8 Απριλίου 2020

Το ζήτημα της διατροφικής αυτάρκειας και ασφάλειας

Του Κώστα Μπούντα,.
H Ελληνική Τράπεζα Γενετικού υλικού και η προσπάθεια διάσωσης φυτικών γενετικών πόρων
Η εμπορική βελτίωση που εισάγεται στους σπόρους από τις πολυεθνικές γίνεται ολοένα και πιο ξένη και άσχετη σε σχέση με τις πραγματικές ανησυχίες του γεωργικού κόσμου.
Η επικέντρωση της βιομηχανίας σπόρων σε μη βιώσιμους χαρακτήρες που προέρχονται από πολύ μικρό αριθμό γονιδίων, απειλεί να αφήσει τη γεωργία σε πολύ άσχημη κατάσταση και ανεπαρκώς προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες προκλήσεις στο εγγύς μέλλον, όπως για παράδειγμα είναι η κλιματική αλλαγή. Επίσης γίνεται φανερό ότι η διαρκής και σταθερή ενίσχυση – υπερπροστασία θα λέγαμε - των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας έχει γίνει η κύρια άμυνα της βιομηχανίας σπόρων ενάντια στον ελεύθερο ανταγωνισμό.

Αυτή η διαδικασία έχει φτάσει τόσο μακριά, που ακόμη και οι πιο συμβατικοί αναλυτές επισημαίνουν καθαρά πλέον ότι, η βιομηχανία σπόρων είναι εμπόδιο στην έρευνα και την ανάπτυξη και θεωρώντας δεδομένη την ανικανότητάς της να παράξει αξία μέσω της καινοτομίας, η βιομηχανία σπόρων προσπαθεί να αρπάξει από τους γεωργούς το τελευταίο απομένον κομμάτι της αγοράς σπόρων, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθεί να αυξήσει τα έσοδά της από τις υφιστάμενες ποικιλίες, εμποδίζοντας την πρόσβαση σε αυτές για ερευνητικούς σκοπούς και εμποδίζοντας εσκεμμένα την πρόοδο της φυτικής βελτίωσης. Ουσιαστικά κυριαρχεί η γραμμή «ας πάρουμε ό,τι μπορούμε να αρπάξουμε». Έτσι λοιπόν ένα επικίνδυνο ολιγοπώλιο δημιουργείται, περιορίζοντας ασφυκτικά τις δυνατότητες επιλογής, με άμεσο επομένως κίνδυνο για την διατροφική επάρκεια, την ελευθερία επιλογής και εντέλει τη Δημοκρατία.
Η ανάγκη δημιουργίας Εθνικού Προγράμματος για τους φυτογενετικούς πόρους
Παλαιότερα μπορούσε κανείς να κατακτήσει μια χώρα με στρατό και όπλα. Σήμερα οι χώρες κατακτώνται με την οικονομία των δανεικών και τον έλεγχο της διατροφής.

Η πολιτεία μας έχει χρέος να διατηρήσει και να σώσει τον εθνικό γενετικό πλούτο από τη διάβρωση με ένα Εθνικό Πρόγραμμα για τους φυτογενετικούς πόρους και να ενθαρρύνει την ενεργή συμμετοχή των γεωργών, που είναι και ο πιο σημαντικός κρίκος για την προστασία των πόρων αυτών. Όμως πολλές φιλότιμες προσπάθειες μεμονωμένων υπαλλήλων και ερευνητών για την προστασία του εθνικού γενετικού πλούτου, πνίγηκαν στις ψηφοθηρικές και ιδιοτελείς διαθέσεις πολιτικών και οικονομικών κύκλων, άλλη μια προσθήκη στον κατάλογο μιας σειράς στείρων, άπνοων αλλά και επιζήμιων για την βιοποικιλότητα της χώρας ενεργειών, εδώ και δεκαετίες.
Η Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού
Στην Ελληνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού στη Θεσσαλονίκη, που σε παγκόσμια κατάταξη βρίσκεται στην 16η θέση και έχει συνεργαστεί με μεγάλα διεθνή ιδρύματα, φυλάσσονται 14.000 σειρές από κάθε ποικιλία. Ο αριθμός αυτός αποτελεί μόνο ένα μικρό μέρος των εθνικών γενετικών πόρων και θεωρείται μάλλον χαμηλός, σε σύγκριση με το γενετικό υλικό που υπήρχε πριν μερικές δεκαετίες.
Οι σπόροι των τοπικών ποικιλιών συντηρούνται για 5-10 χρόνια και στην συνέχεια σπέρνονται ξανά. Όταν το φυτό δώσει εκ νέου καρπό, νέοι σπόροι συλλέγονται και φυλάσσονται ώστε να ακολουθηθεί ο ίδιος κύκλος. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται ότι ο σπόρος δεν χάνει την βλαστικότητά του. Το σύνολο της συλλογής της Τράπεζας Γενετικού Υλικού μπορεί να προσφέρει τροφή για 80 με 100 χρόνια, ενώ ανάμεσα στις ποικιλίες που φυλάσσονται υπάρχουν και κάποιες που με τα χρόνια έχουν εξαφανιστεί από την καλλιέργεια. Ειδικότερα, ενώ στην αγροτική παραγωγή καλλιεργούνται αυτή την στιγμή 15 ποικιλίες σιτηρών, η Τράπεζα έχει σπόρους για περισσότερες από 700 ποικιλίες.
Η Τράπεζα είναι δημόσια, για να διαφυλάσσονται οι ποικιλίες αυτές από πνευματικά δικαιώματα και να είναι διαθέσιμα προς όλους στην παγκόσμια κοινότητα.
Για τον λόγο αυτό οι Έλληνες ερευνητές την ονομάζουν «αξία ασφάλειας και παραγωγικότητας». Ασφάλειας γιατί σε μια καταστροφή ή δραματική κλιματική αλλαγή μπορούμε να βασιστούμε πάνω στην αγροτική ανάπτυξη ξανά, και παραγωγικότητας γιατί μπορεί να βελτιώσουμε την μέχρι τώρα παραγωγή μας. Οι εκτιμήσεις μάλιστα δείχνουν ότι μόνο στο 1% της ελληνικής αγροτικής γης καλλιεργείται με τοπικές ποικιλίες σιταριού, σε σύγκριση με την έκταση που καλλιεργούνταν πριν 50 χρόνια, ενώ παρόμοια τάση υπάρχει και για τις τοπικές ποικιλίες λαχανικών.
Ηεπιστροφή φυτικού γενετικού υλικού από τη Γερμανία που έκλεψαν οι Ναζί
Αξίζει εδώ να σας υπενθυμίσω ότι το 2011 ότι το γερμανικό κράτος επέστρεψε στη χώρα μας γενετικό υλικό που είχαν αρπάξει στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Όπως δήλωσε τότε η κ. Αδαμαντία Κοκκινάκη, βιολόγος του Μεσογειακού Αγρονομικού Ινστιτούτου Χανίων
«περισσότερες από 200 σπάνιες ποικιλίες σπόρων -άγριων αλλά και καλλιεργήσιμων φυτών - που οι Ναζί το 1942 είχαν πάρει από την Κρήτη προκειμένου να τους εξελίξουν, ήρθαν πάλι στα χέρια μας».
Αυτές οι ποικιλίες σπόρων, για χρόνια φυλάσσονταν και αναπαράγονταν στη Γερμανία για 70 και πλέον χρόνια. Στόχος τους, ξέροντας από τότε, πως η Ελλάδα είναι πολύ πλούσια σε βιοποικιλότητα, ήταν η συγκέντρωση σπόρων από διάφορα φυτά προκειμένου να τα εξελίξουν και να βελτιώσουν τις δικές τους καλλιέργειες, να φτιάξουν δικές τους βελτιωμένες ποικιλίες.
Ανάμεσα στους σπόρους που ήλθαν από τη Γερμανία συναντούμε πολλές ποικιλίες που δεν υπάρχουν πια και δεν καλλιεργούνται στην κρητική γη, όπως σπόροι σταριού, κριθαριού, βρώμης αλλά και φασολιών, φάβας -μια εξ αυτών μάλιστα ίδια με την φάβα Σαντορίνης- και πολλοί από άγρια ενδημικά φυτά της Κρήτης. Με άλλα λόγια πέρα από τα Ελγίνεια μάρμαρα και τα άλλα σπουδαία αρχαία ελληνικά δημιουργήματα, που βρίσκονται σε όλα τα μεγάλα ξένα μουσεία, μας άρπαξαν και τη φυτική μας κληρονομιά.
Το βασικό πρόβλημα όμως δεν είναι ότι δεν μας επιστρέφουν τις ελληνικές ποικιλίες σπόρων πίσω αλλά, ότι εμφανίζονται αυτοί ως ιδιοκτήτες του γενετικού αυτού υλικού, καθώς το «απέκτησαν» πριν το 1992 οπότε και υπογράφηκε η συνθήκη για τη βιολογική ποικιλότητα.
Αποστολές συλλογής φυτικού γενετικού υλικού στην Κρήτη από ελληνικούς φορείς
Στην Κρήτη πριν λίγα χρόνια οργανώθηκαν εξερευνητικές αποστολές συλλογής φυτικού γενετικού υλικού από την Τράπεζα ΓενετικούΥλικού
του τότε ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. το Εργαστήριο Συστηματικής Βοτανικής του ΤΕΙ Ηρακλείου, το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων και το εργαστήριο Βελτίωσης των Φυτών και Γεωργικού Πειραματισμού του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στις αποστολές αυτές στην Κρήτη συλλέχθηκαν σε μορφή σπόρων είδη και πληθυσμοί σιτηρών, οσπρίων, κηπευτικών, κτηνοτροφικών φυτών, αρωματικών και φαρμακευτικών ειδών, λειμωνίων ειδών και άγριων αυτοφυών συγγενών με τα καλλιεργούμενα είδη.
Για κάθε πληθυσμό καταγράφηκαν στοιχεία από την περιοχή συλλογής. Συγκεντρώθηκαν 223 πληθυσμοί τοπικών ποικιλιών από όλη την Κρήτη. Είναι τοπικές ποικιλίες κηπευτικών, οσπρίων, σιτηρών και άλλων πολύτιμων πληθυσμών. Ο αριθμός των 223 πληθυσμών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιστημόνων, δεν θεωρείται ο τελικός. Εκτιμάται ότι παραμένει ένας σημαντικός αριθμός πληθυσμών να συλλεχθεί ακόμη ιδιαίτερα από απομονωμένες περιοχές.
Το γενετικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί μέχρι τώρα αποτελεί μια πολυτιμότατη πηγή γενετικών πόρων, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί:
• σε βελτιωτικά προγράμματα εμπορικών ποικιλιών
• στη δημιουργία ποικιλιών με αποκλειστική χρήση γενετικού υλικού τοπικών
πληθυσμών
• στη διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών των γεωργικών προϊόντων που
αποτελεί κρίσιμη παράμετρο στη τάση ομογενοποίησης των
καλλιεργούμενων ποικιλιών
• στην παραγωγή τοπικών εδεσμάτων που απαιτούν την ύπαρξη των
κατάλληλων πρώτων υλών και έτσι
• στην τόνωση των τοπικών οικονομιών, ιδιαίτερα των απομονωμένων περιοχών.
Να επανεξετάσουμε τα μοντέλα ανάπτυξης που ακολουθήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες
Στη χώρα μας υπάρχει ανετοιμότητα, όσον αφορά στο συγκεκριμένο πρόβλημα το οποίο απροκάλυπτα εντείνεται. Η κοινωνία πρέπει να αφυπνιστεί και να λάβει τα μέτρα της απέναντι σε μία κατάσταση επικίνδυνα οργανωμένη και δρομολογημένη, για τον έλεγχο των διατροφικών πηγών του κόσμου. Αυτή η πιθανή εξέλιξη πρέπει να σταματήσει, πριν είναι πολύ αργά. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σημασία διατήρησης των τοπικών, παραδοσιακών, ενδημικών, μη-τροποποιημένων αγροτικών ποικιλιών.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση παραδοσιακών, ποιοτικών, περιβαλλοντικά φιλικών και γευστικών προϊόντων, εξαιτίας των συνεχόμενων διατροφικών σκανδάλων που έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και αυτή την τάση πρέπει να την ενισχύσουμε με τις ενέργειες , με τις επιλογές μας.
Στη σημερινή δυσμενή οικονομικά συγκυρία που διανύουμε, είναι ανάγκη να επανεξετάσουμε τα μοντέλα ανάπτυξης που ακολουθήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες, να επιλέξουμε ποιας μορφής γεωργία θέλουμε και να τα προσαρμόσουμε ανάλογα στις σύγχρονες καταστάσεις. Έτσι θα μπορέσουμε να βρούμε λύσεις που θα μας ωθήσουν σε μια άλλου είδους ανάπτυξη, που να ταιριάζει στο τόπο μας –και που ταυτόχρονα θα έχει ως αποτέλεσμα τη παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και προστιθέμενης αξίας, που θα μπορούν να σταθούν με επιτυχία στη σημερινή ιδιαίτερα ανταγωνιστική και παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Ας προσπαθήσουμε όλοι να αντισταθούμε στις απαιτήσεις της νέας αγοράς, που επικεντρώνεται στην εμφάνιση, στην ομοιομορφία και την τυποποίηση και όχι στην γεύση και τη θρεπτική αξία. Ας απαιτήσουμε από την Πολιτεία μας, τώρα με τη νέα αναδιάρθρωση των υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, να διαμορφώσει όχι μόνο στρατηγική αλλά πολύ περισσότερο βούληση να προστατέψει τον εθνικό γεωργικό γενετικό πλούτο από τους ορατούς πλέον κινδύνους που τον περιβάλλουν.
Το ζήτημα της διατροφικής αυτάρκειας και ασφάλειας είναι κορυφαίας και ζωτικής σημασίας
Όμως και η Ευρωπαϊκή νομοθεσία μπορεί να στερήσει τους πολίτες της από το δικαίωμα επιλογής μοντέλου γεωργίας, αλλά και μοντέλου διατροφής, που αντίκειται στην ευρωπαϊκές αξίες της ελευθερίας επιλογής; Είναι ένα καίριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Μήπως η συνεχιζόμενη και συστηματική εξαφάνιση των τοπικών ποικιλιών φυτών, μας οδηγήσει σύντομα στο σημείο να θεωρούμε πολυτέλεια το δίλημμα κατά πόσο θέλουμε να καταναλώνουμε μεταλλαγμένα ή όχι; Διότι γίνεται ολοφάνερο ότι αν εξαφανιστούν οι τοπικές ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών, μαζί τους θα εξαφανιστούν ανεπιστρεπτί και οι όποιες επιλογές μας, καθώς θα είμαστε απόλυτα διατροφικά εξαρτημένοι.
Βλέπουμε ότι οι εταιρείες δείχνουν μια πρωτοφανή εμμονή να επιβάλλουν τους γενετικά τροποποιημένους (GMO) σπόρους και οργανισμούς με κάθε τρόπο. Μέσα από αυτή την επιθετική και παραπλανητική δράση τους, οι γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες έχουν τώρα εξαπλωθεί σε πάνω από 25 χώρες, έναντι μόλις 3 χωρών (ΗΠΑ, Καναδάς, Αργεντινή) μέχρι πριν λίγα χρόνια. Χαρακτηριστικό και τραγικό παράδειγμα η Ινδία, όπου μέσω της εξαπάτησης των μικρών αγροτών για μεγαλύτερες σοδειές, αυτοί χρεώθηκαν για να αγοράσουν γενετικά τροποποιημένους σπόρους οι οποίοι όμως είχαν χειρότερη απόδοση από τις δικές τους ντόπιες ποικιλίες.
Το ζήτημα της διατροφικής αυτάρκειας και ασφάλειας είναι κορυφαίας και ζωτικής σημασίας και δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο ζήτημα. Είναι το πρωτεύον γιατί έχει να κάνει με την υγεία και την επιβίωση, έχει να κάνει με την αυτάρκεια μέσω της βιοποικιλότητας, και τη διατροφική ασφάλεια μας με φρέσκια, αγνή, φυσική τροφή.
Οι συνθήκες παραγωγής που επικρατούν βιάζουν το περιβάλλον και διαφθείρουν τον αγρότη
Να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι η παραδοσιακή γεωργία δεν εξελίχθηκε τυχαία.
Ήταν αποτέλεσμα της ανθρώπινης εφευρετικότητας και παρατηρητικότητας και της συσσωρευμένης εμπειρίας χιλιετιών. Αν αυτά τα αναιρέσουμε, θα γίνουμε κι εμείς προϊόντα μιας βιομηχανικής διαδικασίας, πλήρως εξαρτημένα από τις διαθέσεις του επιχειρηματία. Οι συνθήκες παραγωγής που επικρατούν βιάζουν το περιβάλλον και διαφθείρουν τον αγρότη. Τον συνηθίζουν στο να τα βρίσκει όλα έτοιμα και δεν του επιτρέπουν να ερευνά, να παρατηρεί και να παρεμβαίνει δημιουργικά και φυσιολογικά στη διαδικασία παραγωγής και στη φυσική επιλογή. Η αναθεώρηση της ισχύουσας νομοθεσίας σπόρων στην Ε.Ε., σύμφωνα με όσα αναλύσαμε στο προηγούμενο άρθρο, όπως και αν εγκριθεί από το Ευρωκοινοβούλιο προβλέπεται να τεθεί σε ισχύ το 2016.
Ως τότε εμείς να επαγρυπνούμε, να μη χάνουμε τις γεύσεις μας, η ντομάτα μας θέλουμε να μυρίζει ντοματίλα όχι να είναι άοσμη, να προτιμάμε συνειδητά και δυναμικά τα ντόπια προϊόντα, να αναδεικνύουμε τις δυνατότητες του τόπου μας και των ανθρώπων του, να στηρίζουμε την τοπική οικονομία και τον κοινωνικό μας ιστό, να αντιδράσουμε και να απαιτήσουμε από τους κρατούντες να προστατεύσουν τους τοπικούς παραδοσιακούς σπόρους.
Οι τοπικές ποικιλίες είναι ένας απειλούμενος γενετικός πόρος με πολλαπλή επιστημονική και κοινωνικοοικονομική σημασία. Οι τοπικές ποικιλίες της πατρίδας μας είναι ο χρυσός μας, είναι μέρος της ιστορίας μας και του πολιτισμού μας και αποτελούν κληρονομιά για τις μελλοντικές γενιές. Η σωτηρία των ελληνικών παραδοσιακών σπόρων εξαρτάται από εμάς.
Οι τοπικές ποικιλίες δεν αποτελούν μουσειακό είδος
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι τοπικές ποικιλίες αποτελούν μέρος της άγραφης ιστορίας του τόπου μας, της χώρας μας, θρέψανε για χιλιάδες χρόνια τον πληθυσμό του, είναι κομμάτι των παραδόσεων και του πολιτισμού. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν αποτελούν ένα μουσειακό είδος. Αντίθετα μπορούμε να τις κάνουμε ένα από τα εργαλεία στήριξης της αγροτικής παραγωγής, του τουρισμού, της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης μας.
Οι τοπικές ποικιλίες, παρά τις πιέσεις που δέχονται από παράγοντες όπως η εντατικοποίηση της γεωργίας, η γήρανση του πληθυσμού, διατηρούν ακόμα ένα αξιόλογο δυναμικό για προστασία και αξιοποίηση, τόσο άμεσα με την καλλιέργεια και διάθεση των προϊόντων όσο και έμμεσα με τη συνεισφορά τους σε βελτιωτικά προγράμματα. Η συλλογή, αξιολόγηση, βελτίωση, καλλιέργεια, διάδοση, τυποποίηση και διάθεση των τοπικών ποικιλιών μπορεί να αποτελέσει σημαντική συμβολή στην αγροτική οικονομία του τόπου μας, της χώρας μας.
Του Κώστα Μπούντα, γεωπόνου
ΠΗΓΗ
Αναδημοσίευση από
https://paratiritis-news.gr/details.php?id=170746
Δείτε περισσότερα στο: http://www.paratiritis-news.gr/
ΠΗΓΗ φώτο
https://flix.gr/cinema/when-tomatoes-met-wagner-review.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Μην πυροβολείτε ασκόπως