«…Την Παρασκευή 1 Τζεμαζιέλεβελ του 1080 ( Σεπτεμβρίου 1669),νωρίς το απόγευμα, οι
άπιστοι παρέδωσαν στον αντιπρόσωπο του πολυχρονεμένου, τον πορθητή του Χάνδακα
, Φεζίλ Αχμετ Πασά τα έξι χιλιάδες εξακόσια έξι κλειδιά από το κάστρο ,τις
αποθήκες πολεμοφοδίων, το θησαυροφυλάκιο και τις αποθήκες προμηθειών …».
Έτσι αναφέρει ο
Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί στην περιγραφή του για την παράδοση της πόλης στους
Τούρκους.
Ήταν 27 Σεπτεμβρίου του 1669 . Μια μέρα πριν ύστερα από 465 χρόνια
κατοχής και 22 χρόνια πολιορκίας το λάβαρο του Αγίου Μάρκου κατεβαίνει οριστικά
από το φρούριο του Χάνδακα .
Γράφει ο Νικόλαος Σταυρινίδης
πως τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1669οι Ενετοί κατέβασαν και τον
πελώριο Σταυρό που είχαν στήσει στα 1648 στο πιο ψηλό μέρος του φρουρίου στο
Πύργο του Μαρτινέγκο . Ο σταυρός αυτός είχε στηθεί σε ανάμνηση μιας άλλης μεγάλης νίκης των
Ενετών κατά των Τούρκων πάλι από
προδοσία που παραλίγο τότε να πέσει στα χέρια των Τούρκων και ο Χάνδακας. Και
παρακάτω συμπληρώνει πως κατά την
παράδοση των 83 κλειδιών των δημοσίων κτιρίων της Πολιτείας και του
φρουρίου μέσα σε ένα ασημένιο πιάτο και
πιθανόν και όλων των άλλων που λέει ο Τσελεμπί, ο Κιοπρουλής έριξε 600 δουκάτα
μέσα στο καπέλο του Βενετσάνου απεσταλμένου και από 400 για τους δύο συνοδούς
του. Την ίδια στιγμή φόρεσε στους δύο συνεργάτες του , Παναγιωτάκη Νικουσίου
και Καρακουλάκ Αχμέτ Αγά πολύτιμους μανδύες
για τις υπηρεσίες που προσέφεραν για τους όρους της ειρήνης. Μέσα στους
επίσημους που παραβρέθηκαν για την παραλαβή ήταν ο μικρός αδελφός του
Κιοπρουλή, Μουσταφάς Μπέης και ο Ανδρέας Μπαρότσης , ο προδότης του Μεγάλου
Κάστρου, προφανώς για να εισπράξει το τίμημά του.
Δάκρυα συγκίνησης και χαράς
λένε πως έχυσαν οι επίσημοι πηγαίνοντας να φιλήσουν την άκρα του μανδύα του
Κιοπρουλή…
Η τελετή παράδοσης έγινε πάνω
στο εξωτερικό προπύργιο του Αγίου Πνεύματος, τον μικρό προμαχώνα δηλαδή του
Αγίου Ανδρέα με θέα τη θάλασσα…
Ξέρουμε πως οι Τούρκοι είχαν
δώσει σαν περίοδο χάριτος δώδεκα μέρες στους Ενετούς, ή και λίγο παραπάνω αν ο
καιρός δεν βοηθούσε, να μαζέψουν τα
υπάρχοντά τους και να φύγουν . Ο Morosini είχε την πρόνοια να μην αφήσει στην
πόλη τα αρχεία του « Βασιλείου της Κρήτης». Σύμφωνα με την συνθήκη που είχε
υπογραφεί ,από τις 6 του Σεπτέμβρη, όλα συσκευάστηκαν και φορτώθηκαν σε πέντε
πλοία. Τρία από αυτά έφτασαν στον τελικό τους προορισμό, την Βενετία. Πολλά
πολύτιμα σκεύη, άμφια, ιερά λείψανα,
εικόνες όπως αυτή της Παναγιάς της Μεσοπαντίτισσας, αλλά και ξακουστών ζωγράφων ,του Τιντορέτο, του
Βερονέζε και άλλων, έφυγαν, αρκετά μακριά, χωρίς επιστροφή. Ακόμα και ο μεγάλος μπρούτζινος αετός που χρησιμοποιούσαν
σαν αναλόγιο στην εκκλησία των Φράγκων του Αγίου Σαλβαδόρου ή Βαλιδέ τζαμί όπως
το ονόμασαν αργότερα οι Τούρκοι. Τα περισσότερα σκεύη και πράγματα μεταφέρθηκαν στα νησιά του Ιονίου
από διάφορους ιδιώτες και τις συντεχνίες του Μεγάλου Κάστρου.
Επτακόσια χρόνια κτυπούσε η
καρδιά της Χριστιανοσύνης στο Μεγάλο Κάστρο και τώρα οι εκκλησίες θα γίνονταν
τζαμιά και παντού θα κτίζονταν
μιναρέδες. Ο μουεζίνης θα ακουγόταν πέντε φορές την ήμερα και στίχοι από το Κοράνι θα ακούγονταν πια
παντού.
Σαν τέλειωσε η τελετή της
παράδοσης των κλειδιών στον Κιοπρουλή, αυτός με τη σειρά του τα έδωσε στον
αρχηγό των Γενίτσαρων Αβδουρραχμάν Αγά
με την διαταγή να μην επιτρέψει σε κανέναν άλλον να μπει μέσα στην πάλη ούτε να ανέβει στα
τείχη αν δεν εκκενωθεί τελείως από τους Βενετσιάνους. Το πρωί της 27ης
Σεπτεμβρίου φεύγει από τον Χάνδακα και ο τελευταίος Χριστιανός Γερμανός
Αξιωματικός ο Χριστόφορος Ντεγκενφέλδ .
Ο Τσελεμπί, πάλι, γράφει πως έμειναν στο φρούριο δύο Έλληνες
παπάδες, μια γυναίκα και οι Εβραίοι και στα απογραφικά κατάστιχα της περιόδου
του Κρητικού Πολέμου αναφέρεται πως τελικά στον Χάνδακα παρέμειναν μετά την
παράδοση και πλήρωσαν κεφαλικό φόρο δεκατρείς Έλληνες και είκοσι δύο Εβραίοι.
Λίγο αργότερα, μετά από την
οριστική εκκένωση της πόλης, ο Κιοπρουλής αποφασίζει να στείλει ιδιόχειρο
γράμμα στον Σουλτάνο για την χαρμόσυνη αυτή είδηση της παραλαβής της. Λένε πως
η απάντηση του Σουλτάνου ήταν γραμμένη
με χρυσό μελάνι τοποθετημένη μέσα σε μια πολύτιμη θήκη και τα δώρα που
στάλθηκαν στον Κιοπρουλή ήταν δύο βαρύτιμα σπαθιά με αδαμαντοκόλλητα θηκάρια,
πολλής μεγάλης αξίας και ένα καφτάνι που το φορούσε ο ίδιος . Δεν ξέχασε να
στείλει δώρα και στους επτά μπέηδες αντίστοιχα καφτάνια και γούνες.
Ο Κιουπρουλής μόλις τελείωσε
η τελετή παράδοσης πήγε να δει την μητέρα του που έμενε στη Φορτέτσα, στο
κάστρο του Ινάντιε , την μεγάλη Αισέ
Χανούμ. Με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασε και τον παρακάλεσε να την
αφήσει να πάει στην Μέκκα μαζί με τον
μικρότερο γιό της τον Μουσταφά Μπέηγια
να ευχαριστήσουν τον Ύψιστο για την μεγάλη νίκη που τους χάρισε. Στη συνέχεια
έγιναν μεγάλες γιορτές που κράτησαν επτά
μερόνυχτα .
Κάστρο και που΄ν΄οι πύργοι
σου και τα καμπαναριά σου…
Ω Κάστρο μου περίδοξο,τάχατες
όσοι ζούνε
τάχατες να σαι κλαίσινε και
να σ΄ αναζητούνε,
έπρεπε ούλοι οι Καστρινοί
μαύρα για να βαστούσι
να κλαίγουσι καθημερινό κι όχι να τραγουδούσι,
άντρες, γυναίκες και παιδιά
και πάσα κορασίδα
να δείχνουν πως εχάσασι
τέτοιας λοής πατρίδα.*
ΠΗΓΕΣ
Η Τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μ.
Κάστρου, Νίκου Σταυρινίδη , Ηράκλειο 1979
Χάνδαξ – Ηράκλειο, Στέφ.
Ξανθιουδίδη,Ιστορικά σημειώματα, 1927
Ο κρητικός πόλεμος, Χρυσούλα
Τζομπανάκη, Ηράκλειο 2008
Το Ηράκλειο εντός των τειχών,
Χρυσούλα Τζομπανάκη,Ηράκλειο,2000
Κρητικά Χρονικά, τόμος
πρώτος, 1947
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως