«Κρης εξ Αβδού Πεδιάδος, είς των πλέον διακεκριμένων αγωνιστών των Κρητικών Επαναστάσεων». Με αυτά τα λόγια αρχίζει την αναφορά της η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς» για τον πατριώτη μας Χατζή Νικόλα Καγιαμπή, ήρωα του 1821-1869.
Μετά την Επανάσταση Δασκαλογιάννη (1770-71) και την
καταστροφή από τους Τούρκους των Σφακιών, απόρθητου μέχρι τότε προμαχώνα της
Κρήτης, η κατάσταση των χριστιανών χειροτέρευε σε μεγάλο βαθμό. Η περίοδος αυτή
των 50 ετών μέχρι την Επανάσταση του 1821, όπως γράφει ο Στέφανος Ξανθουδίδης
«υπήρξεν η τρομερωτέρα περίοδος της Τουρκοκρατίας, η ζωντανή Κόλασις του
χριστιανικού στοιχείου καθ' όλην την νήσον και ιδία εις το Κάστρον. Δολοφονίαι,
ατιμώσεις, αρπαγαί γυναικών, ύβρεις και εξευτελισμοί πρωτάκουστοι καθ’ εκάστην
ημέραν και εις κάθε μέρος εγίνοντο. Ήτο η εποχή της τυραννίας και οχλοκρατίας
των Γενιτσάρων, δηλ. των ομαδικών βιαίων εξισλαμισμών, των αρπαγών και πάσης
άλλης αδικίας κατά των Χριστιανών». Οι Γενίτσαροι αυτοί δεν έδιναν λογαριασμό
ούτε ακόμα και στους διορισμένους από τους σουλτάνους Πασάδες. Η ζωή κάθε
Κρητικού, η περιουσία του και η οικογενειακή του τιμή βρίσκονταν στη διάθεση
του κάθε τυχόντα Τούρκου ή Γενιτσάρου.
Στο μέσον της δύσκολης αυτής περιόδου για την Κρήτη, γύρω
στα 1798, γεννιέται στο Αβδού ο Νικόλας Καγιαμπής. Αναθρέφεται από γονείς
αυστηρών αρχών, που βασικό τους μέλημα τότε ήταν η διατήρηση, η καλλιέργεια και
η μεταλαμπάδευση στις ευαίσθητες ψυχές των νέων της χριστιανικής πίστης και της
αγάπης προς την πατρίδα και την οικογένεια με ό,τι χαρίσματα αυτά συνοδεύονται.
Ήταν αυτά τα τρία μαζί οι μοναδικές τους δυνάμεις και η ελπίδα για την
κατάκτηση του πολυτιμότερου αγαθού που υπάρχει στον άνθρωπο, της ελευθερίας.
Μικρό παιδί ο Νικόλας παρακολουθεί από κοντά με πόνο ψυχής
τη βάρβαρη συμπεριφορά των φανατικών Οθωμανών της περιοχής απέναντι στους
συγχωριανούς του χριστιανούς. Διακατέχεται έτσι από παιδί με αισθήματα μίσους
και εκδίκησης για τον κατακτητή. Ταυτόχρονα χαράσσεται και ριζώνει μέσα του η
λαχτάρα της απελευθέρωσης, η οποία ενισχύεται σε συνδυασμό από τα πλούσια
φυσικά και ψυχικά χαρίσματά του έτσι που να καταφέρνει σχεδόν πάντοτε το
ακατόρθωτο.
Να πως τον περιγράφει ο αείμνηστος δάσκαλος Ιωάννης
Μανουσάκης στην εφημερίδα Ηρακλείου «Ελεύθερη Σκέψη» το 1930. «Υψηλού
αναστήματος, εύρωστος με αέρα πολεμικό με εκφραστικό αρρενωπό και συνάμα
τολμηρό πρόσωπο. Πολυμήχανος, όπως ο Οδυσσέας, εκπέμπει οξυδέρκεια πνεύματος,
που τολμά σε κάθε πολεμικό του σχέδιο, όσο παράδοξο και αν είναι, βγαίνοντας
πάντα νικητής».
Μόλις άρχισε να ανδρώνεται λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση
του 1821 εντάσσεται στην ομάδα του καπετάν Καζανομανόλη και συμμετέχει σε
δολιοφθορές αντεκδίκησης εναντίον του εχθρού.
Η είδηση για το ξέσπασμα της Επανάστασης στην άλλη Ελλάδα
φθάνει στο Ηράκλειο τον Ιούνιο του 1821. Αυτή και μόνη ήταν αρκετή για να
εξαγριώσει τους Τούρκους του Μεγάλου Κάστρου και να τους στρέψει κατά των
χριστιανών κατοίκων της. Μέρες και νύχτες έσφαζαν, πυρπολούσαν και λεηλατούσαν
την πόλη. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη σφαγή των Ηρακλειωτών της Τουρκοκρατίας «ο
μεγάλος αρπεντές», όπως έμεινε στην ιστορία, με 800 χριστιανούς νεκρούς. Η
πρώτη σφαγή αλλά όχι και η τελευταία αυτού του δραματικού ξεσηκωμού της Κρήτης,
που συνεχίζεται με μικρά διαλείμματα ολόκληρο το 19ο αιώνα και που καταλήγει,
όπως ξέρουμε, στην Αυτονομία της το 1898 και στην Ένωσή της με την υπόλοιπη
Ελλάδα το 1913.
Όπως γράφει ο Μενέλαος Παρλαμάς, σύμφωνα με σχετικό ενθύμημα
: «Εις την κατά το 1821 σφαγή ήσαν θύματα και ο Μητροπολίτης Γεράσιμος, οι
Επίσκοποι Νεόφυτος Κνωσού, Ιωακείμ Χερσονήσου, Ιερόθεος Λάμπης και Ζαχαρίας
Σητείας... Μόνον τον Μητροπολίτην εκαρατόμησαν, τους δε λοιπούς δι’ όπλων και
μαχαιριών εφόνευσαν. Όσοι Χριστιανοί ευρέθησαν εις την Μητρόπολιν ουδείς εσώθη
εξ αυτών». Ο Επίσκοπος Πέτρας Ιωακείμ σφαγιάστηκε από τους Τούρκους του
Χουμεριάκου στη μονή Αρετίου ενώ νωρίτερα ο Επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ
απαγχονίστηκε και οι Επίσκοποι Κυδωνίας και Ρεθύμνου φυλακίστηκαν. Οι ηγούμενοι
των διαφόρων μονών σκοτώθηκαν επίσης.
Η Κρήτη ξεσηκώνεται και επαναστατεί σύσσωμη κατά των
Τούρκων, οι οποίοι αναγκάζονται να κλειστούν στις μεγάλες πόλεις κάτω από την
ασφάλεια της τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης, ενώ οι Κρητικοί των πόλεων
καταφεύγουν στα ορεινά χωριά για να προστατευτούν από τους ντόπιους
οπλαρχηγούς. Η Επανάσταση ξεκινάει από τα Σφακιά και επεκτείνεται στα Χανιά, το
Ρέθυμνο και την υπόλοιπη Κρήτη.
Ο Χατζή Νικόλας Καγιαμπής συμμετέχει ηρωϊκά σε όλες τις
μάχες της Επανάστασης του 1821 γύρω από το Αβδού, το Οροπέδιο Λασυθίου, την
επαρχία Πεδιάδος και τις Ανατολικές Επαρχίες της Κρήτης. Δεν αρκείται όμως σ’
αυτά. Αλωνίζει απ’ άκρου εις άκρον όλη την Κρήτη αφού συμμετέχει εκτός των
πολεμικών και στα πολιτικά θέματά της ως προεστός του Αβδού και Πληρεξούσιος
της επαρχίας Πεδιάδος στις Γενικές Συνελεύσεις της Κρήτης μέχρι τη Μεγάλη
Επανάσταση του 1866-69.
Οι πρώτες μάχες του 1821 δίνονται νικηφόρες για τους
Κρητικούς, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι πολυάριθμων τουρκικών στρατευμάτων.
Οι Τούρκοι με τη σημαντική στρατιωτική ενίσχυση της Αιγύπτου από το Μάιο του 1822
ανασύνταξαν τις δυνάμεις τους και ενωμένοι εξεστράτευσαν εναντίον των Σφακιών
και της υπόλοιπης Δυτικής Κρήτης. Επιχείρησαν παράλληλα να καταλάβουν μέσα από
την επαρχία Πεδιάδος το Οροπέδιο Λασυθίου. Απέτυχαν όμως προσωρινά χάρη στη
γενναία αντίσταση των ανδρών των χωριών της Λαγκάδας και του Καστελλίου μεταξύ
των οποίων και του 25χρονου τότε Νικόλα Καγιαμπή. Οι Τούρκοι υποχώρησαν έπειτα
προς τη Βιάννο, την Κριτσά και το Οροπέδιο του Καθαρού και κατόρθωσαν τελικά να
πατήσουν το Λασύθι (Νοέμβριος 1822). Ακολουθούν τα εγκλήματα μετά από
αποκλεισμούς στα σπήλαια της Μιλάτου (Φεβρουάριος 1823) και του Μελιδονίου
(Ιανουάριος 1824), με αποτέλεσμα να καταπνίξουν σχεδόν την Επανάσταση τον
Απρίλιο του 1824.
Η έλλειψη ενός και μοναδικού γενικού αρχηγού για το συντονισμό
και την οργάνωση της Επανάστασης, σε συνδυασμό με τη μεγάλη και οργανωμένη
τουρκική και αιγυπτιακή στρατιωτική διοίκηση επέφεραν την καταστροφή.
Η Επανάσταση στην Κρήτη διακόπτεται το 1824 μέχρι την
ανασύνταξη των οπλαρχηγών. Πολλοί από τούς καπεταναίους μεταφέρονται εθελοντικά
και συμμετέχουν επιτυχώς στον αγώνα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο ήρωάς μας, που μπαρκάρει για την άλλη Ελλάδα.
Κατατάσσεται και πολεμά ως σημαιοφόρος στα σώματα των
Καλλέργη και Χατζηχρήστου. Παίρνει μέρος στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου
από το 1825-26. Μεταξύ των πρώτων μαχητών και μέσα από μεγάλες δοκιμασίες
πείνας και δυστυχίας μαζί με άλλους αγωνιστές επιχειρούν νύκτα την ηρωϊκή και
ιστορική έξοδο. Τραυματισμένος ελαφρά και εν μέσω αμέτρητων πτωμάτων καταφέρνει
ως εκ θαύματος να σωθεί. Παρά τη δοκιμαστική αποκοπή του αριστερού αυτιού του
από τους Τούρκους μένει ακίνητος και ατάραχος διαφεύγοντας νύκτα μετά την
απομάκρυνση του εχθρού.
Συναντά λίγο αργότερα τον Καραϊσκάκη με τον οποίο πολεμά και
ως σημαιοφόρος στην ένδοξη μάχη του Φαλήρου, όπου όμως και αιχμαλωτίζεται.
Κατορθώνει αμέσως να δραπετεύσει. Το 1827 αγωνίζεται με ζήλο και αυτοθυσία στην
ένδοξη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου και πάλι αιχμαλωτίζεται. Απελευθερώνεται
όμως αργότερα από τον Ιμπραήμ και παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Ο Χατζή
Νικόλας Καγιαμπής επιστρέφει κατόπιν στην Κρήτη και παίρνει μέρος στα
Γραμβουσανά.
Οι περισσότεροι Κρήτες οπλαρχηγοί που πολέμησαν στην άλλη
Ελλάδα, μετά από ένα έτος περίπου επανέρχονται δριμύτεροι πετυχαίνοντας τελικά
με κλεφτοπόλεμο κ.ά. αιφνίδιες επιθέσεις τους να αποκλείσουν τους Τούρκους στις
τρεις μεγάλες πόλεις φρούρια και να καταλάβουν συγχρόνως τα φρούρια της
Γραμβούσας και της Κισσάμου (9-8-1825). Το 1828 γίνεται ο αρπεντές του
Αγριολίδη. Με την σφαγή 700 χριστιανών στο Ηράκλειο οι Τούρκοι εκδικήθηκαν το
φόνο του αιμοβόρου Αγριολίδη, δυνάστη και φονιά της Μεσαράς, από Κρητικούς
αρματολούς (Κόρακα, Μαλικούτη κλπ). Είχε προηγηθεί ο ηρωϊκός τραγικός θάνατος
του μοναχού Ξωπατέρα στον πύργο της Μονής Οδηγήτριας της Μεσσαράς.
Παρά το ότι οι Κρήτες επαναστάτες κατόρθωσαν εν τέλει να
απελευθερώσουν το σύνολο της κρητικής υπαίθρου και να μαντρίσουν (αποκλείσουν)
τον εχθρό στις 3 μεγάλες πόλεις, Ηράκλειο, Ρέθυμνο και Χανιά, οι Μεγάλες
Δυνάμεις που πήραν τις αποφάσεις τους με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το 1830,
απέκλεισαν την Κρήτη από το νεότευκτο πια και ελεύθερο Ελληνικό κράτος που
δημιουργήθηκε και την παραχώρησαν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Σουλτάνου.
Αυτός με τη σειρά του την παραχωρεί προσωρινά, όπως θα δούμε παρακάτω, στην
Αίγυπτο για τη μεγάλη βοήθεια που του πρόσφερε στα δύσκολα χρόνια της Ελληνικής
Επανάστασης.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το Υπουργείο των
Στρατιωτικών κάλεσε να τιμήσει τους αγωνιστές μεταξύ των οποίων και τον ήρωα
Χ΄΄.Ν. Καγιαμπή. Του απενεμήθη δίπλωμα και χάλκινο μετάλλιο ανδρείας από τον
ίδιο τον βασιλέα Όθωνα. Από την μια πλευρά εγχαράσσεται σταυρός περιβαλλόμενος
με στεφάνι δάφνης και «Όθων Βασιλεύς των Ελλήνων» ενώ από την άλλη το επίγραμμα
: «Τοις ηρωϊκοίς προμάχοις της πατρίδος».
Έκτοτε συμμετέχει, αναγνωρισμένος πλέον οπλαρχηγός σε όλες
τις Κρητικές επαναστάσεις από το 1841 έως και το 1866-69.
Στα μέσα του 1841 με την επαναπροσάρτηση της Κρήτης στο
Σουλτάνο γίνεται πόλεμος στο Αβδού και στα περίχωρα, όπου μάχεται ηρωϊκά ως
Αρχηγός Πεδιάδος με τους άλλους οπλαρχηγούς Κόρακα, Μανουσογιώργη, Ζωγράφο,
Παπιτσονικόλη, Τρυφίτσο κ.ά. Οι απώλειες είναι μεγάλες στο Αβδού, όπου σύμφωνα
με το ημερολόγιο του Κ.Κοζύρη, οι Τούρκοι έκοψαν 30 κεφαλές και του Ριζότη
καπετάνιο την κεφαλή ενώ το Αβδού με τα περίχωρά του ερημώνεται και
καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Παρά όμως τις μεγάλες απώλειες οι Τούρκοι δεν
καταφέρνουν την προσπέλασή τους στο Οροπέδιο Λασυθίου.
Στη Μεγάλη Επανάσταση του 1866-69 ο 70χρονος πλέον Αρχηγός
Πεδιάδος Χ΄΄.Ν.Καγιαμπής παρόλη την ηλικία του εξακολουθεί να συμμετέχει στα
πολεμικά δρώμενα περισσότερο όμως στα πολεμικά σχέδια οπότε και συμβάλλει με
την εμπειρία και τη σοφία του στα δίκαια του ιερού αυτού αγώνα. Φέρει τον τίτλο
του Αρχηγού Πεδιάδος τιμητικά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Λίγα λόγια για τη γενεαλογία του Χ΄΄.Ν.Καγιαμπή.
Είχε σύζυγο την καταγόμενη από τη Μήλο Γαριφαλιά με την
οποία απέκτησε 4 παιδιά δύο γιους και δύο κόρες. Το Μανόλη, τον Αντρέα, τη
Χρυσάνθη και τη Μαρία.
1. Ο Μανόλης ήταν ο γνωστός οπλαρχηγός Καγιαμπομανόλης
πατέρας τριών παιδιών των : 1ον Γεωργίου, του οποίου μοναδική σήμερα κόρη είναι
η Θεονύμφη σ. Γ. Σμυρνάκη. 2ον Γιάννη ή Καμπουρογιάννη και 3ον Απόστολου (ο
συνώνυμος εγγονός του βρίσκεται απόψε κοντά μας).
2. Ο Ανδρέας λόγω της δερματικής του νόσου (λέπρα) έμεινε
άτεκνος.
3. Η Χρυσάνθη παντρεύτηκε τον οπλαρχηγό από το Αβδού Δαυίδ
Χ΄΄.Γ. Τηλιανάκη ή Παπιτσοδαυή, του οποίου κόρη ήταν η Παπαγιώργαινα Μαρία Γουβιανάκη,
ο οπλαρχηγός Μανολάκης κάτοικος Χερσονήσου κ.ά. και
4. Η Μαρία παντρεύτηκε τον οπλαρχηγό από τις Ποταμιές Δαυίδ
Τσαπάκη ή Τσαποδαυή, του οποίου γιος ήταν ο οπλαρχηγός Απόστολος (ο συνώνυμός
εγγονός του βρίσκεται απόψε κοντά μας).
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο ήρωας μας τα πέρασε δίπλα
στη μικρή του κόρη Μαρία Δαυίδ Τσαπάκη στις Ποταμιές, όπου και πέθανε το 1889
πλήρης ημερών. Μεταφέρθηκε όμως και τάφηκε στο Αβδού με όλες τις πρέπουσες
τιμές.
Σας αναφέρω τώρα ενδεικτικά ορισμένα χαρακτηριστικά
περιστατικά της ζωής του ήρωα, τα οποία υπογραμμίζουν την προσωπικότητα και το
ήθος αυτού του μεγάλου αγωνιστή και προέρχονται από αφηγήσεις των εγγονιών του,
τους οποίους ευχαριστώ θερμώς. Του παρόντα απόψε αξιότιμου Απόστολου Τσαπάκη
καθώς και του αείμνηστου Εμμανουήλ Γ. Καγιαμπάκη.
Ο έρωτάς του
Όπως είδαμε πιο πάνω, όταν έπεσε προσωρινά η Επανάσταση στην
Κρήτη και σίγησαν τα όπλα, μετά τα μέσα του 1824, πολλοί οπλαρχηγοί συνέχισαν
τον εθελοντικό αγώνα στην άλλη Ελλάδα. Έφευγαν με καΐκια που τους μετέφεραν
κυρίως σε ελληνοκρατούμενα λιμανάκια της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Ως ενδιάμεσο σταθμό το καΐκι που μετέφερε τον ήρωά μας
σταμάτησε στη Μήλο, όπως το συνηθίζουν ορισμένα πλοία μέχρι και σήμερα. Εκεί
έμεινε για ένα βράδυ.
Ο Δήμαρχος της Μήλου τον οδήγησε να φιλοξενηθεί όλως τυχαίως
στο σπίτι μιας χήρας. Η μοναχοκόρη της, Γαριφαλιά γλυκύτατη κοπέλα, συγκίνησε
και έκαμε την καρδιά του πολέμαρχου καπετάν Καγιαμπή να κτυπήσει δυνατά. Δεν
ετόλμησε τότε να αρθρώσει λέξη σύμφωνα με τα αυστηρά έθιμα της εποχής.
Ξημερώνοντας όμως και φεύγοντας το άλλο πρωί παράγγειλε στη μάννα της μη δώσει
την όμορφη κόρη σε κανένα παρά να του την κρατήσει μέχρι να γυρίσει από τον
πόλεμο να την παντρευτεί.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, στα τέλη του 1827, ο καπετάν
Καγιαμπής μπήκε στο καΐκι που τους σταμάτησε πάλι στη Μήλο, όπου ο καπετάνιος
ζήτησε να δει και να πάρει το κορίτσι στην Κρήτη. Φτάνει στο σπίτι της χήρας,
όπου μετά τους σχετικούς εναγκαλισμούς ζητάει το χέρι της κόρης της, αφού εν τω
μεταξύ είχε κρατήσει το λόγο της και περίμενε το παλικάρι. Η μητέρα της αντιδρά
λέγοντας :
-Και τι θα ‘πογίνω ‘γω καπετάνιε μοναχή μου εδώ χωρίς την
κόρη μου;
-Γι’ αυτό νοιάζεσαι κυρά; Θα σας πάρω και τις δύο μαζί μου.
– Και θ’ αφήσω ‘γώ το σπίτι μου κλειστό; Αυτό δε γίνεται
καπετάνιο.
Τότε πιάνει ο Χ΄΄.Ν.Καγιαμπής την πόρτα, την ξεμασκουλώνει,
την ακουμπά έξω στον τοίχο και της λέει.
-Θα σου το κάμω κοτέτσι να σε συγχωρούνε οι συμπατριώτες
σου.
Τότε η χήρα δέχτηκε την πρόταση, ακολούθησε τον καπετάνιο
και πήγε μαζί με την κόρη της στο Αβδού, όπου και έζησαν μέχρι το τέλος της
ζωής τους.
Ο Χατζηκουκούλας και ο έφηβος εγγονός του, μετέπειτα
οπλαρχηγός Απόστολος Τσαπάκης
Ένα βράδυ που γύριζε αργά μεσάνυκτα ο νεαρός Απόστολος από
τις νεανικές του εξόδους, πέρασε δίπλα από το κρεβάτι του παππού του
Χ΄΄.Ν.Καγιαμπή, που φιλοξενούνταν στο πόρτεγο του σπιτιού του πατέρα του
γνωστού οπλαρχηγού Δαυίδ Τσαπάκη ή Τσαποδαυή. Ο παππούς κάτι τον παρατήρησε και
ο Απόστολος του λέει :
-Κάτσε κειά που κοίτεσαι παππού και άσε με μένα ήσυχο.
-Εγώ μωρέ κείτομαι ;
Και βγάζει την πιστόλα και του δίνει μια στα πόδια. Ο
εγγονός απού φύγει-φύγει. Τα χαλάσανε από τότε παππούς και εγγονός και δεν
εσήμωνε ο ένας του άλλου.
Πέρασε καιρός και σκέφτηκε ο Τσαποδαυής για την εξομάλυνση
των σχέσεων παππού-εγγονού και ήρθε σε προσυνεννόηση με άλλους συμπολεμιστές
καπεταναίους της Λαγκάδας το Χατζηκοκόλη Τουτουντζάκη, τον ΠαπιτσοΔαυή
Τηλιανάκη κ.ά. να έρθουν στο τραπέζι που θα τους κάνει στο σπίτι του και με
σκηνοθετημένο σχέδιο ν’ αναγκάσουν το γέρο καπετάνιο να συνθηκολογήσει με τον
ατίθασο νέο εγγονό του. Πράγματι, έτσι και έγινε. Και κει που αρχίζανε να τρώνε
πετάγεται ένας από τους καλεσμένους καπεταναίους και λέει :
–Πού ‘ναι καπετάνιο ο Αποστόλης;
Και ο γέρο Χ΄΄.Ν.Καγιαμπής ξεσπαθώνει.
-Αφήσετέ τονε μωρέ τον κερατά!
– Μα εμείς καπετάνιε χωρίς τον Αποστόλη δε θέλουμε φαγητό.
Και έτσι συμφιλιώθηκαν παππούς και εγγονός.
Ο Χατζηκουκούλας και ο αγάς
Ένας τούρκος αγάς πήγε στο πρώην καφενείο του αείμνηστου
Κων/νου Ε. Καγιαμπάκη πρώην Αγγελή και έκατσε και μέθυσε με δύο Αβγιώτες
καπετάνιους το Μύρο και το Δράκο. Ο Χ΄΄.Κουκούλας Καγιαμπής μπήκε στο ντουκιάνι
κι έκατσε στο πέτρινο χαβάνι του καφέ για παλικαριά και κέρασε και ήπιανε όλοι.
Ύστερα κάλεσε τον αγά και του λέει .
-Αγά μου θέλω να σου πώ. Και βγήκανε όξω.
–Σήκω αγά μου να πηαίνης γιατί ‘σαι πιωμένος μη σε σκοτώσουν
γιατί έχουνε κακό σκοπό. Τον επήρε και τον εσυναπόβγαλε μέχρι τη σημερινή
καμάρα της Εξηγκού και του ’δωσε καπνό, γενήκανε φίλοι και τον αποχαιρέτησε.
Έκτοτε ο αγάς του εκμυστηρευότανε σχέδια και μυστικά των Τούρκων. Ακόμα και
αυτά με την προσπάθεια της προσπέλασής τους για το Οροπέδιο, τον Ιούνιο του
1841 και τον Οκτώβριο του 1866, που όμως δεν πέτυχαν λόγω της προετοιμασίας των
Οπλαρχηγών και της γενναίας τους σύγκρουσης στου Τσαπή το Μετόχι, μεταξύ
Κασταμονίτσας και Αβδού.
Το κανονάκι
Όταν κάλεσε ο Υπουργός των Στρατιωτικών του Όθωνα το Χ΄΄.Ν.
Καγιαμπή και τους άλλους καπετάνιους να τους ανταμείψει ο βασιλιάς για τις
θυσίες τους στον αγώνα, του πρόσφερε αρχικά 200 στρέμματα γης στο Φάληρο, όπου
αγωνίστηκε όπως είδαμε με τον Καραϊσκάκη.
Ο Υπουργός του ανακοίνωσε τότε την τιμητική κτηματική δωρεά
του δημοσίου 200 στρεμμάτων στο Φάληρο, τα οποία όμως όχι μόνο δεν απεδέχθη ο
καπετάνιος αλλά και τα αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας.
–Για δυο τουφεκιές που ‘ριξα Υπουργέ μου για την πατρίδα, προς
Θεού!
– Και τί να σου προσφέρει η πατρίδα καπετάνιο ;
– Να ένα κανονάκι, σαν κι αυτά.
Και του ‘δειξε τα κανονάκια που βρίσκονταν στον περίβολο του
Υπουργείου. Όλα αυτά τα κανονάκια χρησιμοποιούνταν και κανονιοβολούσαν μόνο για
τιμητικούς λόγους.
Το μικρό αυτό κανονάκι ήταν η ανταμοιβή του για τις θυσίες
του στον αγώνα της Ελλάδας και το εμφάνιζε έκτοτε και κανονιοβολούσε, αυτός και
οι απόγονοί του, σε κάθε εθνική εορτή.
Το τελευταίο αυτό γεγονός αποδεικνύει το υψηλό πατριωτικό
φρόνημα του ήρωα και την ανιδιοτέλεια της προσφοράς του για την απελευθέρωση
της πατρίδας.
Έτσι το κανονάκι αυτό, που βλέπετε απόψε εδώ στον ιερό αυτό
χώρο μαζί με τα άλλα όπλα και ιερά κειμήλια του σεμνού αγωνιστή παραχωρείται
σήμερα ευγενικά από τους άξιους απογόνους του στον Πολιτιστικό μας Σύλλογο με
σκοπό να τοποθετηθεί στο Μουσείο-Αρχείο Στεφάνου Ξανθουδίδη.
Ας αποτελέσει λοιπόν το κανονάκι αυτό με τους νοητούς ήχους
του σύμβολο μνήμης και τιμής των γενναίων πατριωτών προς όλους εμάς και τα
παιδιά μας.
* Ο Κώστας Γ. Φυσαράκης είναι στατιστικολόγος, ΠΑΓΝΗ
ιστορικός ερευνητής.
Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του στην εκδήλωση στο Αβδού
στις 5 Αυγούστου
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως