Ο Πολυχρονάκης Κωνσταντίνος ή Κουμής υπήρξε
από τους γενναιότερους και ευφυέστερους οπλαρχηγούς των κρητικών επαναστάσεων,
που ξέσπασαν κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στη μαρτυρική Μεγαλόνησο. Ιδιαίτερα
διακρίθηκε κατά την τρίχρονη μεγάλη επανάσταση του κρητικού λαού: 1866-69, η
οποία με την έναρξη της τον βρήκε "μαδαρωμένον", δηλ. επαναστάτη στο
βουνό.
Αλλά η δράση του συνεχίζεται και μετά την εκπνοή του μεγάλου ξεσηκωμού, συνεχίζεται παράλληλα με την περιπετειώδη, όσο και τραγική τύχη του νησιού ως τα τέλη της ζωής του.
Αλλά η δράση του συνεχίζεται και μετά την εκπνοή του μεγάλου ξεσηκωμού, συνεχίζεται παράλληλα με την περιπετειώδη, όσο και τραγική τύχη του νησιού ως τα τέλη της ζωής του.
Ο Κουμής γεννήθηκε στους
Βώρους της Μεσαράς γύρω στα 1840, όπως σημειώνει με μικρή επιφύλαξη ο βιογράφος
του, δικηγόρος και τέως βουλευτής Κ. Πολυχρονάκης. Ο Μουρέλλος μεταθέτει κατά
δύο χρόνια τη χρονολογία γέννησης του: 1842, χρονολογία που δεν απέχει πολύ από
την προηγούμενη και που μάλλον ενισχύει την άποψη του βιογράφου, γράφοντας
"περί το 1840". Ο Κουμής ήταν γόνος της πατριαρχικής οικογένειας: των
Πολυχρονάκηδων των Βώρων. Το γενεαλόγιο της οικογένειας φτάνει στο Αμάρι
Ρεθύμνου (Ελένες Γερακάρι), απ' όπου ξεκίνησαν οι πρόγονοι του οπλαρχηγού και
όλης της οικογένειας, που κατοικεί έκτοτε μόνιμα στους Βώρους. Η παρουσία των
πρώτων μελών της στη Μεσαρά μαρτυρείται, όπως μπόρεσα να εξακριβώσω κυρίως από
πληροφορίες σημερινών απογόνων της οικογένειας, γύρω στην πρώτη δεκαετία του
δεύτερου μισού του 18ου αιώνα.
Ο Κουμής έδειξε ενωρίτερα, από μικρό παιδί,
τη ζωηρότητα και το ανυπότακτο του χαρακτήρα του. Πολλά και χαρακτηριστικά
γεγονότα και επεισόδια της παιδικής του ηλικίας προδηλώνουν το μετέπειτα επαναστάτη
του κάμπου και το φόβητρο των Τούρκων στην περιοχή. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο
βιογράφος του: "Πλείστα επεισόδια της παιδικής του ηλικίας εις βάρος
κυρίως οθωμανοπαίδων, συνηθέστερα δε και οικείων του, αποδεικνύουν την
ζωηρότητα και το ατίθασον του χαρακτήρος του". Το μίσος του προς του
Τούρκους το εκδήλωνε από μικρός με ποικίλους και επικίνδυνους, για τον ίδιο,
τρόπους κυρίως με νυχτερινές "επιδρομές" στις περιουσίες τους και
στις καλλιέργειές τους γύρω από το χωριό. Οργάνωνε ολόκληρη ομάδα συνηλίκων
του, την οποία οδηγούσε με θάρρος και στρατηγική κατά τη διάρκεια της νύχτας,
στα "μποστάνια" των Αγάδων και παρά την αυστηρή φύλαξη, που οι
Τούρκοι εφάρμοζαν, για προστασία των περιουσιών τους, ο νεαρός Κωνσταντής
πετύχαινε να λεηλατεί και να καταστρέφει την παραγωγή.
Αλλά οι νυκτερινές αυτές
"επιδρομές" του Κωνσταντή δε στρεφόταν μόνον εναντίον των Τούρκων
είχαν στόχο, καμιά φορά, πρόσωπα και περιουσίες οικείων του προσώπων και
μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές δεν προείχε η "λεηλασία", αλλά το
πείραγμα και ο αστεϊσμός για διασκέδαση του ίδιου και των αδελφών ή φίλων του. Όμως,
και στις αθώες αυτές περιπτώσεις φαίνεται το επιθετικό δαιμόνιο του νεαρού
Κωνσταντή και η ευρηματικότητα του να προκαλεί είτε το φόβο, είτε το θαυμασμό
των μεγαλυτέρων του. Οι πράξεις του όμως αυτές ήταν φυσικό να εξοργίζουν τον
πατέρα του, ο οποίος φαίνεται δεν παρέλειπε να τον τιμωρεί αυστηρά, αν κρίνουμε
από το γεγονός ότι ο νεαρός Κωνσταντής, προκειμένου να αποφύγει την πατρική
τιμωρία εγκατέλειπε το σπίτι του και ζητούσε καταφύγιο κοντά στον παππού του,
τον Ξενογιανναντώνη, τον οποίο ιδιαίτερα θαύμαζε και αγαπούσε. Εκεί, στο σπίτι
του παππού του άκουε από το στόμα του ατελείωτες ιστορίες φρικτών βασανιστηρίων
των Χριστιανών και άλλων ανθρώπινων εξευτελισμών, που υφίσταντο οι συγχωριανοί
του, και γενικά οι υπόδουλοι στους Τούρκους Κρητικοί. Άκουε και ένιωθε μέσα του
να γεννιέται και να δυναμώνει , μέρα τη μέρα, μίσος εναντίον των σκληρών και
ανελέητων τυράννων. Έτσι σφυρηλατήθηκε στην παιδική του ψυχή η εκδικητική μανία
εναντίον του κατακτητή και της τυραννίας, η οποία τον συνοδεύει και θα
προσδιορίζει τον τρόπο της ζωής του ως το θάνατό του.
Πριν ακόμη εκραγεί η μεγάλη επανάσταση της
Κρήτης 1866-69, η προκλητικότητα του νεαρού Κωνσταντή απέναντι στους Τούρκους
ήταν μεγάλη. Το πρώιμο μίσος του εναντίον του τυράννου τον οδηγούσε σε πράξεις
όχι μόνο παράτολμες, αλλά και πολύ επικίνδυνες. Περιορίζομαι εδώ ν' αναφέρω μια
του πράξη πολύ χαρακτηριστική, από τις πολλές που μας έχει διασώσει ο βιογράφος
του, πράξεις με τις οποίες επιδίωκε εν ψυχρώ να εξευτελίζει και να γελοιοποιεί
το "φουσάτο" και δήθεν παλληκαρισμό των Αγάδων. Σημειώνει ο βιογράφος
του: "Εις Βώρους εις καφενείον (Γιαννάκου λεγόμενον, νυν οικία Μιχ. Ξενογιαννάκη)
εσύχναζον οι πλειό εσπέχηδες Αγάδες και αγερώχως εφούμαραν ναργιλέ. Μια μέρα
που ήσαν πολλοί τέτοιοι φουσαντηλήδες Αγάδες μέσα στο καφενείον εισήλθεν εντός
αυτού ο νεαρός Κωνσταντής καπνίζοντας ένα πτωχό τσιγάρο. Εκάθησε σ' ένα κάθισμα
δίπλα σ' ένα ανοικτό βαρέλι που περιείχε πυρίτιδα. Οι Τούρκοι ανήσυχοι τον
παρηκολούθουν, διότι εγνώριζον ότι δεν ήλθε για καλό και ότι κάτι θα τους
εσκάρωνε. Εκαθόταν στα πυρωμένα καρφιά, εντρέποντο και να φύγουν. Μέσα σ' αυτήν
την αγωνίαν ο Κωνσταντής λέγει δυνατά: <<πού να σβήσω το τσιγάρο
μου>>, και με απότομον ταχύτητα, ώστε να κρουφτή η φωτιά και να μην ανάψη
το μπαρούτι, εβούτηξε το τσιγάρο μέσα στο ανοικτό βαρέλι. Οι Τούρκοι
περιμένοντες ανατίναξιν του καφενείου έσπευδον ταραγμένοι προς την έξοδον, όπου
διηγωνίζοντο ποιος θα εξέλθει πρώτος και έπιπτον ο εις επί του άλλου, υπό τους
περιφρονητικούς χλευασμούς του νεαρού Κωνσταντή".
2. ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΡΑΣΗ
Ο μεγάλος ξεσηκωμός του 1866-69 βρήκε τον
Κουμή επαναστάτη στα βουνά. Στα βουνά είχαν καταφύγει πριν από την επανάσταση
πολλοί νέοι, που είχαν βαθιά χαραγμένο μέσα τους το αίσθημα της τιμής και της
φιλοπατρίας. Αυτό τους καθοδηγούσε στις πιο ριψοκίνδυνες πρωτοβουλίες με την
κρυφή ελπίδα να δουν την πατρίδα τους ελεύθερη και ανεξάρτητη. Και εδώ πρέπει
να τονιστεί ότι ολόκληρη η Κρήτη, δυτική και ανατολική, είχε την τιμή να
παρουσιάσει πλούσιο κατάλογο προεπαναστατικών αρματολών. Τους παράτολμους
αυτούς νέους τροφοδοτούσε και η λαϊκή μούσα με τις ρίμες της και τους τόνωνε το
φρόνημα για τη μεγάλη απόφαση:
"Παρά να πάω σαν ραγιάς, μουτής προσκυνημένος
καλλιά στα χέρια τ' άρματα τον πασαλή ζωσμένος"
"φτάνει να 'χω στη χέρα μου πέντ' εξ οχτώ κεφάλια,
στα
κουτσοκέφαλα κορμιά να πέσω αγάλια αγάλια"
Ο Κουμής από νωρίς είχε αποσπάσει, για τη
γενναιότητα και το θάρρος του, το θαυμασμό του γηραιού Αρχηγού του χωριού
Βώρων, Καπελαντώνη, ο οποίος ύστερ' από κάποια μάχη, κατά την οποία, φαίνεται,
πρωταγωνίστησε ο Κουμής του είπε: "Σ' εσένα μπρέ ανήκει η καπετανιά, εγώ
δεν την θέλω πλειά. Πάρτηνε". Από την αρχή του αγώνα ο Κουμής τάχθηκε κάτω
από την αρχηγία του Κόρακα, στον οποίο έμεινε πιστός φίλος και συναγωνιστής
παράτολμος σ' όλες σχεδόν τις κρίσιμες μάχες της τρίχρονης επανάστασης. Ο
Κόρακας τον κατέταξε στο ειδικό σώμα των "Κενταύρων", που ο ίδιος
είχε συγκροτήσει "δίκην σώματος κρούσεως", για ειδικές πολεμικές
επιχειρήσεις. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του ποιητή Ν. Σταυρινίδη, για τη
γεναιότητα που έδειξε ο Κουμής στην περίφημη μάχη του Λασιθίου.
"Προβέλνει τότε με ορμήν κι άλλο θεριό της Κρήτης,
Πολυχρονάκης Κωνσταντής, γενναίος
Μεσαρίτης.
Σαν αετός εφαίνετο επάνω στη φοράδα
κι οι Κένταυροι ξωπίσω του μ' όλη τη γρηγοράδα".
Ο Χατζηζαχαριάδης εξάλλου στον κατάλογο των
αγωνιστών της Μεσαράς και ειδικότερα των αγωνιστών της Πυργιώτισσας προτάσει
τον Πολυχρονοκωνσταντή:
"Ο Πολυχρονοκωνσταντής κι Αδάμης Αδαμάκης
ο Τσιτερής, και ο Σκουντής Κωστής ο Παπαδάκης,
ο Κουμεντής, κι ο Πρακτικός Α. Βοριζανάκης,
Χριστοδουλάκης Νικολής κι ο Μύρων ο
Μαράκης . . . "
Η Επανάσταση του 1866 άρχισε
κατά μήνα Αύγουστο. Καϊμακάρης (Υποδιοικητής) του Μεγάλου Κάστρου ήταν τότε ο
Ρεσίτ Εφένδης. Με την έναρξη των επιχειρήσεων πήρε τον τίτλο του Μιραλάκ και το
βαθμό του Πασά. Ο Ρεσίτ Πασάς είναι αυτός που θα αναλάβει το σκληρό αγώνα
εναντίον του Κόρακα και των συντρόφων του, ανάμεσα στους οποίους ξεχωριστή
θέση, όπως θα δούμε παρακάτω, κατείχε ο Κουμής. Προς αυτόν το Ρεσίτ η Επιτροπή
Μαλεβυζίου και Τεμένους, αμέσως με την έναρξη των εχθροπραξιών θα στείλει μια
έντονη και προειδοποιητική διαμαρτυρία, που ανάμεσα στα άλλα έγραφε:
"Εμείς καταγινόμεθα όλοι εις τα έργα μας, ο στρατός της Κυβερνήσεως ήλθεν
έξω και έχει πρόθεσιν να εισέλθει εις το χωρίον μας (Αγ. Μύρωνα) και να
καταλάβει τας οικίας μας και ότι η έξοδος του στρατού και η ανάβασις του εις
Άγιον Μύρωνα θεωρείται ως παραβίασις του ειρηνικού ασύλου μας και ότι, κατά
φυσικόν δίκαιον, σταθεράν απόφασιν έχομεν να υπερασπίσωμεν όλαις δυνάμεσι και
όπως δυνάμεθα τα τέκνα μας, τα ιερά μας και τους τάφους των πατέρων μας
κ.λπ."
Ο Τούρκος Καϊμακάρης ούτε που πρόσεξε τη
διαμαρτυρία αυτή του Κόρακα. Αντίθετα, επιτέθηκε και κατέλαβε τον Άγιο Μύρωνα,
διαλύοντας έτσι την "Κολώνα"
του Κόρακα. Δυστυχώς, οι πρώτες μάχες της επανάστασης του 1866: Στα
χωριά Αγ. Μύρωνα, Γοργολαϊνη, Ασίτες, Αμουργέλλες, Κουτσουνάρα, και αλλού είχαν
τραγική κατάληξη. Έτσι ο Κόρακας μη διαθέτοντας ανάλογες δυνάμεις, για να τις
αντιπαρατάξει αποτελεσματικά απέναντι στις πολυάριθμες τουρκικές, αποσύρθηκε
προς τη Μεσαρά και κατέφυγε στο χωριό του Πόμπια, όπως μας λέει ο
Χατζηζαχαριάδης:
"Ευθύς επήγε κι' έφυγε κι επήγε στο χωριό του,
κι' έστειλε χαιρετίσματα αμέσως των παιδιών του.
Και να φυλάγουνε καλά όσ' είναι οπλισμένοι
πολλή Τουρκιά κατέβηκε και είναι θυμωμένοι"
Αλλά οι Τούρκοι δεν περιορίστηκαν στις
πρώτες τους αυτές νίκες στη ρίζα. Προχώρησαν προς Πόμπια και στο Τυμπάκι, όπου
και στρατοπέδευσαν. Αυτές οι επιχειρήσεις συνέβησαν στα τέλη του Αυγούστου του
1866. Ο Χατζηζαχαριάδης περιγράφει την κάθοδο των Τούρκων στη Μεσαρά:
"Οι Τούρκοι καίνε τα χωριά πάνε ως το Τυμπάκι
τότε τον εφονεύσανε το Διάκο Κορναράκη.
Και τα χωριά επιάσανε με τη
σειρά τα καίνε
στην Πόμπια βάζουνε φωθιά του Κόρακα το λένε . . "
Ύστερ' από τις πυρπολήσεις αυτές και τις
καταστροφές των χωριών της Μεσαράς, οι Τούρκοι γύρισαν από τα Βορίζα στη
Γέργερη, κι έπειτα, νικητές πια, μπήκαν στο Μ. Κάστρο. Έτσι έληξε η πρώτη
πολεμική οργανωμένη αναμέτρηση ανάμεσα στους επαναστάτες Κρητικούς και στους
τυράννους Τούρκους.
3. Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΚΟΥΜΗ ΣΕ
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ (ΟΠΛΑΡΧΗΓΟ)
Όπως σημειώνουμε πιο πάνω, ο Κουμής από τις
πρώτες στιγμές του αγώνα βρέθηκε δίπλα στον Κόρακα, κοντά στο Μεγάλο Αρχηγό, ο
οποίος εκτός από τις στρατηγικές αρετές του διακρινόταν και από τη σπάνια
ικανότητα να σέβεται και να τιμά τους άξιους συντρόφους και συμπολεμιστές του. Έτσι,
συχνά εκδήλωνε απερίφραστα το θαυμασμό του για τον Πολυχρονοκωνσταντή. Ειδικά,
φαίνεται, στις παραπάνω μάχες, τις πρώτες του τρίχρονου αγώνα, ο Κόρακας
εκτίμησε την πολύτιμη συμβολή του νεαρού Κωνσταντή και μπροστά στους
συνπολεμιστές του είπε: "Εάν είχα 100 σαν τον Πολυχρονοκωνσταντή, θα
εβοήθουν τους πολεμούντας εις Γούβες". Δυστυχώς, και για τον
Πολυχρονοκωνσταντή, όπως και για πολλούς ήρωες του ιερού αγώνα, οι ιστορικοί
μας δεν αναφέρουν παρά ελάχιστα ή σιωπούν ολότελα, στη περίπτωση του Κουμή
συμβαίνει το δεύτερο. Κι όμως, η δράση του κοντά και μακρυά από τον Αρχηγό του
υπήρξε εξαιρετικά αξιόλογη. Πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία μας διέσωσε ο
βιογράφος του, τα οποία όχι μόνο αναφέρονται στην πολεμική δράση του Κουμή,
αλλά φωτίζουν ιδιαίτερα και την ιστορία της περιόδου αυτής στο νησί. Αλλ' ας
αφήσουμε να μιλήσει στο σημείο αυτό ο βιογράφος:
"Το Σώμα του Αρχηγού των
12 ανατολικών επαρχιών Κρήτης Μιχ. Κόρακα, εκραγείσης της επαναστάσεως 1866,
εξεστράτευσε προς Μαλεβύζι. Εξήλθον οι Τούρκοι υπό τον Ρεσίτ Πασάν εξ Ηρακλείου
κατά των επαναστατών Χριστιανών. Εις την πρώτην μάχην εις Κανλί Καστέλλι
διεκρίθει ο ατρόμητος Κωνσταντής. Επροχώρησε μαχόμενος προς τα Σταυράκια και
στο Μετόχι του Δεσπότη (Αθανάτους). Συνέλαβεν αιχμάλωτον αγά Τούρκον. Εν
συνεχεία εις Τύλισον, εις μάχην έσωσεν από άφευκτον θάνατον τον εκ του χωρίου
Πενταμόδι Μαλεβυζίου Βλάσσην, όστις μετά την οπισθοχώρησιν των χριστιανών είχε
καταληφθεί εν μέσω Τούρκων υπό του Οθωμανού Ομέρ Κιούρτη. Ο Κωνσταντής
αντιληφθείς τούτο ορμά ακατάσχετος κατά του Τούρκου πυροβολών συγχρόνως τούτον.
Ο Τούρκος εγκατέλειψεν τον Βλάσσην κρυφθείς, ίνα αποφύγει τον κίνδυνον. Με
παράλογον τόλμην και ταχύτητα τότε ο Κωνσταντής επροχώρησε και παρέλαβε τον
Βλάσσην εις την φοράδα του και υπό βροχήν σφαιρών τούρκικων και χριστιανικών
(λόγω του προκεχωρημένου της θέσεως που ευρίσκετο τον είχαν εκλάβει ως Τούρκον
οι Χριστιανοί) και τον έφερε σώον εις το στρατόπεδο των Χριστιανών.
Ο θαυμασμός του Κόρακα και όλων στο
χριστιανικό στρατόπεδον δια την τόλμην, ταχύτητα και ευστροφίαν του νεαρού
Κωνσταντή, δια την πράξιν του αυτήν δεν περιγράφεται. Οι αδελφοί του Βλάσση στο
Πενταμόδι εκδηλούντες την ευγνωμοσύνη των επεριποιήθησαν πολύ τον σωτήρα του
αδελφού των. Εν τη εκστρατεία αυτή καθ' όλην την διάρκειαν της εις τας μάχας
περί την Τύλισον, τον Γάζην, τον Αγ. Μύρωνα πρώτος, εις την πρώτη γραμμήν, με
απαράμιλλον ανδρεία και τόλμην ήτο ο Κωνσταντής. Με περιφρόνησιν προς τον
κίνδυνο επροχώρει πολύ πέρα του δέοντως παρά τας συστάσεις των λοιπών
συναγωνιστών του. Ο Κόρακας συχνότατα εξεδήλωνε τον θαυμασμό του, δια την
ανδρεία του νεαρού Κωνσταντή κατά τας ανωτέρω μάχας. Πολλάκις είπε τότε:
"Εάν είχα 100 σαν τον Πολυχρονοκωνσταντή, θα εβοήθουν τους πολεμούντας εις
Γούβες".
Το Σώμα του Κόρακα απεσύρθη εις Αγίαν
Βαρβάραν μετά σημαντικήν ενίσχυσιν του υπό τον Ρεσίτ Πασάν τουρκικού στρατού. Από
εκεί ο μεν Κόρακας μετά των ιππέων κατήλθε στον Κάμπον της Μεσαράς, οι δε
λοιποί και ο Πολυχρονάκης απεσύρθησαν εις θέσιν Αμουργέλλες. Εκεί έδωσαν μάχην.
Προ του υπεραρίθμου του τουρκικού στρατού οι Χριστιανοί υπεχώρησαν. Ηκούσθησαν
τότε φωναί προς το μέρος των Τούρκων και επεκαλείτο τις την Παναγίαν και εζήτει
την βοήθειαν των Χριστιανών, διότι ήτο πληγωμένος, ίνα μην τον παραλάβουν οι
Τούρκοι. Ο Πολυχρονάκης παρά τις συστάσεις του Αδαμάκη, διότι ήταν λίαν
επικίνδυνον και ισοδυνάμει με άφευκτον θάνατον, επέστρεψε να σώσει τον
πληγωμένον. Αντελήφθη, όμως, όταν επλησίασεν, ότι ήτο απάτη των Τούρκων, όπως
εξαπατήσωσι τους Χριστιανούς και τους φονεύσωσιν ή τους συλλάβωσιν. Υπό βροχήν
τουρκικών σφαιρών εσώθει χάρις εις την ταχύτητα, την ψυχραιμίαν και ευφυίαν
του. Μετά επέστρεψεν εις Καμάραις, όπου εφόνευσε 12 τούρκους εισελθών παρά τας
συμβουλάς άλλων εις φαράγγι.
Έπειτα κατήλθον εις τον κάμπον της Μεσαράς,
όπου συνάντησε τον Κόρακα, όστις ανεκήρυξε Καπετάνιο τον Πολυχρονοκωνσταντή. Εις
την κατά του Λασιθίου εκστρατείαν ο Πολυχρονοκωνσταντής ηγωνίσθη ως λέων. Προ
του ισχυροτάτου τουρκικού στρατού οι Χριστιανοί ήρχισαν να υποχωρούν. Ο Πολυχρονοκωνσταντής
όμως εμάχετο και δεν εννοούσε να αφήσει την θέσιν του. Αίφνης ευρέθει
κυκλωμένως. Με ψυχραιμίαν όμως και ευφυίαν εσώθει. Υποχωρών μόνος και συναντών
Τούρκους μπροστά του έστρεφε κατ' αυτών το όπλο του δια να τους πυροβολήση. Ούτοι
δια να αποφύγουν τον κίνδυνον του πυροβολισμού έπιπτον πρυνηδόν. Τότε με
αστραπιαία ταχύτητα χωρίς να πυροβολή διήρχετο επ' αυτών ο Πολυχρονάκης. Τούτο
συνέβη πολλάκις, μέχρις ότου φθάσει εις το στρατόπεδον των υποχωρησάντων
Χριστιανών, οίτινες, επειδή τον ενόμιζον φονευθέντα, εξεδήλωσαν τον θαυμασμό
των δια την ανδρεία του και την απερίγραπτον χαράν των, δια την ανέλπιστον
σωτηρίαν του. Ο ποιητής της εκστρατείας ταύτης, Σταυρινίδης εις πολυσέλιδον
ποίημα του αφιερώνει μερικούς στίχους του στον ηρωϊσμόν του Πολυχρονοκωνσταντή
στην μάχην του Λασιθίου. Εκ τούτων αναφέρουμε:"
"Και ξαφνικά εξώρμησεν ένα θεριό της Κρήτης
Πολυχρονάκης Κωνσταντής ανδρείος Μεσαρίτης"
4. ΠΡΟΒΙΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΜΗ ΣΕ
ΧΙΛΙΑΡΧΟ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΑΡΧΗΓΟ ΠΥΡΓΙΩΤΙΣΣΑΣ
Η συμβολή του Κουμή στη φονική δεκαήμερη
μάχη του Λασιθίου: 21-30 Μαίου και πολλές προσωπικές και επικίνδυνες
πρωτοβουλίες του συγκίνησαν τον Κόρακα, ο οποίος θέλησε να τον προαγάγει από το
αξίωμα του οπλαρχηγού στο στρατιωτικό βαθμό του χιλιάρχου. Ο Κόρακας, ως
Αρχηγός των 11 ανατολικών επαρχιών, είχε το διακριτικό δικαίωμα να εισηγείται
στην επιτροπή Μαλεβυζίου, Τεμένους και Μεσαράς τον προβιβασμό στον ανώτερο
βαθμό κάθε αποδεδειγμένως στα πεδία των μαχών άξιου οπλαρχηγού. Το έγγραφο της
προαγωγής του Κουμή σε χιλίαρχο έχει ημερομηνία 21 Ιουλίου 1867, δηλ. η
προαγωγή έγινε σε λιγότερο από δύο μήνες από το τέλος της μάχης του Λασιθίου, η
οποία έκρινε την αξιοσύνη του 27χρονου πια επαναστάτη Μεσαρίτη.
Σημειώνει ο βιογράφος:
"Έλαβε μέρος εις όλην την εκστρατείαν υπό τον Κόρακα και των συναγωνιστών
του. Προήχθη εις χιλίαρχον από τας πρώτας μάχας της επαναστάσεως".
Σύμφωνα, εξάλλου, με το σκεπτικό του
εγγράφου, ο Γενικός Αρχηγός τμήματος Ηρακλείου, Μιχάλης Κόρακας και η Επιτροπή
Μαλεβυζίου, Τεμένους και Μεσαράς:
"Έχοντες υπ' όψιν τας
προς την φίλην ημών Πατρίδα εκδουλεύσεις Σας, την φρόνησιν, αυταπάρνησιν και
δραστήριον ζήλον σας, και την προς τας διαφόρους μάχας γεναιότητα σας, Σας
προβιβάζομεν, Κύριε, εις τον βαθμόν του Χιλιάρχου υπό την οπλαρχηγίαν της
Πυργιωτίσσης και σας προσκαλούμεν να αναλάβετε τα καθήκοντα της υπηρεσίας σας
από σήμερον εκτελούντες σύμφωνα με το αυγουστιανόν ημών πρόγραμμα του
1866".
Το έγγραφο συντάχθηκε στη
Νίβρητο, όπου προφανώς ήταν και το προσωρινό στρατηγείο του Κόρακα, και έχει
χρονολογία 21 Ιουλίου 1867, ενώ η επιτροπή Μαλεβυζίου, Τεμένους και Μεσαράς το
"εθεώρησε" και το "εκύρωσε" στις Γωνιές Μαλεβυζίου στις 7
Οκτωβρίου 1868.
Κατά το βιογράφο του ο Κουμής προήχθη
ύστερ' από λίγο σε Γενικό Αρχηγό Πυργιώτισσας, μετά την προαγωγή του Αδάμ(η)
Δαμιανάκη σε Υπαρχηγό του Τμήματος Ηρακλείου. Πάνω σ' αυτά σημειώνει ο
βιογράφος: "Γενομένης δε αμέσως τότε προαγωγής του ήδη Αρχηγού
Πυργιωτίσσης Αδάμ Δαμιανάκη εις Υπαρχηγόν του Κόρακα, ανέλαβεν Αρχηγός
Πυργιωτίσης ο Κωνσταντίνος Πολυχρονάκης".
Με τον τίτλο αυτόν του Γενικού Αρχηγού της
Πυργιώτισσας προσυπογράφει με τον Αδάμ Δαμιανάκη και το Μιχ. Κόρακα διοριστήριο
έγγραφο, που συντάχθηκε με δική του σύσταση, απευθυνόμενο στον ομοχώριο και
συμπολεμιστή του Αντώνη Κανάκη, με το οποίο του γνωρίζει το διορισμό του σε
Εκατόνταρχο στην ίδια επαρχία, σε αναγνώριση της προσφοράς του στον αγώνα και
του εκφράζει την ελπίδα ότι θα δικαιώσει τις προσδοκίες των ανωτέρων του:
"Γινώσκοντες την ικανότητά σου διορίζομέν σε τη συστάσει του Γεν. Αρχηγού
Πυργιωτίσσης Κου Κωνσταντίνου Πολυχρονάκη Εκατόνταρχον εν τη επαρχία ταύτη επί
τη ελπίδι ότι θέλεις φανή άξιος του διορισμού τούτου και δικαιώσεις ούτω τας
προσδοκίας ημών".
Το έγγραφο συντάχθηκε στην Μονή του
Βροντησίου και φέρει χρονολογία 24 Αυγούστου 1878.
5. Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΥΜΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1866-1869
Ο σκληρός και φρικτός αγώνας, που κράτησε
τρία περίπου χρόνια, δεν μπορούσε να συνεχιστεί περισσότερο. Αβοήθητοι οι
Κρητικοί από παντού, χωρίς οπλισμό και αποτελεσματική διοίκηση αναγκάστηκαν να
υποκύψουν. Έυστοχα σημειώνει ο βιογράφος: "Την επαναστατημένην Κρήτην
κατεπλημμύρισαν τουρκικά και αιγυπτιακά στρατεύματα. Οι Χριστιανοί της Κρήτης
μόνοι, αβοήθητοι από παντού, γυμνοί και ανυπόδητοι, με ατελή οπλισμόν και με
έλλειψιν πολεμοφοδίων και μαστιζόμενοι από πείναν, εκράτησαν επί τρία έτη:
1866-1869, αγωνιζόμενοι κατά των πολυάριθμων τουρκικών και αιγυπτιακών
στρατευμάτων, νικώντες πολλάκις οι ελάχιστοι τους αναριθμήτους, διότι ο πόθος
της ελευθερίας και το μίσος κατά των τυράννων τους εδυνάμωνε και τους έκανε
ακαταγωνίστους. Ήτο όμως ανθρωπίνως αδύνατον να ανθέξουν περισσότερον. Η
επανάστασις κατεστάλη".
Κάτω απ' αυτές τις απαγορευτικές για τη
συνέχιση του αγώνα συνθήκες άρχισε, όπως είδαμε εισαγωγικά, η παράδοση των
Αρχηγών - Πρωταγωνιστών της επανάστασης. Στις 18 Ιανουαρίου ο Κόρακας και οι
Αρχηγοί: Μελέτιος, Ρωμάνος, Καλημεράκης, Κατεχάκης, Βλαχάκης, Αδ. Δαμιανάκης
και άλλοι, ως ογδόντα περίπου, μπήκαν καβαλλάρηδες στην πόλη και δήλωσαν
υποταγή. Στις δυτικές, εξάλλου, επαρχίες με τη σύλληψη του Κριάρη ολοκληρώθηκε
η υποταγή όλων των Αρχηγών της επανάστασης. Έτσι η αυλαία του μεγάλου δράματος
της κρητικής εποποιίας έπεσε, όχι μέσα σε χειροκροτήματα και πανηγυρικές
εκδηλώσεις ενθουσιασμού του Πανελληνίου, αλλά μέσα σε βαθιά απογοήτευση και
ψυχική συντριβή. Ωστόσο, στην ανατολική κυρίως Κρήτη, παρά την παράδοση του
Κόρακα, δεν είχε σβήσει ακόμη οριστικά ο αγώνας. Είχαν απομείνει μερικοί
παράτολμοι, που δεν δέχτηκαν να καταθέσουν τα όπλα, αλλά αποφάσισαν να
συνεχίσουν τον ωραίο αγώνα τους με κλεφτοπόλεμο και με ειδικές καταδρομές
φθοράς του εχθρού. Ανάμεσα σ' αυτούς που δέν παραδόθηκαν ήταν και ο Κουμής. Σημειώνει
ο βιογράφος: "Οι Καπετάνιοι όμως έμειναν στο βουνό. Δεν υπετάγησαν. Μεταξύ
αυτών και ο Κωνσταντίνος Πολυχρονάκης".
Ο Κουμής οργάνωσε αξιόλογη ομάδα παλικαριών
από το χωριό του, τους Βώρους, αλλά και από τα γύρω χωριά: τη Φανερωμένη, το
Τυμπάκι, τα Πιτσίδια, το Σίββα και από άλλα γειτονικά. Με την ομάδα αυτή είχε
καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων της Πυργιώτισσας. Με ορμητήριό του τα
υψώματα της Φαιστού, απ' όπου μπορούσε να ελέγχει τις κινήσεις των Τούρκων κάτω
στον Κάμπο της Μεσαράς, οργάνωνε τις εξορμήσεις του και τις "χωσιές' του,
όπως σημειώνει ο βιογράφος του: "Με ολίγους οπαδούς του, τους 1) Αποστόλη
Γρηγοράκη, 2) Αντώνιο Τζωρτζακάκην (Κανάκην), 3) Εμμανουήλ Νικολιδάκη
(Τζαγκαρομανώλην), 4) Γεώργιον Γκερεδάκην (Χριστοπαυλήν) από το χωρίον Βώρους
και συνεργαζόμενος με τον Δημήτριον Τσιτερήν από τα Πιτσίδια και τους αδελφούς
Στεφανίδηδες από του Σίββα και Αγαθάγγελον εξ Οδηγητρίας, εξακολουθεί τον αγώνα
κατά των Τούρκων". Αυτόν τον αγώνα, κατεξοχήν τοπικού χαρακτήρα, θα
συνεχίσει ως το τέλος της ζωής του. Αλλ' ας αφήσουμε το βιογράφο του να
συνεχίσει την εξιστόριση των γεγονότων, από τα περισσότερα των οποίων, στο
εξής, δε λείπει και το ευτράπελο. Δυστυχώς, ο βιογράφος στο σημείο τούτο
παρέλειψε να χρονολογήσει τα καθέκαστα, που τόσο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, γιατί
παρά το ότι εξιστορούν μεμονωμένες ενέργειες του Κουμή, μας πληροφορούν για τις
συνθήκες ζωής των Χριστιανών στο νησί, μετά το 1869.
ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ
1. "Τέσσερεις Τούρκους
κατεδίωξεν μέχρι Αγ. Γεωργίου, εμπεσών ούτως αιφνιδίως προ του εκεί
ευρισκομένου τουρκικού στρατού. Με την ευστροφίαν του όμως και την ταχύτητα του
κατώρθωσε να διαφύγει, μέσω Χωστής Βρύσης, Γέρω Ποταμού, προς μύλον Φλάνδρας
και Αγίαν Φωτεινήν, παρά τα πυκνά πυρά και την καταδίωξιν του τουρκικού στρατού
χωρίς να τραυματισθή".
2. "Μίαν σεληνόφωτον
νύκτα κατερχόμενος εκ Πιτσιδίων μετά των αδελφών Αλεξάνδρου και Γεωργ. Στεφανίδη,
Αδαμάκη, Γρηγοραποστόλη κ.λπ. συνήντησαν διερχόμενον προς Τυμπάκι εις
Σουμπάλλουσαν τον αμπαδιώτην Οθωμανόν Ραητ Αλήν. Τούτον αντιληφθείς ο
Πολυχρονάκης, χωρίς να ειδοποιήση τους λοιπούς, έτρεξε, τον συνέλαβε και τον
εφόνευσε".
3. "Νύχτα κατήρχετο μετά
δυό οπαδών εξ Αποδούλου εις κάμπον. Όταν έφθασε προ του Τυμπακίου, ηναγκάσθη να
επιστρέψει εις Κόκκινον Πύργον, λόγω του διαμένοντος εις Τυμπάκι τουρκικού
στρατού. Συνεχίζων την επιστροφήν εις Μέλαμπες περιέπεσεν εις ενέδραν 18
Οθωμανών, που του είχαν στήσει στον Κληματιανόν ποταμόν. Αιφνιδίως τον
επυροβόλησαν ομαδόν και τον ετραυμάτισαν εις τον μηρόν και έκοψαν αι σφαίραι
και τα λουριά της φοράδας του. Ο
Πολυχρονάκης χωρίς να αιφνιδιασθή ήρχισε να καλεί με τη βροντώδη φωνήν του,
δήθεν εις βοήθειαν τον Κόρακα, τον Αδαμάκη, Τζανομανώλην κ.λπ. Οι ενεδρεύοντες
Τούρκοι εφοβήθησαν ότι θα καταφθάσει η ανωτέρω τόσον ισχυρά δύναμις και
ετράπησαν εις φυγήν, ο δε Πολυχρονάκης με το τέχνασμά του αυτό εσώθη και
συνέχισε τον δρόμο του προς Μέλαμπες".
4. "Την 6ην Αυγούστου
κατήλθεν άλλοτε εξ Οδηγητρίας μετά του Γεωργ. και Αλεξ. Στεφανίδη, Αδαμάκη εις
Καμηλάρι, δια να φάνε αχέλια. Δεν ηύρον όμως και επροχώρησαν εις Αγ. Ιωάννην.
Εκεί, ενώ έτρωγαν εις την οικίαν του Βιτωράκη, επληροφορήθησαν παρά του σκοπού
ότι ήρχοντο Τούρκοι. Εξήλθον του χωρίου, αλλά ο Γεωργ. Στεφανίδης ευρισκόμενος
εις άλλην οικία την ώρα εκείνη καθυστέρησεν. Χάριν τούτου παρέμεινε και ο
Πολυχρονάκης. Ενώ εξήρχοντο του χωρίου επυροβολήθησαν. Ο Πολυχρονάκης τους
επυροβόλησε και τους ηνάγκασε, δια να προφυλαχθούν, να καλυφθούν όπισθεν
ξηρολιθιάς (τράφου). Από 'κει πυροβολούντες οι Οθωμανοί εφόνευσαν την φοράδα
του. Ο Πολυχρονάκης παρέλαβε το χαλινάρι και τη σέλα της φοράδας του και
απήλθεν υπό τας φωνάς των Οθωμανών, όπως μη τα παραλάβη, αλλά να τα αφήση. Ο
Πολυχρονάκης απήντησεν εις τας φωνάς των: <<Εαν είχα σφυρί, θα έπαιρνα
και τα πέταλλα και τα καρφιά ακόμη>>".
5. "Άλλοτε προσκαλέσας
τους Κατεχάκην, Μαρογιώργην κατήλθεν μετ' αυτών εκ Μαγαρικαρίου εις Τυμπάκι και
έκαμαν <<τσάρκαν>> και παρέλαβον από τούρκους 40 βόδια, τράγους
κ.τλ. και απήλθον εις Αποδούλου".
6. "Κάποιος Τούρκος με
80 πρόβατα, τα έβοσκε εις τα σπαρμένα των Χριστιανών. Παρεκλήθη ευρισκόμενος
εις Κεφάλι υπό χωριανού, όπως έλθη και τους απαλλάξη από την μάστιγα αυτήν. Μετά
του Σάββα Μπισταγιαννού από το Πετροκεφάλι και του Τζαγκαρομιχάλη κατήλθον εις
Αγ. Τριάδα, όπου εκκλησιάζοντο οι Τυμπακιανοί, διότι την Εκκλησίαν των εις
Τυμπάκι είχαν μεταβάλει εις πυριτιδαποθήκην. Εκεί ευρίσκετο ο ποιμήν μετά του
ποιμνίου. Επιπεσών αιφνιδίως ο Πολυχρονάκης αφώπλισεν τον ποιμένα και τον
υποχρέωσε να το οδηγήση ο ίδιος εις Μαγαρικάρι. Εν τω μεταξύ οι τυμπακιανοί
Τούρκοι ήλθαν εις Βώρους και έστειλαν εις Μαγαρικάρι την αδελφήν του Αγαπιάν και
την Τζωρτζοδασκάλισσαν, όπως απολύση τον βοσκόν, απειλούντες άλλως αντίποινα
εις βάρος των Βωροιανών. Μετά πολλάς παρακλήσεις και υπό όρους εδέχθη να
απολύση τον βοσκόν, όστις ελθών εις Λαγωλιόν έγινε δεκτός υπό των Οθωμανών μετά
ασπασμών. Ούτος εδιηγείτο εις τους Οθωμανούς τα συμβάντα και τον θαυμασμόν του
δια τον Καπετάνιον".
7. "Συνήθως έμενεν στην
Λέσκαν παρά το Κουλεδάκι εις τον δέτην, νοτίως των Βώρων. Εκείθεν κατώπτευε τας
κινήσεις των Τούρκων, εκ Βόρων προς Τυμπάκι. Αντελήφθη ημέραν τινά ότι ο Καϊμακάρης
Ναζίτ Εφέντης μετ' άλλων εσπέχηδων Τούρκων διενυχτέρευεν εις Βώρους. Έσπευσε
λοιπόν την νύχτα και ενώ εκοιμώντο οι ανωτέρω εις τον οντά του
Κωνστανταρομιχάλη, εισήλθεν δι' ενός παραθύρου εντός. Αφυπνισθείς εις Οθωμανός
τον αντελήφθη. Είτα εξύπνησαν και οι άλλοι. Ουδείς ετόλμησε να τρέξει προς τα
όπλα του, διότι ο Πολυχρονάκης το είχε απαγορεύσει με ποινή θανάτου. Συνομίλησε
μετ' αυτών και απήλθεν".
8. "Νύχτα είχεν εισέλθει
εις Βώρους. Ο τουρκικός στρατός Τυμπακίου επληροφορήθη τούτο παρά τινος Δένδρη
ονομαζομένου και έσπευσε και εκύκλωσε τους Βώρους, δια να τον συλλάβη. Πληροφορηθείς
την γενομένην ήδη κύκλωσιν ο Κ. Πολυχρονάκης ζητεί πληροφορίας περί του κλοιού
και μανθάνει ότι από το βόρειον μέρος (επάνω πηγάδι) δεν υπήρχον εντόπιοι
Τούρκοι, αλλά μόνον τακτικός στρατός. Αμέσως καταστρώνει το σχέδιον.
Περιτυλίσσεται καλώς το καπότον και περιβάλλει την κεφαλήν του με άσπρο
μανδύλι, κατά την ενδυμασίαν των εντοπίων Τούρκων και ούτω καβαλικεύει την
φοράδα του και τραβά όπισθεν αυτής άλλην φοράδα, και ως χωριανός δήθεν Τούρκος
προχωρεί σιγά, μεταβαίνων δήθεν εις την αγροτικήν του εργασίαν. Μέσα από το
καπότον του έφερε και τον οπλισμόν του. Ούτως εξήλθε του στρατιωτικού κλοιού εν
ασφαλεία. Απομακρυνθείς ούτως ολίγας εκατοντάδας μέτρων εστράφει προς τους Τούρκους
τους επυροβόλησε, δια να τους ειρωνεθεί και καλπάσας απεμακρύνθη".
9. "Αμπαδιώταις Τούρκοι
κατήρχοντο εις Κλήμα και εκείθεν ελεηλάτουν τα αμπέλια των Χριστιανών. Ο
Πολυχρονάκης ευρίσκετο τραυματισμένος (από την χωσιά του Κόκκινου Πύργου)
νοσηλευόμενος εις Αποδούλου. Παρεκίνησε τους Αμαριώτας Καπετάνιους να κατέλθουν
εις Κλήμα, δια να απαλλάξουν τους Χριστιανούς από την μάστιγα. Κατέστρωσε το
σχέδιον. Έστειλε επιστολήν εις τους Καμαριανούς να κατέλθουν εις Βαθειανό και
ότι ο δρόμος ητο ελεύθερος. Την επιστολήν έλαβεν ο Αδαμάκης αφιχθείς εκείνην
την στιγμήν εις Καμάραις. Έσπευσεν εις Βαθειανόν όπου είχε φθάσει και ο
Πολυχρονάκης και συνηντήθη με τον Αδαμάκην. Οι Αμαριώτες προσέβαλον εις Κλήμα
τους Αμπαδιώταις Τούρκους, οίτινες εστράφησαν οπίσω. Τους είχαν κόψει όμως τον
δρόμον ο Πολυχρονάκης μα τον Αδαμάκην και τους Καμαριανούς και τους επροξένησαν
μεγάλην σύγχυσιν. Συνέλαβον αιχμάλωτον τον επικεφαλής των Τούρκων Βέην".
10. "Μεταβαίνων νύκτα
μετά των αδελφών Στεφανίδη, Αδαμάκη κ.λπ. και διερχόμενος δια Βώρων αντελήφθη
εντός Οθωμανικής οικίας τους Τούρκους διασκεδάζοντας. Παρά τας αντιρρήσεις των
συντρόφων του ο Πολυχρονάκης επλησίασε, άνοιξε από το επανωπόρτι της θύρας την
θύραν της οικίας και εστάθη εις την είσοδον. Οι Τούρκοι έντρομοι και
κατάπληκτοι εσταμάτησαν το γλέντι. Ο Πολυχρονάκης είπε <<Μη κινηθή κανείς
δια να λάβη όπλα, διότι θα τον φονεύσω>> και διέταξε να τον κεράσουνε. Του
έφεραν ποτήρι κρασί και μεζέ και ούτω, αφού ετραταρίσθη, επέστρεψεν εις τους
συντρόφους του, οι οποίοι με αγωνίαν τον επερίμεναν και εσυνέχισαν τον δρόμον
των προς την Κάτω Ρίζαν".
11. "Κατήλθε νύχτα εις
Καρδιώτισσαν, μονήν άνευ μοναχών βορείως των Βώρων και εισήλθεν εντός του ναού,
ίνα διανυχτερεύση (κάτωθι του δαπέδου της Εκκλησίας ήτο σαρνίτσι, ένεκα του
οποίου όλος ο χώρος που καταλαμβάνει η Εκκλησία υπό το δάπεδον ήτο κενός). Ήκουσε
βογγητά υπόκωφα εντός του σαρνιτσού. Έψαξε στο σκότος ηύρε σπίρτα και κηρίον,
το άναψε και κατήλθεν εις το σαρνίτσι και ηύρε τράγους
<<μπουζασμένους>> να ευρίσκονται εκεί, τους οποίους είχον αποθέσει
την ημέραν ζωοκλέπται άγνωστοι, ίνα ευρίσκωνται εν ασφαλεία, μέχρις ότου τους
παραλάβουν. Η περιφέρεια της Καρδιώτισσας ήτο τότε απέραντο δάσος με αγριότητα
και πλήρη απομόνωσιν και ερημίαν. Εθεωρείτο υπό των κατοίκων των πέριξ χωρίων ο
κατ' εξοχήν τόπος των φαντασμάτων και πολλά έπλαθεν η φαντασία των, τα οποία με
τρόμον εδιηγούντο. Εν τούτοις ο Πολυχρονάκης δεν εφοβήθη αλλά με ψυχραιμίαν και
θάρρος κατήλθεν εις το σαρνίτσι και είδε τους δεμένους τράγους".
12. "Εισήλθε μίαν ημέρα
μετά των συντρόφων του εις χωρίον Φανερωμένην. Ευρισκόμενος εντός οικίας
διάδοσις αστραπιαίως εκυκλοφόρησε ότι Τούρκοι εκύκλωσαν το χωριό. Ο Κ.
Πολυχρονάκης μετά των συντρόφων του έτρεξεν και ανήλθον εις τα ανατολικώς του
χωρίου υψώματα. Απ' εκεί κατώπτευσαν και επείσθησαν ότι η διάδοσις δεν ήτο
αληθής και ότι κύκλωσις δεν είχε γίνει. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού έτρεξαν,
δια να φύγουν κρυφίως και εξέλθουν του κλοιού. Μεταξύ τούτων και ο Γέρω
Μυλωνάκης. Ούτος εισήλθεν εις τον αγωγόν του υδρομύλου και σκυφτός, δια να μη
φαίνεται, έτρεχε δρομαίως προς ανατολάς, δια να διαφύγη. Ο Πολυχρονάκης που
είδε πως Τούρκοι δεν υπήρχαν πουθενά, δια να πειράξη τον Γέρω Μυλωνάκη, ήρχισε
να φωνάζει δυνατά από τα υψώματα:<<Μωρέ, ο Μυλωνάκης φεύγει
καταπότη-καταπότη προς τον Ποταμίτην. Στο δείνα σημείον φθάνει εδά>>. Ο
Μυλωνάκης ακούων ότι επροδόθη εστράφη προς τα οπίσω, δια να μη συλληφθή
ακολουθών την αντίθετον κατεύθυνσιν του αγωγού. Ο Κ. Πολυχρονάκης εσυνέχισε:
<<Εγύρισε πίσω καταπότη-καταπότη>>, ότε ο Μυλωνάκης άλλαξε πάλιν
κατεύθυνσιν. Τούτο επανελήφη 3-4 φορές, ότε πλέον ο Γέρω Μυλωνάκης απελπισθείς
εσηκώθη όρθιος, άπλωσε τα δυό χέρια του ανοικτά ως σφάκελλα κραυγάζων:
<<Να! ίντα θα καταλάβης πως θα με πιάσουνε;>> υπό τους γέλωτας του
Κ. Πολυχρονάκη".
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Και ο βιογράφος καταλήγει:
"Μικρός δε ήτο ο τρόμος
των Τουρκοπαίδων. Νεανίας προ της επαναστάσεως του 1866-1869, ήτο ο φθόνος των
Τούρκων. Ήρχισαν να τον φοβούνται με την ανδρείαν, το παράτολμον και με το
ριψοκίνδυνον, με το οποίον τους εφέρετο, χωρίς να λογαριάζει ούτε αυτούς ούτε
τας τουρκικάς αρχάς. Ο ηρωισμός του καθ' όλην την διάρκειαν της επαναστάσεως
ήτο άφθαστος. Υπερείχε των άλλων Αρχηγών και ωμολογείτο παρ' αυτών. Κατά την
επανάστασιν και μετ' αυτήν τόσον φόβον είχεν εμπνεύσει στους Τούρκους, ώστε
επωνομάζετο Κουμής, διότι εκούμιαζε τους Τούρκους. Κουμής δε ήτο πλέον το όνομά
του το σύνηθες. Λόγω των κακουχιών καθ' όλην την επαναστατικήν ζωήν του, κατά
τα τελευταία χρόνια προσεβλήθη από βαρείαν μορφήν ρευματισμών και έμεινε
ακίνητος στην κλίνην του, περιποιούμενος από την ανταξίαν του σύντροφον,
σύζυγόν του Χρυσήν μέχρι του θανάτου, την 1ην Ιανουαρίου 1912 εις Βώρους, όπου
και ετάφη".
Την 1η, λοιπόν, του Ιανουαρίου 1912 άφησε
την τελευταία του πνοή ο Πολυχρονοκωνσταντής, ευτυχής που πρόφτασε και είδε την
Κρήτη ελεύθερη και τους πολυετείς και σκληρούς αγώνες του δικαιωμένους. Είναι
γνωστό ότι με το καθολικό ψήφισμα της 24ης Σεπτεμβρίου 1908, χωρίς να είναι το
τελευταίο, ο κρητικός λαός κατάργησε την αυτονομία και κήρυξε την ένωση. Βέβαια,
η ένωση δεν έγινε αμέσως, γιατί αντιδρούσε και πάλι η ευρωπαϊκή διπλωματία,
όμως ούτε η αρμοστεία συνεχίστηκε. Ο κρητικός λαός δεν παύει μολαταύτα να
αγωνίζεται πενταετία και περισσότερο ακόμη, ώσπου να βρει τη λευτεριά του και
να ενωθεί με την Ελλάδα.
Η Κρήτη, πράγματι, κυβερνήθηκε έκτοτε DE FACTO για
τέσσερα χρόνια, "εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Α΄ "
χωρίς όμως εκπρόσωπο του ελληνικού κράτους, από κυβερνήσεις που προέρχονται από
τη λαϊκή κυριαρχία.
Το Κρητικό Ζήτημα εξακολούθησε έτσι να
παραμένει εκκρεμές μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους. Αμέσως δηλ. μετά την κήρυξη
του Α΄ βαλκανικού πολέμου η Ελλάδα αποδέχτηκε την ένωση και έστειλε ως πρώτο
Έλληνα Γενικό Διοικητή το Στέφανο Δραγούμη. Ο Α΄ βαλκανικός πόλεμος έληξε με
την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου (17/30 Μαϊου 1913). Με τη συνθήκη αυτή η
Τουρκία παραχωρεί στα συμμαχικά βαλκανικά κράτη όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής
του Αίνου - Μηδείας (πόλη του Εύξεινου Πόντου), ο Σουλτάνος παραιτείται και από
τα κυριαρχικά δικαιώματα του στην Κρήτη. Και με τη λήξη του Β΄ βαλκανικού
πολέμου η ελληνική κυβέρνηση διαμήνυσε στις δυνάμεις ότι θεωρεί την Κρήτη
ελληνικό έδαφος. Οι δυνάμεις δέχτηκαν την ελληνική απόφαση.
Ακολούθησε η επίσκεψη του Βασιλιά
Κωνσταντίνου στην Κρήτη την 1/12/1913 και η ανύψωση της Ελληνικής σημαίας πάνω
στο ιστορικό φρούριο των Χανίων: Φιρκά. Η πράξη αυτή αποτέλεσε το επισφράγισμα
και τη δικαίωση αιώνων αγώνων της αδάμαστης κρητικής ψυχής. Εδώ βρίσκει και την
οριστική του λύση το λεγόμενο Κρητικό Ζήτημα, που αποτελούσε μέρος του
ελληνικού ζητήματος, που με τη σειρά του ήταν επίσης μέρος του γενικότερου
Ανατολικού Ζητήματος.
Του Μιχάλη Νικολιδάκη
Διδάκ. Φιλολογίας του Πανεπ. Κρήτης
(δημοσιεύθηκε από το
επιστημονικό περιοδικό "ΛΥΚΤΟΣ")
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως