19 Ιουλίου 2015

Τα ριζίτικα της κατοχής (Εδά θα σας ε δείξουμε πως πολεμούν οι γι άντρες)

Χίτλερ να μην το καυχηθείς
“Χίτλερ να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη
ξαρμάτωτη την ηύρηκες κι ελείπαν τα παιδιά της,
στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία
μα πάλι πολεμήσαμε…”


 Παιδιά κι ειντά ‘ν’ οι μπαλωτές

“Παιδιά κι ειντά ‘ν’ οι μπαλωτές κι ειντά ‘ν’ το καταχτύπι

Στον κάμπο τον Καστελιανό ς’ τση Κίσαμος τσι μπάντες

οι Γερμανοί επέσανε απού τ’ αεροπλάνα

και γιουρουντούνε τα χωριά κι ούλους τσι καταλυούνε

και καθαριζ’ ο τόπος μας…”

 Φωνή και κλάημαν άκουσα
“Φωνή και κλάημαν άκουσα στου Γαλατά το λόφο,

μη Χάροντας επέρασε, θανατικό μην ήρθε;

Μουδέ ο Χάρος πέρασε, θανατικό δεν ήρθε

μόνο φονιάδες ήρθανε απού τη Γερμανία.

Σφάζουνε, καίνε στα χωριά, τις εκκλησιές μολύνουν,

τα δέντρα μαραθήκανε και τα πουλιά σιγήσα

κ’ οι ποταμοί στερέψανε απ’ τον πολύ τον πόνο…

Βαρύ ντουφέκι ρίχνεται
“Βαρύ ντουφέκι ρίχνεται ’ς τσ’ Αχλάδας το μιτάτο

οι Γερμανοί ανέβηκαν ανίχνεψη να κάμου

κ’ εκειδά τσι μπλοκάρανε καμπόσοι παιγνιδιώτες

λογαριασμό των  ε ζητάν εις τάχουν καμωμένα:

γιατί χαλούνε τα χωριά, τα σπίθια γιάντα καίσι;

γιάντα τα γυναικόπαιδα στη μπαταρία βάνουν;

Εδά θα σας  ε δείξουμε πως πολεμούν οι γι  άντρες…”

Από την Κάντανο ’ρχομαι

    Από την Κάντανο ’ρχομαι  κι απού τα’ Αποπηγάδι
Δεν με ρωτάτ’ είντα ’παθα, δεν με ρώτατ’ είντα ’δα;
    Είδα τα σπίθια τρόχαλο ,τσ’ αυλές χορταριασμένες
    κι άκουσα τα χαλάσματα κι έκραζαν νυχτοπούλια!
    Κι εκειά στο έμπα του χωριού ’νούς Γερμανού το μνήμα
    και δίπλα μαρμαρόπλακα που γράφει αυτά τα λόγια:
    «Επά’τανε η Κάντανο και καταστρέψαμε ντη
    και μλπειό δε θα ξαναχτιστή, κι έρημη θ’ απομείνη
    γιατί ’καμε βαρειές ζημιές στου Γερμανού τ’ ασκέρι».
    Μα η Κάντανο εχτίστηκε καλλίτερ’ από πρώτα.


Θλιμμένες πώς είναι οι κορφές
Θλιμμένες πως είναι οι κορφές στην Αγριοκεφάλα,

τ’ Αποπηγάδι είναι χλωμό και παραπονεμένο.

Βουνά κι ήντα ’ναι η λύπη σας κι η παραπόνεσή σας;

Ήντα ’ναι η μαύρη καταχνιά κι η γ’ ερημιά στα πλάγια;

Ρούματα και Κακόπετρος, Μαλάθυρος και Φλώρια,

Αγία Ειρήνη, Κάντανος, είναι χωριά δικά μας,

περήφανα και ξακουστά, μα πέσαν οι κουρσάροι,

σα λούπηδες οι Γερμανοί κι ερήμαξαν τον τόπο,

λεβέντες εσκοτώσανε, παιδιά, γυναίκες, άντρες
                    Για κείνους είναι η θλίψη μας.

Φωνές και κλάψες άκουσα


Φωνές και κλάψες άκουσα προς της Αγιάς τον κάμπο,
είντα ’ν’ αυτό το σύθρηνο τούτο το μοιρολόϊ;
Κλαίν’ οι μανάδες τα παιδιά και τσ’ άντρες των οι χήρες.
κι οι γι αδελφοί, τ’ αδέλφια των και τα παιδιά τον κύρη.
Βρύσες τα δάκρυα τρέχουνε και κολυμπούν στο χώμα.
Κι απού την τόση λύπηση και τον καημό τον τόσο
τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά, μαραίνονται τα χόρτα.
— «Ανάθεμα σας Γερμανοί, κι εκάψετε την Κρήτη».

Στο Σέλινο κουφοβροντά

Στο Σέλινο κουφοβροντά,

βρέχει μα βρέχει μπάλες.

Οι Γερμανοί περάσανε

στα Τρα Χωριά τα πέρα,

Μονή και Κουστογέρακο

και Λιβαδά και καίνε,

τα παλληκάρια φτάξανε.

Μοιρολόι της Ολυμπία Δεσποτάκη για τα αδέλφια της: 
Το μοιρολόι που θα πω να μάθετε να λέτε
του Κακοπέτρου τα δεινά παντοτινά να κλαίτε
Δευτέρα ξημερώματα κυκλώσαν το χωριό μας
Αυγούστου εικοσιοχτώ, κακό στο ριζικό μας.
Θ’ αρχίσω το ιστορικό με μάθια δακρυσμένα
τα Δεσποτάκια φάγανε άδικα τα καημένα.
Παιδιά ετουφεκίσανε, αθώα παλικάρια
και τα ’στειλαν να κατεβούν στου Άδη τα σκοτάδια.
Σα να ’ταν φοβεροί ληστές και επικηρυγμένοι
έτσι τα τουφεκίσανε, οι τρισκαταραμένοι.
Φονιά εσύ που τα ’βαλες εις τη γραμμή αράδα
δεν ένιωσες λιποψυχιά, γή πόνο γή ζαλάδα
Τ’ απόγευμα που φύγανε οι τρισκαταραμένοι
πάει η μάνα και ζητά τσοι γιους τση η καημένη
Και μόλις είδε το σωρό απάνω εις το χώμα
τον πόνο και το θρήνο τση να πει δεν είχε στόμα.
Την άλλη μέρα η μάνα τους, η Δεσποτοκωστίνα
στον ώμο τζη τα σήκωσε και πήγε τα στο μνήμα.
Δυο – δυο τα βάλανε στη γης στση εκκλησιάς την άκρη
κι ο ουρανός εσείστηκε κι έβγαλε μαύρο δάκρυ…
 

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως