Εκεί στο Κλεφτοπέραμα ένα Μανουσελάκη
κατάγουνται από τα Σφακιά με ένα Μανουσακάκη
εκεί στσοι πέτρες βρίσκεται το αίμα τους βαμμένο
και τ’ όμορφό τους το κορμί στο Θέρισο θαμμένο.
Λίγο πιο πέρα βρήκαμε το Λάμπη τον Κουτρούλη
που τονε λυπηθήκανε και τον εκλάψαν ούλοι.
Από τσοι Λάκκους ήτανε που ΄χουνε ιστορία
να πολεμάνε πάντοτε για την ελευθερία.
Εις το χωριό τση Παναγιάς σ’ ένα υψωματάκι
δυό ετραυματιστήκανε Τζουγκάρης και Βιδάκης
κι ένας στον τόπο έμεινε, ο Σπύρος ο Περράκης
του Μάρκο ήταν αδερφός που ‘χε μεγάλη αξία
και πολεμούσε ηρωικά για την ελευθερία.
Θυμούμε στην κατάληψη που ότι νάχε μιλήσει
γυναίκα να τον άκουγε ήθελα πολεμήσει.
Ο Μάρκος με το θάρρος του και με τα σχέδιά ντου
Εξώντοσε τσοι γερμανούς στην περιφέρειά ντου
Γερμανοφά τον βγάλανε, κι έτσι γροικάτε ακόμα
ενοματάρχης ήτανε και τίμησε το σώμα.
Του Μάρκου τα κατορθώματα για να τα συνεχίσω
Ένα βιβλίο χωριστό θα πρέπει να γεμίσω
Τη μάχη εις τα Κεραμειά πάλι θα συνεχίσω.
Από το κλεφτοπέραμα η γης ανατινάσει
μέχρι τα καμπιανά βουνά και καίγουνται τα δάση.
Οι γερμανοί κυκλώσανε των καμπιανών τα μέρη
Οι κάμποι ήταν αφρούρητοι κι άθρωπος δεν το ξέρει .
Είχανε μείνει στο χωριό τριάντα αρματωμένοι
γιατί οι άλλοι βρίσκουνται στα ξένα ξορισμένοι.
“Στα όπλα φώναξε ο Ξηρής όσοι κρατάτε ακόμα
να πέσουμε ηρωικά στο καμπιανό μας χώμα”
Σαν είδε πως εμπήκανε οι σκύλοι στο χωριό ντου
άρπαξε το τουφέκι ντου και κάνει τον σταυρό ντου
το όπλο ντου εγέμισε και στο μυαλό ντου βάνει
πως είναι δόξα και τιμή στο σπίτι ν’ αποθάνει
σαν το λιοντάρι ο Ξηρής στην πόρτα ντου καθίζει
είναι πολλοί οι γερμανοί μα δεν τονε φοβίζει
Ετρέχανε οι βάρβαροι στο σπίτι ντου να μπούνε
Να τ’ αφαιρέσουν την ζωή να τον τυραννούνε.
Από την πόρτα ο Ξηρής στον πρώτο που ξαμώνει
επέτυχε εις την καρδιά και χάμω τον ξαπλώνει
τότε με λύσσα οι γερμανοί το σπίτι ντου κυκλώνουν
χειροβομβίδες του πετούν μα δεν τόνε σκοτώνουν
τα κεραμίδια σπάσανε στα πόδια ντου χτυπούνε
μα δεν τονε σκοτώνουνε, άγιοι βοηθούνε
πάλι με τρόπο ο Ξηρής στην πόρτα θέσει πιάνει
σκοτώνει και το δεύτερο το θάρρος του δε χάνει.
Φοβήθηκαν οι γερμανοί και απομακρυνθήκαν
τραυματισμένο τον Ξηρή στη χέρα τον αφήκαν
μια κοπελιά εστείλανε και του Ξηρή μημούνε
να παραδώσει τ’ όπλο του να τονε σεβαστούνε
υπόσχεση του δίνουνε πως θα του κάνουν χάρη
και δεν θα τον σκοτώσουνε γιατί είναι παλικάρι.
Κι όμως αυτός των απαντά με ύφος αντρειωμένο
“ας έρθουν να το πάρουνε μα εγώ τσοι περιμένω”.
Και ξαναδίνουνε φωθιά, ούλο το σπίτι πιάνει
μα το Μιχάλη ο Θεός δε θέλει να πεθάνει
και ξαναρίχνει ο Ξηρής του τρίτου στο κεφάλι
ωσάν το βόδι εμούγκρισε μιλιά δεν έβγαλε άλλη.
Τρεις έριξε στην πόρτα ντου το τίμιο παλικάρι
χαράς εκείνη τη γενιά χάρος να μην την πάρει.
Πολέμησε ως πολεμούν τα άγρια θηρία
Ήταν εξήντα οχτώ χρονώ κι έγραψε ιστορία
Την Τρίτη το απόγευμα τσοι πήραμε κυνήγι
Αφήνανε τα όπλα τους μπαλάσκες με τσοι σφαίρες
Ζόρε μεγάλο είδανε αυτές τσοι τρείς ημέρες
Ψηστήκανε ως ψήνεται η πέτρα στο καμίνι
Μα η Ελλάδα έζησε θα ζει ποτέ δεν σβήνει.
Αχνίζουνε τα χώματα μυρίζουν τα χωρτάρια
Γιατί εποτιστήκανε αίμα από παλικάρια
Αυτό το αίμα το αγνό αχνίζει και μυρίζει
Και το αμάραντο δενδρό τση λευτεριάς ποτίζει.
Η μυρωδιά τση λευτεριάς χαρά σ’ αυτούς που μένει
είναι το πιο πολύτιμο δώρο στην οικουμένη.
Η μάχη εις την Παναγιά ήταν εποποιία
για τσοι πατρίδας την τιμή και την ελευθερία.
Ηταν ένα παράδειγμα που αιώνια θα μείνει
Πάντα το φως τση λευτεριάς στους Έλληνες θα δίνει.
να τους τουφεκίζουνε δίπλα στη μια μεριά τους
Να ναι πατέρας και παιδί να το σφιχταγκαλιάζει
και να τσοι τουφεκίζουνε ποιός δεν αναστενάζει
Αδέρφια δυο και τέσσερα η στη γραμμή στεμμένα
να τα σκοτώνουν Γερμανοί να πέφτουν μαζεμένα
Μανάδες η στη μια μεριά να τζαγκρουνομαδιούνται
και τα παιδιά απέναντι με σφαίρες να χτυπιούνται
Μες του θανάτου τη στιγμή να διπλοχαιρετιούνται
τ’ αδέρφια ν’ αγκαλιάζουνται και να γλυκοφιλιούνται
Όποιος περάσει από σας από τσ Αγυάς τα μέρη
να το διηγάται πάντοτε σε εκείνο που δεν ξέρει
Θα δει το χώμα κόκκινο τα χόρτα ματωμένα
και λάκκους να χουνε κορμιά χιλιάδες κουκλωμένα
Θα δει ένα λάκκο τρομερό, κόκκινο αχνό να βγάζει
το αίμα των παλικαριώ(ν) να αχνίζει και να βράζει
π’ όποιος περάσει και το δει κλαίει κι αναστενάζει
Όποιος περάσει και το δει τότε στο νούν του βάνει
να πάρει το τουφέκι ντου σαν ήρωας να πεθάνει
Στη Θέρισο συνάξανε πολλές ψυχές ελλήνων
όσοι είχαν βρει κληρονομιά των παλαιών εκείνων
και δείξανε των γερμανώ(ν) που ο νούς τους δεν το βάνει
πως είμαστε απόγονοι του Δάσκαλου του Γιάννη
Εις τα σαράντα τέσσερα δώδεκα Νοεμβρίου
αντιβοούσαν τα λαγκά σα χαλασμός Κυρίου
Χιλιάδες δεκατέσσερεις τω γερμανώ τ’ ασκέρι
εβγήκα(ν) να ρημάξουνε στα Κεραμειά τα μέρη
Στον Αϊ Γιώργη στο χωριό σ’ ένα στενό σοκάκι
θωρεί τη μπροστοφυλακή ο Κώστας ο Νταμπάκης
Τους ρίχνει μπούκα και φωθιά τρεις γερμανούς σκοτώνει
συνέχεια πυροβολά σαν το σκυλί ουρλιάζει
κι όσο μπορεί πιο δυνατά στα όπλα αυτός φωνάζει
Φεύγουν τα γυναικόπαιδα πάνω για να σωθούνε
κι όσοι γλιτώσαν την ζωή στον Κώστα το χρωστούνε
Εγλίτωσ’ ούλο το χωριό ξυπνά τη μεραρχία
κι άγαλμα να του στέσουνε θα ‘χει μεγάλη αξία
γιατί ήταν πρωταγωνιστής σ’ αυτή την ιστορία
Στο πόδι ούλο το σύνταγμα στέκουν ταμπουρομένοι
και περιμέναν τον εχθρό πολύ ξαγκριγεμένοι
Κι άρχιξε με το χάραμα η δοξασμένη μάχη
που όποιον αγαπά ο Θεός καλλιά να μην του λάχει
Την Κυριακή πρωί – πρωί μέχρι τις οχτώ η ώρα
τρακόσιοι σκύλοι γερμανοί μπαίνουν στη νεκροφόρα
αέρα τους φωνάζαμε “ελάτε βρε χαμένοι
να πέσουμε σαν ήρωες κι όχι παραδομένοι”
“Έτσι είναι ο θάνατος γλυκής και τον επροτιμούμε
σήμερα την αξία σας στα Κεραμειά θα δούμε.”
Σ’ όσα χωριά προλάβανε οι σκύλοι και πατούσαν
γερόντους και μωρά παιδιά εις την φωθιά πετούσαν
τι άσπλαχνο μαρτύριο οι δυστυχείς τραβούσαν
Θεέ μου Μεγαλοδύναμε με τον Μιχελογιάννη
πολέμησε με τς άντρες του θαύματα που τα κάνει.
Εστάθηκαν απέναντι σε τανκς και σε κανόνια
που ο Χάροντας τσοι θαύμασε και τους χαρίζει χρόνια.
Χτυπούσανε οι γερμανοί με όλμους και κανόνια
μα κάμαμε τζοι μα το Θεό να το θυμούνται χρόνια
εμείς με το τουφέκι μας και με τσοι λίγες σφαίρες
αλληλοβοηθούμεθα στσοι κρίσημες ημέρες.
Στ’ Αλετρουβάρι στο χωριό δίπλα σ’ ένα κορφάλι
είπε ο χάρος την ψυχή του Μήτσου να την πάρει
του Μήτσο του Ρουκουτακιού του αποκωρονιότη
χάρε δεν την λυπήθηκες την έμορφή ντου νιότη.
Εκεί στο Κλεφτοπέραμα ένα Μανουσελάκη
κατάγουνται από τα Σφακιά με ένα Μανουσακάκη
εκεί στσοι πέτρες βρίσκεται το αίμα τους βαμμένο
και τ’ όμορφό τους το κορμί στο Θέρισο θαμμένο.
Λίγο πιο πέρα βρήκαμε το Λάμπη τον Κουτρούλη
που τονε λυπηθήκανε και τον εκλάψαν ούλοι.
Από τσοι Λάκκους ήτανε που ΄χουνε ιστορία
να πολεμάνε πάντοτε για την ελευθερία.
Εις το χωριό τση Παναγιάς σ’ ένα υψωματάκι
δυό ετραυματιστήκανε Τζουγκάρης και Βιδάκης
κι ένας στον τόπο έμεινε, ο Σπύρος ο Περράκης
του Μάρκο ήταν αδερφός που ‘χε μεγάλη αξία
και πολεμούσε ηρωικά για την ελευθερία.
Θυμούμε στην κατάληψη που ότι νάχε μιλήσει
γυναίκα να τον άκουγε ήθελα πολεμήσει.
Ο Μάρκος με το θάρρος του και με τα σχέδιά ντου
Εξώντοσε τσοι γερμανούς στην περιφέρειά ντου
Γερμανοφά τον βγάλανε, κι έτσι γροικάτε ακόμα
ενοματάρχης ήτανε και τίμησε το σώμα.
Του Μάρκου τα κατορθώματα για να τα συνεχίσω
Ένα βιβλίο χωριστό θα πρέπει να γεμίσω
Τη μάχη εις τα Κεραμειά πάλι θα συνεχίσω.
Από το κλεφτοπέραμα η γης ανατινάσει
μέχρι τα καμπιανά βουνά και καίγουνται τα δάση.
Οι γερμανοί κυκλώσανε των καμπιανών τα μέρη
Οι κάμποι ήταν αφρούρητοι κι άθρωπος δεν το ξέρει .
Είχανε μείνει στο χωριό τριάντα αρματωμένοι
γιατί οι άλλοι βρίσκουνται στα ξένα ξορισμένοι.
“Στα όπλα φώναξε ο Ξηρής όσοι κρατάτε ακόμα
να πέσουμε ηρωικά στο καμπιανό μας χώμα”
Σαν είδε πως εμπήκανε οι σκύλοι στο χωριό ντου
άρπαξε το τουφέκι ντου και κάνει τον σταυρό ντου
το όπλο ντου εγέμισε και στο μυαλό ντου βάνει
πως είναι δόξα και τιμή στο σπίτι ν’ αποθάνει
σαν το λιοντάρι ο Ξηρής στην πόρτα ντου καθίζει
είναι πολλοί οι γερμανοί μα δεν τονε φοβίζει
Ετρέχανε οι βάρβαροι στο σπίτι ντου να μπούνε
Να τ’ αφαιρέσουν την ζωή να τον τυραννούνε.
Από την πόρτα ο Ξηρής στον πρώτο που ξαμώνει
επέτυχε εις την καρδιά και χάμω τον ξαπλώνει
τότε με λύσσα οι γερμανοί το σπίτι ντου κυκλώνουν
χειροβομβίδες του πετούν μα δεν τόνε σκοτώνουν
τα κεραμίδια σπάσανε στα πόδια ντου χτυπούνε
μα δεν τονε σκοτώνουνε, άγιοι βοηθούνε
πάλι με τρόπο ο Ξηρής στην πόρτα θέσει πιάνει
σκοτώνει και το δεύτερο το θάρρος του δε χάνει.
Φοβήθηκαν οι γερμανοί και απομακρυνθήκαν
τραυματισμένο τον Ξηρή στη χέρα τον αφήκαν
μια κοπελιά εστείλανε και του Ξηρή μημούνε
να παραδώσει τ’ όπλο του να τονε σεβαστούνε
υπόσχεση του δίνουνε πως θα του κάνουν χάρη
και δεν θα τον σκοτώσουνε γιατί είναι παλικάρι.
Κι όμως αυτός των απαντά με ύφος αντρειωμένο
“ας έρθουν να το πάρουνε μα εγώ τσοι περιμένω”.
Και ξαναδίνουνε φωθιά, ούλο το σπίτι πιάνει
μα το Μιχάλη ο Θεός δε θέλει να πεθάνει
και ξαναρίχνει ο Ξηρής του τρίτου στο κεφάλι
ωσάν το βόδι εμούγκρισε μιλιά δεν έβγαλε άλλη.
Τρεις έριξε στην πόρτα ντου το τίμιο παλικάρι
χαράς εκείνη τη γενιά χάρος να μην την πάρει.
Πολέμησε ως πολεμούν τα άγρια θηρία
Ήταν εξήντα οχτώ χρονώ κι έγραψε ιστορία
Την Τρίτη το απόγευμα τσοι πήραμε κυνήγι
Αφήνανε τα όπλα τους μπαλάσκες με τσοι σφαίρες
Ζόρε μεγάλο είδανε αυτές τσοι τρείς ημέρες
Ψηστήκανε ως ψήνεται η πέτρα στο καμίνι
Μα η Ελλάδα έζησε θα ζει ποτέ δεν σβήνει.
Αχνίζουνε τα χώματα μυρίζουν τα χωρτάρια
Γιατί εποτιστήκανε αίμα από παλικάρια
Αυτό το αίμα το αγνό αχνίζει και μυρίζει
Και το αμάραντο δενδρό τση λευτεριάς ποτίζει.
Η μυρωδιά τση λευτεριάς χαρά σ’ αυτούς που μένει
είναι το πιο πολύτιμο δώρο στην οικουμένη.
Η μάχη εις την Παναγιά ήταν εποποιία
για τσοι πατρίδας την τιμή και την ελευθερία.
Ηταν ένα παράδειγμα που αιώνια θα μείνει
Πάντα το φως τση λευτεριάς στους Έλληνες θα δίνει.
Το άρθρο του κ. Κατσανεβάκη το βρήκαμε εδώ.
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση αποσπάσματος
από την εφημερίδα ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ με τίτλο
«12 Νοέμβρη 1944: Ποιος
θυμάται την ιστορική μάχη της Παναγιάς στα Κεραμιά – Η ανέκδοτη ιστορία της
Μάχης με μαντινάδες του γέρο Βιδάκη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως