Ο Ήλιος, το Φεγγάρι, κι ο Αυγερινός
(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)
(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)
Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό ζούσανε τρεις
όμορφες αδερφίδες. Ήτανε πολύ όμορφες κι οι τρεις αλλά η τελευταία ήτανε
πεντάμορφη! Ήτανε όμως, ορφανές και φτωχές, δεν είχανε στον ήλιο μοίρα! Για να
ζήσουνε,πηγαίνανε στα χωράφια και στα βουνά και βρίσκανε χόρτα και τα
πουλούσανε στους πλούσιους και τώνε δίνανε κάτι τις κι έτσι εζούσανε κι
αυτές.
Μια μέρα, την ώρα που μαζεύανε οι τρεις αδερφίδες χόρτα στα χωράφια,περνά το βασιλιόπουλο με τη συνοδεία του. Τον είδανε οι κοπελιές και σταματήσανε. Λέει η πρώτη αδερφή:«Ας μ’ έπαιρνε τούτος γυναίκα του και γω ’θελα του κάνω μια φουρνισιά ψωμιά να ταΐσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει και η δεύτερη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του υφάνω ένα τόπι πανί να ντύσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει κι η πιο μικρή, που ήτανε κι η πιο όμορφη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα να του κάμω τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ’να αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι, και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».
Το βασιλιόπουλο τις άκουσε. Άμα πήε στο σπίτι του, έστειλε ένα δούλο να πει στα τρία κορίτσια να έρθουνε που τα θέλει. Τα κορίτσια επήγανε και τους λέει:
«Τι λέγατε εκεί που μαζεύατε τα χόρτα;»Αυτές ντρεπότανε.
«Δεν ελέγαμε τίποτα», απαντήσανε.
Λέει αυτός: «Άμα δε μου πείτε, θα σας κουτσοκεφαλίσω».
Οι κοπέλες φοβηθήκανε μην τους κόψει την κεφαλή, και οι δυο του είπανε τι λέγανε.
«Εγώ, βασιλιά μου, είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα μια φουρνισιά ψωμιά, να ταΐσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας» είπε η πρώτη.
«Εγώ είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου ύφαινα ένα τόπι πανί, να ντύσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας».
Η πιο μικρή ντρεπότανε να του πει πως ήθελε να του κάνει παιδιά. Αλλά ο βασιλιάς την απείλησε πως θα τση κάνει βασανιστήρια, και τελικά του τα ’πε κι αυτή.
«Είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ένα αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».
Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και της λέει:
«Εγώ θα σε κρατήξω στο παλάτι και θα σε πάρω γυναίκα μου».
Εκράτηξέτηνε στο παλάτι κι οι άλλες εφύγανε και γυρίσανε στο φτωχό τους σπίτι.
Ο βασιλιάς επήρε τη μικρή αδερφή γυναίκα του, η μάνα του όμως, δεν την ήθελε, επειδή ήτανε φτωχιά, και συνέχεια έβρισκε δικαιολογίες να του βάνει λόγια. Μια μέρα του λέει:«Εσύ είσαι του βασιλιά παιδί κι επήρες μια φτωχιά που εγύριζε και μάζευε χόρτα και τα έδιδε στους πλούσιους; Δεν τήνε θέλω για νύφη μου!
Μια μέρα, την ώρα που μαζεύανε οι τρεις αδερφίδες χόρτα στα χωράφια,περνά το βασιλιόπουλο με τη συνοδεία του. Τον είδανε οι κοπελιές και σταματήσανε. Λέει η πρώτη αδερφή:«Ας μ’ έπαιρνε τούτος γυναίκα του και γω ’θελα του κάνω μια φουρνισιά ψωμιά να ταΐσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει και η δεύτερη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του υφάνω ένα τόπι πανί να ντύσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».Λέει κι η πιο μικρή, που ήτανε κι η πιο όμορφη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα να του κάμω τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ’να αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι, και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».
Το βασιλιόπουλο τις άκουσε. Άμα πήε στο σπίτι του, έστειλε ένα δούλο να πει στα τρία κορίτσια να έρθουνε που τα θέλει. Τα κορίτσια επήγανε και τους λέει:
«Τι λέγατε εκεί που μαζεύατε τα χόρτα;»Αυτές ντρεπότανε.
«Δεν ελέγαμε τίποτα», απαντήσανε.
Λέει αυτός: «Άμα δε μου πείτε, θα σας κουτσοκεφαλίσω».
Οι κοπέλες φοβηθήκανε μην τους κόψει την κεφαλή, και οι δυο του είπανε τι λέγανε.
«Εγώ, βασιλιά μου, είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα μια φουρνισιά ψωμιά, να ταΐσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας» είπε η πρώτη.
«Εγώ είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου ύφαινα ένα τόπι πανί, να ντύσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας».
Η πιο μικρή ντρεπότανε να του πει πως ήθελε να του κάνει παιδιά. Αλλά ο βασιλιάς την απείλησε πως θα τση κάνει βασανιστήρια, και τελικά του τα ’πε κι αυτή.
«Είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ένα αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».
Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και της λέει:
«Εγώ θα σε κρατήξω στο παλάτι και θα σε πάρω γυναίκα μου».
Εκράτηξέτηνε στο παλάτι κι οι άλλες εφύγανε και γυρίσανε στο φτωχό τους σπίτι.
Ο βασιλιάς επήρε τη μικρή αδερφή γυναίκα του, η μάνα του όμως, δεν την ήθελε, επειδή ήτανε φτωχιά, και συνέχεια έβρισκε δικαιολογίες να του βάνει λόγια. Μια μέρα του λέει:«Εσύ είσαι του βασιλιά παιδί κι επήρες μια φτωχιά που εγύριζε και μάζευε χόρτα και τα έδιδε στους πλούσιους; Δεν τήνε θέλω για νύφη μου!
Αλλά η κοπελιά ήτανε
ήδη έγκυος και το βασιλόπουλο δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για τη γυναίκα
του.
Εκείνη την εποχή εγίνηκε πόλεμος και έφυγε το βασιλόπουλο να πάει να πολεμήσει στα σύνορα. Είχενε πει, όμως, τση μάνας του να περιποιείται τη γυναίκα του, ώσπου να γυρίσει αυτός από τον πόλεμο.«Έγνοια σου, παιδί μου! Θα σ’ τήνε προσέχω!» του λέει αυτή, για να του κλείσει τα μάτια.
Φεύγει λοιπόν ο Βασιλιάς και πάει στον πόλεμο. Η πεθερά πληρώνει μια μαμή και τση λέει:«Όταν θα γεννήσει η νύφη μου, να πάρεις το παιδί γρήγορα και να το πετάξεις στον ποταμό, και στη θέση του να βάλεις ένα σκύλο».Η μαμή πήρε την πληρωμή, γιατί ήτανε φτωχιά γυναίκα, και συμφώνησε να κάνει ότι της είπε η βασίλισσα. Μετά από λίγους μήνες η κοπελιά γέννησε ένα αγοράκι που, όπως είχε τάξει του βασιλιά, είχε τον ήλιο στο πρόσωπο. Έλαμπε το προσωπάκι του μωρού σαν τον ήλιο. Η πεθερά όμως, που μισούσενε τη νύφη,μόλις το είδε θύμωσε. Ήτανε τόσο όμορφο το μωρό, που αν το έβλεπε ο βασιλιάς,θα αγαπούσε ακόμα πιο πολύ τη γυναίκα του. Και τότε, θα ήτανε ακόμα πιο δύσκολο να τήνε ξεφορτωθεί.
Μόλις λοιπόν γέννησε η κοπελιά, αρπάζει η μαμή το μωρό και χάνεται. Το βάζει σ’ ένα κασονάκι και πήγε και το πέταξε στο Νείλο ποταμό, να χαθεί. Στη θέση του έβαλε ένα σκυλάκι.«Ετούτο έκανες κακομοίρα, είντα να σου κάμω;» την κορόιδεψε η πεθερά της.Είντα να πει η κακομοίρα η κοπελιά; Πεθερά ήτανε αυτή, μπορούσε να βγάλει άχνα;
Πέρασε λίγος καιρός, και ο έρχεται ο βασιλιάς από τον πόλεμο. Κι η μάνα του βρήκε ευκαιρία να κακολογήσει τη γυναίκα του:«Αυτή ήτανε που ήθελε να σου κάνει τσ’ ήλιους και τσι αυγερινούς; Αυτή ένα κουλούκι έκανε!» του λέει.
Στεναχωρήθηκε ο βασιλιάς. Αυτός επερίμενε παιδί και του ήρθε σκυλάκι; Μα τι να κάνει που αγαπούσε την κοπέλα; Τα πικρά γλυκά, που λένε.«Μάνα, δεν πειράζει, θα το παίρνω μαζί μου όταν θα πηγαίνω στο κυνήγι» της είπενε.«Ε, ας είναι» είπε κι η μάνα του, που ήθελε να φανεί πως πάει με τα νερά του.«Αφού σ’ αρέσει εσένα, εμένα μου περισσεύει!» Έπαιρνε λοιπόν ο βασιλιάς το σκυλάκι και πήγαινε στο κυνήγι. Με τη βασίλισσα ήτανε αγαπημένοι, δεν της είπε κουβέντα για το παιδί που του είχε τάξει και δεν του το έκανε. Μένει πάλι η βασίλισσα έγκυος, μα ξαναγίνεται πόλεμος, φεύγει πάλι ο βασιλιάς. Παρακαλεί πάλι τη μάνα του να προσέχει τη γυναίκα του. Αυτή τον καθησύχασε. Έμεινε πάλι η κοπελιά μόνη με την πεθερά. Περνάει ο καιρός, γέννησε και το δεύτερο παιδί, που είχε το φεγγάρι στο κούτελο. Το βλέπει η μαμή που έλαμπε το προσωπάκι του, το αρπάζει γερά-γερά , πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό, και στη θέση του βάνει ένα γατάκι. Έρχεται ο βασιλιάς, τρέχει να δει τη γυναίκα του, στο μεταξύ προλαβαίνει η μάνα του και του λέει καταστεναχωρημένη:
«Μην τρέχεις να δεις το παιδί σου, δε χρειάζεται. Δε εγέννησε κοπέλι, μόνο ένα κατσούλι »
Εκείνη την εποχή εγίνηκε πόλεμος και έφυγε το βασιλόπουλο να πάει να πολεμήσει στα σύνορα. Είχενε πει, όμως, τση μάνας του να περιποιείται τη γυναίκα του, ώσπου να γυρίσει αυτός από τον πόλεμο.«Έγνοια σου, παιδί μου! Θα σ’ τήνε προσέχω!» του λέει αυτή, για να του κλείσει τα μάτια.
Φεύγει λοιπόν ο Βασιλιάς και πάει στον πόλεμο. Η πεθερά πληρώνει μια μαμή και τση λέει:«Όταν θα γεννήσει η νύφη μου, να πάρεις το παιδί γρήγορα και να το πετάξεις στον ποταμό, και στη θέση του να βάλεις ένα σκύλο».Η μαμή πήρε την πληρωμή, γιατί ήτανε φτωχιά γυναίκα, και συμφώνησε να κάνει ότι της είπε η βασίλισσα. Μετά από λίγους μήνες η κοπελιά γέννησε ένα αγοράκι που, όπως είχε τάξει του βασιλιά, είχε τον ήλιο στο πρόσωπο. Έλαμπε το προσωπάκι του μωρού σαν τον ήλιο. Η πεθερά όμως, που μισούσενε τη νύφη,μόλις το είδε θύμωσε. Ήτανε τόσο όμορφο το μωρό, που αν το έβλεπε ο βασιλιάς,θα αγαπούσε ακόμα πιο πολύ τη γυναίκα του. Και τότε, θα ήτανε ακόμα πιο δύσκολο να τήνε ξεφορτωθεί.
Μόλις λοιπόν γέννησε η κοπελιά, αρπάζει η μαμή το μωρό και χάνεται. Το βάζει σ’ ένα κασονάκι και πήγε και το πέταξε στο Νείλο ποταμό, να χαθεί. Στη θέση του έβαλε ένα σκυλάκι.«Ετούτο έκανες κακομοίρα, είντα να σου κάμω;» την κορόιδεψε η πεθερά της.Είντα να πει η κακομοίρα η κοπελιά; Πεθερά ήτανε αυτή, μπορούσε να βγάλει άχνα;
Πέρασε λίγος καιρός, και ο έρχεται ο βασιλιάς από τον πόλεμο. Κι η μάνα του βρήκε ευκαιρία να κακολογήσει τη γυναίκα του:«Αυτή ήτανε που ήθελε να σου κάνει τσ’ ήλιους και τσι αυγερινούς; Αυτή ένα κουλούκι έκανε!» του λέει.
Στεναχωρήθηκε ο βασιλιάς. Αυτός επερίμενε παιδί και του ήρθε σκυλάκι; Μα τι να κάνει που αγαπούσε την κοπέλα; Τα πικρά γλυκά, που λένε.«Μάνα, δεν πειράζει, θα το παίρνω μαζί μου όταν θα πηγαίνω στο κυνήγι» της είπενε.«Ε, ας είναι» είπε κι η μάνα του, που ήθελε να φανεί πως πάει με τα νερά του.«Αφού σ’ αρέσει εσένα, εμένα μου περισσεύει!» Έπαιρνε λοιπόν ο βασιλιάς το σκυλάκι και πήγαινε στο κυνήγι. Με τη βασίλισσα ήτανε αγαπημένοι, δεν της είπε κουβέντα για το παιδί που του είχε τάξει και δεν του το έκανε. Μένει πάλι η βασίλισσα έγκυος, μα ξαναγίνεται πόλεμος, φεύγει πάλι ο βασιλιάς. Παρακαλεί πάλι τη μάνα του να προσέχει τη γυναίκα του. Αυτή τον καθησύχασε. Έμεινε πάλι η κοπελιά μόνη με την πεθερά. Περνάει ο καιρός, γέννησε και το δεύτερο παιδί, που είχε το φεγγάρι στο κούτελο. Το βλέπει η μαμή που έλαμπε το προσωπάκι του, το αρπάζει γερά-γερά , πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό, και στη θέση του βάνει ένα γατάκι. Έρχεται ο βασιλιάς, τρέχει να δει τη γυναίκα του, στο μεταξύ προλαβαίνει η μάνα του και του λέει καταστεναχωρημένη:
«Μην τρέχεις να δεις το παιδί σου, δε χρειάζεται. Δε εγέννησε κοπέλι, μόνο ένα κατσούλι »
Σταματά
πάλι ο βασιλιάς, στεναχωρέθηκε πολύ, απού δεν πάει άλλο! Τη μια ένα σκυλάκι, την
άλλη ένα γατάκι! Αυτή που του έταξε τον ήλιο και το φεγγάρι;Θύμωσε, μα έκανε
πως δεν τον πείραξε, γιατί ήξερε, πως η μάνα του ευκαιρία ζητούσε να διώξει την
όμορφη κοπελιά από το σπίτι και να πάρει για νύφη της όποια ήθελε αυτή.«Ε, μάνα
δεν πειράζει, θα πιάνει τους ποντικούς» μουρμούρισε ο βασιλιάς,και πήγε με
βαριά καρδιά να δει το παιδί του. Κλάματα η γυναίκα του η βασίλισσα, στενοχώρια,
που αντί να του κάνει όμορφα παιδιά, του έκανε τη μια σκυλάκι, την άλλη γατάκι!
Αυτός ο κακομοίρης, πολεμούσε να την ησυχάσει.«Δεν πειράζει, βρε γυναίκα» της
έλεγε, «από το Θεό δεν είναι κι αυτά; Τι να κάνουμε; Μπορούμε εμείς να κάνουμε
αλλιώς;»
Ο καιρός περνούσε και το ζευγάρι ήτανε αγαπημένο. Η γριά βασίλισσα έβραζε από το κακό της που δε μπορούσε να τους χωρίσει.Μένει για τρίτη φορά η κοπελιά έγκυος, μα πάλι άναψε ο πόλεμος στα σύνορα και ο βασιλιάς έπρεπε να φύγει. Είπε της γυναίκας του να κάνει υπομονή, κι έφυγε, αφού άφησε παραγγελιά της μάνας του να προσέχει τη γυναίκα του και να μην τήνε κακοκαρδίζει. Τόνε βεβαίωσε αυτή πως θα τήνε προσέχει, κι έφυγε ο βασιλιάς ήσυχος. Όταν, με το καλό, γέννησε η βασιλιοπούλα, έκανε το κοριτσάκι που είχε τάξει του βασιλιά. Έλαμπε στο πρόσωπο του ο αυγερινός κι ήτανε ένα καμάρι! Δε χάνει καιρό η μαμή, αρπάζει το μωρό, πριν να το δει η μάνα του, το πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό. Παίρνει ένα φίδι από το ποτάμι, και πάει και το βάζει στην κούνια του μωρού. Λέει η πεθερά τση νύφης της:«Ε, κακομοίρα, ένα φίδι έκαμες! Τώρα που θα έρθει ο γιος μου, αλίμονό σου!»
Έρχεται ο βασιλιάς, τόνε προλαβαίνει η μάνα του στην πόρτα και του λέει:«Ένα φίδι έκαμε η γυναίκα σου, μόνο μην περιμένεις ήλιους και φεγγάρια ούτε κι ετούτη τη φορά!»«Φίδι;» φώναξε αυτός.Ε, αυτή τη φορά θύμωσε πολύ. Δεν ήθελε ούτε να τήνε δει.
«Αυτά ήτανε τα κοπέλια που μου έταξες; Να πάθω εγώ τέτοιο ρεζιλίκι, ο βασιλιάς της χώρας; Ούλοι οι υπήκοοι μου έχουνε κοπέλια, κι εγώ έχω σκύλους και γάτες και φίδια; Όξω από το σπίτι μου!»
Πάει και σκάβει ένα λάκκο στον πάτο τση σκάλας και τήνε χώνει μέχρι τη μέση. Κι όποιος ήθελε να μπει στο παλάτι περνούσε πρώτα από τη σκάλα και την έφτυνε. Έκλαιγε αυτή, έκλαιγε, εφώναζε, μα αυτός δεν την άκουγε. Επέρασε καιρός. Τα παιδιά που η κακιά πεθερά πέταξε στο Νείλο ποταμό, δεν είχανε πνιγεί, όπως ήθελε αυτή, αλλά είχανε σωθεί. Ένας καλός άνθρωπος, που είχε ένα περβόλι κοντά στον ποταμό, τα είχενε βρει και τα είχενε μαζέψει. Είχε κι αυτός τρία παιδιά και ζούσε με τη γυναίκα του εκεί δα στο περβόλι. Μαζί λοιπόν με τα τρία παιδάκια του είχε πάρει και είχε αναθρέψει και τα τρία βασιλιόπουλα χωρίς να ξέρει ποια είναι.
Περάσανε κοντά είκοσι χρόνοι. Μια μέρα ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι και έφταξε κοντά σ’ εκείνο το περιβόλι, όπου ζούσε ο φτωχός περβολάρης, που είχε σώσει τα παιδιά του. Βλέπει δυο παλικάρια ίσαμε εκεί πάνω, να λάμπουνε τα πρόσωπά τους σαν τον ήλιο και το φεγγάρι, κι ένα κορίτσι που έλαμπε σαν τον αυγερινό. Ήτανε τα παιδιά του που είχανε μεγαλώσει στο μεταξύ, αλλά αυτός πού να τα γνωρίσει; Σκέφτηκε στεναχωρημένος:
‘Εγώ, ένας βασιλιάς, κι η γυναίκα μου γέννησε κάτες και σκύλους. Κι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, τι ωραία παιδιά που έχουν! Θα τα καλέσω στο παλάτι να τους κάνω τραπέζι.Όταν ο βασιλιάς κάλεσε τα τρία παιδιά στο παλάτι , αυτά δέχτηκαν με ευχαρίστηση.
Η κόρη του, με τον αυγερινό στο πρόσωπο , ήτανε μάγισσα και ήξερε πως είχανε βρεθεί αυτή και τα δύο αδέρφια της σο σπίτι του περιβολάρη. Λέει λοιπόν στα αδέρφια της.
«Αδέρφια μου, πριν πάμε στο παλάτι, θα πάρουμε μυρωδικά κι αρώματα .Στο παλάτι θα μας δύξουνε μια γυναίκα θαμμένη μέχρι τη μέση, και θα μας πούνε να την φτύξομε. Εμείς δεν θα την φτύξομε αλλά θα πάρομε τα μυρωδικά και θα την λούσομε για να μοσκοβολάει ».Τα αδέρφια της αγοράσανε τα αρώματα που τους είπενε , κι ύστερα όλοι μαζί πήγανε στο παλάτι. Όταν μπήκανε μέσα, οι υπηρέτες τους περάσανε πρώτα από την τρύπα με την βασίλισσα και τους είπανε να τη φτύξουνε .Τα παιδιά όμως, αντί να τη φτύξουνε, τη λούσανε με τα μυρωδικά που κρατούσανε. Οι υπηρέτες παραξενευτήκανε, και το είπανε του βασιλιά . Αυτός δεν ήθελε να χαλάσει την καρδιά των μουσαφίρηδων, και δεν είπε τίποτα. Τα αγόρια και το κορίτσι ανεβήκανε στα δωμάτια του βασιλιά, καθίσανε στο τραπέζι και άρχισε το γλέντι.
Μαζί τους έκατσε κι ο βασιλιάς , η βασιλομάνα και η μαμή. Σε μια στιγμή το κορίτσι είπε : « Πολυχρονεμένε μου, θα σου πω ένα παραμύθι. Αλλά όσο θα το λέω , δεν θέλω να φύγει κανείς από το δωμάτιο».
Συμφωνίσανε όλοι να μην φύγουνε,
Αρχίζει λοιπόν το κορίτσι να λέει παραμύθι :
«Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε τρείς αδερφίδες τόσος φτωχές που μάζευαν χόρτα και τα πουλούσανε για να ζήσουνε .Μια μέρα, περνάει το βασιλιόπουλο από εκεί κοντά ».
Και είπε ούλη την ιστορία της μάνας της : πως είχενε υποσχεθεί στο βασιλιά να του κάνει τρία παιδιά , που να λάμπουνε σαν τον ήλιο, το φεγγάρι και τον αυγερινό. Μόλις ακούει η πεθερά την ιστορία , λέει «κάτι μυρίζει εδώ ».Ρίχνει μια ματιά στη μαμή και σηκώνονται να φύγουνε , αλλά το κορίτσι είπε :
« Ε ! αφού είπαμε να μη σηκωθεί κανένας !» Ξανακάτσανε οι δύο γυναίκες και περιμένανε ν΄ ακούσουνε παρακάτω. Η κόρη της βασίλισσας συνέχισε :
«Η γυναίκα εγέννησε τον ήλιο το φεγγάρι και τον αυγερινό , αλλά τα παιδάκια τα πετάξανε στο Νείλο ποταμό, η μαμή με εντολή της πεθεράς!. Αυτά τα παιδιά ζήσανε , τα βρήκε ένας περβολάρης και τα μεγάλωσε. Αυτά τα παιδιά είμαστε εμείς !. Κι η γυναίκα κάτω από τη σκάλα είναι η μάνα μας ! Και δεν της αξίζει να την φτύνετε, μόνο της αξίζει να γίνει βασίλισσα όπως ήτανε , και να την προσκυνούνε όλοι !»
Ο καιρός περνούσε και το ζευγάρι ήτανε αγαπημένο. Η γριά βασίλισσα έβραζε από το κακό της που δε μπορούσε να τους χωρίσει.Μένει για τρίτη φορά η κοπελιά έγκυος, μα πάλι άναψε ο πόλεμος στα σύνορα και ο βασιλιάς έπρεπε να φύγει. Είπε της γυναίκας του να κάνει υπομονή, κι έφυγε, αφού άφησε παραγγελιά της μάνας του να προσέχει τη γυναίκα του και να μην τήνε κακοκαρδίζει. Τόνε βεβαίωσε αυτή πως θα τήνε προσέχει, κι έφυγε ο βασιλιάς ήσυχος. Όταν, με το καλό, γέννησε η βασιλιοπούλα, έκανε το κοριτσάκι που είχε τάξει του βασιλιά. Έλαμπε στο πρόσωπο του ο αυγερινός κι ήτανε ένα καμάρι! Δε χάνει καιρό η μαμή, αρπάζει το μωρό, πριν να το δει η μάνα του, το πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό. Παίρνει ένα φίδι από το ποτάμι, και πάει και το βάζει στην κούνια του μωρού. Λέει η πεθερά τση νύφης της:«Ε, κακομοίρα, ένα φίδι έκαμες! Τώρα που θα έρθει ο γιος μου, αλίμονό σου!»
Έρχεται ο βασιλιάς, τόνε προλαβαίνει η μάνα του στην πόρτα και του λέει:«Ένα φίδι έκαμε η γυναίκα σου, μόνο μην περιμένεις ήλιους και φεγγάρια ούτε κι ετούτη τη φορά!»«Φίδι;» φώναξε αυτός.Ε, αυτή τη φορά θύμωσε πολύ. Δεν ήθελε ούτε να τήνε δει.
«Αυτά ήτανε τα κοπέλια που μου έταξες; Να πάθω εγώ τέτοιο ρεζιλίκι, ο βασιλιάς της χώρας; Ούλοι οι υπήκοοι μου έχουνε κοπέλια, κι εγώ έχω σκύλους και γάτες και φίδια; Όξω από το σπίτι μου!»
Πάει και σκάβει ένα λάκκο στον πάτο τση σκάλας και τήνε χώνει μέχρι τη μέση. Κι όποιος ήθελε να μπει στο παλάτι περνούσε πρώτα από τη σκάλα και την έφτυνε. Έκλαιγε αυτή, έκλαιγε, εφώναζε, μα αυτός δεν την άκουγε. Επέρασε καιρός. Τα παιδιά που η κακιά πεθερά πέταξε στο Νείλο ποταμό, δεν είχανε πνιγεί, όπως ήθελε αυτή, αλλά είχανε σωθεί. Ένας καλός άνθρωπος, που είχε ένα περβόλι κοντά στον ποταμό, τα είχενε βρει και τα είχενε μαζέψει. Είχε κι αυτός τρία παιδιά και ζούσε με τη γυναίκα του εκεί δα στο περβόλι. Μαζί λοιπόν με τα τρία παιδάκια του είχε πάρει και είχε αναθρέψει και τα τρία βασιλιόπουλα χωρίς να ξέρει ποια είναι.
Περάσανε κοντά είκοσι χρόνοι. Μια μέρα ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι και έφταξε κοντά σ’ εκείνο το περιβόλι, όπου ζούσε ο φτωχός περβολάρης, που είχε σώσει τα παιδιά του. Βλέπει δυο παλικάρια ίσαμε εκεί πάνω, να λάμπουνε τα πρόσωπά τους σαν τον ήλιο και το φεγγάρι, κι ένα κορίτσι που έλαμπε σαν τον αυγερινό. Ήτανε τα παιδιά του που είχανε μεγαλώσει στο μεταξύ, αλλά αυτός πού να τα γνωρίσει; Σκέφτηκε στεναχωρημένος:
‘Εγώ, ένας βασιλιάς, κι η γυναίκα μου γέννησε κάτες και σκύλους. Κι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, τι ωραία παιδιά που έχουν! Θα τα καλέσω στο παλάτι να τους κάνω τραπέζι.Όταν ο βασιλιάς κάλεσε τα τρία παιδιά στο παλάτι , αυτά δέχτηκαν με ευχαρίστηση.
Η κόρη του, με τον αυγερινό στο πρόσωπο , ήτανε μάγισσα και ήξερε πως είχανε βρεθεί αυτή και τα δύο αδέρφια της σο σπίτι του περιβολάρη. Λέει λοιπόν στα αδέρφια της.
«Αδέρφια μου, πριν πάμε στο παλάτι, θα πάρουμε μυρωδικά κι αρώματα .Στο παλάτι θα μας δύξουνε μια γυναίκα θαμμένη μέχρι τη μέση, και θα μας πούνε να την φτύξομε. Εμείς δεν θα την φτύξομε αλλά θα πάρομε τα μυρωδικά και θα την λούσομε για να μοσκοβολάει ».Τα αδέρφια της αγοράσανε τα αρώματα που τους είπενε , κι ύστερα όλοι μαζί πήγανε στο παλάτι. Όταν μπήκανε μέσα, οι υπηρέτες τους περάσανε πρώτα από την τρύπα με την βασίλισσα και τους είπανε να τη φτύξουνε .Τα παιδιά όμως, αντί να τη φτύξουνε, τη λούσανε με τα μυρωδικά που κρατούσανε. Οι υπηρέτες παραξενευτήκανε, και το είπανε του βασιλιά . Αυτός δεν ήθελε να χαλάσει την καρδιά των μουσαφίρηδων, και δεν είπε τίποτα. Τα αγόρια και το κορίτσι ανεβήκανε στα δωμάτια του βασιλιά, καθίσανε στο τραπέζι και άρχισε το γλέντι.
Μαζί τους έκατσε κι ο βασιλιάς , η βασιλομάνα και η μαμή. Σε μια στιγμή το κορίτσι είπε : « Πολυχρονεμένε μου, θα σου πω ένα παραμύθι. Αλλά όσο θα το λέω , δεν θέλω να φύγει κανείς από το δωμάτιο».
Συμφωνίσανε όλοι να μην φύγουνε,
Αρχίζει λοιπόν το κορίτσι να λέει παραμύθι :
«Μια φορά κι ένα καιρό ήτανε τρείς αδερφίδες τόσος φτωχές που μάζευαν χόρτα και τα πουλούσανε για να ζήσουνε .Μια μέρα, περνάει το βασιλιόπουλο από εκεί κοντά ».
Και είπε ούλη την ιστορία της μάνας της : πως είχενε υποσχεθεί στο βασιλιά να του κάνει τρία παιδιά , που να λάμπουνε σαν τον ήλιο, το φεγγάρι και τον αυγερινό. Μόλις ακούει η πεθερά την ιστορία , λέει «κάτι μυρίζει εδώ ».Ρίχνει μια ματιά στη μαμή και σηκώνονται να φύγουνε , αλλά το κορίτσι είπε :
« Ε ! αφού είπαμε να μη σηκωθεί κανένας !» Ξανακάτσανε οι δύο γυναίκες και περιμένανε ν΄ ακούσουνε παρακάτω. Η κόρη της βασίλισσας συνέχισε :
«Η γυναίκα εγέννησε τον ήλιο το φεγγάρι και τον αυγερινό , αλλά τα παιδάκια τα πετάξανε στο Νείλο ποταμό, η μαμή με εντολή της πεθεράς!. Αυτά τα παιδιά ζήσανε , τα βρήκε ένας περβολάρης και τα μεγάλωσε. Αυτά τα παιδιά είμαστε εμείς !. Κι η γυναίκα κάτω από τη σκάλα είναι η μάνα μας ! Και δεν της αξίζει να την φτύνετε, μόνο της αξίζει να γίνει βασίλισσα όπως ήτανε , και να την προσκυνούνε όλοι !»
Μόλις άκουσε ο βασιλιάς την ιστορία , σηκώθηκε γερά γερά , κατέβηκε κι έβγαλε την γυναίκα
του από ΄κειδά που την είχενε φυλακίσει. Βάνει τσι δούλες και τηνε λούγουνε και τηνε καταστένουνε και τση βάνουνε πάλι
τα βασιλικά ρούχα.
Ύστερα ερώτηξε το μεγάλο παιδί:
«Είντα να κάνουμε της γιαγιά σου και της μαμής , που σας επέταξαν
στον Νείλο ποταμό; »
«Να τις αλογοσύρεις, μπαμπά!» απαντάει το αγόρι που είχενε
τον ήλιο στο πρόσωπο .
Διατάζει τότες κι αυτός και δένουνε τη γριά βασίλισσα και τη
μαμή σε δύο άλογα από τον πόδα Δώσανε τότε δρόμο των αλόγων και τις αλογόσυραν
στα βράχια κι στις κακοτοπιές μέχρι που τις σκοτώσανε .
Και ζήσανε ο βασιλιάς με την βασίλισσα με τα παιδιά τους καλά , κι εμείς καλύτερα.
Στέλλα Πυθαρούλιου( Λαϊκά παραμύθια της Κρήτης )
ΠΗΓΗ
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως