Τους πρώτους αιώνες ενετοκρατίας δεν ξέρουμε ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ποίησης που επικρατούσε στο νησί. Υποθέτουμε ότι στα αστικά κέντρα ήταν ανάλογη των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, αν και το επαναστατικό κλίμα της περιόδου δημιουργούσε μάλλον ακατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική ενασχόληση. Μετά την ‘επανάσταση του Αγίου Τίτου’ (τέλος 14ου αι.), «ησυχάζει η Κρήτη» και αρχίζει να σημειώνεται σοβαρή απασχόληση με τα γράμματα.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα «ιπποτικά βυζαντινά μυθιστορήματα», που πιστεύονταν ότι ήταν κρητικά, λόγω κάποιων ιδιωματισμών, δεν ήταν κρητικά γιατί πρώτον, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Κρήτη σε αυτά, δεύτερον, οι ιδιωματισμοί ήταν κοινά στοιχεία των μεσαιωνικών ελληνικών, που απλώς διατηρήθηκαν στην Κρήτη και τρίτον χαρακτηρίζονται από έντονο συναισθηματισμό, απίθανο να αναπτύχθηκε στα ιστορικά δεδομένα της Κρήτης. Ακόμα και ο «Διγενής Ακρίτας» είναι εντελώς άσχετος με την Κρήτη, παρά του ότι πιστεύεται ότι καταγράφηκε ως προφορική παράδοση της Κρήτης.
Από το δεύτερο μισό του 14ου
και αρχές 15ου αι. , εμφανίζονται οι πρώτοι Κρητικοί ποιητές : Στέφανος
Σαχλίκης, Λινάρδος Ντελλαπόρτας και Μπεργαδής.
Ο Σαχλίκης γεννήθηκε και
έζησε στον Χάνδακα. Σπατάλησε την περιουσία του άσωτα, καταχρεώθηκε στους
Εβραίους και κατέληξε φυλακή εξαιτίας της Κουταγιώταινας, γυναίκας ελαφρών
ηθών, που τον κατηγόρησε ότι την εδυνάστεψε (βίασε). Μετά την αποφυλάκισή του,
έζησε ένα διάστημα στα αγροκτήματά του. Ασφυκτιούσε όμως στο περιβάλλον του
χωριού και επέστρεψε στο Κάστρο. Εκεί ο δούκας της Κρήτης τον διόρισε αβοκάτο
δηλαδή δικηγόρο (δημόσιοι υπάλληλοι εκείνη την εποχή). Έβρισκε όμως τους
συναδέρφους του αρκετά συμφεροντολόγους, αφού απαιτούσαν φιλοδωρήματα από τους
πελάτες τους, πράγμα που απαγορεύονταν. Έγραψε τις ‘Αρχιμαυλίστριες’ μια τολμηρή
περιγραφή των γυναικών του Κάστρου που εκπορνεύονταν, ‘τη βουλή των πολιτικών’,
εξιστόρηση μιάς φανταστικής συνέλευσης ελαφριών γυναικών(πολιτικών) που
αποφασίζουν να οργανωθούν συντεχνιακά και την ‘Αφήγησιν παράξενον’ σχετικά με
την άσωτη ζωή του και φυλάκισή του. Σ’ ένα ποίημά του το ‘Ερμηνείες’
συμβουλεύει ένα νεαρό συγγενή του να αφήσει τα ξενύχτια, τα ζάρια και τις
«πολιτικές». Χρησιμοποιεί δηλαδή τη δική του πείρα από την ασωτία ως παράδειγμα
για βελτίωση των άλλων.
Ο Λινάρδος Ντελλαπόρτας
κατάγονταν από αστική οικογένεια του Χάνδακα. Κυβέρνησε πολεμική γαλέρα, έλαβε
μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις της Βενετίας, δικηγόρησε στον Χάνδακα και
ανέλαβε διπλωματικές αποστολές. Σε ηλικία πενήντα ετών κατηγορήθηκε από μια
γυναίκα που επεδίωκε την εκ μέρους του αναγνώριση ενός παράνομου παιδιού της
και φυλακίστηκε. Έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο, διασκευή των παθών του Χριστού
και δυο θρησκευτικές δεήσεις. Χειρίζεται τη γλώσσα και τον ανομοιοκατάληκτο
δεκαπεντασύλλαβο με ευχέρεια.
Λογοτέχνης, έμπορος και δικηγόρος
από το Χάνδακα. Μολονότι το όνομά του μαρτυρεί την ιταλική καταγωγή της
οικογένειάς του, ο ίδιος δηλώνει: «Λινάρδος είναι το όνομα, το επίκλιν Τελλαπόρτα και
χριστιανός ορθόδοξος και Κρητικός υπάρχω»(Ερωτήματα και
αποκρίσεις Ξένου και Αλήθειας, στ. 1203-4, Μ. Ι. Μανούσακα, Λεονάρδου
Ντελλαπόρτα Ποιήματα, Ακαδημία Αθηνών 1995) Το Νοέμβριο του 1364, κατά τη
διάρκεια της καταστολής της αποστασίας του Αγίου Τίτου, ο Ντελλαπόρτας
φυλακίζεται επειδή εκφράζεται υβριστικά για τις βενετικές αρχές. Σύντομα όμως
απελευθερώνεται και στα επόμενα χρόνια αναλαμβάνει διπλωματικές αποστολές για
λογαριασμό του βενετικού κράτους στην Οθωμανική αυτοκρατορία και σε άλλες
χώρες, από την Αφρική ως τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Οι δραστηριότητές του
αυτές τον κρατούν για πολλά χρόνια μακριά από την Κρήτη. Στο Χάνδακα επιστρέφει
το 1389 και αναλαμβάνει το αξίωμα του αβοκάτου (δικηγόρου). Το 1403,
ηλικιωμένος πια, φυλακίζεται ξανά με την κατηγορία του ανήθικου βίου, λόγω της
παράνομης σχέσης του με μία γυναίκα. Στη φυλακή γράφει πολλά από τα
στιχουργήματά του. Σε ένα από αυτά, το απολογητικό ημερολόγιο ανάμεσα σ’ αυτόν
και στην Αλήθεια, εξιστορεί την πολυτάραχη ζωή του με γλώσσα ζωηρή και με
αφθονία λεπτομερειών. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η κοινή δημοτική, που
είναι διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον
ελληνικό χώρο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αφού αποφυλακίζεται, διατελεί
λαϊκός προϊστάμενος του μοναστηριού και του ασύλου ασθενών του Αγίου Λαζάρου,
στα δυτικά προάστια του Χάνδακα. Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σε εξελληνισμένη
οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Στο ποίημά του ‘ο Απόκοπος’, ο ποιητής
διηγελιται ότι στο όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του
ερωτικού πόθου, κατά τον Κεχαγιόγλου), ανέβηκε σε ένα δέντρο(το δέντρο της
ζωής), και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη(η γλύκα της
ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος και ένας μαύρος (η
συνεχής εναλλαγή ημέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε
κάτω. Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-Άδη, χωρίς σαφή διάκριση
Παράδεισου και Κόλασης(όπως ο νεοελληνικός Άδης των δημοτικών τραγουδιών).
Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον
απάνω κόσμο. Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο
της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική
ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης
καθημερινότητας.
[περίληψη, από τον Βασίλη Παπουτσάκη, του αντίστοιχου κεφαλαίου του «Κρήτη:Ιστορία και Πολιτισμός» , Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης» 1988 πάνω στο κείμενο του Στυλιανού Αλεξίου]
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως