«Πουλιά μην κελαηδήσετε Σάββατο ως Δευτέρα, γιατί τον εσκοτώσανε Τούρκοι τον Ξωπατέρα. Μηδέ στην Κρήτη ακούστηκε μηδέ στην Ιγγλετέρα, να πολεμήσει την Τουρκιά ωσάν τον Ξωπατέρα. Σαν ήθελε στο Τοπαλτί να κατεβή μια ώρα, μικρούς μεγάλους την Τουρκιά την μάζευε στη χώρα. Ένα πρωί σηκώθηκε στον κάμπο κατεβαίνει, κι επτά αγάδων κεφαλές επήρε εις το χέρι. Τις κεφαλές τις έκοψε στον ήλιο τις ξαπλώνει, και η Τουρκιά ως το ‘μαθε περίσσα ξαγριώνει. Επήρε και μια κεφαλή την κάνει μπαϊράκι, κι οι Τούρκοι την εβλέπανε και πίνανε φαρμάκι. Αναφορά εκάμανε αμέσως και τερτίπι, για να σκοτώσουν τον παπά να ξεμπερδέψει η Κρήτη. Δευτέρα ετοιμάζονταν, Δευτέρα ως Σαββάτο, στου Ξωπατέρα για να παν τον Πύργο από κάτω. Ο Μαλικούτης αρχηγός του διπλοπαραγέλλει, για το Θεό αξάδερφε στον Πύργο μην κοιμάσαι, για σε ετοιμάζεται η Τουρκιά και θα παραπονάσαι. Εγώ με τ’όνομα του Θεού και με της Παναγίας, στον Πύργο μέσα θα κλειστώ, Τούρκους δεν έχω χρεία. Κι έστεκε και επερίμενε με το γυμνό μαχαίρι. Κι άξαφνα βλέπει από μακριά πασά με το καούκι, και αξοπίσω να κλουθούν εννιά χιλιάδες Τούρκοι. Αγλακηχτοί πηγαίνανε και με φωνές μεγάλες, μα ο παπάς τοιμάστηκε να τους δεχθή με μπάλες. Κοντά, κοντά όταν φτάσανε στον Πύργο από κάτω, του Ξωπατέρα ξαφνικά βροντά το καριοφύλλι, κι έναν αγά ωσάν τ’ ασκί ρίχνει απ’ το μπεγίρι. Στου Πύργου την άλλη μεριά άλλος αγάς σκαλώνει, ο Ξωπατέρας του ‘ρίξε στη γη τόνε ξαπλώνει. Κι οι Τούρκοι άμα είδανε και πέφταν τόσες μπάλες δεν είναι Ξωπατέρας επά μονό ‘ναι Ξωπαπάδες. Κι αμέσως φοβηθήκανε και λάγαραν του Πύργου. Μηνά του ο Σαϊτ Αγάς να του τον παραδώσει, γιατί φωτιά του Πύργου του ως το πρωί θα δώσει. Δεν προσκυνώ εγώ Τουρκιά καλιά θα πολεμήσω, μέσα στον Πύργο θα κλειστώ να σα σε διαγουμίσω. Ξαναμηνά του ο Αγάς παραδώσου Ξωπατέρα, γιατί έφτασε το τέλος σου κι η άσκημη σου μέρα. Μα αν πεινάτε κι ήρθατε να σα σε μαγειρέψω, πάλι αν θέλετε καυγά κορμιά θα μακελέψω. Μα τι να κάμω του καιρού που τρέξαν τα ποτάμια, μα δω θελα βρωμέσουνε τσ’ Οδηγήτριας τα πλάγια. Μα τι να κάμω του καιρού που χω λαβή στο χέρι, μα της Τουρκιάς δε θα ‘μενε κανείς σ’ αυτά τα μέρη. Σαν έφρανα το χέρι μου κι έφρανα το κορμί μου, έλα κι ασύ Σαϊτ Αγά πάρε την καφαλή μου. Την κεφαλή του έκοψαν στο Κάστρο την επήγαν . Μα όσοι Χριστό ονομάζομε και τονε προσκυνούμε, λιβάνι να του βάνομε και να του συχωρούμε.» |
"Φρόνιμοι και νοικοκυροί,δεν ζουν στον Ψηλορείτη. Οι κουζουλοί την κάμανε αθάνατη την Κρήτη"
6 Νοεμβρίου 2010
Το τραγούδι του Ξωπατέρα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Μην πυροβολείτε ασκόπως