9 Οκτωβρίου 2010

Χαΐνηδες

Οι  χαϊνηδες ήταν γνωστοί στο στόμα του κρητικού λαού με το όνομα καλησπέρηδες εξαιτίας της νυχτερινής δράσης τους.

Από  τους πρώτους κιόλας χρόνους της τουρκικής εισβολής στην Κρήτη, πολλοί χριστιανοί νέοι, κατέφυγαν στα βουνά και προσέβαλλαν τους Τούρκους με νυκτερινές καταδρομές.
Οι Τούρκοι τους ονόμαζαν Χαΐνηδες (από την αραβική λέξη χαΐν, που σημαίνει τον επίβουλο, τον προδότη, τον αχάριστο) και λειτουργούσαν ως αντίπαλο δέος προς τους γενίταρους-γερλήδες.
Στο έργο του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, διαβάζουμε για τους «Χαΐνηδες» χριστιανούς, που δεν θέλουν να μείνουν στο Ρέθυμνο, μετά την κατάληψή του από τους Τούρκους:
Και σαν δεν απομείνασι, Τούρκοι των ακλουθούσαν
Και λέγα τσοι Χαΐνηδες κι όλοι τσοι καταφτούσαν
 Ο αριθμός των Χαΐνηδων πληθύνθηκε μετά την άλωση του Χάνδακα και την οριστική υποταγή της Κρήτης. 
Ηταν κάτι ανάλογο με τους κλέφτες της άλλης Ελλάδας, μολονότι το φαινόμενο δεν πήρε ποτέ αυτή την έκταση στην Κρήτη. 
Οι περισσότεροι Χαΐνηδεςστην Κρήτη είχαν λόγους προσωπικούς. ΄Ηταν οι εκδικητές οικογενειακών αδικημάτων, που οι Τούρκοι είχαν διαπράξει εις βάρος μελών της οικογένειάς τους.
Μετά την άλωση του Χάνδακα οι Χαΐνηδες κατέφυγαν στα τρία απόρθητα φρούρια, της Γραμπούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας και μετά την άλωση και των φρουρίων αυτών (1715) βρήκαν καταφύγιο στα βουνά και στα μοναστήρια.  
Ακόμη και ιερείς αναφέρονται μεταξύ τους. Σε έγγραφο της 1 Σεπτεμβρίου 1672 αναφέρεται ότι ο παπα-Τζανής, τέως κετχουντάς του Καστελλίου Μεραμπέλλου, έγινε χαϊνης και κατέφυγε στη Σπιναλόγκα. Η λαϊκή μούσα της Κρήτης διέσωσε μερικά τραγούδια πού αναφέρονται στη ζωή των Χαΐνηδων.
Οι τουρκικές αρχές προσπάθησαν με πολλούς τρόπους να περιστείλουν τη δράση αυτών των επικίνδυνων «κακούργων», όπως τους ονόμαζαν. Επιχείρησαν να εφαρμόσουν και στην Κρήτη το θεσμό των αρματολών. ΄Ηδη το 1686 οι κάτοικοι πολλών επαρχιών, με ταυτόσημες αιτήσεις τους, ζητούσαν από τον πασά του Χάνδακα να διοριστούν ένοπλοι χριστιανοί φρουροί στα χωριά. 
Πράγματι, φαίνεται να ίσχυσε για μερικά χρόνια ο θεσμός αυτός των αρματολών, γιατί σε αχρονολόγητο τουρκικό έγγραφο (πιθανώς του 1689) υπάρχει ολόκληρος κατάλογος με τα ονόματα των αρματολών της Σητείας.
Οι Τούρκοι ωστόσο δεν είχαν εμπιστοσύνη στους χριστιανούς ενόπλους και προτίμησαν να οργανώσουν καταδιωκτικά αποσπάσματα από φανατικούς μουσουλμάνους, τις ονομαζόμενες «ζουρίδες».
Παράλληλα, έθεσαν σε εφαρμογή σχέδιο γενικού εκφοβισμού και καθιστούσαν τους κατοίκους των επαρχιών αλληλλεγγύως υπεύθυνους με τους ομόθρησκουςΧαΐνηδες 
Το 1689 οι τουρκικές αρχές εξανάγκασαν τους χριστιανούς κατοίκους των ανατολικών επαρχιών (Πεδιάδας, Λασιθίου, Μεραμπέλλου, Ιεράπετρας και Σητείας) να υπογράψουν ταυτόσημες δηλώσεις, με τις οποίες αναλάμβαναν όλες τις ευθύνες για τη δράση ή την απόκρυψη των χαϊνηδων. Χαρακτηριστικό είναι απόσπασμα της δήλωσης: «... ομοφώνως κατέθεσαν (οι Χριστιανοί), ότι συμφώνως προς τα εν τω φερμανίω εντελλόμενα, καθίστανται αλληλεγγύως υπεύθυνοι, δηλώσαντες τα εξής: Εάν από σήμερον και εις το εξής οι άθρησκοι Χαΐνηδες αιχμαλωτίσωσι μουσουλμάνον τινά εν τη επαρχία μας ή προξενήσωσι ζημίαν τινά εις την περιουσίαν του, ας είσπραχθη η ζημία αυτή από ημάς. Μετά δε την εξαγοράν δι’ ιδίων μας χρημάτων των αιχμαλωτιζομένων μουσουλμάνων ας τιμωρώμεθα  και ημείς οι ίδιοι».
Οι συλλαμβανόμενοι χαΐνηδες υφίσταντο τρομερά βασανιστήρια και θανατώνονταν με τρόπο αληθινά φρικιαστικό στο τσιγκέλι, πού είδε και σχεδίασε με φρίκη ό Γάλλος Tournefort. 
Κάτω από τις συνθήκες αυτές ή δράση των χαΐνηδων ήταν καταδικασμένη.  Για πολλές δεκαετίες ή τουρκική δεσποτεία στο νησί ήταν αδιατάρακτη.   
Τολμηροί και φιλελεύθεροι νέοι, πού είχαν προσωπικούς λόγους εκδίκησης, πήραν τα όπλα και ανέβηκαν στα βουνά. «Περιφερόμενοι οι αρματολοί ασύλληπτοι», γράφει ό Στ. Ξανθουδίδης, «ετιμώρουν τους θρασυτέρους και ωμότερους των τυράννων αυτών, και ούτω τα όργανα αυτά της Νεμέσεως συνεκράτουν δια του φόβου της τιμωρίας και εμετρίαζαν την σκληρότητα των βασανιστών».
Ιδιαίτερα μετά την άλωση των θαλάσσιων φρουρίων της Σούδας και της Σπιναλόγκας (1715) δεν υπήρχε πια ελπίδα για τους πρώτους αυτούς εκφραστές της κρητικής αντίστασης.
Αναβίωση της κρητικής αντίστασης παρουσιάζεται μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, κατά την εποχή του φοβερού γενιτσαρισμού. Τότε έδρασαν οι Χαϊνηδες, ως «αντίπαλον δέος» στις αυθαιρεσίες και στις ωμότητες των αγάδων, χωρίς όμως πάντα να αποφεύγουν και οι ίδιοι τις αυθαιρεσίες.
Ο Ι. Δ. Μουρέλλος αναφέρει σχετικά με τη συμπεριφορά των χαϊνηδων:
«Οι  επαναστάτες αντί να στραφούν προς το δρόμο του Ηρακλείου και να κυνηγήσουν το στρατό του Χασάν πασά στάθηκαν σαστισμένοι απ’  τα λάφυρα. ΄Αρχισε η μοιρασιά κακό, φωνές, βρισιές είδαν κι έπαθαν οι καπετάνιοι κι οι αρχηγοί να τους πειθαρχήσουν και να τακτοποιήσουν τις «πάρτες», πεινασμένοι άρπαξαν γαλέττες, τυριά, ελιές κι έτρωγαν για να δυναμώσουν τα εξαντλημένα κορμιά τους. Ο Ζερβουδάκης με τη δυνατή του αντίληψη τους δικαιολογούσε και παρώτρυνε και τους άλλους καπεταναίους να μην τους φέρνουν δυσκολίες στη λεηλασία αυτή. Την ήθελαν τη λεηλασία για δόλωμα. Ο λαός αυτός των πολεμιστών πεινούσε. Πεινούσαν και τα παιδιά του μα δεν τα ’βλεπε. Μήνες έκαναν να δουν τα παιδιά τους. Δεν αισθανότανε ο πολεμιστής τον πόνο τους. Μα αισθανότανε τον πόνο του στομαχιού του. Κι η δύναμή του ήταν τόσο πολύτιμη στον αγώνα. Δεν έπρεπε να τους φέρνουν εμπόδια στην αρπα­γή· όχι μόνο τουρκικά αλλά και χριστιανικά κτήματα ή ζώα έπρεπε ν' αφήνουνται ελεύθεροι να τ' αρπάζουν. ΄Ηταν ανάγκη του αγώνα. Μι­σθούς αυτοί δεν είχαν. Επιμελιτείες δεν υπήρχαν, ό,τι έβρισκαν κι ό,τι άρπαζαν, για να γεμίσουν τη βούργια τους για τις σκληρές ώρες της μάχης».
Ηρωικές μορφές εκδικητών αναδείχθηκαν κατά τη σκληρή εκείνη εποχή (1790-1820) σε ολόκληρη την Κρήτη: οι Χάληδες και οι Γιανναρήδες στα Χανιά, οι Δεληγιαννάκηδες και οι Κουτσούρηδες στα Σφακιά, ό Σήφακας στον Αποκόρωνα, οι Τσουδεροί στο Ρέθυμνο, ό Γιάννης Παλμέτης στο Μυλοπόταμο, οι Άνωγειανοι Σταύρος Ξετρύπης, Σταυρούλης Νιώτης, Βασίλης Σμπώκος και αμέτρητοι άλλοι. Στήν Ανατολική Κρήτη διακρίθηκε ό Δημήτρης Λόγιος ή Βαρούχας, από τον "Αγιο Θωμά Μονοφατσίου, «ό κυρίως υψώσας τον κλεφτισμόν εν Κρήτη». Επιχειρώντας να σκοτώσει το φοβερό γενίτσαρο Αγριολίδη στή Μεσαρά τραυματίστηκε θανάσιμα το 1811. Στην πεδιάδα της Μεσαράς έδρασαν επίσης ό Ίωάσαφ Ξωπατέρας Μαρκάκης, οι αδελφοί Λεράτοι, ό Μιχ. Μαλικούτης, ό Γεώργ. Ρωμανός, ό Πετρογιάννης, ό Νικ. Τσακίρης, ό Μιχαήλ Κόρακας και πολλοί άλλοι. Τους αρματολούς της Μεσαράς εξόπλιζαν κυρίως οι Σφακιανοί, πού αντάλλασσαν όπλα και πυρομαχικά με σιτηρά. Στο Μαλεβίζι διακρίθηκε ό Μιχάλης Βλάχος, στην ανατολική Πεδιάδα ό Γιώργης Βέργας, και στό οροπέδιο του Λασιθίου ό Μανόλης Καζάνης. Ή λαϊκή μούσα της Κρήτης διέσωσε πολλά τραγούδια και τοπικές αφηγήσεις για την ηρωική δράση και τα κατορθώματα των εκδικητών αυτών.

ΠΗΓΗ

http://users.sch.gr/psaroudak/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως