9 Ιανουαρίου 2016

Απόκοπος του Μπεργαδή, ρίμα λογιοτάτη, τήν έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη.

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η πρώτη σελίδα του Απόκοπου, έκδοση του 1534
Για τον Μπεργαδή  δεν γνωρίζουμε βιογραφικά στοιχεία, παρά μόνο εικάζουμε  ότι κατάγονταν από το Ρέθυμνο.
Απόκοπος του Μπεργαδή…από την κριτική έκδοση του Peter Vejleskov το κείμενο της πρώτης έκδοσης του έργου, του 1509, που είναι και η παλαιότερη έκδοση νεοελληνικού λογοτεχνικού κειμένου.
Περιέχει το «διαφημιστικό δίστιχο» από το οποίο μαθαίνουμε το όνομα του ποιητή (στ. 1 κ.ε.):
Πηγή: Peter Vejleskov, κριτ. έκδ., Apokopos, Romiosini, Κολονία 2005 Apokopos Peter Vejleskov, κριτ. έκδ., (2008)
Απόκοπος του Μπεργαδή, ρίμα λογιοτάτη,

τήν* έχουσιν οι φρόνιμοι πολλά ποθεινοτάτη. (την οποία)

Μίαν από κόπου ενύσταξα, να κοιμηθώ εθυμήθην·

Ήθεκα* στο κρεβάτιν μου κ’ ύπνον υποκοιμήθην. (ξάπλωσα)

Εφανίσθη μου κι έτρεχα εις λιβάδιν ωραιωμένον,

φαρίν* εκαβαλίκευγα, σελοχαλινωμένον· (άλογο)

Κι είχα στην ζώσιν μου σπαθίν, στο χέρι μου κοντάριν,

ζωσμένος ήμουν άρματα, σαγίτες και δοξάριν.

Κι εφάνη με οκ’ εδίωχνα με θράσος ελαφίνα·

ώρες εκοντοστένετο και ώρες με βίαν εκίνα.

Προυνόν τού τρέχειν ήρχισα τάχα να βάλω χέρα·

έτρεχα ώστε κι ετσάκισε το σταύρωμαν η μέρα*.(μέχρι που μεσημέριασε)

Κι ευθύς από τα μάτια μου εχάθηκεν το λάφιν

και πώς και πότ’ αχάθηκεν εξαπορώ του γράφειν.

Λοιπόν το τρέχειν έπαυσα ούτως και το σπουδάζειν*(και να βιάζομαι)

και το ξετρέχειν* τ’ άπιαστον και το φαρίν κολάζειν. (και το κυνήγι)

Και αγάλι’ αγάλι’ επήγαινα, σιγά σιγά περπάτουν,

τον κόσμον εξενίζουμου*, τ’ άνθη και τα καλά του. (παρατηρούσα με θαυμασμό)

Και προς την δείλην έσωσα* στου λιβαδιού την μέσην (έφτασα)

κι ηύρα δεντρόν εξαίρετον και ωρέχθην του πεζεύσειν*. (θέλησα να ξεπεζεύσω)

Επέζευσα εις το δεντρόν κι έδεσα τ’ άλογόν μου

και τ’ άρματα εξεζώστηκα, θέτω τα στο πλευρόν μου

Ο τόπος όπου επέζευσα, λέγω εκεί όπου εστάθην,

ήτον του λιβαδιού οφαλός* κι ήτον γεμάτος τ’ άνθη. (κέντρο)

Το δέντρον ήτον τρυφερόν κι είχεν πυκνά τα φύλλα,

είχεν και σύγκαρπον* αθόν και μυρισμένα μήλα. (που είναι μαζί με τον καρπό)

Και μυριαρίφνητα* πουλιά στο δένρον φωλεμένα (αναρίθμητα)

κατά την φύσιν και σκοπόν ελάλει το καθένα.

[...] (στ. 55 κ.έ.)

Το δέντρον, όπου ήλπιζα να στέκετ’ εις λιβάδιν,

ήτον εις φρούδιν εγκρεμνού κι εις σκοτεινόν πηγάδιν.

Και ως έκλινεν, μ’ εφαίνετο, τον εγκρεμνόν εζήτα

κι η μέρα πάντ’ ολίγαινεν κι εσίμωνεν η νύκτα.

Και απείτις την απαντοχήν της σωτηριάς μου εχάσα,

όθεν εις τέλος έμελλε να καταντήσω επίασα

Και δράκοντ’ είδα φοβερόν στου πηγαδίου τον πάτον

κι ήχασκεν* κι εκαρτέρει με πότε να πέσω κάτω.(είχε ανοιχτό το στόμα)

Λοιπόν το δένδρον έπεσε κι εγώ μετ’ αύτ’ επήγα

και τα πουλιά επατάσασιν κι οι μέλισσες εφύγαν·

και εφάνη μ’, εκατήντησα στου δράκοντος το στόμα

και εμπήκα εις μνήμα σκοτεινόν, εις γην κι ανήλιον χώμα.

Και εκεί όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,

όχλον μ’ εφάνην κι ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων·...

...διά το ’μπα* μου να μάχουνται, διά μένα να λαλούσι· (για την είσοδό μου)

και εδόθη λόγος μέσα των να πέμψουσι να δούσιν

τίς εις τον Άδην έσωσεν*, τίς ταραχήν εποίκεν (έφτασε)

και τίς την πόρταν ήνοιξε, διχώς βουλήν εμπήκεν.

Και δύο μ’ εφάνην κι ήλθασι μαύροι κι αραχνιασμένοι,

ως νέων σκιά και χαραγή*, μυριοθορυβουμένοι*. (περίγραμμα / πολύ ανήσυχοι)

Κλιτά* μ’ εχαιρετήσασιν, ήμερα μ’ εσυντύχαν* (ταπεινά / μου κουβέντιασαν)

Κι εγώ εκ του φόβου επάρθηκα*, τί αποκριθήν ουκ είχα (με κυρίευσε ο φόβος)

Λέγουν μου: ΄Πόθεν και από πού; Τίς είσαι; Τί γυρεύεις;

Και δίχως πρόβοδον* εδώ στο σκότος πώς οδεύεις; (οδηγός)

Λάμπουσιν τ’ άστρα τ’ ουρανού και αυγερινός αστέρας;

Και ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές, να ψάλλουν οι παπάδες

και αν γέρνουνται* και την αυγήν ν’ άφτουσι* τες λαμπάδες· (αν σηκώνονται / να ανάψουν)

παιδιά και να μαζώνουνται, νέοι, το καλοκαίριν

και να περνούν τες γειτονιές κρατώντ’ από το χέριν

και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι

και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;

Γίνονται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;

...διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει,

ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει.

Χρόνος εδώ ου γίνεται κι ημέρα ου χωρίζει,

αλλά το σκότος τ’ άμετρον τρέχει και ομπρός

τανύζει*.(προεκτείνει)

Σημείωμα Αναφοράς
Copyright Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Αναστασία
Μαρκομιχελάκη. «Αποτυπώσεις του τόπου στην παλαιότερη λογοτεχνία.
Ενότητα 2η: Η πόλη πλαίσιο αυτοβιογραφίας (β΄ μέρος) & Ενότητα 3η:
Τοπία του κάτω κόσμου (α΄ μέρος)». Έκδοση: 1.0. Θεσσαλονίκη 2014.
Διαθέσιμο από τη δικτυακή διεύθυνση:http://eclass.auth.gr/courses/OCRS36
ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως