(Αντώνης Μπετεινάκης, Μανόλης
Γιακουμάκης, Γιάννης Ζωγραφάκης, Μιχάλης Πατεριανάκης, Παναγιώτης Μπέρκης)
Του Γιώργου Καλογεράκη*
δάσκαλου-ιστορικού-ερευνητή
Μέρος 1ο
Στις 25 Οκτωβρίου 1943 στο
γερμανικό στρατοδικείο, που βρισκόταν μέσα στις φυλακές της Αγυιάς Χανίων,
έγινε η μεγάλη δίκη των αξιωματικών του Ηρακλείου. Η κατηγορία που
αντιμετώπιζαν από τους κατακτητές ήταν σύσταση οργάνωσης (Ε.Ο.Κ.), ένοπλη
εξέγερση, δημιουργία δολιοφθορών και συμμετοχή των αξιωματικών στα γεγονότα της
Βιάννου που είχαν προηγηθεί κατά ένα μήνα.
Οι περισσότεροι από τους
αξιωματικούς και τους πολίτες κατηγορουμένους της δίκης ήταν από την Επαρχία
Πεδιάδος.
Οι αξιωματικοί που μετείχαν
της δίκης ήταν : Αντι/ρχης Πεζικού Μπετεινάκης Αντώνιος, Αντ/χης Πεζικού
Νικόλαος Πλεύρης, Ταγμ/ρχης Πεζικού Γιακουμάκης Εμμανουήλ, Ταγμ/ρχης Χωρ/κής
Εμμανουήλ Μαραζάκης, Ταγμ/ρχης Χωρ/κής Νικόλαος Γραμματικάκης, Αντ/χης Πεζικού
Ιωάννης Καζαντζάκης, Ταγ/χης Πεζικού Γεώργιος Κατσιρντάκης, Ταγ/χης Πεζικού
Μιχάλης Σπαντιδάκης, Ταγμ/χης Μηχανικού Μιχάλης Διακάκης, Λοχαγός Πεζικού
Νικόλαος Φείδης, Έφεδρος Υπολ/γός Πυροβολικού Νικόδημος Κριτσωτάκης, Έφεδρος
Υπολ/γός Πεζικού Νικόλαος Μανιακουδάκης, Έφεδρος Ανθ/γός Μιχάλης Πατεριανάκης,
Έφεδρος Ανθ/γός Πεζικού Γιάννης Ζωγραφάκης, Έφεδρος ανθ/γός Παναγιώτης Μπέρκης,
Έφεδρος Ανθ/γός Γεώργιος Μπρουλιδάκης, Ταγμ/χης Κουτσουνάδης Ιωάννης.
Στην δίκη οδηγήθηκαν μαζί με
τους αξιωματικούς και οι πολίτες : Θεόφραστος Κοζύρης, Γεώργιος Μουλουδάκης,
Σοφοκλής Δετοράκης και Γεώργιος Φαλαλάκης, ο τελευταίος από το χωριό Γεράκι.
Η ετυμηγορία των Γερμανών
δικαστών έστελνε στο απόσπασμα πέντε αξιωματικούς και αθώωνε τους υπόλοιπους
κατηγορουμένους.
Στην ποινή του θανάτου
καταδικάστηκαν οι Αντώνιος Μπετεινάκης από τις Αρχάνες, Εμμανουήλ Γιακουμάκης
από τον Μοχό, Ιωάννης Ζωγραφάκης από το Καστέλλι Πεδιάδος, Παναγιώτης Μπέρκης
από το Μεταξοχώρι και Μιχάλης Πατεριανάκης από την Βόνη. Το αφιέρωμα στη δίκη
και καταδίκη των πέντε αξιωματικών το τοποθετώ μέσα στην ενότητα, «ιστορικές
σελίδες από τα χωριά του Δήμου Καστελλίου», γιατί ένας από τους αξιωματικούς
που εκτελέστηκαν ήταν και ο δάσκαλος Γιάννης Ζωγραφάκης. Από την Καστελλιανή
οικογένεια των Ζωγραφάκηδων, γιος του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη, (προέδρου της
Κοινότητας Καστελλίου επί είκοσι και πλέον χρόνια), και αδερφός του
Αντιστασιακού-σαμποτέρ, μέλους της Φορς 133 Κίμωνα Ζωγραφάκη.
Γι’ αυτήν την δίκη έχουν
γραφτεί κι έχουν ειπωθεί πολλά. Το σημερινό γραφτό θα έρθει να προστεθεί στα
τόσα άλλα που προηγήθηκαν και είχαν για θέμα τους την δίκη και την εκτέλεση των
πέντε αξιωματικών τον Οκτώβρη του 1943.
Όμως οφείλω να το κάνω για
ένα και μοναδικό λόγο. Ήταν μια υπόσχεση στον Κίμωνα. Πολλά από τα απογεύματα
του καλοκαιριού του 2003, που τα περάσαμε μαζί στο εξοχικό του στις Γούβες
μιλώντας για κείνη την εποχή, μου ζήτησε να γράψω γι’αυτήν την δίκη και
καταδίκη του αδερφού του Γιάννη. Και μου εκμυστηρεύτηκε ένα προσωπικό παράπονο,
(θα το αναφέρω παρακάτω), που τον απασχολούσε όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα πια, (από
τις 23 Νοεμβρίου 2004), δεν υπάρχει ο Κίμωνας Ζωγραφάκης. Πέρασε στην αθανασία
κι εγώ ξεπληρώνω την υπόσχεσή μου.
ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Γιος του Γιώργη Ζωγραφάκη ή
Ξηρούχη και της Αικατερίνης το γένος Κατζαγιαννάκη. Σπούδασε δάσκαλος και η
έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρίσκει να υπηρετεί στο χωριό Γάλυπε
Πεδιάδος. Επιστρατεύεται και με τον βαθμό του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού παίρνει
μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Διμοιρίτης του 1ου Λόχου, του
43ου Συντάγματος Πεζικού της V Μεραρχίας.
Στα βουνά της Αλβανίας με την
Κρητική Μεραρχία έδωσε πολλές και σκληρές μάχες. Τον Φεβρουάριο του 1941
τραυματίζεται από βλήματα οβίδας πυροβολικού και λόγω του τραυματισμού του
παραμένει ανάπηρος στο αριστερό χέρι και μειώνεται η όρασή του. Επέστρεψε στην
Κρήτη με καΐκι μετά από μεγάλες ταλαιπωρίες. Αντίθετα, ο αδερφός του Χάρης
Ζωγραφάκης, στρατιώτης κι αυτός της V
Μεραρχίας, θα αργήσει να επιστρέψει στην Κρήτη. Στην μάχη της Κρήτης δεν
παίρνει μέρος γιατί δεν έχει αναρρώσει ακόμη. Ο πατέρας του Γιώργης και ο
αδερφός του Κίμωνας παίρνουν ενεργά μέρος στις μάχες στου Κοκκίνη το Χάνι. Οι
Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κρήτη και τον Ιούνιο του 1941 φτάνουν στο Καστέλλι.
Στον κάμπο υπάρχει ένα διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου που είχαν αρχίσει
να κατασκευάζουν οι Άγγλοι. Δεν τον ολοκλήρωσαν και για να μην πέσει στα χέρια
των Γερμανών oι ίδιοι τον κατέστρεψαν. Οι
κατακτητές βλέποντας τα πλεονεκτήματα της γεωγραφικής θέσης του Καστελλίου και
επομένως ενός αεροδρομίου, (περιβάλλεται γύρω από βουνά κάνοντάς το απόρθητο),
αποφασίζουν να το κατασκευάσουν. Ο Πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου Γιώργης
Ζωγραφάκης ή Ξηρούχης και πατέρας του Γιάννη, παραιτείται από την θέση του μέσα
στο γραφείο του Γερμανού Ταγματάρχη Τροστ, (είχε φτάσει στο Καστέλλι επικεφαλής
της Γερμανικής δύναμης), με μια υπερήφανη δήλωση. Χωρίς φόβο, δηλώνει μια μέρα
στον Ταγματάρχη Τροστ, (διοικητή του αεροδρομίου Καστελλίου και των γερμανικών
δυνάμεων της περιοχής), ότι : «εγώ
υπηρετώ τους πολίτες της Κοινότητας Καστελλίου και όχι τους Γερμανούς».
Μετά απ’αυτήν την δήλωση, που άφησε αποσβολωμένο και αμήχανο τον Τροστ,
(χρονικά την τοποθετώ τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1942), παίρνει την οικογένειά του
και πηγαίνει στο χωριό Κασταμονίτσα, νοικιάζει ένα σπίτι, μεταφέρει εκεί την
οικογένειά του και ηγείται της τοπικής Αντίστασης (της ευρύτερης περιοχής
Καστελλίου). Ο Γιάννης Ζωγραφάκης οργανώνεται αμέσως, όπως και τα αδέρφια του
Κίμωνας και Χάρης, οι αδερφές του Μαρία και Ευθυμία, ακόμη και τα μικρότερα
αδέρφια Παύλος, Γρηγόρης και Παντελής. Όλη η οικογένεια του Ξηρούχη στην
Αντίσταση.
Στις αρχές του Σεπτέμβρη
1943, ο Μανόλης Μπαντουβάς προσκαλεί πολλούς αντιστασιακούς, μεταξύ αυτών και
τον Γιάννη Ζωγραφάκη, στο λημέρι του πάνω από τη Σύμη. Ο Καπετάν Μανόλης
Μπαντουβάς πιστεύει πως η ώρα έχει φτάσει για την απελευθέρωση της Κρήτης και
οι σύμμαχοι ετοιμάζουν απόβαση στο νησί. Αυτές τις πληροφορίες διέρρεαν σκόπιμα
οι Άγγλοι πράκτορες για να παραπλανηθούν οι Γερμανοί και να πιστέψουν ότι θα
ακολουθήσει απόβαση στην Κρήτη. Το είχε πιστέψει κι ο ίδιος ο Καπετάν Μανόλης.
Ο Γιάννης Ζωγραφάκης αποφασίζει να πάει στην σύσκεψη. Μαζί του πηγαίνει και οι
αντιστασιακοί Γιώργης Πολεμαρχάκης και Γιάννης Μαυραντωνάκης. Επειδή όμως ο
Γιάννης Ζωγραφάκης δεν βλέπει καλά τη νύχτα, (λόγω του τραυματισμού του στην
Αλβανία), ο Γιώργης Πολεμαρχάκης τον κρατάει από το μπράτσο σ’όλη την διάρκεια
της πορείας. Σήμερα ο Γιώργης Πολεμαρχάκης ζει μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών
Αμερικής και Καστελλίου. Να πως περιγράφει αυτήν την περιπέτεια του Σεπτεμβρίου
1943 : …το Σεπτέμβρη του 1943 μας
στέλνουνε μήνυμα σ’όλες τις Οργανώσεις να συγκεντρωθούμε στο Προφήτη Ηλία στη
Παναγιά. Εκατό άτομα συγκεντρωθήκαμε. Η εντολή είναι να φέρομε τα όπλα τα οποία
διαθέτει καθένας. Ότι είχαμε. Πιστόλια όπλα ή ακόμα και κυνηγετικό όπλο.
Εσυγκεντρωθήκαμε στη Παναγιά. Από το Καστέλλι είμαστε εγώ, ο Γιάννης ο
Ζωγραφάκης και ο Γιάννης ο Μαυραντώνης. Από το Καρουζανώ ήτανε οι
Πιταροκοίληδες. Απ’όλα τα χωριά. Είδα γνωστούς που ήτανε στην Οργάνωση. Όταν
άρχισε να σκοτεινιάζει αρχίσαμε τη πορεία προς την Έμπαρο και προς τη Βιάνο
μετά. Είχαμε μια γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο. Προχωρήσαμε. Ο Γιάννης ο
Ζωγραφάκης δεν έβλεπε και τονε κρατούσα από το χέρι. Κι αυτός μ’ακουμπούσε και
κρατούσε μπαστούνι. Όταν περνούσαμε το κάμπο στην Έμπαρο στ’αμπέλια μέσα
εκόψαμε ένα δυο τσαμπιά σταφύλια και προχωρήσαμε. Όλη νύχτα βαδίζαμε. Τα
ξημερώματα βρεθήκαμε από πάνω από τη Βιάνο στη Σύμη. Εκείνος που μας υποδέχτηκε
πρωί πρωί ήτανε ο Ποδιάς. Είμαστε όλοι μια γραμμή στη πλαγιά της κορυφογραμμής.
Έρχεται ο Ποδιάς και μας εχαιρέτισε δια χειραψίας ένα ένα και με τις λέξεις
«καλώς ορίσατε παλικάρια».Και φτάξαμε στο λημέρι. Μας δώσανε και φάγαμε. Είχανε
ψήσει κρέας. Υπήρχανε κάτι πλακούρες μεγάλες εκεί και ήτονε δυο πέτρες απάνω
σ’άλλες το οποίο ήτανε το τραπέζι. Καθίσαμε κουρασμένοι πεινασμένοι, εφάγαμε
καλά. Νερό υπήρχε πιο πέρα, κρύο νερό και ήπιαμε. Η εντολή είχε δοθεί από το
Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ότι θα γινόντανε αποβιβάσεις στην Κρήτη και οι
οποίες εδόθη ειδοποίηση μετά ότι αναβάλλονται. Και έπρεπε να φύγομε. Μείναμε
τρεις μέρες στο λημέρι. Λέω εγώ στο Γιάννη το Μαυραντώνη έλα να φύγομε και στο
Γιάννη το Ζωγραφάκη και πήραμε κάτω τη πλαγιά κι ήρθαμε προς τη Κασταμονίτσα. Ο
Μαυραντώνης δεν ήρθε. Έμεινε στο λημέρι. Στην Κασταμονίτσα ήτανε και οι
οικογένειές μας. Τότε έγινε και το γεγονός της σύλληψης του Γιάννη του
Ζωγραφάκη διότι ως αξιωματικός που πολέμησε στην Αλβανία είχανε εντολή από το
γερμανικό στρατό να παρουσιάζονται κάθε Σαββάτο να δίδουνε το παρόν. Εγώ του
είπα μάλιστα μη πας Γιάννη γιατί θα σε πιάσουνε. Αυτός είχε υπογράψει χαρτί
μαζί με το Γιακουμάκη και άλλους αξιωματικούς να αντισταθούνε εναντίον του
εχθρού και αυτό το χαρτί περιήλθε στα χέρια τω Γερμανώ οπότε ήτανε
σεσημασμένος. Και ήρθε κάτω εδώ στη Γκεσταπώ του Καστελλίου να δώσει το παρόν.
Εκεί τονε πιάσανε. Του είπανε δε φεύγεις τώρα είσαι αιχμάλωτος του Γερμανικού
Στρατού. Τονε πήρανε και τονε πήγανε στην Αγυιά και εν συνεχεία εκτελέστηκε…
Μετά τα γεγονότα της Βιάννου
που ακολούθησαν άρχισαν οι συλλήψεις των αξιωματικών. Η σειρά του Γιάννη
Ζωγραφάκη δεν άργησε να φτάσει. Η αδερφή του Ευθυμία Ζωγραφάκη –Καρυωτάκη,
βίωσε την σύλληψη του αδερφού της στην Κασταμονίτσα που διέμενε η οικογένεια
του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη και την περιγράφει : …στην διάρκεια της Κατοχής βρισκόμαστε με την οικογένειά μου στην
Κασταμονίτσα. Ο πατέρας μου, πρόεδρος της Κοινότητας Καστελλίου, μετά λίγο
καιρό που πάτησαν οι Γερμανοί στο Καστέλλι παραιτήθηκε και μας πήρε και μας
πήγε στην Κασταμονίτσα. Τον Οκτώβρη του 1943 ειδοποίησε η Μόνικα, (Γεωργία
Μπαλτζάκη), από το Καστέλλι τον πατέρα μου Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη να
κατεβάσει την αδερφή μου την Μαρία για αγγαρεία στους Γερμανούς. Τότε οι
γυναίκες των χωριών πηγαίνανε στην αγγαρεία και μαγειρεύανε των Γερμανών, τους
πλύνανε τα ρούχα, κάνανε τέτοιες γυναικείες δουλειές. Η Μόνικα ήταν διερμηνέας
του Φρουράρχου που εμείς οι Καστελλιανοί τον φωνάζαμε «Κουτσάφτη».
Ο πατέρας μου ο Ξηρούχης δεν ήθελε να πάει η αδερφή
μου η Μαρία στο Καστέλλι και την πήρε και τράβηξαν στο Λασίθι. Την πήγε στο
σπίτι του αγροφύλακα Καρυωτάκη Βαγγέλη στο χωριό Γεροντομουρί. Με την οικογένεια
του Καρυωτάκη είχαμε καλές οικογενειακές σχέσεις. Μετά μια μέρα, που έφυγε ο
πατέρας μου με την Μαρία στο Λασίθι, φτάνουνε στην Κασταμονίτσα δυο γερμανικά
αυτοκίνητα της Γκεστάπο, πεταλάδες τση λέγαμε. Θυμούμαι που ήταν Παρασκευή.
Σταμάτησαν στο καφενείο και ζήτησαν τον αδερφό μου τον Γιάννη. Ο Γιάννης μας
ήταν δάσκαλος στην Γάλυπε. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο πολέμησε σαν έφεδρος
αξιωματικός. Τραυματίστηκε και δεν πήγαινε πια στο σχολείο, ήταν σε τιμητική
διαθεσιμότητα. Και ο Γιάννης βρισκόταν μαζί με όλη την οικογένεια στην
Κασταμονίτσα. Στο καφενείο του χωριού οι Γερμανοί βρήκαν τον πρόεδρο της
Κασταμονίτσας, Παπαδοκωστάκης Χαρίδημος λεγόταν, και τον ρώτησαν που είναι ο
Γιάννης Ζωγραφάκης. Ο πρόεδρος ήξερε αλλά προς τιμή του δεν είπε. Απάντησε ότι
δεν είναι στο χωριό. Οι Γερμανοί έφυγαν από το καφενείο και κατευθύνθηκαν στο
σπίτι που μέναμε εμείς, στην κάτω μεριά του χωριού. Ο Χαρίδημος Παπαδοκωστάκης
έστειλε γρήγορα ένα Κασταμονιτσανό και ειδοποίησε τον Γιάννη μας από ένα άλλο
δρόμο. Ο Γιάννης έφυγε από το σπίτι και πήγε και κρύφτηκε σε μια τοποθεσία που
λέγεται «Χαμουκαρές». Οι Γερμανοί δεν τον βρήκαν, η μάνα μου τους είπε ότι
λείπει και έφυγαν. Ο Γιάννης σε λίγη ώρα επέστρεψε στο σπίτι και ζήτησε από την
μάνα μας να του ζεστάνει νερό να λουστεί γιατί έπρεπε να πάει την άλλη μέρα που
ήταν Σάββατο στο Καστέλλι να δώσει το παρόν. Ο Γιάννης πήγαινε στο Καστέλλι
κάθε δεκαπέντε μέρες το Σάββατο και έδιδε το παρόν όπως έκαναν όλοι οι Έλληνες
αξιωματικοί. Η μάνα μας του λέει μην πας Γιάννη, να φύγεις να κρυφτείς. Αυτός
απαντά όχι μάνα θα πάω, αν δεν πάω θα’ρθούνε να συλλάβουν εσάς. Στην
Κασταμονίτσα μέναμε εγώ, τα αδέρφια μου ο Παύλος, ο Γρηγόρης και η Μαρία που
την είχε πάει ο πατέρας μου στο Λασίθι. Ο Κίμωνας και ο Χάρης ήτανε στην Μέση
Ανατολή. Ο Κίμωνας είχε έρθει τον Ιούλιο και είχε κάνει το σαμποτάζ στο
αεροδρόμιο του Καστελλίου και έφυγε αμέσως πίσω.
Λούζεται ο αδερφός μου και την άλλη μέρα το πρωί
ντύνεται με το κουστούμι του και κατεβαίνει στο Καστέλλι. Εκεί οι Γερμανοί τον
συλλαμβάνουν και του περνούν χειροπέδες. Τον βάζουν σε ένα αυτοκίνητο και τον
φέρνουν πίσω στην Κασταμονίτσα να πάρει τα πράγματά του. Τον περνούν από το
καφενείο αναζητώντας τον πατέρα μου τον Γιώργη τον Ξηρούχη και κατευθύνονται
στο σπίτι. Κατεβαίνει ο Γιάννης και οι Γερμανοί πίσω του. Η μάνα μας επάγωσε
μόλις είδε τις χειροπέδες και κιτρίνισε. Παρ’όλα αυτά μου λέει και τηγανίσαμε
αυγά και πατάτες στους Γερμανούς, τους φέραμε και κρασί. Ο Γιάννης περιμένει,
είχε πάρει λίγα ρούχα. Οι Γερμανοί πεταλάδες τελειώσανε το φαΐ και μπήκανε στο
αμάξι. Ο Γιάννης βγήκε στο δρόμο και αγκάλιασε πρώτα εμένα. Μετά την μάνα μου.
Η μάνα μου τον έσφιξε στην αγκαλιά της και άρχισε να κλαίει. Μπήκε στο
αυτοκίνητο και φύγανε. Η μάνα μου απόμεινε στην ίδια θέση μέχρι που χάθηκαν
στην μεγάλη στροφή του αμαξωτού δρόμου. Από τότε δεν τον ξανάδαμε τον Γιάννη.
Ούτε εγώ ούτε η μάνα μου. Ο πατέρας μου εγύρισε από το Λασίθι μόλις έμαθε τα
γεγονότα Θυμούμαι που έλεγε ότι δεν έπρεπε ο Γιάννης να πάει στο Καστέλλι να
δώσει το παρόν. Καταριότανε τον εαυτό του που έλειπε εκείνες τις στιγμές κι
ήταν στο Λασίθι. Πήγε στα Χανιά στην δίκη. Κρατούσε λεφτά. Οι Άγγλοι του είχαν
δώσει χρυσές λίρες να σώσει τον αδερφό μου και τους άλλους κατηγορούμενους.
Δικαζόταν τότε πολλοί αξιωματικοί. Τα λεφτά τα δώσανε αλλά ο Γιάννης μας καταδικάστηκε
σε θάνατο. Μαζί με τον Μπετεινάκη, τον Μπέρκη, τον Γιακουμάκη και τον
Πατεργιανάκη. Φαίνεται πως ο Γιάννης είδε τον πατέρα μας πριν την εκτέλεση και
του έδωσε οδηγίες και χαιρετίσματα για μας. Μόλις εγύρισε ο πατέρας από τα
Χανιά, έπεσε στο κρεβάτι. Θυμούμαι που έμεινε στο κρεβάτι ένα μήνα. Δεν
εσηκώθηκε ούτε στο καφενείο να πάει. Ποτέ δεν συγχώρεσε τον εαυτό του που
έλειπε από το σπίτι όταν συλλάβανε οι Γερμανοί τον Γιάννη. Πάντα μας έλεγε ότι
αν ήταν εδώ δεν θα τον άφηνε να πάει στο Καστέλλι αλλά θα μας έπαιρνε όλους να
φεύγαμε στο βουνό. Από την εκτέλεση του αδερφού μου του Γιάννη και μετά ο
πατέρας μου άλλαξε. Δεν ήταν ο Γιώργης ο Ξηρούχης, ο δυναμικός άντρας που
ξέρανε όλοι. Δεν γελούσε πια, εγέρασε σε μια βραδιά. Και η μάνα μου ποτέ δεν το ξεπέρασε. Αρρώστησε,
έκλαιγε συνέχεια, έχασε τα λογικά της. Πολλές φορές μου έλεγε :-Ευθυμία, παιδί μου, ακόμη μυρίζω την μυρωδιά του
αδερφού σου έτσι όπως τον αγκάλιασα όταν μας αποχαιρέτισε και τον πήραν οι
Γερμανοί. Δεν μου φεύγει από πάνω μου.Και την έπαιρναν τα δάκρυα. Αυτό μου το΄λεγε μέχρι τα
τελευταία της κι ας είχανε περάσει πενήντα χρόνια οπό εκείνο το μαύρο Σάββατο
του 1943. Όταν εψυχομάχιε η μάνα μου, η τελευταία της λέξη ήτανε Γιάννη μου !
Γιάννη μου !
Έτσι εχάθηκε ο Γιάννης. Ο πιο
σεμνός και ευγενικός άνθρωπος του Καστελλίου. Τραυματίστηκε στην Αλβανία από
τους Ιταλούς και τον σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί. Μαζί με τον Γιάννη σκοτώσανε
και όλους μας στην οικογένεια. Πήρανε ένα κομμάτι της ζωής μας.
Οι Γερμανοί. Μας πικράνανε
πολύ…
Για την σύσκεψη στο Γεράκι ο
αντ/χης Νικόλαος Πλεύρης γράφει στην έκθεσή του : …την 9ην Σεπτεμβρίου 1943 ο
Συντ/ρχης Πλεύρης ειδοποιήθη υπό του αντισυνταγματάρχου Τομ Ταμπάμπιν
επανελθόντος την προηγουμένην εξ Αφρικής να σπεύση προς συνάντησίν του.
Εισήλθεν εις το Ηράκλειον μετά του Δημητρίου Τζατζά και παραλαβόντες και τον
ιατρόν Μενέλαον Λιγνόν ανεχώρησαν δια Κασταμονίτσαν ένθα ειδικός σύνδεσμος θα
τους οδήγει εις το μέρος της συναντήσεως με τον αντ/ρχην Τομ όπερ και συνέβη.
Εν τω μεταξύ ο Καπετάν Μανώλης Μπαντουβάς ειδοποίει δι’αγγελιαφόρων τους
ενόπλους των μαχητικών Κοινοτικών ομάδων να συγκεντρωθούν εις ορισμένα σημεία,
διότι θα εχρησιμοποιούντο. Εκάστη δε Κοινοτική Επιτροπή της Ε.Ο.Κ. να στείλει
εις Δείκτην ανά δύο ενόπλους προς συνάντησίν των. Συγχρόνως εκάλει και εις το
Γεράκι Πεδιάδος ωρισμένα εκ των στελεχών της οργανώσεως ίνα αποφανθούν επί των
προτάσεών του, αίτινες συνίστατο εις πλήρην εξέγερσιν των μαχητικών ομάδων και
συγκέντρωσιν τούτων εις Δείκτην, ίνα διατεθούν δια την δημιουργίαν ενός
προγεφυρώματος ισχυρού προκειμένου να λάβη χώραν απόβασις συμμαχικού Στρατού
εις τας ακτάς Βιάννου υπό την σκέπην αεροπορικού στόλου…
…ο Συντ/ρχης Μπετεινάκης μετέβη εις Γεράκι ένθα είχεν και ούτος κληθή υπό του Καπετάν Εμμανουήλ Μπαντουβά, συνοδευόμενος υπό του Ανθ/γού Μπέρκη εκ Κακού Χωρίου, (σημ. η σημερινή του ονομασία Μεταξοχώρι), ανθ/γού Πατεργιανάκη εκ Βόνης, Παχάκη και Λυδάκη εξ Αρχανών και Μολουδάκη Γεωργίου εκ Βαθυπέτρου. Επειδή όμως δεν προσήλθεν εις το Γεράκι ο Μπαντουβάς εθεώρησαν καλόν οι ως άνω να ανέλθουν εις Δείκτην προς συνάντησίν του, έλαβον όπλα και μετέσχον εις τον αγώνα…
…ο Συντ/ρχης Μπετεινάκης μετέβη εις Γεράκι ένθα είχεν και ούτος κληθή υπό του Καπετάν Εμμανουήλ Μπαντουβά, συνοδευόμενος υπό του Ανθ/γού Μπέρκη εκ Κακού Χωρίου, (σημ. η σημερινή του ονομασία Μεταξοχώρι), ανθ/γού Πατεργιανάκη εκ Βόνης, Παχάκη και Λυδάκη εξ Αρχανών και Μολουδάκη Γεωργίου εκ Βαθυπέτρου. Επειδή όμως δεν προσήλθεν εις το Γεράκι ο Μπαντουβάς εθεώρησαν καλόν οι ως άνω να ανέλθουν εις Δείκτην προς συνάντησίν του, έλαβον όπλα και μετέσχον εις τον αγώνα…
ΜΑΝΟΛΗΣ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗΣ
Ο Ταγματάρχης Πεζικού Μανόλης
Γιακουμάκης από το χωριό Μοχός ήταν ο πρώτος από τους αξιωματικούς που
συνελήφθη από τους Γερμανούς. Καταδικάστηκε από το στρατοδικείο της Αγυιάς σε
θάνατο και εκτελέστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1943 μαζί με τους άλλους τέσσερις
αξιωματικούς.
Λίγα λόγια για τη δράση και
τον χαρακτήρα του Μανόλη Γιακουμάκη διαβάζουμε σε ένα πιστοποιητικό που εξέδωσε
ο Πρόεδρος της Δ.Ε. Ε.Ο.Κ. Ηρακλείου Μανόλης Πετράκης το 1945.
Εν Ηρακλείω τη 3η Απριλίου
1945
Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Τ Ι Κ Ο
Βεβαιώ ο κάτωθι
υπογεγραμμένος Εμμανουήλ Πετράκης Πρόεδρος της Εθνικής Οργανώσεως Κρήτης Νομού
Ηρακλείου ότι ο τουφεκισθείς υπό των Γερμανών την 27ην Οκτωβρίου 1943 εις Αγυιάν
Χανίων Ταγματάρχης Γιακουμάκης Εμμανουήλ εκ Μοχού Πεδιάδος μετέσχε της Εθνικής
Οργανώσεως από τας αρχάς του έτους 1943. Ο αείμνηστος Ταγματάρχης Γιακουμάκης
Εμμανουήλ επεδόθη με ενεργητικότητα και ενθουσιασμόν εις την εκτέλεσιν των
ανατιθεμένων εις αυτόν δυσκόλων αποστολών. Καταδοθείς συνελήφθη υπό των Ιταλών
και εφυλακίσθη εις Νεάπολιν Μεραμβέλλου κατά τας αρχάς του 1943. Αποφυλακισθείς
βραδύτερον μη αποδειχθείσης της κατηγορίας του. Εξελέγη βραδύτερον μέλος της
Νομαρχιακής Επιτροπής ΕΟΚ Ηρακλείου των ενόπλων δυνάμεων.
Έπαιξεν σπουδαίον ρόλον εν τη
οργανώσει των ομάδων αντιστάσεως κατά του εχθρού και ελάμβανε μέρος εις όλας
τας συνεδριάσεις οίτινες ελάμβανον χώραν παρουσία και αξιωματικών της αγγλικής
αποστολής προς συντονισμόν του αγώνος. Περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου 1943
συλληφθείς εν τη οικία του υπό της Γερμανικής αστυνομίας μετήχθη εις τα
μονωτήρια της Γκεσταπό αφού πρότερον διήλθε των κρατητηρίων του περιβόητου
Σούμπερτ ένθα υπέστη μύρια βασανιστήρια. Μεταφερθείς εις Χανιά κατεδικάσθη εις
θάνατον υπό του Γερμανικού Στρατοδικείου τουφεκισθείς εις τας φυλακάς Αγυιάς.
Το παρόν χορηγείται εις την
απορφανισθείσαν πολυμελή οικογένεια του εκλιπόντος ίνα το χρησιμοποιήση και
διεκδικήση την καλυτέρευσιν των όρων της ζωής των μελών της οικογενείας ενός
αξιωματικού όστις τα πάντα εθυσίασεν ως και την ζωήν του εις τον ιερόν βωμόν
της πατρίδος.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ Δ.Ε. Ε.Ο.Κ.
ΕΜΜ. ΠΕΤΡΑΚΗΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΕΤΕΙΝΑΚΗΣ
Ο Σ/χης Μπετεινάκης Αντώνης
του Γεωργίου και της Ευδοξίας το γένος Δημητρίου Τζαγκαράκη γεννήθηκε στις Πάνω
Αρχάνες Ηρακλείου το 1886. Ο πατέρας του Γεώργιος Μπετεινάκης υπήρξε αγωνιστής
των τελευταίων Κρητικών Επαναστάσεων του 19ου αιώνα, κυρίως από το 1886 ως το
1897, στην οποία είχε οριστεί από το φρούραρχο της Κωμόπολης των Αρχανών Ιωάννη
Νταφώτη, Δέκαρχος. Ο Γεώργιος Μπετεινάκης πέθανε το 1920 αφού πρώτα ευτύχησε να
δει την πατρίδα του την Κρήτη ελεύθερη και ενωμένη με τη μητέρα Ελλάδα και τι
γιο του τον Αντώνη ήρωα και δοξασμένο στους απελευθερωτικούς πολέμους της
(1912-1913) και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Αντώνης Μπετεινάκης
παντρεύτηκε την Μαρία (Καζαντζάκη) με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τρία
αγόρια και ένα κορίτσι.
Η λήξη της Τουρκοκρατίας στην
Κρήτη και η ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας (1898-1913) βρίσκουν τον Μπετεινάκη
να έχει τελειώσει την τετρατάξια Δημοτική Σχολή Αρρένων Αρχανών. Υπήρξε
επιμελής και έξυπνος μαθητής και οι δάσκαλοί του παρότρυναν τον πατέρα του να
συνεχίσει ο Αντώνης τις σπουδές του. Έτσι εισάγεται και φοιτά στο «Τριτάξιο
Ελληνικό Σχολείο» στις Αρχάνες με άριστες επιδόσεις. Στη συνέχεια φοιτά στο
Γυμνάσιο Ηρακλείου και όταν αποφοιτά απ’αυτό αρχίζει να λειτουργεί, για πρώτη
φορά διδασκαλείο και στο Ηράκλειο. Εισάγεται στο Διδασκαλείο του Ηρακλείου,
παίρνει πτυχίο και είναι έτοιμος να προσφέρει υπηρεσίες στη στοιχειώδη εκπαίδευση
των παιδιών της Κρήτης. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία στην νεοϊδρυθείσα
Κρητική Πολιτοφυλακή το 1907 και το 1908 απολύεται με τον βαθμό του Δεκανέα.
Διορίζεται δάσκαλος και υπηρετεί στο σχολείο του Πισκοπιανού και των Αρχανών.
Ο Αντώνης Μπετεινάκης
πολέμησε στους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912-1913 με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα
Κρητών, με τον βαθμό του Λοχία. Πήρε μέρος ως ανθυπολοχαγός με τον στρατό της
Εθνικής Άμυνας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. (Σημείωση : Στην μάχη της Δοϊράνης,
στις 5 Σεπτεμβρίου 1918, ο Αντώνης Μπετεινάκης τραυματίζεται ενώ ο κάμπος έχει
πάρει φωτιά.
Μέρος 2ο
Τον σώζει από τις φλόγες ο
Καστελλιανός Πολεμαρχάκης Νικόλαος όπου για την πράξη του αυτή του απενεμήθη
μετάλλιο ανδρείας. Βλ. εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 21 Σεπτεμβρίου 2004, σελ. 18).
Στην Μικρασιατική εκστρατεία
ο Αντώνης Μπετεινάκης ήταν παρών με τον βαθμό του υπολοχαγού.
Ακολούθησε η σταδιοδρομία του
στον στρατό και η συμμετοχή του στην μάχη της Κρήτης. Μετά την κατάληψη του
νησιού ο Αντώνης Μπετεινάκης μετέχει στην Εθνική Αντίσταση Κρήτης. Το 1943
ανέλαβε την Στρατιωτική Διοίκηση του Νομού Ηρακλείου. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ. Μετά τα γεγονότα της Βιάννου τον Σεπτέμβρη του 1943, συλλαμβάνεται,
δικάζεται στην Αγυιά Χανίων, στην δίκη ,των αξιωματικών στις 25 Οκτωβρίου 1943,
και καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με άλλους τέσσερις αξιωματικούς.
Εκτελείται στις 27 Οκτωβρίου
1943.
(Νίκου Χριστινίδη, Αντώνιος
Μπετεινάκης 1886-1943, Αρχάνες 2000)
ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ
Α Ν Τ Ω Ν Ι Ο Σ Μ Π Ε Τ Ε Ι Ν Α Κ Η Σ
του συνεργάτη μας κ. Γ.
Κρητικού
Με τον ημίθεο του Μπιζανιού
και των άλλων μαχών του Ελληνοβουλγαρικού, του Ελληνοτουρκικού, του μεγάλου
πολέμου και τέλος της «Μάχης την Κρήτης», τον αείμνηστο συν/χη Αντώνη
Μπετεινάκη, είχαμε μια απλή γνωριμία πριν από τα χρόνια της σκλαβιάς. Ύστερα
συνδεθήκαμε μερικοί ανθρώποι πολύ στενά μαζί του. Τα ίδια μεγάλα ιδανικά και οι
ίδιοι τρανοί πόθοι, τα πικρά βάσανα και οι αφάνταστοι πόνοι, οι ανίκητες
λαχτάρες και οι άσβεστες ελπίδες και πάνω απ’όλα η αμέτρητη αγάπη και η βαθιά
πίστη για ένα ιδεώδες, μας έκαμε όλους να ενωθούμε σαν μια ζύμη γύρω και κάτω
από ένα σύμβολο, που το κρατούσε γερά και ψηλά ένας άνθρωπος. Ένας μόνο άνθρωπος.
Όχι μόνο μέσα στην Κρήτη μα και σ’όλη την άλλη Ελλάδα και σ’εποχή που κάθε
κίνηση γύρω σ’αυτό το σύμβολο θεωρούντανε το λιγότερο μια σωστή παραφρόνηση.
Ένας άνθρωπος. Τ’όνοιμά του το ψιθυρίζανε χιλιάδες στόματα και, χιλιάδες
καρδιές χτυπούσανε στο άκουσμά του. Ένα όνομα για το οποίο χιλιάδες χιλιάδων
ανθρώπων γονατίζανε μπρος στα εικονίσματα για χάρη του. Πετούσε από τη Σητεία
ως το Ακρωτήρι, κι από τα Λασιθιώτικα, τ’Αστερούσια και τις απάτητες κορφές του
γέρο Ψηλορείτη ως τις ιστορικές Μαδάρες των Σφακιών φέρνοντας τις ελπίδες της
Εθνικής μας Ανάστασης. Από το Λασίθι, τη Βιάνο, τη Πεδιάδα ως τ’Αμάρι και πέρα
ακόμα στα Χανιορεθεμνιώτικα. Σε κάθε λόγγο και πλαγιά, σε κάθε κορφή και ράχη,
σε κάθε φτωχοκάλυβο και πλουσιόσπιτο μόνο τ’όνομα αυτό προφερόντανε. Κι ακόμα,
από την Κρήτη ως την άλλη Ελλάδα κι από κει σ’όλο τον άλλο κόσμο. Ένα όνομα,
ένα μόνο που’χε γίνει θρύλος κι ένα έπος, κι ακόμα πιο πάνω ένα σύμβολο:
Ο Μ π α ν τ ο υ βά ς.
Γύρω απ’το μαγικό αυτό όνομα
είχαν μαζευτεί αμέσως στην αρχή μερικοί πιστοί. Ύστερα πιο πολλοί κι ακόμα πιο
ύστερα ένας ολόκληρος κόσμος. Και πρώτος απ’τους πρώτους, ο μεγάλος πατριώτης,
κι ο αγνός ιδεολόγος, ο αθάνατος Αντώνης Μπετεινάκης. Όλη του η ζωή υπήρξε ένας
μεγάλος, ένας σκληρός μα ευγενικός αγώνας. Για χάρη της πατρίδας και των
μεγάλων ιδανικών του Έθνους μας έδωσε όλες του τις δυνάμεις του πνεύματος και
του κορμιού. Στο τέλος κι αυτή τη ζωή του. Η θυσία του αυτή τον καθηγίασε και
τον έκαμε ημίθεο. Όλη του η ψυχή ξεχύνεται στην πρώτη Γενική Διαταγή που
εξέδωκε σαν ανέλαβε Στρατιωτικός Διοικητής του Νομού Ηρακλείου και που θα
διαβάσει παρακάτω ο αναγνώστης. Η δημοσίευσή της είναι από τα καλύτερα
μνημόσυνα για το θρυλικό στρατιώτη και τον υπέροχο πατριώτη τον αθάνατο συν/χη
Αντώνη Μπετεινάκη. Και μόνο αυτή κάνει κι αυτούς που δεν τον γνωρίσανε
προσωπικά στα χρόνια της σκλαβιάς και του μεγάλου αγώνα, να νοιώσουν κατάβαθα
την ψυχή του Μεγάλου μας Νεκρού. Στην πάνω μεριά είχε το μυστικό σημάδι της
οργανώσεως. Το σταυρό μέσα σ’ένα κύκλο και πάνω απ’αυτό το ιδιαίτερο τρίγωνο.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Αριθ. Πρωτ. 1
Αναλαβών την Στρατιωτικήν
Διοίκησιν ολοκλήρου του Νομού Ηρακλείου κατόπιν διαταγής της Κυβερνήσεως και
του Βασιλέως των Ελλήνων κατά τας χαλεπάς ταύτας στιγμάς της μαύρης σκλαβιάς,
πέμπω προς άπαντας τους πιστούς Έλληνας συμπατριώτας και συνεργάτας μου
αδελφικόν και εγκάρδιον χαιρετισμόν.
Αγαπητοί συνεργάται
Ο αγώνας μας είναι σκληρός,
το έργον μας βαρύ και αι απαιτούμεναι θυσίαι μεγάλαι. Αλλά εν γνώσει όλων των
δεινών και των θυσιών του πολέμου ανελάβομεν τον αγώνα με την πεποίθησιν ότι
βαίνομεν ολοταχώς προς την θεάν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ της οποίας η λεωφόρος είναι στρωμένη
με δάφνες.
Έλληνες συναγωνισταί
Εγέρθητε. Η φωνή της Πατρίδος
μας καλεί εις τα όπλα. Είναι η υστάτη βραχνή φωνή της Μάνας που στενάζοντας
σέρνεται αιμόφυρτος και ψυχορραγούσα στη μαύρη σκλαβιά και στην ατιμία και
ζητεί από σας τα παιδιά της να την σώσετε.
Αι οιμωγαί των σφαζομένων
αδίκως αδελφών, αι κραυγαί των μητέρων, οι κλαυθμηρισμοιί πειναλέων ορφανών σας
φωνάζουν εκδίκησιν.
Κρήτες λεβέντες και πρόσκοποι
των Εθνικών αγώνων. Δείξατε ότι η Κρήτη ζει, δεν απέθανε. Οι αθάνατοι ήρωες του
1821, 1912-1913 και 1916-1922 σας αναμένουν εις την αθανασίαν. Τα κόκαλα των
πεσόντων υπέρ πατρίδος τρίζοντας ζητούν εκδίκησιν. Τα βουνά, τα λαγκάδια, οι
ποταμοί, τα δάση, τα χωριά και οι κάμποι ζητούν εκδίκησιν.
Κρήτες παλικάρια.
Ενωθείτε και αδελφωμένοι
προχωρήσετε εμπρός προς την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ προς την δόξαν. Η ώρα πλησιάζει.
Οπλισθείτε με θάρρος και αποφασιστικότητα. Σκεφθήτε ότι ο πόλεμος δεν ετελείωσε
και ότι άλλοι πατριώται μάχονται αλλού υπέρ της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ από τριετίας ήδη. Ο
εχθρός κλονιζόμενος από τα κτυπήματα παραπατεί, λίγο ακόμα και πίπτει νεκρός.
Πέρασαν ήδη δυο χρόνια σκλαβιάς και το μαχαίρι του βαρβάρου κατακτητού έφθασε
πλέον στο κόκαλο. Φθάνει πλειά. Δεν ανεχόμεθα να σφαγιαζώμεθα κάθε μέρα ως
πρόβατα.
Το Σύνθημά μας ας είναι :
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ.
Ας αντηχήσουν και πάλιν από
τας κορυφάς των ηρωικών μας ορέων η κλαγγή των όπλων και ο πολεμικός μας
θούριος (από φλόγες η Κρήτη ζωσμένη τα βαρειά της τα σίδερα σπα) και ας
αποδείξωμεν εις ολόκληρον τον κόσμον ότι οι Κρήτες γνωρίζουν ν’αποθνήσκουν υπέρ
της ελευθερίας.
7 – 4 - 1943
Ο Στρατιωτικός Διοικητής
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Αυτή είναι η πρώτη Γενική
Διαταγή του αείμνηστου Μπετεινάκη. Όπως βλέπετε υπογράφει με τ’όνομα
«Πατρίκιος». Αυτό ήταν το όνομα το οποίο χρησιμοποιούσε για ευνόητους λόγους.
Γ. ΚΡΗΤΙΚΟΣ
(Εφημερίδα «Η ΔΡΑΣΙΣ»,
Ηράκλειο 24 Ιουνίου 1945)
ΜΠΕΡΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού
Εγεννήθη εις Κακό Χωριό
(Μεταξοχώρι) Επαρχίας Μονοφατσίου τω 1914.
Κλάσεως 1935 τυχών αναβολής
λόγω σπουδών (πολιτικάς Επιστήμας) υπηρετήσας την Στρατιωτικήν του θητείαν τω
1938 προαχθείς τότε εις Λοχίαν Πεζικού.
Κατά τον Ελληνοϊταλικόν
πόλεμον υπηρέτει εις τα οχυρά της Μακεδονίας.
Μετά την εισβολήν των
Γερμανών, κατήλθεν εις Πελοπόννησον και εκείθεν δέκα ημέρας περίπου προ της
πτώσεως των αλεξιπτωτιστών Γερμανών εν Κρήτη, κατήλθεν εις Ρέθυμνον και
επολέμησε κατ’αυτών εκεί, αιχμαλωτισθείς υπό των Γερμανών ενεκλείσθη εις
Στρατόπεδον Χανίων Ελλήνων αιχμαλώτων από όπου εδραπέτευσεν μετ’ολίγας ημέρας
και μετέβη εις την περιοχήν Μονοφατσίου όπου η καταγωγή του.
Κατεδιώκετο καταζητούμενος
υπό των Γερμανών, αλλ’υπήχθη εις την πρώτην χορηγηθείσαν υπό των Γερμανών
αμνηστείαν.
Εχρημάτισε πρόεδρος
Κοινότητος Κακού Χωριού του κατά την διάρκειαν της σκλαβιάς επί έν έτος
περίπου.
Εξυπηρέτησε τον αγώνα Εθνικής
Αντιστάσεως ως πραγματικός Έλλην.
Εσχάτως είχε προαχθεί εις Έφεδρον
Ανθυπολοχαγόν Πεζικού.
Ανεμίχθη ενεργώς εις τον
αγώνα ειδικώς εις τα επεισόδια της Βιάννου, μεθ’ό συνελήφθη εις Κακό Χωριό υπό
των Γερμανών, ενεκλείσθη εις τας φυλακάς Αγυιάς Χανίων, διήλθεν από Γερμανικόν
Στρατοδικείον Χανίων και κατεδικάσθη εις θάνατον μετά του Αντισυνταγματάρχου
Πεζικού κ. Μπετεινάκη Αντωνίου μεθ’ου και συνεργάζετο προηγουμένως και την 27ην
Οκτωβρίου 1943 εξετελέσθη υπό των Γερμανών κατακτητών.
(Β.Δ.Β. Ηρακλείου, φάκελος
17, έγγραφο 211).
Mιχάλης Πατεριανάκης
Ο Μιχάλης Πατεργιανάκης,
έφεδρος Ανθυπολοχαγός, ήταν από το χωριό Βόνη. Είχε σπουδάσει πριν τον πόλεμο
στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Α.Σ.Ο.Ε.Ε.). Γιος του
Γιώργη και της Παπαδιώ Πατεριανάκη, ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Ο
αδερφός του Νικόλαος πολέμησε στα βουνά της Αλβανίας. Από ένα βλήμα πυροβόλου
έμεινε ανάπηρος (ο Νικόλαος είχε ένα χέρι και ένα μάτι). Ο άλλος αδερφός
Μανόλης πολέμησε στη μάχη της Κρήτης και από έκρηξη οβίδας είχε χάσει την ακοή
του. Και ο Μιχάλης πολέμησε στη μάχη της Κρήτης. Είχε πιαστεί αιχμάλωτος και
κατάφερε να δραπετεύσει από τα Χανιά. Από τις τρεις αδερφές του η Ανίκα και η
Αβρακόμη σκοτώθηκαν από βόμβα συμμαχικού αεροπλάνου, (το θέρος του 1943), που
είχε πέσει στο αλώνι τους την ώρα που αλώνευαν τα σπαρτά. Για τον Μιχάλη
Πατεργιανάκη που καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Χανίων και εκτελέστηκε στην
Αγυιά στις 27 Οκτωβρίου 1943 διηγείται ο ανιψιός του Μιχάλης Πατεργιανάκης,
συνταξιούχος δάσκαλος από τη Βόνη : …κατά κάποιο τρόπο έγινε γνωστό στις
γερμανικές αρχές και στην Γκεστάπο ότι ένας από την ομάδα των αξιωματικών ήταν
από την Βόνη, ο Μιχάλης Πατεργιανάκης, και έτσι άρχισαν να προσανατολίζονται
στη σύλληψή του. Ταυτόχρονα παρακολουθούσαν και τις κινήσεις του. Ένας
Αυστριακός στρατιώτης, που ήταν στις γερμανικές δυνάμεις του Θραψανού, ο οποίος
τον είχε συμπαθήσει και ήθελε να τον προστατεύσει, του λέει ότι κάτι γίνεται
για σένα. Πρόσεξε, φύγε, γιατί αύριο ή μεθαύριο θα σε συλλάβουν. Ο Αυστριακός
στρατιώτης του τα είπε αυτά μη μπορώντας να πιστέψει ότι ο Μιχάλης Πατεργιανάκης
δεν θα δεχόταν να φύγει. Κι αυτό έγινε γιατί σύμφωνα με την γερμανική πρακτική,
αν ο Μιχάλης έφευγε, θα έπιαναν κάποιο στενά συγγενικό του πρόσωπο για να το
αναγκάσουν να αποκαλύψει τα άλλα ονόματα που ήταν στην ομάδα ή και τους άλλους
που τους είχαν βοηθήσει. Αρκετοί απ’εδώ απ’ τη Βόνη βοηθούσαν τον Μιχάλη και τα
ονόματά τους θα αποκαλύπτονταν και πάρα πολλοί χωριανοί θα βρισκόταν στα χέρια
των Γερμανών. Για να μη συμβεί λοιπόν αυτό και να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του
αποφάσισε ο Μιχάλης να πάει μόνος του και να παρουσιαστεί στην Κομαντατούρ στο
Θραψανό. Τον συνέλαβαν αμέσως και τον έφεραν εδώ στο σπίτι του να πάρει τα
πράγματά του και να τον οδηγήσουν κατόπιν στο Ηράκλειο. Δεν τον άφησαν να
μιλήσει στους γονείς του παρά τον άφησαν να πάρει μόνο τα πράγματά του. Τι
πράγματα τώρα, σ’ένα σεντόνι τυλιγμένα λίγα ρούχα. Απ’ότι διηγούνται εδώ στη
Βόνη οι άνθρωποι, όταν περνούσε τους δρόμους του χωριού, ήταν πάνω σ’ένα
ανοιχτό τζιπ και χαιρετούσε με χαμόγελο όλους τους χωριανούς που συναντούσε.
Μάλιστα κάποιοι ήταν κρυμμένοι στου «Χαλκιά τη σκιά», μια συκιά που υπάρχει
ακόμη και σήμερα, και όταν περνούσε από κοντά τους σήκωσε το χέρι του και έκαμε
το σήμα της γροθιάς. Δεν τους έβλεπε αλλά ήξερε ότι οι φίλοι του βρισκόταν εκεί
κοντά. Αυτό ήταν το σκηνικό της σύλληψης του Μιχάλη Πατεργιανάκη, του θείου
μου. Τον πήγαν μαζί με τους άλλους αξιωματικούς στα Χανιά και μετά από σύντομη
διαδικασία στο στρατοδικείο της Αγυιάς καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον Οκτώβρη του
1943. Δεν άφησε κάποιο σημείωμα πριν την εκτέλεση.
Οι αδερφές του Μιχάλη είχαν
σκοτωθεί τον ίδιο χρόνο το καλοκαίρι του 1943 στο αλώνι τους. Ήταν στο αλώνι
και οι τρεις αδερφές. Και ο πατέρας τους ο παπάς, όλη η οικογένεια στο αλώνι.
Και έπεσε η βόμβα λίγα μέτρα πιο πέρα από το αλώνι. Όλοι καθόντανε κάτω από μια
καρυδιά, στη σκιά. Οι δυο αδερφές του Μιχάλη με τον δικό μου αδερφό που ήταν
μωρό. Μόλις είδαν το αεροπλάνο και αντιλήφθηκαν ότι πέφτει βόμβα πετάξανε τον
αδερφό μου όσο μπορούσανε πιο πέρα πέντε έξι μέτρα. Και έπεσε η βόμβα και
σκότωσε τις δυο αδερφές του Μιχάλη. Ο αδερφός μου δεν έπαθε τίποτα. Κανείς
άλλος δεν έπαθε τίποτα. Η βόμβα ήταν συμμαχική, έπεσε από Αγγλικό αεροπλάνο.
Εδώ στην Βόνη, το παλιό Δημοτικό Σχολείο, οι Γερμανοί το είχαν μετατρέψει σε
αποθήκη πυρομαχικών. Και στο Θραψανό είχαν οι Γερμανοί μεγάλες αποθήκες
πυρομαχικών. Λένε ότι ο στόχος του βομβαρδισμού ήταν τα πυρομαχικά ή της Βόνης
ή του Θραψανού. Το πιο πιθανό ήταν να είχε στόχο το Θραψανό. Όχι όπως λένε
μερικοί το αεροδρόμιο του Καστελλίου, αυτό ήταν μακριά. Δεν πιστεύω ότι το
Αγγλικό αεροπλάνο ήθελε να βομβαρδίσει το αεροδρόμιο του Καστελλίου και οι
βόμβες να έπεσαν στην Βόνη, τόσο μακριά.
Τα εναπομείναντα αδέρφια του
Μιχάλη περάσανε την πιο φριχτή περίοδο της ζωής τους μετά την εκτέλεση του
αδερφού τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κλάψουν, δεν μπορούσαν να φωνάξουν, δεν
μπορούσαν να ζήσουν να εκδηλώσουν τον πόνο τους.
Τον κρύψαν μέσα στην ψυχή
τους. Κλαίγανε στα σπίτια τους μέσα στα δωμάτια κλεισμένα κλαίγανε τον πόνο
τους. Έμπαιναν στις αποθήκες, κλείνανε τις πόρτες και έκλαιγαν. Ο οποίος πόνος
κράτησε πολλά χρόνια. Η γιαγιά μου η Παπαδιά από τότε δεν ήθελε να ξαναδεί
ανθρώπους, είχε απομονωθεί στον κόσμο της.
Αυτό που έμεινε στην σκέψη
των ανθρώπων που γνώριζαν τον Μιχάλη είναι ότι ήταν ένα παλικάρι. Έκανε ότι
έκανε χωρίς καμιά ιδιοτέλεια. Δεν σκέφτηκε καθόλου τον εαυτό του.
Ο Μιχάλης ήταν ένας ωραίος
άντρας, ο ωραιότερος της Βόνης, γύρω στο 1.85 μέτρα στο ύψος, ήταν ένα παλικάρι
που χαιρόσουν να τον βλέπεις, έλεγαν οι πιο παλιοί χωριανοί μας.
Κι ο πατέρας μου όταν
γεννήθηκα με έβγαλε κι εμένα Μιχάλη, το όνομα του αδικοσκοτωμένου αδερφού του…
Μέρος 3
Η δίκη στο Γερμανικό
Στρατοδικείο στην Αγυιά Χανίων
…χωρίς να μας κοινοποιήσουν
κανένα χαρτί ότι ορίσθη η δίκη μας στα Χανιά, ένα πρωινό της 23 ή 24 Οκτώβρη
1943 μας φορτώνουν σ’ένα καμιόνι με λαμαρινένια καρότσα και αφού μας πέρασαν
και από τις επανορθωτικές φυλακές για να τσουβαλιάσουν τους εκεί κρατούμενους
συγκατηγορουμένους μας, ξεκινήσαμε ολοταχώς για την Αγυιά. Δεν θα ήταν υπερβολή
αν χαρακτήριζα αυτό το ταξίδι των 200 περίπου χιλιομέτρων σαν ταξίδι «σκλάβων
του Μεσαίωνα που μεταφέρονται στα κάτεργα για σωφρονισμό». Όπως είμεθα χωρίς
κάθισμα, αλλά σαν ζώα ριγμένοι πάνω στη λαμαρίνα στηριζόμενοι ο ένας στον άλλο
σαν γεμισμένα τσουβάλια, ταλαντευόμεθα στις στροφές και τις λακκούβες του
δρόμου χωρίς ανάπαυλα. «Η νέα τάξη πραγμάτων» έτσι προγραμμάτιζε την κυριαρχία
της στους «υπανάπτυκτους ραγιάδες που δεν διέφεραν από τα κτήνη», που κινούνται
κατά το κέφι του αφέντη, άβουλα, υπάκουα σκυλιά. Δεν κάναμε κανένα σταθμό, για
ευνόητους λόγους. Το ταξίδι μας διήρκεσε όλη σχεδόν την ημέρα. Όταν φθάσαμε
στον τόπο του προορισμού μας, είμεθα κυριολεκτικά πτώματα για θάψιμο!
Ζαλισμένοι, πεινασμένοι, σκονισμένοι, κατεβήκαμε από την καρότσα με δυσκολία.
Μοιάζαμε σαν φαντάσματα βγαλμένα από κάποιο νεκροταφείο με το κεφάλι μας
κάτασπρο από τις σκόνες και τα μούτρα μας ταρατσωμένα από σκόνη και ιδρώτα.
Δίναμε την εντύπωση αιχμαλώτων που τους φέρνουν στα μετόπισθεν από την πρώτη
γραμμή. Ακολουθήσαμε τους συνοδούς μας στρατονόμους, για τη μεταφορά μας στα
κελιά των καταδίκων στις Αγροτικές φυλακές Αγυιάς σαν πρόβατα που μας πάνε στο
μαντρί. Αλλά ενώ τα κελιά αυτά ήταν προορισμένα για ένα άτομο μας έβαλαν ανά
τέσσερις. Το βράδυ εκείνο δε μας έδωσαν φαγητό. Μόνο το πρωί μας έδωσαν από ένα
κύπελλο μαλοτήρα (αρωματικό φυτό που φύεται στον Ψηλορείτη) χωρίς ζάχαρη. Το
μεσημέρι μας έφεραν φασολάδα χωρίς λάδι και χωρίς ψωμί…
…πριν να φύγομε από το
Ηράκλειο για την Αγυιά, που ψιθυριζόταν ότι στα τέλη του Οκτώβρη θα γινόταν η
δίκη, μας είχαν ειπεί ότι συνήγορός μας, θα ήταν ο Παπαδόπετρος, δικηγόρος
προερχόμενος από το Λαϊκό Κόμμα…
…στο μεταξύ είχαν
κινητοποιηθεί από το Ηράκλειο όλοι οι συγγενείς των κατηγορουμένων και έφτασαν
στα Χανιά 2-3 μέρες πριν από τη δίκη, που είχε ορισθεί στις 25–10–43. Στα Χανιά
επεστράτευσαν οι συγγενείς πολλούς Κρήτες πρώην αξιωματικούς που φαίνεται με
την βοήθεια των Εγγλέζων πρακτόρων στην Κρήτη ήλθαν σε επαφή, ακόμη και με τον
πρόεδρο του Στρατοδικείου, που ήταν ένας Βάλτερ τακτικός πολιτικός δικαστής στη
Γερμανία με το βαθμό λοχαγού…
…φαίνεται ότι η Γερμανική
Στρατιωτική Δικονομία απηγόρευε την παράσταση στη δίκη μας Έλληνα δικηγόρου και
το στρατοδικείο είχε διορίσει αυτεπάγγελτα κάποιο Γερμανό στρατιώτη, δικηγόρο
στην πατρίδα του. Αυτός ο στρατιώτης το πρωί της παραμονής της δίκης ήλθε στο
κελί μου. Από τη δικογραφία είδε ο άνθρωπος ότι μεταξύ των κατηγορουμένων είναι
και η αφεντιά μου, συνάδελφός του, που βέβαια εθεώρησε καθήκον να με επισκεφτεί
και να συζητήσομε τα της δίκης. Τότε μου ανήγγειλε, ότι αυτός διορίστηκε
δικηγόρος μας και όχι ο Παπαδόπετρος. Ο δικηγόρος μας μιλούσε λίγο τα Ελληνικά
και έτσι κατόρθωσε να συνεννοηθώ μαζί του. Μας πληροφόρησε επίσης ότι η δίκη θα
γινόταν την επαύριο 25-10-43 και ότι είχε διαβάσει τη δικογραφία και ήταν
έτοιμος να μας υπερασπισθεί. Τον αρώτησα ποια γνώμη έχει για την έκβαση, και
μου απήντησε με παραφθαρμένα Ελληνικά «ότι 5-6 κινδυνεύουν να δικασθούν εις
θάνατον, χωρίς να τους ονομάσει. Για τους λοιπούς ελπίζει να απαλλαγούν, αλλά
υπάρχει ο φόβος να τεθούν εις «υπερορίαν» (εξορία εις Γερμανίαν ως εχθροί των
στρατευμάτων κατοχής)…
…στις 25-10-43 το πρωί άρχισε
η δίκη. Όπως γράφω παραπάνω πρόεδρος ορίσθη ο λοχαγός «Βάλτερ», μόνιμος
πολιτικός δικαστής στη Γερμανία. Τα μέλη του Στρατοδικείου ήσαν 4, ένας
αντισυνταγματάρχης και οι λοιποί ταγματάρχηδες. Είχε αναλάβει την υποστήριξη
της κατηγορίας ένας αντισυνταγματάρχης. Σύμφωνα με την Γερμανική Στρατιωτική
Δικονομία, οι κατηγορούμενοι δεν βρισκόμαστε στην αίθουσα συνεδριάσεως. Αλλά
μας έφερναν ένα-ένα από τα κελιά μας και απολογούμεθα πάντοτε με διερμηνέα κατά
σειρά. Έτσι λ.χ. εγώ δεν είχα ιδέα για το τι κατέθεσαν οι συγκατηγορούμενοί μου
στην απολογία τους – στο ακροατήριο – (ακροατήριο υπήρχε αλλά μάλλον από
Γερμανούς)…
…μας έστησαν και τους δυο,
(σημ. Γιακουμάκη Κριτσωτάκη), κοντά κοντά και απέναντι στην έδρα του
Στρατοδικείου και με τον διερμηνέα (ένα αμούστακο έφηβο υψηλό και αρρενωπό
18-20 ετών παλικάρι), ελέχτηκε εκεί στη διακοπή ότι ήταν γιος Ελληνίδας…
…άνοιξα το στόμα μου κάτι να
πω και ο διερμηνέας με κοιτάζει στα μάτια σαν να μου έλεγε «σταμάτα» δεν
χρειάζεται να πεις τίποτε (αυτό το παιδί είχε μέσα του κάτι το Ελληνικό, ήταν
από τη Θεσσαλονίκη)…
…και δεν μπορούσαν να
αλλάξουν και να εξουδετερώσουν τις μαρτυρικές καταθέσεις των συνδέσμων από τις
Αρχάνες, που πιάστηκαν από τους Γερμανούς και τους βρήκαν σημειώματα, αλλά και
ομολόγησαν πάνω στα βασανιστήρια που τους έκαναν. Και οι οποίοι εξετελέσθησαν…
…μετά τις απολογίες όλων μας,
μας συγκέντρωσαν στην αίθουσα συνεδριάσεως για να παρακολουθήσομε τις
αγορεύσεις του Κυβερνητικού Επιτρόπου του Στρατοδικείου, βαρώνου όπως έλεγαν,
και του συνηγόρου μας. Αλλά τι να καταλάβεις από Γερμανικά ! Μόνον όταν
αναφέρονταν στα ονόματά μας βγάναμε συμπέρασμα ότι κάτι λένε για μας! Όταν λ.χ.
είπε για τους 5 που επρότεινε την καταδίκη εις θάνατον, δηλαδή Γιακουμάκη,
Μπετεινάκη, Ζωγραφάκη, Μπέρκη, Πατεργιανάκη, καταλάβαμε ότι γι’αυτούς «ο
πέλεκυς της Γερμανικής Δικαιοσύνης θα κατεβεί αμείλικτος». Για τους άλλους
πρότεινε την απαλλαγή. Ο δικηγόρος μας κατέβαλε προσπάθεια, όχι για να σώσει
τους 5 που πρότεινε ο επίτροπος να καταδικασθούν στην εσχάτη των ποινών, αλλά
να απαλλαγούμε οι άλλοι και να επιστρέψομε στα σπίτια μας, χωρίς καμιά
παρεπόμενη ποινή (υπερορία). Μάλιστα εξέφρασε την ευχή να μην εκτελεσθούν ο
Πατεργιανάκης, γιατί έχασε πατέρα και δυο αδέρφια του στη Βόνη από βομβαρδισμό
Αγγλικών αεροπλάνων κατά λάθος και ο Ζωγραφάκης ότι ήτανε ανάπηρος του
Αλβανικού πολέμου. Σε δευτερολογία του, ο επίτροπος αναγκάσθηκε και αυτός να
δεχθεί την πρόταση του συνηγόρου μας και να εκφράσει κι αυτός την ίδια ευχή για
τους παραπάνω δύο. Εκείνο που εντυπωσίασε, κατά την ακροαματική διαδικασία,
ήταν οι αγορεύσεις του Κυβερνητικού επιτρόπου και του δικηγόρου μας. Χωρίς
χειρονομίες, χωρίς καν να κινηθούν από τις θέσεις τους, αλλά με τα χέρια δεμένα
μπρος τους, μιλούσαν σαν να έκαναν διάλεξη επιστημονικού περιεχομένου. Του βαρώνου
δε η αταραξία ήταν κάτι ασυνήθιστο στα δικαστήριά μας. Νόμιζε κανείς ότι ήταν
ιεροκήρυκας και μιλούσε σε ακροατήριο εκκλησιαζομένων. Δεν παραλείπω εδώ να
θυμηθώ ότι ο Διοικητής της Αστυνομίας Ηρακλείου παρηκολούθει τη δίκη από την
αρχή ως το τέλος. Όταν μετά τις αγορεύσεις, έγινε διάλειμμα για να συσκεφθούν
οι στρατοδίκες να βγάλουν την απόφαση, ο αείμνηστος Ζωγραφάκης (συγγενής μου)
με πλησίασε και με αρώτησε αν η ευχή του Κυβερνητικού Επιτρόπου, ήταν
υποχρεωτική για το Στρατοδικείο, του απήντησα ότι στη δική μας δικονομία δεν
έχει καμιά επιρροή στο δικαστήριο οιαδήποτε πρόταση, ή ευχή του Δημοσίου
Κατηγόρου, αλλά δεν ξέρω τι συμβαίνει στη Γερμανική. Δυστυχώς όταν είδα
ιδιαίτερα τον Γερμανό δικηγόρο μας και του είπα σχετικώς (χωρίς να με
αντιληφθεί ο Ζωγραφάκης) μου απήντησε ότι και η δική τους Δικονομία έχει τις
ίδιες διατάξεις με την Ελληνική…
…μετά ολιγόλεπτο σύσκεψη οι
στρατοδίκες με πρόεδρο πάντοτε τον Βάλτερ, ήλθαν στις θέσεις τους και ο
πρόεδρος απήγγειλε την απόφαση με 5 καταδίκες εις θάνατον, σύμφωνα με την
πρόταση του κυβ. επιτρόπου. Για τους υπόλοιπους 17, η απόφαση ήταν αθωωτική,
χωρίς καμιά παρεπόμενη ποινή, που φοβόμαστε. Μετά την απόφαση πλησίασα πάλι τον
συνήγορό μας και του έκανα την παρατήρηση, γιατί το δικαστήριο δεν εδέχθη
ελαφρυντικά για τους καταδικασθέντες, όταν μάλιστα δεν έλαβε χώραν καμιά
προπαρασκευή για ένοπλη δράση κατά των Γερμανών ; Μου απήντησε ότι «δυστυχώς ο
Στρατ. Ποινικός Νόμος του Ράιχ δεν προβλέπει ελαφρυντικά. Η ποινή είναι θάνατος
ή αθώωση». Με πόνο καρδιάς αποχαιρέτησα τον κατάδικο συγγενή μου Ζωγραφάκη, που
με δάκρυα στα μάτια με φίλησε και εγώ κόντεψε να ξεσπάσω σε αναφιλητά από τη
συγκίνησή μου και τον καημό μου, γιατί έχασε τη ζωή του ο δάσκαλος Ζωγραφάκης
τόσο πρόωρα. Αφού δεν τον σκότωσαν οι Ιταλοί στο Αλβανικό μέτωπο ύστερα από
πολλαπλά τραύματα που πήρε σε μια μάχη, του ήτανε γραφτό να πέσει με τα φονικά
βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος των εισβολέων Ναζιστών. Η μάνα του που την
είδα μετά πολλά χρόνια ήτανε ένα ράκος χωρίς ζωή. Ο καημός της τον τραυμάτισε ανεπανόρθωτα
και η διαύγεια του μυαλού τη ήταν ηλαττωμένη. Αλλά ο πόλεμος δυστυχώς δεν έχει
συμβιβασμούς. Λειτουργεί ο Νόμος της Ζούγκλας «ή θα με φας ή θα σε φάω». Του
ευχήθηκα για να του δώσω ελπίδες, ότι πιθανόν ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης να
τους δώσει χάρη να μην εκτελεσθούν.
Μέρος 4ο Τελευταίο
Τους λοιπούς καταδίκους τους αποχαιρέτησα με τις ίδιες ευχές και φύγαμε για την εξεύρεση αυτοκινήτου για την πόλη των Χανίων…
…όταν είμεθα έτοιμοι να επιβιβασθούμε, ήλθε ένας Γερμανός λοχίας και εζήτησε τον Αντ/ρχη Πλεύρη και τον ταγματάρχη Διακάκη να τους συνοδεύσει στα γραφεία του διοικητού Μπρόγερ που ήταν εκεί κοντά, που τους ήθελε. Περιμέναμε την επιστροφή τους περίπου δυο ώρες. Επιτέλους ξεκινήσαμε την ίδια μέρα 25-10-43 επιστρέφοντες οι 17 για το Ηράκλειο…
…ο Μηνάς Φωστιέρης (σημ. γυναικάδελφος του Διακάκη), συνεχίζοντας την διήγησή του, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφω παραπάνω, με διαβεβαίωσε ότι κατόρθωσαν και πήραν το φάκελο της δικογραφίας όπως είχε, της υπόθεσης που διάστηκε, από το σπίτι του προέδρου «Βάλτερ», που καθόταν στην εις Αγυιά κατοικία του Ηρακλειώτη «Αριστομένη Μιτσίλογλου» και την μετέφεραν στο ξενοδοχείο, που έμεναν οι κινηθέντες συγγενείς και φίλοι των κατηγορουμένων αξιωματικών. Από την δικογραφία αυτή ήξεραν τα του Γιακουμάκη. Ακόμη δε ότι συντριπτικά στοιχεία εις βάρος των 5 καταδικασθέντων σε θάνατο, τα εξακρίβωσαν οι ανακριτικές γερμανικές αρχές από τους δυο Αρχανιώτες συνδέσμους, όπως τονίζω πιο πάνω, που συνέλαβαν προηγουμένως, οι οποίοι με λεπτομέρειες κατέθεσαν, ποιοι αξιωματικοί ήταν οι πυρήνες της κίνησης Ε.Ο.Κ. και που συνεδρίαζαν, γιατί αυτοί μετέφεραν τα σημειώματα προς τους συνωμότες…
…στο Ηράκλειο φθάσαμε βραδιασμένα και διαλυθήκαμε για να συναντηθούμε την επομένη στο «Κέντρο Παπακαλιάτη» σύμφωνα με διαταγή του διοικητή της αστυνομίας που επρόκειτο να μας μιλήσει. Ο διοικητής μας μίλησε με παραφθαρμένα Ελληνικά ότι «τη γλυτώσαμε ως εκ θαύματος. Ότι αυτός για τον καθένα μας είχε στοιχεία, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε (με είδατε βέβαια που παρακολουθούσα τη δίκη) γιατί μ’αυτά τα στοιχεία δεν θα γλιτώνατε τον εκτοπισμό στη Γερμανία. Τώρα μας λέει θα πάτε στους τόπους που διαμένετε. Θα παρακολουθείστε συνεχώς και οποιαδήποτε ενέργειά σας θα γίνει γνωστή, έχομε τους ανθρώπους μας». Έτσι τελείωσε αυτή η Ιστορία της δίκης των 22 για την οργάνωση της Ε.Ο.Κ…
Σημειώσεις πάνω στα λεγόμενα του Νικόδημου Κριτσωτάκη : Ο αναγνώστης που θα ήθελε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για την δίκη των 22 αξιωματικών, ας ανατρέξει στην πράγματι συγκλονιστική αφήγηση του Νικόδημου Κριτσωτάκη στο βιβλίο του «Σημαδιακά χρόνια» και στις σελίδες 106-118, όπου ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρειες όσα συνέβησαν στην δίκη (κατηγορούμενος ήταν και ο ίδιος).
Από τον Κριτσωτάκη μαθαίνουμε και τις ημερομηνίες μεταφοράς των αξιωματικών στα Χανιά στις φυλακές της Αγυιάς (από το Ηράκλειο αναχώρησαν στις 23 Οκτωβρίου 1943), και την ημερομηνία της δίκης (25 Οκτωβρίου). Η δίκη έγινε στον χώρο των φυλακών και κράτησε μέχρι αργά το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Οι επικεφαλής των συμμαχικών αποστολών στην Κρήτη όπως και πολλοί Έλληνες αξιωματικοί των Χανίων προσπάθησαν να παρέμβουν στην δίκη (χρηματίζοντας τους δικαστές). Διερμηνέας στο δικαστήριο ένας νεαρός από μητέρα Έλληνας (με καταγωγή από την Θεσσαλονίκη), και όπως φαίνεται από την διήγηση του Κριτσωτάκη, μάλλον προσπάθησε να τους βοηθήσει.
Τελικά οι καταδίκες των πέντε αξιωματικών (Γιακουμάκη, Μπετεινάκη, Ζωγραφάκη, Πατεργιανάκη, Μπέρκη) στηρίχτηκαν στα σημειώματα που κουβαλούσαν πάνω τους από τον Μανόλη Μπαντουβά στον Μπετεινάκη οι δύο σύνδεσμοι από τις Αρχάνες Λυδάκης και Παχάκης και οι οποίοι όταν πιάστηκαν από τους Γερμανούς δεν κατάφεραν να τα καταστρέψουν. Τα ονόματα που αναγράφονταν στα σημειώματα (όπως ισχυρίζεται και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του) έστειλαν στο απόσπασμα τους πέντε. Και στα σημειώματα ήταν γραμμένα τα ονόματα των Ζωγραφάκη, Μπέρκη και Πατεργιανάκη. Οι σύνδεσμοι θα τα παρέδιδαν στον Μπετεινάκη. Έτσι οι Γερμανοί καταδίκασαν τους Ζωγραφάκη, Μπέρκη, Πατεργιανάκη, τον Μπετεινάκη που θα παραλάμβανε τα μηνύματα του Μπαντουβά και τον Γιακουμάκη τον οποίο θεωρούσαν αρχηγό της Ε.Ο.Κ. Ηρακλείου. Οι άλλοι αξιωματικοί αθωώθηκαν.
Το παράπονο
του Κίμωνα Ζωγραφάκη
Καθισμένοι στην αυλή του εξοχικού του σπιτιού στην παραλία των Γουβών, (το καλοκαίρι του 2003), ο Κίμωνας Ζωγρφάκης πολλές φορές έκανε την αυτοκριτική του για το θάνατο του αδερφού του. Κάθε φορά άφηνε κι ένα αναστεναγμό όταν μιλούσε για το Γιάννη :
…τον αδερφό μου το δάσκαλο τον αγαπούσε υπερβολικά ο πατέρας μου ο Ξηρούχης και η μάνα μου. Γύρισε και τραυματίας από τον πόλεμο με τση Ιταλούς. Το τραύμα του φαίνεται πως του πείραξε και τα μάτια γιατί τη νύχτα δεν έβλεπε καλά. Ήρθαμε με το Λάσσεν να ανατινάξομε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι τον Ιούλιο του 1943. Όταν ήρθαμε στην Τρυπητή δεν το ήξερε κανείς. Μέχρι και τη βραδιά της ανατίναξης δεν ήξερε ο πατέρας μου πως ήμουνα κι εγώ στο σαμποτάζ. Από το Αμαριανό, μετά την ανατίναξη, έδωσα ένα χαρτί στο γιο του Ψαροκυριάκου το Ψαρομανόλη, να το πάει στον πατέρα μου στην Κασταμονίτσα. Την Κατοχή εμέναμε στην Κασταμονίτσα. Ο Ψαρομανόλης μου το υποσχέθηκε και το’δωσε πραγματικά στον πατέρα μου. Γιατί ήρθε ο Ξηρούχης και με συνάντησε στην Έργανο. Του’πα τότε :
-Φέρε μου το Γιάννη να τονε πάρω κάτω στη Μέση Ανατολή !
Ο πατέρας μου δεν ήθελε να τ’ακούσει αυτό.
-Δε φτάνει που’σαι εσύ και ο Χάρης μόνο δα πάρεις και τον άλλο;
Έτσι μου’πε. Και ο αδερφός μου ο Χάρης ήτανε στη Μέση Ανατολή.
-Φέρε μου το Γιάννη ! του ξανάπα. Είχα φοβηθεί μη και μαθευτεί το όνομά μου στο σαμποτάζ του Καστελλίου και πιάσουνε το Γιάννη. Οι αδερφές μου δεν είχανε φόβο ούτε οι πιο μικροί αδερφοί μου ο Παύλος και ο Γρηγόρης.
-Φέρε μου το Γιάννη ! του ξανάπα με πιο δυνατή φωνή.
Ο Ξηρούχης δεν ήθελε. Και δεν ήφερε το Γιάννη στην Τρυπητή όπως του’πα. Και πιάσανε μετά τρεις μήνες το Γιάννη οι Γερμανοί και τονε σκοτώσανε στην Αγυιά. Από τότε δεν μπορώ να ησυχάσω. Εγώ φταίω. Αν ήθελα να επιμείνω με πείσμα στο πατέρα μου ίσως να τον έπαιρνα μαζί μου στη Μέση Ανατολή. Μετά όμως τα σκέφτεσαι αυτά. Εγώ ο ίδιος έπρεπε να πάω στη Κασταμονίτσα και να τονε πάρω. Δεν το΄κανα. Και στενοχωρούμαι σήμερο. Και λέω του εαυτού μου :
-Εσύ Κίμωνα φταις. Το Γιάννη έπρεπε να τονε πάρεις με κάθε θυσία κάτω. Τση μάνας μου η στενοχώρια δεν ήφυγε ποτέ από πάνω τση. Κι όποτε μ’έβλεπε αναστέναζε. Για το Γιάννη μας. Το καλύτερο παιδί του Καστελλίου…
Επίλογος
Κοντεύει να ξημερώσει. Η πόρτα της φυλακής ανοίγει μ’ένα ξερό κρότο και βαριά βήματα ακούγονται. Ο ήχος από τις μπότες σταματά μπροστά στα κελιά τους. Το κλειδί μπαίνει στην κλειδαριά και η μορφή ενός ξερακιανοιύ Γερμανού σχηματίζεται στο άνοιγμα. Με δυνατή φωνή τους καλεί :
-Γιάννης Ζωγραφάκης, Παναγιώτης Μπέρκης, Μανόλης Γιακουμάκης, Αντώνης Μπετεινάκης, Μιχάλης Πατεργιανάκης !
Οι μελλοθάνατοι σηκώνονται από τα κρεβάτια τους, αν μπορούσε κανείς να τα πει κρεβάτια, χωρίς κουβέρτες και στρώματα. Το τελευταίο τους βράδυ το πέρασαν ξάγρυπνοι. Τους περίμεναν. Φορούσαν τα ρούχα τους. Βγαίνουν στο προαύλιο. Πίσω ακολουθούν οι τύραννοι.
Ο ήλιος δεν έχει προβάλει ακόμη.
Ο δάσκαλος Γιάννης Ζωγραφάκης θυμάται. Σαν σήμερα δεν ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος ; Σαν σήμερα, πριν από τρία χρόνια, δεν έστησαν το ανάστημά τους μπροστά στους εχθρούς που ήρθαν να σκλαβώσουν την Ελλάδα; Αυτός δεν ήταν που περπατούσε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας ; Πάνω του δεν χτύπησαν τα βλήματα της Ιταλικής οβίδας αφήνοντας για πάντα τα σημάδια της ;
Η απόφαση του Στρατοδικείου την προηγούμενη μέρα τους έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Και διάλεξαν οι τύραννοι ημερομηνία, την 27η Οκτωβρίου 1943, για να τους εκτελέσουν.
Σήμερα είναι η τελευταία του ημέρα. Ένα γιατί; προσπαθούν να πουν τα χείλη του.
Προχωρεί μηχανικά με τους φίλους του στην έξοδο της φυλακής. Σε λίγο θα ακολουθήσουν μια μικρή ανηφόρα και όλα θα τελειώσουν. Το μέρος το γνωρίζουν. Το έχουν δει τις λίγες μέρες που έμειναν κλεισμένοι σ’αυτήν τη φυλακή. Το έχουν νιώσει τα πρωινά ακούγοντας στον απέναντι λόφο τα κροταλίσματα των όπλων.
Κάθε μέρα παίρνει σειρά και κάποιος άλλος πατριώτης.
Πάντα στον απέναντι λόφο.
Σε ένα πάσαλο, που ορθώνεται, λες και θέλει να φτάσει στον ουρανό.
Μια μορφή σαν οπτασία έχει καταλάβει την σκέψη του. Η μορφή της μάνας του. Θυμάται το αγκάλιασμά της στην Κασταμονίτσα καθώς τον περίμενε το αυτοκίνητο της Γκεστάπο με αναμμένη την μηχανή.
Θυμάται το τελευταίο της φιλί.
Και το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του.
Δεν το σκούπισε.
Θυμάται την τελευταία της ματιά.
Εκεί, στημένη στο δρόμο, όταν γύρισε το βλέμμα του λίγο πριν πάρει το γερμανικό αυτοκίνητο την στροφή.
Ήταν εκεί και τον κοίταζε.
Η μάνα του η Ξηρούχενα.
Όρθια.
Υπερήφανη.
Όπως ταίριαζε στην γυναίκα του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη.
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της.
Δεν την ξανάδε από τότε.
Μόνο ένα «αχ μάνα», ίσα που βγήκε από τα χείλη του.
Δίνει κουράγιο στον εαυτό του. Δάσκαλος στην ζωή, δεν δίδασκε τους μικρούς μαθητές του το χρέος προς την Πατρίδα ; Τώρα ήρθε η δική του σειρά να ξεπληρώσει αυτό το χρέος.
Δεν φοβάται. Μόνο μια πίκρα. Ένας κόμπος του σφίγγει την καρδιά. Νιώθει τα πόδια του να πατούν σταθερά και ένα χαμόγελο αρχίζει να βγαίνει τώρα από μέσα του έτσι όπως τελειώνει η ανηφόρα.
Ο στύλος της Αγυιάς είναι στην θέση του. Οι «αναμορφωτές του κόσμου», «η εκλεκτή φυλή», «οι πολιτισμένοι του ανθρώπινου γένους», τους τοποθετούν στην σειρά. Δεν δένεται κανείς στον στύλο.
Το αδίκημά τους ; Ότι πολέμησαν τους εχθρούς της πατρίδας τους.
Πρώτος ο Μπετεινάκης, μετά ο Γιακουμάκης, ο Γιάννης Ζωγραφάκης, ο Πατεργιαννάκης και ο Μπέρκης.
Απέναντι οι κάνες των όπλων τους κοιτάζουν. Ο αξιωματικός τους προτείνει με τον διερμηνέα να τους δέσει τα μάτια. Κανείς δεν δέχεται.
Από τα χείλη τους αρχίζει να ακούγεται δειλά στην αρχή και κατόπιν δυνατά ο Εθνικός ύμνος.
Ο Γερμανός αξιωματικός δίνει το παράγγελμα. Όλα τελειώνουν.
Τα σώματα των πέντε ηρώων κείτονται άψυχα στο χώμα. Το αίμα αρχίζει να σχηματίζει ένα μικρό ρυάκι.
Στον κάμπο της Αγυιάς μερικά πουλιά τρομάζουν στους πυροβολισμούς και πετούν τρομαγμένα. Ο αγρότης, που οργώνει το χωράφι του λίγο πιο πέρα, στους ήχους των τουφεκιών σηκώνει το κεφάλι του και μονολογεί:
-Κακούργοι ! Εγκληματίες! Μέχρι πότε !
Δεν γνωρίζει ποιους εκτέλεσαν κι αυτή τη φορά οι κατακτητές.
Φτύνει στον κόρφο του, σκύβει πάλι το κεφάλι και φωνάζει στο μουλάρι του για να συνεχίσει το όργωμα:
-Να, μούλε, να !
Τους λοιπούς καταδίκους τους αποχαιρέτησα με τις ίδιες ευχές και φύγαμε για την εξεύρεση αυτοκινήτου για την πόλη των Χανίων…
…όταν είμεθα έτοιμοι να επιβιβασθούμε, ήλθε ένας Γερμανός λοχίας και εζήτησε τον Αντ/ρχη Πλεύρη και τον ταγματάρχη Διακάκη να τους συνοδεύσει στα γραφεία του διοικητού Μπρόγερ που ήταν εκεί κοντά, που τους ήθελε. Περιμέναμε την επιστροφή τους περίπου δυο ώρες. Επιτέλους ξεκινήσαμε την ίδια μέρα 25-10-43 επιστρέφοντες οι 17 για το Ηράκλειο…
…ο Μηνάς Φωστιέρης (σημ. γυναικάδελφος του Διακάκη), συνεχίζοντας την διήγησή του, κάτω από τις συνθήκες που περιγράφω παραπάνω, με διαβεβαίωσε ότι κατόρθωσαν και πήραν το φάκελο της δικογραφίας όπως είχε, της υπόθεσης που διάστηκε, από το σπίτι του προέδρου «Βάλτερ», που καθόταν στην εις Αγυιά κατοικία του Ηρακλειώτη «Αριστομένη Μιτσίλογλου» και την μετέφεραν στο ξενοδοχείο, που έμεναν οι κινηθέντες συγγενείς και φίλοι των κατηγορουμένων αξιωματικών. Από την δικογραφία αυτή ήξεραν τα του Γιακουμάκη. Ακόμη δε ότι συντριπτικά στοιχεία εις βάρος των 5 καταδικασθέντων σε θάνατο, τα εξακρίβωσαν οι ανακριτικές γερμανικές αρχές από τους δυο Αρχανιώτες συνδέσμους, όπως τονίζω πιο πάνω, που συνέλαβαν προηγουμένως, οι οποίοι με λεπτομέρειες κατέθεσαν, ποιοι αξιωματικοί ήταν οι πυρήνες της κίνησης Ε.Ο.Κ. και που συνεδρίαζαν, γιατί αυτοί μετέφεραν τα σημειώματα προς τους συνωμότες…
…στο Ηράκλειο φθάσαμε βραδιασμένα και διαλυθήκαμε για να συναντηθούμε την επομένη στο «Κέντρο Παπακαλιάτη» σύμφωνα με διαταγή του διοικητή της αστυνομίας που επρόκειτο να μας μιλήσει. Ο διοικητής μας μίλησε με παραφθαρμένα Ελληνικά ότι «τη γλυτώσαμε ως εκ θαύματος. Ότι αυτός για τον καθένα μας είχε στοιχεία, αλλά δεν τα χρησιμοποίησε (με είδατε βέβαια που παρακολουθούσα τη δίκη) γιατί μ’αυτά τα στοιχεία δεν θα γλιτώνατε τον εκτοπισμό στη Γερμανία. Τώρα μας λέει θα πάτε στους τόπους που διαμένετε. Θα παρακολουθείστε συνεχώς και οποιαδήποτε ενέργειά σας θα γίνει γνωστή, έχομε τους ανθρώπους μας». Έτσι τελείωσε αυτή η Ιστορία της δίκης των 22 για την οργάνωση της Ε.Ο.Κ…
Σημειώσεις πάνω στα λεγόμενα του Νικόδημου Κριτσωτάκη : Ο αναγνώστης που θα ήθελε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για την δίκη των 22 αξιωματικών, ας ανατρέξει στην πράγματι συγκλονιστική αφήγηση του Νικόδημου Κριτσωτάκη στο βιβλίο του «Σημαδιακά χρόνια» και στις σελίδες 106-118, όπου ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρειες όσα συνέβησαν στην δίκη (κατηγορούμενος ήταν και ο ίδιος).
Από τον Κριτσωτάκη μαθαίνουμε και τις ημερομηνίες μεταφοράς των αξιωματικών στα Χανιά στις φυλακές της Αγυιάς (από το Ηράκλειο αναχώρησαν στις 23 Οκτωβρίου 1943), και την ημερομηνία της δίκης (25 Οκτωβρίου). Η δίκη έγινε στον χώρο των φυλακών και κράτησε μέχρι αργά το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Οι επικεφαλής των συμμαχικών αποστολών στην Κρήτη όπως και πολλοί Έλληνες αξιωματικοί των Χανίων προσπάθησαν να παρέμβουν στην δίκη (χρηματίζοντας τους δικαστές). Διερμηνέας στο δικαστήριο ένας νεαρός από μητέρα Έλληνας (με καταγωγή από την Θεσσαλονίκη), και όπως φαίνεται από την διήγηση του Κριτσωτάκη, μάλλον προσπάθησε να τους βοηθήσει.
Τελικά οι καταδίκες των πέντε αξιωματικών (Γιακουμάκη, Μπετεινάκη, Ζωγραφάκη, Πατεργιανάκη, Μπέρκη) στηρίχτηκαν στα σημειώματα που κουβαλούσαν πάνω τους από τον Μανόλη Μπαντουβά στον Μπετεινάκη οι δύο σύνδεσμοι από τις Αρχάνες Λυδάκης και Παχάκης και οι οποίοι όταν πιάστηκαν από τους Γερμανούς δεν κατάφεραν να τα καταστρέψουν. Τα ονόματα που αναγράφονταν στα σημειώματα (όπως ισχυρίζεται και ο Κίμωνας Ζωγραφάκης στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του) έστειλαν στο απόσπασμα τους πέντε. Και στα σημειώματα ήταν γραμμένα τα ονόματα των Ζωγραφάκη, Μπέρκη και Πατεργιανάκη. Οι σύνδεσμοι θα τα παρέδιδαν στον Μπετεινάκη. Έτσι οι Γερμανοί καταδίκασαν τους Ζωγραφάκη, Μπέρκη, Πατεργιανάκη, τον Μπετεινάκη που θα παραλάμβανε τα μηνύματα του Μπαντουβά και τον Γιακουμάκη τον οποίο θεωρούσαν αρχηγό της Ε.Ο.Κ. Ηρακλείου. Οι άλλοι αξιωματικοί αθωώθηκαν.
Το παράπονο
του Κίμωνα Ζωγραφάκη
Καθισμένοι στην αυλή του εξοχικού του σπιτιού στην παραλία των Γουβών, (το καλοκαίρι του 2003), ο Κίμωνας Ζωγρφάκης πολλές φορές έκανε την αυτοκριτική του για το θάνατο του αδερφού του. Κάθε φορά άφηνε κι ένα αναστεναγμό όταν μιλούσε για το Γιάννη :
…τον αδερφό μου το δάσκαλο τον αγαπούσε υπερβολικά ο πατέρας μου ο Ξηρούχης και η μάνα μου. Γύρισε και τραυματίας από τον πόλεμο με τση Ιταλούς. Το τραύμα του φαίνεται πως του πείραξε και τα μάτια γιατί τη νύχτα δεν έβλεπε καλά. Ήρθαμε με το Λάσσεν να ανατινάξομε το αεροδρόμιο στο Καστέλλι τον Ιούλιο του 1943. Όταν ήρθαμε στην Τρυπητή δεν το ήξερε κανείς. Μέχρι και τη βραδιά της ανατίναξης δεν ήξερε ο πατέρας μου πως ήμουνα κι εγώ στο σαμποτάζ. Από το Αμαριανό, μετά την ανατίναξη, έδωσα ένα χαρτί στο γιο του Ψαροκυριάκου το Ψαρομανόλη, να το πάει στον πατέρα μου στην Κασταμονίτσα. Την Κατοχή εμέναμε στην Κασταμονίτσα. Ο Ψαρομανόλης μου το υποσχέθηκε και το’δωσε πραγματικά στον πατέρα μου. Γιατί ήρθε ο Ξηρούχης και με συνάντησε στην Έργανο. Του’πα τότε :
-Φέρε μου το Γιάννη να τονε πάρω κάτω στη Μέση Ανατολή !
Ο πατέρας μου δεν ήθελε να τ’ακούσει αυτό.
-Δε φτάνει που’σαι εσύ και ο Χάρης μόνο δα πάρεις και τον άλλο;
Έτσι μου’πε. Και ο αδερφός μου ο Χάρης ήτανε στη Μέση Ανατολή.
-Φέρε μου το Γιάννη ! του ξανάπα. Είχα φοβηθεί μη και μαθευτεί το όνομά μου στο σαμποτάζ του Καστελλίου και πιάσουνε το Γιάννη. Οι αδερφές μου δεν είχανε φόβο ούτε οι πιο μικροί αδερφοί μου ο Παύλος και ο Γρηγόρης.
-Φέρε μου το Γιάννη ! του ξανάπα με πιο δυνατή φωνή.
Ο Ξηρούχης δεν ήθελε. Και δεν ήφερε το Γιάννη στην Τρυπητή όπως του’πα. Και πιάσανε μετά τρεις μήνες το Γιάννη οι Γερμανοί και τονε σκοτώσανε στην Αγυιά. Από τότε δεν μπορώ να ησυχάσω. Εγώ φταίω. Αν ήθελα να επιμείνω με πείσμα στο πατέρα μου ίσως να τον έπαιρνα μαζί μου στη Μέση Ανατολή. Μετά όμως τα σκέφτεσαι αυτά. Εγώ ο ίδιος έπρεπε να πάω στη Κασταμονίτσα και να τονε πάρω. Δεν το΄κανα. Και στενοχωρούμαι σήμερο. Και λέω του εαυτού μου :
-Εσύ Κίμωνα φταις. Το Γιάννη έπρεπε να τονε πάρεις με κάθε θυσία κάτω. Τση μάνας μου η στενοχώρια δεν ήφυγε ποτέ από πάνω τση. Κι όποτε μ’έβλεπε αναστέναζε. Για το Γιάννη μας. Το καλύτερο παιδί του Καστελλίου…
Επίλογος
Κοντεύει να ξημερώσει. Η πόρτα της φυλακής ανοίγει μ’ένα ξερό κρότο και βαριά βήματα ακούγονται. Ο ήχος από τις μπότες σταματά μπροστά στα κελιά τους. Το κλειδί μπαίνει στην κλειδαριά και η μορφή ενός ξερακιανοιύ Γερμανού σχηματίζεται στο άνοιγμα. Με δυνατή φωνή τους καλεί :
-Γιάννης Ζωγραφάκης, Παναγιώτης Μπέρκης, Μανόλης Γιακουμάκης, Αντώνης Μπετεινάκης, Μιχάλης Πατεργιανάκης !
Οι μελλοθάνατοι σηκώνονται από τα κρεβάτια τους, αν μπορούσε κανείς να τα πει κρεβάτια, χωρίς κουβέρτες και στρώματα. Το τελευταίο τους βράδυ το πέρασαν ξάγρυπνοι. Τους περίμεναν. Φορούσαν τα ρούχα τους. Βγαίνουν στο προαύλιο. Πίσω ακολουθούν οι τύραννοι.
Ο ήλιος δεν έχει προβάλει ακόμη.
Ο δάσκαλος Γιάννης Ζωγραφάκης θυμάται. Σαν σήμερα δεν ξεκίνησε αυτός ο πόλεμος ; Σαν σήμερα, πριν από τρία χρόνια, δεν έστησαν το ανάστημά τους μπροστά στους εχθρούς που ήρθαν να σκλαβώσουν την Ελλάδα; Αυτός δεν ήταν που περπατούσε στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας ; Πάνω του δεν χτύπησαν τα βλήματα της Ιταλικής οβίδας αφήνοντας για πάντα τα σημάδια της ;
Η απόφαση του Στρατοδικείου την προηγούμενη μέρα τους έστελνε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Και διάλεξαν οι τύραννοι ημερομηνία, την 27η Οκτωβρίου 1943, για να τους εκτελέσουν.
Σήμερα είναι η τελευταία του ημέρα. Ένα γιατί; προσπαθούν να πουν τα χείλη του.
Προχωρεί μηχανικά με τους φίλους του στην έξοδο της φυλακής. Σε λίγο θα ακολουθήσουν μια μικρή ανηφόρα και όλα θα τελειώσουν. Το μέρος το γνωρίζουν. Το έχουν δει τις λίγες μέρες που έμειναν κλεισμένοι σ’αυτήν τη φυλακή. Το έχουν νιώσει τα πρωινά ακούγοντας στον απέναντι λόφο τα κροταλίσματα των όπλων.
Κάθε μέρα παίρνει σειρά και κάποιος άλλος πατριώτης.
Πάντα στον απέναντι λόφο.
Σε ένα πάσαλο, που ορθώνεται, λες και θέλει να φτάσει στον ουρανό.
Μια μορφή σαν οπτασία έχει καταλάβει την σκέψη του. Η μορφή της μάνας του. Θυμάται το αγκάλιασμά της στην Κασταμονίτσα καθώς τον περίμενε το αυτοκίνητο της Γκεστάπο με αναμμένη την μηχανή.
Θυμάται το τελευταίο της φιλί.
Και το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό του.
Δεν το σκούπισε.
Θυμάται την τελευταία της ματιά.
Εκεί, στημένη στο δρόμο, όταν γύρισε το βλέμμα του λίγο πριν πάρει το γερμανικό αυτοκίνητο την στροφή.
Ήταν εκεί και τον κοίταζε.
Η μάνα του η Ξηρούχενα.
Όρθια.
Υπερήφανη.
Όπως ταίριαζε στην γυναίκα του Γιώργη Ζωγραφάκη ή Ξηρούχη.
Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της.
Δεν την ξανάδε από τότε.
Μόνο ένα «αχ μάνα», ίσα που βγήκε από τα χείλη του.
Δίνει κουράγιο στον εαυτό του. Δάσκαλος στην ζωή, δεν δίδασκε τους μικρούς μαθητές του το χρέος προς την Πατρίδα ; Τώρα ήρθε η δική του σειρά να ξεπληρώσει αυτό το χρέος.
Δεν φοβάται. Μόνο μια πίκρα. Ένας κόμπος του σφίγγει την καρδιά. Νιώθει τα πόδια του να πατούν σταθερά και ένα χαμόγελο αρχίζει να βγαίνει τώρα από μέσα του έτσι όπως τελειώνει η ανηφόρα.
Ο στύλος της Αγυιάς είναι στην θέση του. Οι «αναμορφωτές του κόσμου», «η εκλεκτή φυλή», «οι πολιτισμένοι του ανθρώπινου γένους», τους τοποθετούν στην σειρά. Δεν δένεται κανείς στον στύλο.
Το αδίκημά τους ; Ότι πολέμησαν τους εχθρούς της πατρίδας τους.
Πρώτος ο Μπετεινάκης, μετά ο Γιακουμάκης, ο Γιάννης Ζωγραφάκης, ο Πατεργιαννάκης και ο Μπέρκης.
Απέναντι οι κάνες των όπλων τους κοιτάζουν. Ο αξιωματικός τους προτείνει με τον διερμηνέα να τους δέσει τα μάτια. Κανείς δεν δέχεται.
Από τα χείλη τους αρχίζει να ακούγεται δειλά στην αρχή και κατόπιν δυνατά ο Εθνικός ύμνος.
Ο Γερμανός αξιωματικός δίνει το παράγγελμα. Όλα τελειώνουν.
Τα σώματα των πέντε ηρώων κείτονται άψυχα στο χώμα. Το αίμα αρχίζει να σχηματίζει ένα μικρό ρυάκι.
Στον κάμπο της Αγυιάς μερικά πουλιά τρομάζουν στους πυροβολισμούς και πετούν τρομαγμένα. Ο αγρότης, που οργώνει το χωράφι του λίγο πιο πέρα, στους ήχους των τουφεκιών σηκώνει το κεφάλι του και μονολογεί:
-Κακούργοι ! Εγκληματίες! Μέχρι πότε !
Δεν γνωρίζει ποιους εκτέλεσαν κι αυτή τη φορά οι κατακτητές.
Φτύνει στον κόρφο του, σκύβει πάλι το κεφάλι και φωνάζει στο μουλάρι του για να συνεχίσει το όργωμα:
-Να, μούλε, να !
Αναδημοσίευση
από το αφιέρωμα του Γιώργου Καλογεράκη* «Η μεγάλη δίκη των αξιωματικών
και η εκτέλεση των πέντε» που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ.
Του Γιώργου Καλογεράκη*
δάσκαλου-ιστορικού-ερευνητή
ΠΗΓΗ
Μέρος 1ο http://www.patris.gr/articles/114028?PHPSESSID=#.V9aOdzUxER8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως